15 Ιουνίου 2021

Άρις Καζάκος*: Πυροβολούν την εργασία, αλλά πέφτουν εργαζόμενοι και οικονομία


Η μνημονιακή πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης διά της μείωσης των μισθών στηρίχθηκε, σε μεγάλο βαθμό, στην αποδόμηση του θεσμικού πλαισίου της εργασίας, κυρίως του μηχανισμού συλλογικών ρυθμίσεων των όρων εργασίας, των συλλογικών συμβάσεων εργασίας και των διαιτητικών αποφάσεων. Τα αποτελέσματα τα είδαμε και εξακολουθούμε να τα βλέπουμε και κυρίως να τα υφιστάμεθα στην απαξιωμένη από την ανεργία και την απειλή της ανεργίας εργασία, στα καθημαγμένα οικονομικά των νοικοκυριών και της πλειονότητας των επιχειρήσεων.

Ωστόσο, ορισμένα από τα φονικά μέτρα των μνημονίων κατά των συλλογικών συμβάσεων ήταν τουλάχιστον προσωρινά, πράγμα που δεν συμβαίνει με την ευρείας έκτασης αντιμεταρρύθμιση της κυβέρνησης της ΝΔ στο θεσμικό οικοδόμημα της εργασίας. Με τον νόμο 4635/2019 για τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας και το δικαίωμα μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία, με τους νόμους για τη ΔΕΗ και τα ΕΛΤΑ και τώρα με το εργασιακό νομοσχέδιο άνοιξαν και ανοίγουν πληγές που δεν θα κλείσουν αν δεν υπάρξει μια ριζική εκκαθάριση με την κατάργηση αυτών των μέτρων. Προσωρινά μέτρα που επιβλήθηκαν π.χ. με την ΠΥΣ 6/2012 ήταν η αναγκαστική λήξη των συλλογικών συμβάσεων και των διαιτητικών αποφάσεων (χρόνια μετά την ΠΥΣ 6/2012 δόθηκαν ανάσες στις συλλογικές συμβάσεις και τη διαιτησία), η αναστολή της επεκτασιμότητας των συλλογικών συμβάσεων και η υπερίσχυση των δυσμενέστερων επιχειρησιακών συλλογικών συμβάσεων έναντι των κλαδικών συμβάσεων (τα δύο τελευταία μέτρα έληξαν τον Αύγουστο του 2018). Η εμπειρία από αυτή την πολιτική είναι νωπή: Το βαθύ κούρεμα των εισοδημάτων με άμεσες νομοθετικές μειώσεις και με την επικράτηση των ατομικών συμβάσεων εργασίας και στη συνέχεια με άγρια φορολόγηση οδήγησαν στη βύθιση της εργασίας, της οικονομίας και γενικά της κοινωνίας. Την πολιτική των μνημονιακών χρόνων υπηρετεί και η πολιτική εργασίας της κυβέρνησης της ΝΔ, που είναι πολιτική εσωτερικής υποτίμησης μέσω περαιτέρω μείωσης των μισθών.

Στο εργασιακό νομοσχέδιο της κυβέρνησης (Βρούτση/Χατζηδάκη) η μέθοδος που ακολουθήθηκε είναι απλή, προδίδει ωστόσο την αφέλεια των συντακτών του. Επιχειρούν να κρύψουν πίσω από τη βιτρίνα της επικύρωσης δύο διεθνών συμβάσεων εργασίας και της ενσωμάτωσης μιας οδηγίας της ΕΕ τον βαθιά αντικοινωνικό χαρακτήρα των λοιπών ρυθμίσεων του νομοσχεδίου. Το εγχείρημα, φυσικά, απέτυχε, ο βαθιά αντικοινωνικός χαρακτήρας του νομοσχεδίου είναι αδύνατον να καμουφλαριστεί. Γιατί οι στόχοι της πολιτικής εργασίας της κυβέρνησης είναι δύο: η συνέχιση της πολιτικής της εσωτερικής υποτίμησης διά της περαιτέρω μείωσης των μισθών και συγχρόνως η μόνιμη εξουδετέρωση ή συρρίκνωση του εργασιακού θεσμικού πλαισίου. Στην πραγματικότητα η κυβέρνηση πιστεύει στο δόγμα ότι το Εργατικό Δίκαιο βλάπτει την οικονομία.

Η πολιτική της Νέας Δημοκρατίας εναντίον της εργασίας είναι από μια ορισμένη άποψη πιο brutal από αυτή των μνημονιακών χρόνων. Εκεί ήταν η μπότα των δανειστών της χώρας, τους οποίους, βέβαια, είχε καλοδεχτεί μεγάλο μέρος των πολιτικών δυνάμεων της χώρας, χαιρετώντας και εμψυχώνοντας τους πιο εξτρεμιστές από τους εμπνευστές των φονικών μέτρων κατά της οικονομίας και γενικά της κοινωνίας («τα μνημόνια αν δεν υπήρχαν, θα έπρεπε να τα εφεύρουμε», «δεν θα μου κλέψει εμένα τη δόξα ο Τόμσεν», «Γερούν, γερά» και άλλα). Όμως το νομοθετικό έργο της παρούσας κυβέρνησης είναι δικής της επιλογής και κοπής και η ευθύνη της είναι ακέραιη, είναι ολόκληρη δική της και δεν είναι ευθύνη απλού συνεργού.

Για να δούμε τη μεγάλη εικόνα της πολιτικής εργασίας της κυβέρνησης, πρέπει να αρχίσουμε από την πρώτη αντιμεταρρυθμιστική χειρουργική επέμβαση της κυβέρνησης, αυτή του νόμου 4635/2019: Την ατομική σύμβαση εργασίας, που «δείχνει» το νομοθετικό έργο της κυβέρνησης από την αρχή της θητείας της∙ ο νόμος 4635/2019 που εισάγει πλήθος εξαιρέσεων από συλλογικές συμβάσεις και ακρωτηριάζει το συνταγματικό δικαίωμα μονομερούς προσφυγής στη Διαιτησία, οι νόμοι για τη ΔΕΗ και τα ΕΛΤΑ, που εξαιρούν τους νεοπροσλαμβανόμενους από τις ισχύουσες συλλογικές συμβάσεις και τους κανονισμούς εργασίας, όλα αυτά τα μέτρα κάνουν χώρο στην ατομική σύμβαση. Γιατί η ατομική σύμβαση εργασίας που προωθεί η κυβέρνηση εγγυάται, εκτός των άλλων, και την ακώλυτη συνέχιση της πολιτικής της εσωτερικής υποτίμησης διά της μείωσης των μισθών∙ των μισθών που έχουν ήδη κατακρημνιστεί το τελευταίο διάστημα κατά 30% σε μέσους όρους, σε μια οικονομία που όπως οι περισσότερες είναι, όπως λένε οι αγγλοσάξονες, wage driven και όχι profit driven. Και βέβαια η επιλογή της κυβέρνησης της ΝΔ κατά των συλλογικών και υπέρ των ατομικών συμβάσεων έχει προϊστορία. Παραδείγματος χάριν, δεν έχει περάσει πολύς χρόνος από τότε που ο κ. Μητσοτάκης διακήρυττε ότι «οι συλλογικές συμβάσεις είναι ιδεοληψία της Αριστεράς» και ότι η ανισότητα είναι, περίπου, μια φυσική κατάσταση.

Με το συζητούμενο νομοσχέδιο της κυβέρνησης γίνεται ένα δεύτερο μεγάλο βήμα αντιμεταρρύθμισης στο πεδίο της εργασίας. Τώρα η αντιμεταρρύθμιση του ν. 4635/2019 συμπληρώνεται με τη συρρίκνωση των συνδικαλιστικών ελευθεριών και του ατομικού εργατικού δικαίου. Η μη εγγραφή της συνδικαλιστικής οργάνωσης στο Γενικό Μητρώο Συνδικαλιστικών Οργανώσεων Εργαζομένων της στερεί όλα τα συνδικαλιστικά δικαιώματα, από την κήρυξη απεργίας, τη σύναψη συλλογικής σύμβασης, την προσφυγή στον ΟΜΕΔ μέχρι τη χρηματοδότηση και την προστασία της συνδικαλιστικής δράσης. Κι αυτό παρά το γεγονός ότι όλα τα ζητούμενα στοιχεία υπάρχουν στις Γραμματείες των αρμόδιων δικαστηρίων και ενώ θα αρκούσε για την περίπτωση μη εγγραφής ένα ηπιότερο μέτρο/κύρωση. Σε συνδυασμό δε με την κατάργηση της ειδικής προστασίας των συνδικαλιστικών στελεχών από απολύσεις και μεταθέσεις, αντιλαμβάνεται κανείς ότι ο συνδικαλισμός θα βρεθεί σε ένα εκρηκτικό περιβάλλον. Το ημιθανές λόγω της νομολογιακής του απορρύθμισης δικαίωμα απεργίας εξουδετερώνεται με το προαπαιτούμενο να ψηφίζεται η απόφαση του σωματείου από τα μισά + ένα μέλη του, ενώ είναι γνωστό ότι σε όλες τις συλλογικότητες, από τα κοινά σωματεία μέχρι το εκλογικό σώμα, στις σχετικές διαδικασίες συμμετέχουν όσοι θέλουν και μπορούν, με την τήρηση, εννοείται, ειδικά για τα σωματεία της απαιτούμενης ελάχιστης απαρτίας και πλειοψηφίας. Επιπλέον παροράται το ότι η νομιμοποίηση στην άσκηση του δικαιώματος κρίνεται κυριότατα στο στάδιο της υλοποίησης της απόφασης του σωματείου, δηλαδή κατά την άσκηση του δικαιώματος απεργίας με τη συμμετοχή ή μη συμμετοχή των εργαζομένων. Τώρα εκτός από την πλειοψηφία που επιβάλλει η σχεδιαζόμενη ρύθμιση, τίθεται ένα ακόμη ανάχωμα στην άσκηση του δικαιώματος: για να είναι νόμιμη η απεργία θα πρέπει να διατίθεται στον εργοδότη προσωπικό ασφαλείας / προσωπικό ελάχιστης εγγυημένης υπηρεσίας στις επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας στο 1/3 του συνόλου του προσωπικού, κι αυτό ανεξάρτητα από τις πραγματικές ανάγκες για την εξυπηρέτηση ζωτικών κοινωνικών αναγκών. Τέλος, χωρίς να εξαντλείται ο κατάλογος των δυσμενών για την εργασία ρυθμίσεων, καταργούνται οι διατηρητικές ρήτρες που ενσωματώνονται σε συλλογικές συμβάσεις και διαιτητικές αποφάσεις και σκοπό έχουν τη διατήρηση σε ισχύ όλων των ρυθμίσεων παλαιότερων συλλογικών ρυθμίσεων, όσων δεν καταργούνται ή τροποποιούνται με τη νεότερη συλλογική σύμβαση / διαιτητική απόφαση. Η κύρωση για τη μη κωδικοποίηση στη νεότερη συλλογική σύμβαση ή διαιτητική απόφαση παλαιότερων συλλογικών ρυθμίσεων που διατηρούνται σε ισχύ είναι εξοντωτική: Με εξαίρεση την εθνική γενική συλλογική σύμβαση οι λοιπές συλλογικές συμβάσεις κηρύσσονται άκυρες στο σύνολό τους.

Από την άλλη πλευρά, στο ατομικό εργατικό δίκαιο, σε μια συνοπτική οιονεί κωδικοποίηση των ανατροπών που επέρχονται, έχουμε, μεταξύ άλλων, την παροχή πρόσθετης εργασίας των μερικώς απασχολουμένων όχι σε συνέχεια του ωραρίου τους αλλά διακεκομμένα και συνακόλουθη διάλυση της διαχείρισης του χρόνου τους, την αύξηση του ορίου των υπερωριών στις 150 ώρες τον χρόνο που μπορούν να αυξηθούν με απόφαση του Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου Εργασίας χωρίς κανένα όριο (!), πράγμα που έχει αποτέλεσμα φθηνότερη για τον εργοδότη υπερωριακή εργασία και τη δημιουργία αναχώματος σε νέες προσλήψεις, τη συμφωνημένη με ατομική σύμβαση εργασίας άδεια χωρίς αποδοχές για ένα έτος που μπορεί να παραταθεί επ’ αόριστον, μια υπέρ-ευέλικτη δωρεάν υπέρ-διαθεσιμότητα, χωρίς τα βάρη της τελευταίας (ο νόμος