Των Γιάννη Κιμπουρόπουλου, Μαρίας Ψαρά, Πάνου Κοσμά
Ολα ξεκίνησαν το 2005. Ηταν η εποχή που οι τράπεζες πολιορκούσαν –με διαφημιστικές καμπάνιες, αλλά και με «μαζικές» τηλεφωνικές οχλήσεις– υποψήφιους δανειολήπτες με κάθε λογής προτάσεις για αγορά χρηματοοικονομικών προϊόντων, ιδιαίτερα στεγαστικών και καταναλωτικών δανείων, συχνά με μια πιστωτική κάρτα… δώρο!
Στο πλαίσιο αυτού του… οργασμού πωλήσεων, πραγματοποίησαν συστηματική διαφημιστική καμπάνια (με διαφημιστικά φυλλάδια στα τραπεζικά υποκαταστήματα, τηλεοπτικά και ραδιοφωνικά σποτ, καταχωρίσεις στον έντυπο και ηλεκτρονικό Τύπο) για να προωθήσουν ένα νέο «εξωτικό» προϊόν: δάνεια σε ελβετικό φράγκο, είτε με νέες συμβάσεις κατευθείαν σε ελβετικό φράγκο είτε με μετατροπή σε ελβετικό φράγκο δανείων που είχαν συναφθεί σε ευρώ. Διαφήμισαν φορτικά τα οφέλη τους: χαμηλή δόση και χαμηλό επιτόκιο. Για να δελεάσουν τους δανειολήπτες επιστράτευσαν σε υποκαταστήματά τους το «κύρος» λογιστών, ασφαλιστικών γραφείων και δικηγόρων.
Σε αυτή τους την προσπάθεια όχι μόνο δεν θεώρησαν συμβατική τους υποχρέωση να ενημερώσουν για τα ρίσκα που εμπεριείχε αυτό το νέο προϊόν, αλλά διαβεβαίωναν ότι η ισοτιμία ευρώ/ελβετικού φράγκου θα παρέμενε σταθερή, ότι το Libor εξασφάλιζε χαμηλό επιτόκιο και –ακόμη χειρότερα– ότι στην «απίθανη περίπτωση» ζημίας από δυσμενή αλλαγή της συναλλαγματικής ισοτιμίας σε βάρος του ευρώ, αυτή θα ήταν μικρότερη από το όφελος του χαμηλού επιτοκίου.
Με τέτοιους όρους έκλεισε η παγίδα γύρω από 200.000 ανθρώπους (70.000 δανειολήπτες συν τους/τις εγγυητές/τριες, συνήθως μέλη των οικογενειών τους) για δάνεια συνολικού ύψους 10 δισ. ευρώ.
Τραπεζική απάτη
Πριν αλέκτορα φωνήσαι, οι διαβεβαιώσεις των τραπεζών διαψεύστηκαν οικτρά – και άρχισε ο «Γολγοθάς» των δανειοληπτών. Το πρώτο «χτύπημα» ήρθε το 2008, όταν άρχισε η πτώση της ισοτιμίας του ευρώ με το ελβετικό φράγκο, που κορυφώθηκε το 2011 διολισθαίνοντας από το 1:1,65 στο 1:1. Το αποτέλεσμα ήταν το ύψος των μηνιαίων δόσεων να αυξηθεί έως και κατά 40%, μετατρέποντας την εξυπηρέτηση των δανείων σε βραχνά και διαρκή περιπέτεια.
Μόνο όταν επήλθε η «καταστροφή» έγινε αντιληπτό από τους ατυχείς δανειολήπτες ότι οι συμβάσεις που είχαν υπογράψει δεν ήταν δάνεια, αλλά σύνθετες μορφές επενδυτικών προϊόντων χαρτοφυλακίου, αφού το ύψος του κεφαλαίου και των δόσεων αυξομειωνόταν ανάλογα με τη συναλλαγματική ισοτιμία του ελβετικού φράγκου με το ευρώ.
Ενα δεύτερο ισχυρό σοκ υπέστησαν οι Ελληνες και εκατομμύρια ακόμη Ευρωπαίοι δανειολήπτες τον Ιανουάριο του 2015, όταν η κεντρική τράπεζα της Ελβετίας αποφάσισε να "ξεκλειδώσει" την ισοτιμία του νομίσματός της με το ευρώ, προκαλώντας αυτόματη ανατίμηση του ελβετικού φράγκου και ακαριαία αύξηση των δόσεων και του κεφαλαίου των δανείων τους κατά 25%. Το "καπέλο" στα στεγαστικά δάνεια περίπου 10 δισ.ευρώ υπολογίστηκε τότε σε περίπου 1 δισ. και το μόνο που αντιστάθμισε την κατάσταση είναι ότι η τεράστια ανατίμηση του φράγκου έναντι του ευρώ μετριάστηκε σχετικά γρήγορα και επανήλθε στα προηγούμενα επίπεδα μέχρι το 2018, αφού βέβαια έγινε η απαραίτητη μεγάλη αρπαχτή στην αγορά συναλλάγματος (βλέπε ΕφΣυν 16/1/2015, "Το ελβετικό φράγκο θηλιά για τους δανειολήπτες" και 17-18/1/2015 "Το γοερό κλάμα των κερδοσκόπων").
Ο επενδυτικός χαρακτήρας των δανείων σε ελβετικό φράγκο «επικυρώθηκε» με τελεσίδικες δικαστικές αποφάσεις, όπως με την υπ’ αριθ. 1611/2017 τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου Αθηνών, την υπ’ αριθ. 791/2017 τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου Πειραιά και την υπ’ αριθ. 457/2017 τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου Ναυπλίου.
Τότε αποκαλύφθηκε σε όλη της την έκταση και το βάθος η ευθύνη των τραπεζών. Οι οποίες –ειδικά για τέτοιου είδους προϊόντα– είχαν, βάσει της κοινοτικής και εθνικής νομοθεσίας, αυξημένη υποχρέωση να παρέχουν επαρκή και εξειδικευμένη πληροφόρηση. Απαραίτητο στοιχείο αυτής της ενημέρωσης θα έπρεπε να είναι οι επιπτώσεις που θα είχαν στο ύψος του κεφαλαίου και των δόσεων του δανείου τυχόν σοβαρή υποτίμηση του ευρώ/ανατίμηση του ελβετικού φράγκου ή τυχόν αύξηση του επιτοκίου του ελβετικού φράγκου, αλλά και οι μέθοδοι αντιστάθμισης και ασφάλισης του συναλλαγματικού κινδύνου.
Αντί μιας τέτοιας εξειδικευμένης ενημέρωσης, οι τράπεζες διαφήμισαν απλώς τα οφέλη αυτών των δανείων, παρείχαν αφειδώς διαβεβαιώσεις και ζητούσαν την υπογραφή των γνωστών, πάγιων και μη διαπραγματεύσιμων όρων. Οι δανειολήπτες έχουν, λοιπόν, κάθε λόγο να αισθάνονται θύματα τραπεζικής απάτης – πολλώ δε μάλλον που για τις τράπεζες είναι πάγια τακτική η αντιστάθμιση του συναλλαγματικού κινδύνου…
Δεν ενημέρωσαν ενώ γνώριζαν
Τη μομφή περί τραπεζικής απάτης ενισχύει το γεγονός ότι οι τράπεζες ήταν ενημερωμένες για την «ιδιαιτερότητα» τέτοιων δανείων, για τα ρίσκα που ενσωμάτωναν και τις μεθόδους αντιστάθμισής τους, εγκαίρως και από τα πλέον επίσημα χείλη. Ηδη από το 2004, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, με έκθεσή του (Country Report No. 04/238, στις 4/8/2004) ασχολήθηκε με τα δάνεια σε ελβετικό φράγκο τονίζοντας:
α) «Η ζήτηση γι’ αυτά τα δάνεια φαίνεται να οδηγείται από συγκεκριμένους αποκλειστικά αυστριακούς παράγοντες. Τα δάνεια αυτά έγιναν δημοφιλή στα δυτικά της χώρας, όπου πολλοί δανειολήπτες είχαν φυσική αντιστάθμιση [κινδύνου] στο ελβετικό φράγκο (π.χ. όντας εργαζόμενοι στην Ελβετία και αμειβόμενοι σε ελβετικά φράγκα). Η δημοσιοποίηση ότι πολλοί από αυτούς τους πρώιμους δανειολήπτες είχαν προβεί σε σημαντικές εξοικονομήσεις […] εξάπλωσε τη ζήτηση σε όλη τη χώρα».
Η ατυχία των Ελλήνων δανειοληπτών ήταν ότι απείχαν από την Ελβετία 2.153 χιλιόμετρα, δεν εργάζονταν στη χώρα αυτή ώστε να αμείβονται σε ελβετικό φράγκο και να έχουν φυσική αντιστάθμιση κινδύνου – και όλα αυτά τα γνώριζαν ασφαλώς οι ελληνικές τράπεζες. Οι οποίες ανέλαβαν απλώς να «εξαπλώσουν τη ζήτηση» και στην Ελλάδα…
β) «Σημαντικές δυσμενείς μεταβολές των συναλλαγματικών ισοτιμιών θα επιδράσουν στη φερεγγυότητα των δανειοληπτών και ως εκ τούτου στην ικανότητά τους, και μερικές φορές στα κίνητρά τους, να αποπληρώσουν. Οι τράπεζες σε γενικές γραμμές γνωρίζουν πολύ καλά τους κινδύνους αυτούς και φαίνεται να τους παρακολουθούν και να τους ελέγχουν επαρκώς. Είναι αξιοσημείωτο ότι υπάρχουν τυπικά χαρακτηριστικά αυτών των δανείων στην Αυστρία που περιορίζουν τους κινδύνους που συνεπάγονται, ειδικά για τους δανειστές. Οι τράπεζες γενικά απαιτούν μεταξύ άλλων έναν μεγαλύτερο βαθμό ασφάλειας από ό,τι θα απαιτούσαν με τη μορφή δανεισμού σε ευρώ […] και μια επιλογή για μονομερή μετατροπή του δανείου σε ευρώ, αν υπάρχει σημαντική μεταβολή στις συναλλαγματικές ισοτιμίες».
Οι τράπεζες λοιπόν γνώριζαν. Στην Αυστρία προστάτευσαν τους πελάτες τους, μέσω ειδικών χαρακτηριστικών αυτών των δανείων, περιορίζοντας τους κινδύνους, ακόμη και δίνοντάς τους τη δυνατότητα για μονομερή μετατροπή του δανείου σε ευρώ σε περίπτωση σημαντικής μεταβολής στις συναλλαγματικές ισοτιμίες. Οχι όμως στην Ελλάδα…
Το ΔΝΤ επανήλθε με αναφορά του το 2005 ταξινομώντας σε λίστα(!) τους κινδύνους που έχουν τα δάνεια σε ξένο νόμισμα αλλά και το 2008 με συστάσεις προς τις αυστριακές αρχές – στην τελευταία περίπτωση μάλιστα διατυπώνοντας την άποψη ότι τα δάνεια σε ξένο νόμισμα «συνιστούν ευπάθεια για το τραπεζικό σύστημα».
Οι ελληνικές τράπεζες δεν είδαν ούτε άκουσαν κάτι…
Σε υπόμνημά του ο Πανελλήνιος Σύλλογος Δανειοληπτών Ελβετικού Φράγκου παραθέτει πλήθος επιπλέον στοιχείων που τεκμηριώνουν ότι οι ελληνικές τράπεζες γνώριζαν πολύ καλά τους κινδύνους για τους δανειολήπτες – και δεν έκαναν τίποτε για να τους προφυλάξουν, ούτε καν ενημερώνοντάς τους γι’ αυτούς. Καταλήγοντας στο ανατριχιαστικό συμπέρασμα:
«Ετσι, οι τράπεζες κατάφεραν να καρπώνονται προφανέστατα τη διαφορά μεταξύ της ισοτιμίας που οι δανειολήπτες υποχρεώνονται να αποπληρώνουν τα εν λόγω δάνεια και της ισοτιμίας που οι τράπεζες “κλείδωσαν” με πιστωτικά παράγωγα ή ασφάλιση κατά τον χρόνο εκταμίευσης του κάθε δανείου, αφού, άλλωστε, αντίστοιχο συναλλαγματικό κίνδυνο οι ίδιες δεν αντιμετώπισαν ποτέ»!
Τι λέει ο σύλλογος δανειοληπτών
Δέσποινα Σωνιάδου, ταμίας του Πανελλήνιου Συλλόγου Δανειοληπτών Ελβετικού Φράγκου
«Η απόφαση του Αρείου Πάγου (948/2021) που απέρριψε την αναίρεσή μας, ήταν μια τεράστια απογοήτευση για μας και για την εμπιστοσύνη μας στη Δικαιοσύνη. Οχι μόνο γιατί απέρριψε οριστικά τη συλλογική αγωγή μας εναντίον συγκεκριμένης τράπεζας που είχε μεγάλο όγκο δανείων σε ελβετικό φράγκο, αλλά κυρίως γιατί απέρριψε το αίτημά μας να σταλούν νέα προδικαστικά ερωτήματα στο Ευρωδικαστήριο, όπως συμβαίνει εδώ και χρόνια από τα εθνικά δικαστήρια σχεδόν όλων των χωρών της Ε.Ε. Με ποιο δικαίωμα το ανώτατο δικαστήριο μας στερεί το έσχατο νομικό όπλο που διαθέτουμε ως πολίτες της Ε.Ε.;
Θεωρούμε ότι ήταν μια άδικη, αλλά και παράνομη απόφαση. Κανείς δεν ζητάει να του χαριστούν τα δάνεια, άλλωστε η τεράστια πλειονότητα των δανειοληπτών σε ελβετικό φράγκο εξυπηρετούν κανονικά τα δάνειά τους, με τεράστιες στερήσεις, και παρότι οι τράπεζες τα έχουν τιτλοποιήσει και μεταβιβάσει σε εταιρείες διαχείρισης, που μας αντιμετωπίζουν με τον χειρότερο τρόπο. Το αίτημά μας είναι απλό: να επανυπολογιστούν τα δάνεια με βάση την ισοτιμία του φράγκου στην εκταμίευση. Είναι το μόνο δίκαιο, με δεδομένο ότι όλες οι αποφάσεις του Δικαστηρίου της Ε.Ε. αναγνωρίζουν ότι οι τράπεζες παραβίασαν τις υποχρεώσεις διαφάνειας και ενημέρωσης των πελατών τους για το ρίσκο, δηλαδή ότι μας παραπλάνησαν παραβιάζοντας τις ευρωπαϊκές Οδηγίες για την προστασία των καταναλωτών και των δανειοληπτών.
Και ακόμη περισσότερο, μια πρόσφατη απόφαση του ΔΕΕ, που αφορά προδικαστικά ερωτήματα της γαλλικής δικαιοσύνης, απορρίπτει και τον ισχυρισμό των τραπεζών περί ζημιών τους από την αλλαγή της ισοτιμίας, αναγνωρίζοντας ότι τα δάνεια σε ελβετικό φράγκο είναι απλές λογιστικές εγγραφές στους ισολογισμούς τους. Κι αυτό επιτρέπει στη γαλλική πολιτεία να επιβάλει στις τράπεζες τον επανυπολογισμό των δανείων σε πραγματική και όχι σε κερδοσκοπική βάση.
Δυστυχώς, γι’ αυτό ήταν πολύ σημαντική η απόφαση του Αρείου Πάγου. Γιατί αν μας δικαίωνε, θα επέβαλλε στην πολιτεία να νομοθετήσει. Το υπόμνημά μας για το πρόβλημα και τη λύση του είναι στα χέρια όλων των αρμόδιων υπουργείων, όλων των θεσμικών οργάνων του κράτους, όλων των κομμάτων εδώ και 3-4 χρόνια, αλλά κανείς δεν έχει αναλάβει πρωτοβουλία. Είναι πρόβλημα που απαιτεί πολιτική και θεσμική λύση σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Δεν έχουμε δει προθυμία. Γι’ αυτό και κάναμε καμπάνια στα δημοτικά και περιφερειακά συμβούλια, από τα οποία βγήκαν σημαντικές αποφάσεις στήριξης και απαίτησης λύσης».
Η πρακτική των τραπεζών απέναντι στο «ελβετικό» ζήτημα
Η Ελληνική Ενωση Τραπεζών παγίως δεν τοποθετείται για θέματα που άπτονται της εμπορικής πολιτικής των μελών της. Σε ό,τι αφορά τα στεγαστικά σε ελβετικό φράγκο που έχουν «κοκκινίσει» και έχουν περάσει σε servicers από τις τράπεζες, ακολουθείται ο γενικός κανόνας που είναι «ρύθμιση ώστε να καταστεί το δάνειο βιώσιμο». Δηλαδή, όταν η οφειλή ξεπερνά κατά πολύ την εμπορική αξία του ακινήτου, τότε κουρεύεται ώστε να φτάσει στο 120%. Για παράδειγμα, αν η εμπορική αξία είναι 100.000 ευρώ και η οφειλή 150.000 ευρώ, τότε «κουρεύονται» τα 30.000 ευρώ, ώστε η οφειλή να αντιπροσωπεύει το 120% της εμπορικής αξίας. Φυσικά, εφιστάται η προσοχή στο γεγονός ότι σε όλα του κουρέματα ισχύει η γενική αρχή ότι γίνονται εφόσον τηρηθεί η ρύθμιση μέχρι τέλους. Αν χρωστάει κάποιος, π.χ., 15.000 ευρώ γίνεται ρύθμιση για αποπληρωμή των 10.000 σε 100 δόσεις, και αφού αποπληρωθούν οι 10.000 τότε «κουρεύονται» τα 5.000 ευρώ.
Οι τράπεζες επίσης προτείνουν split & balance, μια ρύθμιση με την οποία το δάνειο «σπάει» σε δυο κομμάτια. Το ένα πληρώνεται με την τρέχουσα δόση και το υπόλοιπο αποπληρώνεται μετά από κάποια χρόνια. Υπάρχουν περιπτώσεις που οι δανειολήπτες ελβετικού φράγκου θεωρούν ασύμφορο να κρατήσουν ένα σπίτι, που τους κοστίζει πολύ περισσότερα απ’ όσο πραγματικά αξίζει, οπότε αποφασίζουν να το πουλήσουν σε συμφωνία με την τράπεζα ή την εταιρεία διαχείρισης που έχει αναλάβει το δάνειο. Η γενική τάση, πάντως, μεταξύ των δανειοληπτών ελβετικού φράγκου είναι να κρατούν ενήμερα τα δάνεια και να μην κάνουν ρυθμίσεις αφού «κοκκινίσουν».
ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου