Η Ιωάννα Στεντούμη μας εκθέτει τη μεγάλη εικόνα της γυναικείας κακοποίησης
Συνέντευξη στην Κατερίνα Μπουγδάνη
Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρας Κατά της Κακοποίησης των Γυναικών, η έμπειρη νομικός μίλησε στo rosa.gr για το τεράστιο κοινωνικό πρόβλημα στην ολότητά του.
Την Ιωάννα Στεντούμη μπορεί να μη τη γνώριζα ως τώρα προσωπικά, αλλά την παρακολουθώ καιρό μέσα από τις υποθέσεις της, τη δράση της μέσα από γυναίκειες οργανώσεις, τον δημόσιο λόγο της και τη συμμετοχή της στην Εναλλακτική Παρέμβαση, την προοδευτική, μαχητική παράταξη δικηγόρων. Είναι μία από τις καλύτερες επιλογές που θα μπορούσα να κάνω για μια συζήτηση γύρω από την κακοποίηση των γυναικών που δεν περιορίζεται μόνο στο νομικό επίπεδο, μιας και η εμπειρία και οι απόψεις της μας επιτρέπουν να δούμε το ζήτημα σφαιρικά και αναλυτικά και να εστιάσουμε πραγματικά στα θύματα, μακριά από στατιστικές και θεωρητικά σχήματα.
Η κουβέντα μας ξεκίνησε από τη θλιβερή διαπίστωση ότι οι γυναίκες δικηγόροι, αν και υπέρτερες αριθμητικά, δεν εκπροσωπούνται όπως θα έπρεπε στον σύλλογο και φυσικά αντιμετωπίζουν τις ίδιες, άθλιες συμπεριφορές που καλείται να αντιμετωπίσει κάθε γυναίκα σε κάθε εργασιακό χώρο, κάθε κοινωνικό περιβάλλον. «Ο σεξισμός διατρέχει κάθετα την κοινωνία παντού και πολλές φορές μπορεί να είναι κάποιος προοδευτικός και να μην το καταλαβαίνει, να πιστεύετε ότι έχει κάνει το καθήκον του, το βλέπω και στον χώρο μας, στον χώρο της Αριστεράς αλλά και στον αναρχικό χώρο. Κάποιος με ταξική συνειδητοποίηση που παλεύει για το δίκιο του κάθε καταπιεσμένου νομίζει ότι τελειώνει εκεί, δεν είναι έτσι όμως, γιατί οι καταπιέσεις είναι πολλές. Είναι δύσκολο αν δεν είσαι γυναίκα/ θηλυκότητα, να μπορέσεις να καταλάβεις πώς είναι να περπατάς στον δρόμο και να φοβάσαι ή να πρέπει να ανέχεσαι από τον εργοδότη σου άθλιες συμπεριφορές».
Το πρώτο ζήτημα που μας απασχόλησε μοιραία, διευρύνοντας τη συζήτηση στο ευρύτερο κοινωνικό φάσμα, είναι η αύξηση των κρουσμάτων έμφυλης βίας χοντρικά στα χρόνια της πανδημίας. «Υπάρχουν δύο ζητήματα, το ένα είναι η αύξηση των καταγγελιών και το άλλο είναι η αύξηση των περιστατικών. Κατά τη γνώμη μου ισχύουν και τα δύο. Έχουν αυξηθεί και οι καταγγελίες, κυρίως γιατί έχει αναπτυχθεί σιγά-σιγά ένα δίκτυο αλληλεγγύης και έχουν πάρει αυτά τα ζητήματα μία δημοσιότητα, αλλά παρόλα αυτά, είναι η κορυφή του παγόβουνου, γιατί έχουν όντως αυξηθεί και τα κρούσματα.
Η ευαλωτότητα είναι κάτι που όσο οξύνεται μία κατάσταση κρίσης κοινωνικά, οικονομικά, ταξικά, τόσο πιο πολύ δημιουργούνται και αντίστοιχες δυσκολίες στις κοινωνικές σχέσεις. Το πώς θα το διαχειριστεί ο κάθε εν δυνάμει κακοποιητής είναι ένα ζήτημα. Πράγματι, ο εγκλεισμός έχει με έναν τρόπο μεσολαβήσει σε κάποιον που ίσως υπό άλλες συνθήκες να ήταν πιο συγκρατημένος, γιατί καταλαβαίνει ότι και η άλλη πλευρά είναι πιο ευάλωτη και όσο η ευαλωτότητα αυξάνεται τόσο πιο πολλές δυνατότητες έχει ο κακοποιητής να το επαναλάβει. Πέρα από αυτό, όμως, νιώθω ότι και η βαθιά πατριαρχική κουλτούρα έχει με έναν τρόπο ενταθεί. Όσο οι γυναίκες βγαίνουν μπροστά και λένε ‘όχι, έχω δικαίωμα, όχι, είμαι ίση με σένα, θα καταγγείλω, θα διαμαρτυρηθώ, θα πάω στην αστυνομία, θα κάνουμε ένα δίκτυο, θα κάνουμε πορείες’, τόσο πιο μεγάλο μένος διαφαίνεται από την πλευρά των αντρών που εκφράζουν ένα μισογυνισμό και μία πατριαρχική αντίληψη πολύ σκοταδιστική. Οι καταγγελίες που βγαίνουν προς τα έξω όχι δεν τους συγκρατούν, είναι σαν να τους εξαγριώνουν. Όσον αφορά στις γυναικοκτονίες, που συνήθως είναι ένας δείκτης για το τι συμβαίνει στην έμφυλη βία, παρόλο που το κράτος συνεχίζει να μην κάνει καταγραφές και όσες έχουμε είναι άτυπες και προέρχονται από γυναικείες οργανώσεις, όπως βλέπουμε τον τελευταίο χρόνο έχουν όντως αυξηθεί, όπως και τον προηγούμενο σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια. Άρα έχουμε μία αύξηση η οποία αποτυπώνει μία πραγματική κατάσταση και μάλιστα έχουμε αύξηση και σε περιστατικά που προκύπτουν από συνθήκες που δε φαίνονταν επικίνδυνες, όπως η γυναικοκτονία της Γαρυφαλλιάς ή της κοπέλας από τη Ρόδο που είχαν μόνο λίγους μήνες σχέσης με τους δολοφόνους τους. Δεν είμαστε καν στη συνθήκη όπως λίγα χρόνια πριν, που ήταν κυρίως σύζυγοι και μία γυναίκα αποφάσιζε να χωρίσει- όχι ότι αυτό δικαιολογεί τίποτα. Είναι και οι συνθήκες κάτω από τις οποίες τελούνται αυτά τα περιστατικά που δείχνουν ότι πλέον έχει βαθύνει πολύ το πατριαρχικό χάσμα. Ο άλλος στη Φολέγανδρο είπε ότι διαφωνούσε συνέχεια μαζί μου, θα φοβόμαστε μήπως δεν συμφωνούμε σε μία παρέα ή έχουμε λίγους μήνες σχέση και χωρίσουμε γιατί μπορεί να βρεθούμε μαχαιρωμένες».
Ο νόμος, ενώ θεωρητικά φαίνεται να παρέχει ένα πλαίσιο, πολλές φορές με τα λάθη και τις παραλείψεις του αφήνει τα θύματα απροστάτευτα. «Όσον αφορά τη σεξουαλική παρενόχληση, στο ποινικό δίκαιο δεν υπάρχει ορισμός. Πολλές φορές πρέπει να βρούμε τι πράξη συνέβη ακριβώς και να δούμε σε ποια διάταξη του κώδικα από αυτούς που υπάρχουν μπορεί να ενταχθεί. Οι επιλογές που έχουμε είναι προσβολή γενετήσιας αξιοπρέπειας και προσβολή γενετήσιας ευπρέπειας. Υπάρχει μία αλληλοσυμπλήρωση και μια αλληλοεπικάλυψη, το ένα δείγμα είναι λίγο πιο ελαφρύ από το άλλο. Είναι και λίγο θέμα του εισαγγελέα το πώς θα το χαρακτηρίσει, το οποίο δημιουργεί κάποια ζητήματα, γιατί συνήθως, όταν το θύμα δεν έχει υπεράσπιση και δεν έχουν ερωτηθεί σωστά κάποια πράγματα, όπως στην περίπτωση ενός δημόσιου αυνανισμού μπροστά σε μια κοπέλα που τρομοκρατείται, ο κακοποιητής κατηγορείται για προσβολή γενετήσιας ευπρέπειας και πληρώνει απλά ένα χρηματικό πρόστιμο. Αλλά και στην προσβολή γενετήσιας αξιοπρέπειας, που η κατηγορία είναι πιο βαριά, υπάρχουν ζητήματα στην πρακτική εφαρμογή, όπως ο όρος το θύμα να έχει προσβληθεί βάναυσα. Αυτό πώς θα οριστεί και από ποιον; Αν ζητάς τη βοήθεια της αστυνομίας πάει να πει ότι κάτι σε έχει προσβάλει. Γιατί ο μετρητής πρέπει πάλι να πηγαίνει στο θύμα; Αυτή η έλλειψη ορισμού εν τέλει δημιουργεί προβλήματα και στον κατηγορούμενο. Πρέπει να είναι ξεκάθαρα τα πράγματα, να ξέρει ο καθένας ότι αυτό που κάνει είναι αυτό που τιμωρείται με τον τάδε τρόπο, να ξέρει και το θύμα ότι μπορεί να προστατευτεί.
Επίσης, η συναίνεση δεν οριοθετείται, πρέπει να οριοθετηθεί νομολογιακά. Επειδή μπήκε πολύ βιαστικά στην αλλαγή του νόμου, δεν χρησιμοποιήθηκε ορολογία που υπάρχει, όπως από τη Διεθνή Αμνηστία ή τη συνθήκη της Κωνσταντινούπολης. Επίσης, έχουν εξαιρεθεί περιπτώσεις που θεωρούνται πλημμέλημα, όπως περιπτώσεις στα πλαίσια εργασιακής σχέσης ή στα πλαίσια ενός ιδρύματος, όπως φυλακές, πανεπιστήμια, νοσηλευτικά ιδρύματα κτλ, με το θύμα να έρχεται σε επαφή με μη συναινετική πράξη σε καθεστώς ομηρίας. Λ.χ με τον σωφρονιστικό υπάλληλο της φυλακής δεν θεωρείται βιασμός, θεωρείται κατάχρηση σε ασέλγεια, που είναι πλημμέλημα. Ή ανάλογα τις συνθήκες εργασίας, μία ευάλωτη γυναίκα, μια μετανάστρια , μια προσφύγισσα, γενικά μια γυναίκα που εργάζεται στα πιο χαμηλά εργασιακά στρώματα, πόσες πιθανότητες υπάρχουν να είναι συναινετική η επιλογή της; Θα έπρεπε αν μη τι άλλο να προβλέπεται να χαρακτηριστεί ως βιασμός.
Επίσης, δεν υπάρχει ο όρος γυναικοκτονία, ούτε ως ορισμός ούτε ως επιβαρυντική περίσταση. Δεν υπάρχει πρόβλεψη για τα ζητήματα εκδικητικής πορνογραφίας που αντιμετωπίζονται απλά ως προσβολές προσωπικών δεδομένων, ενώ πρόκειται για τις πιο προσωπικές στιγμές ενός ατόμου να κυκλοφορούν ελεύθερα στο διαδίκτυο. Στην πραγματικότητα πρόκειται για σεξουαλική κακοποίηση, γι’ αυτό θα ήταν πιο σωστός όρος κακοποίηση μέσω εικόνας. Ακόμα, δεν υπάρχει καμία πρόβλεψη για τα θύματα ψυχολογικής ή λεκτικής βίας που δεν τα ακούνε καν. Επίσης, σε περιπτώσεις σωματικής βίας, υπάρχει μεγάλο ζήτημα με τις καθυστερήσεις των ραντεβού με ιατροδικαστή. Αν το περιστατικό γίνει Παρασκευή και σου δώσουν ραντεβού για Πέμπτη, αν πρόκειται για βιασμό θα πρέπει να μείνεις μέρες με τα ίχνη, αν πρόκειται για ξυλοδαρμό θα έχουν μείνει λίγα σημάδια, χωριά η ψυχολογική επιβάρυνση της αναμονής. Άσε που η ιατροδικαστική απόφαση θα βγει μετά από δυο-τρεις μήνες.
Τέλος, σε επίπεδο αστικού νόμου, με τον νέο οικογενειακό τα θύματα ενδοοικογενειακής βίας μένουν εκτεθειμένα, δεν μπορούμε να απομακρύνουμε τα παιδιά που μπορεί να έχουν υπάρξει άμεσα ή έμμεσα θύματα όταν θα βγει η οριστική απόφαση μετά από τρία χρόνια. Υπάρχει περιορισμός και στις διαμονές των παιδιών, μια γυναίκα που της βρήκανε ξενώνα μακριά από τον τόπο διαμονής της δεν μπορεί να πάει γιατί πρέπει πρώτα να εξασφαλιστεί η δικαστική απόφαση. Το καλό είναι ότι με τις αλλαγές στον 3500/2006 αναγνωριστήκαν αρκετές μορφές που αφορούν την οικογενειακή κατάσταση, μπήκε η ελεύθερη συμβίωση, αρκεί μια κακή συντροφική σχέση για να επιληφθεί ο νόμος».Πανό για την γυναικοκτονία της Ελένης Τοπαλούδη έξω από το Πρωτοδικείο Αθηνών.
Το ζήτημα, βέβαια, είναι αν και πώς ο νόμος εφαρμόζεται καθημερινά στην πράξη. «Υπάρχει ζήτημα με την παραβίαση των αποφάσεων. Με την τροποποίηση του ΣΥΡΙΖΑ το άρθρο για την παραβίαση των καταδικαστικών αποφάσεων καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε με ένα άλλο, με βάση το οποίο συνιστά παραβίαση απόφασης μόνο όσον αφορά αμιγώς οικογενειακά ζητήματα, δηλαδή διατροφή, επικοινωνία, επιμέλεια ή περιουσιακά. Όταν υπάρχει παραβίαση της μη προσέγγισης δεν υπάρχει κάτι άλλο να κάνει μια γυναίκα, εκτός από το να μαζεύει τις παραβιάσεις και να κάνει αγωγή για να αποζημιωθεί, που προφανώς δεν είναι το ζητούμενο της. Είχα περιπτώσεις που κάναμε ασφαλιστικά μέτρα για βίαιη συμπεριφορά και για μη προσέγγιση, βγήκε η απόφαση υπέρ του θύματος και είχαμε την απόφαση και την κοιτούσαμε».
Ποια είναι, όμως, η διαδρομή μιας γυναίκας που αποφασίζει να κοιτάξει το τέρας στα μάτια και να καταγγείλει τον κακοποιητή της στις αρχές; Ας τη δούμε βήμα βήμα. «Η αντιμετώπιση από τις αστυνομικές αρχές είναι αποτρεπτική, ισοπεδωτική. Είναι ελάχιστες οι περιπτώσεις που θα παραλάβουν το παράπονο και θα ασχοληθούν και είναι περιπτώσεις κυρίως αστυνομικών που έχουν δεχτεί κάποια εκπαίδευση, κυρίως σε κάποια τμήματα του Κέντρου. Η βασική, όμως, αντιμετώπιση είναι κυρίως η αποτροπή με ευθύ τρόπο, παραινέσεις όπως «θα μπλέξετε, οικογένεια είστε, βρείτε τα, θα πάρει χρόνια, μη διαλύσετε την οικογένειά σας, ήταν απλά ένας καβγάς», είτε χρησιμοποιώντας νομικά επιχειρήματα, ειδικά σε περιπτώσεις που η γυναίκα αναφέρει και παλαιότερα περιστατικά, τους λένε ότι έχουν παραγραφεί -δεν είναι δουλειά του αστυνομικού να αξιολογήσει τι έχει παραγραφεί και τι όχι- ότι έχει παράβολο ενώ δεν έχει, αποτρέποντας όσες δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα. Η χειρότερη είναι η ‘συμβουλή’ να μην κάνουν μήνυση γιατί θα τους κάνει και ο κακοποιητής και θα περάσουν όλο το βράδυ στο τμήμα, που είναι ένας υπαρκτός κίνδυνος, φαντάσου πρέπει να μείνει στο ίδιο κελί με τον άνθρωπο που σε χτυπούσε λίγο πριν. Αλλά από την άλλη, μπορεί άνετα ο αξιωματικός υπηρεσίας -και το έχουμε δει σε τμήματα που λειτουργούν σωστά- να πάρει την εισαγγελέα ενδοοικογενειακής βίας, να αναφέρει την περίπτωση και να πάρει εντολή να αφήσει τη γυναίκα και να κρατήσει τον κακοποιητή.
Πιστεύω ότι αυτές οι συμπεριφορές προκύπτουν ξεκάθαρα από μία συγκεκριμένη πατριαρχική κουλτούρα. Δεν έχω δει κανέναν να πηγαίνει να κάνει μήνυση για κλοπή και να του λένε «αχ που να γράφουμε τώρα για 200 300 ευρώ». Δυστυχώς υπάρχει μία πλήρης αντιστροφή που συνεχίζεται και από τους δικαστές που δεν εστιάζουν εκεί που πρέπει, όπως στις περιπτώσεις βιασμού, όπου το θύμα πρέπει να αποδείξει ότι δεν το ήθελε, ότι εξέφρασε σωστά το όχι του. Είναι πολύ σημαντική η αντιμετώπιση του αστυνομικού για τη δημιουργία εμπιστοσύνης στη γυναίκα, είναι η πρώτη γραμμή. Έχω δει δικογραφία σε πολύ σκληρή περίπτωση βιασμού να είναι καταγεγραμμένες ερωτήσεις του αστυνομικού προς το θύμα αν θεωρεί ότι προκάλεσε επειδή πριν έπινε ποτά με τον βιαστή. Πώς μετά μια γυναίκα να βρει το κουράγιο να ζητήσει βοήθεια; Σε εκπαιδεύσεις αστυνομικών που έκανα παλιότερα οι αστυνομικοί επέμεναν ότι οι γυναίκες έκαναν μηνύσεις για τα χρήματα, ειδικά οι τουρίστριες, ενώ είναι ξεκάθαρο ότι κανένα θύμα σεξουαλικής κακοποίησης δεν έχει ζητήσει αποζημίωση, αν ο μηχανισμός υπάρχει πολλά χρόνια. Και ξεκινάνε να σου αναφέρουν περιπτώσεις και συνειδητοποιείς ότι οι άνθρωποι αυτοί παραβιάζουν τον νόμο, πηγαίνουνε κορίτσια να καταθέσουν και τους ρωτάνε τρεις, τέσσερις, πέντε φορές «σίγουρα είπες το όχι με σαφή τρόπο, το κατάλαβε ο άλλος, γιατί είσαι και μεθυσμένη» και στο τέλος τα μαζεύουν και φεύγουν, όπως η Ελένη Τοπαλούδη και φτάνουν τελικά να πουν ότι αυτές έφταιγαν. Τα θύματα αυτά έχουν ήδη μία θυματοποίηση εσωτερικευμένη, δε χρειάζονται και την εξωτερική αμφισβήτηση. Και σκέψου ότι αυτοί που έρχονται σε εμάς για εκπαίδευση έχουν σκοπό να αφιερώσουν δύο-τρεις ώρες από τη ζωή τους για να ακούσουν και κάτι παραπάνω, το υπόλοιπο κομμάτι είναι ακόμα χειρότερο. Είναι σίγουρα θέμα εκπαίδευσης, αλλά όχι μόνο. Σε πιο συντηρητικούς μηχανισμούς, αστυνομία εισαγγελία, δικαστήρια, είναι ακόμα βαθιά ριζωμένη η πατριαρχική κουλτούρα, πώς μια γυναίκα πρέπει να συμπεριφέρεται, να κινείται, να μιλά».
Η Κούλα Τοπαλούδη, μητέρα της δολοφονημένης Ελένης, με τη Μάγδα Φύσσα.
Στο κάτω κάτω, η εικόνα μιας γυναίκας που ζητά βοήθεια φτάνει για να αποκαλύψει την ειλικρίνεια των προθέσεών της. «Οι γυναίκες που φτάνουν σε εμάς συνήθως βρίσκονται σε πολύ άσχημη ψυχολογική κατάσταση, ειδικά τα θύματα σωματικής ή σεξουαλικής βίας και ιδιαίτερα αμέσως μετά το συμβάν. Πολύ κακή είναι επίσης και η κατάσταση τους σε επίπεδο συγκρότησης, νιώθουν ανασφάλεια, κοιτάζουν τον χώρο γύρω γύρω, ξεχνάνε πράγματα. Συνήθως χρειάζονται πολλά ραντεβού, πάνω από 1-2 για να μπορέσουν να πουν ακριβώς τι έγινε. Προσωπικά τις παροτρύνω να γράψουν κάποια πράγματα για να έχουν χρόνο να σκεφτούν όσα έγιναν. Και σε περιπτώσεις ψυχολογικής ή λεκτικής βίας συνήθως είναι πολύ διαλυμένες, είναι μία μορφή βίας που μπορεί να την ανεχόμαστε για καιρό, μπορεί μια γυναίκα να έχει περάσει μήνες ή χρόνια σε αυτή την κατάσταση. Είναι πολύ σοκαριστικό να βλέπεις γυναίκες 50-60 χρονών και παραπάνω να τα λένε με μια ντροπή, μια συστολή, έναν φόβο, έχουν φτάσει σε σημείο να μην μπορούν να ανεχτούν μία κακοποιητική συμπεριφορά. Επίσης, υπάρχει πολύ μεγάλος φόβος, ειδικά όταν υπάρχουν παιδιά. Το νέο οικογενειακό δίκαιο σε αυτή την περίπτωση έχει λειτουργήσει καταστροφικά, όταν καταλαβαίνουν ότι θα πρέπει να μοιράζονται την επιμέλεια των παιδιών με αυτόν που τις κακοποιεί, σκέφτονται ότι δεν έχει νόημα, καλύτερα να μείνουν μαζί του στο ίδιο σπίτι να συντηρείται και το παιδί και βλέπουμε, μπορεί να μην είναι κακές όλες οι μέρες. Όσες έχουν αποφασίσει να χωρίσουν παραιτούνται από το δικαίωμα της διατροφής. Τα λόμπι που υποστήριξαν αυτόν τον νόμο τα κατάφεραν να παραιτηθούμε από κάθε δικαίωμα, το δικαίωμα να μπορούμε να χωρίσουμε και να διεκδικούμε τα δικαιώματα που έχουμε για τα παιδιά μας μετά το χωρισμό».
Ακόμα, όμως, και όταν μια γυναίκα ξεφεύγει από τον κακοποιητή της, δεν παύει να συναντά προβλήματα. «Οι δομές είναι λίγες – πάγιο αίτημα όσων ασχολούμαστε με το αντικείμενο είναι να δημιουργηθούν δομές σε κάθε δήμο – και υπάρχει μεγάλη αναμονή. Μπορεί μια γυναίκα να πρέπει να αλλάξει τελείως το δήμο ή περιφέρεια, πράγμα καθόλου εύκολο, υπάρχει φόβος, αν και σε περιπτώσεις πολύ έντονης σωματικής βίας δεν το σκέφτονται. Επίσης, τα παιδιά πρέπει να είναι υγιέστατα, ψυχικά και σωματικά, μια γυναίκα με αγόρι άνω των 12 δεν μπορεί να φιλοξενηθεί σε δομή και τέλος, ο χρόνος παραμονής τους εκεί περιορίζεται σε λίγους μήνες. Είναι ζήτημα τι θα απογίνουν μετά, από τη στιγμή που δεν καταρτίζονται και δεν προσλαμβάνονται κάπου ως ευάλωτη ομάδα».
Το σημαντικότερο, κατά τη γνώμη μου, που ζήτησα από την Ιωάννα, αναλογιζόμενη την εμπειρία της στο ζήτημα, ήταν μερικές πολύτιμες συμβουλές για τις γυναίκες που θέλουν να σπάσουν τον κακοποιητικό κλοιό «Να πάρουν το 15 900, που δίνει κάποια πρώτη καθοδήγηση για κάποιο συμβουλευτικό κέντρο. Είναι καλό να πηγαίνει μια κακοποιημένη γυναίκα σε συμβουλευτικά κέντρα, χρειάζονται ψυχοκοινωνική ενδυνάμωση από κοινωνικές λειτουργούς και ψυχολόγους, έστω ιδιωτικά ή μέσα από τα Κέντρα Ψυχικής Υγείας των δήμων, εφόσον υπάρχει μάλιστα έντονη βία ή αν υπάρχουν παιδιά, γιατί η διαδικασία μπορεί να κρατήσει μήνες ή και χρόνια. Σίγουρα είναι εξαιρετικά σημαντικό να βρούνε δικηγόρο άμεσα για να κάνουν κάποιες πρώτες κινήσεις, όπως να καταγγείλουν. Αν δεν το έχουν αποφασίσει να κάνουν μήνυση ώστε να τις στείλουν σε ιατροδικαστή, τότε πρέπει να πάνε τουλάχιστον στα εξωτερικά ιατρεία ενός νοσοκομείου, ώστε να καταγράφουν τα τραύματα για τη στιγμή που θα αποφασίσουν να τα χρησιμοποιήσουν. Να ενημερώσουν το συγγενικό περιβάλλον για το συμβάν, όσο το δυνατόν περισσότερα άτομα, να έχουν δίπλα τους ένα άτομο που να γνωρίζουν καλά. Αν μπορούν να ζητήσουν βοήθεια από κάποια συλλογικότητα, έναν φοιτητικό σύλλογο, έναν σύλλογο εργαζομένων, αυτό πάντα βοηθάει, πολλές φορές ο ίδιος κατηγορούμενος μπορεί να το έχει ξανακάνει, οπότε είναι καλό να υπάρχουν όσο περισσότερες καταγγελίες, δημιουργείται ένα μοτίβο από ένα σημείο και μετά αν κάποιος είναι τελείως ασύδοτος. Αν υπάρχουν αποδεικτικά ντοκουμέντα –όπως φωτογραφίες, φωνητικά, μηνύματα- που αποδεικνύουν απειλή και κακοποίηση, να τα φυλάνε. Πολλές γυναίκες τα σβήνουν επειδή δε θέλουν να θυμούνται. Ας υπάρχει έστω ένα print screen αποθηκευμένο και ας μην χρησιμοποιηθεί ποτέ».
Αν θέλουμε να αντιμετωπίσουμε καίρια και στον πυρήνα τους τις κακοποιητικές συμπεριφορές θα πρέπει να τα πάρουμε όλη αυτή τη συζήτηση στα σοβαρά και κυρίως, να αλλάξουμε νοοτροπία. «Σε νομικό επίπεδο, χρειαζόμαστε αλλαγές γύρω από την ενδοοικογενειακή βία στον αστικό κώδικα, όσο για τον ποινικό, ουσιαστικά χρειάζεται ένα ξεχωριστό κεφάλαιο για τα έμφυλα αδικήματα, όπου θα προβλέπεται η γυναικοκτονία και η κακοποίηση μέσω εικόνας και σε κάθε περίπτωση θα ήταν σκόπιμο να μπει τουλάχιστον η διάκριση λόγω φύλου στις βασικές διατάξεις του κώδικα.
Από την άλλη, δεν θεωρώ ότι το νομικό από μόνο του είναι κάτι το οποίο θα αλλάξει κάτι επί της ουσίας, γιατί αφενός δεν προλαμβάνει και αφετέρου δεν έχω την αυταπάτη ότι συμπεριφορές οι οποίες αποτυπώνουν πολύ βαθιά ριζωμένα στερεότυπα μπορούν να αλλάξουν επειδή θα αλλάξει ίσως η τιμωρία τους. Φυσικά δε θέλουμε να λειτουργεί ως ελαφρυντικό ότι μπορεί κάποιος να τελεί μία σειρά από παράνομες πράξεις στη γυναίκα του, στην κόρη του, στη σύντροφό του, να υπάρχει αυτό το ας πούμε ιδιοκτησιακό στοιχείο που εκπορεύεται από την πατριαρχική νοοτροπία. Στο κοινωνικό επίπεδο ξεκάθαρα και σε πολύ μεγάλο βαθμό, παίζει ρόλο η εκπαίδευση. Το 2021 θα έπρεπε να υπάρχει σεξουαλική διαπαιδαγώγηση στα σχολεία ήδη από το νήπιο, θα έπρεπε να μαθαίνουμε στα παιδιά τα όργανα του σώματός τους, ένα παιδάκι που πάει σχολείο να ξέρει πώς να προστατευτεί. Και στην τριτοβάθμια, να υπάρχουν μαθήματα σε όλες τις σχολές, όχι μόνο για όποιον επιλέξει να κάνει σπουδές φύλου και να εντρυφήσει.
Να υπάρχει υλική βοήθεια, προστατευτικές δομές όπου θα μπορεί μια γυναίκα άμεσα να φιλοξενηθεί, να ζητήσει υποστήριξη, να βρει δικηγόρο, να της δοθεί επίδομα, δυνατότητα εργασίας, να μην κινδυνεύει να χάσει την επιμέλεια των παιδιών, ένα πλέγμα προστατευτικών ρυθμίσεων ώστε να ξέρει ο κακοποιητής ότι το θύμα του δεν είναι εγκλωβισμένο, ότι δεν είναι όσο μόνη και ευάλωτη αυτός νομίζει. Αυτό σημαίνει πολιτικές συμπερίληψης γύρω από γυναικεία ζητήματα, ζητήματα της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας, ζητήματα ισότητας ανεξαρτήτως φύλου».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου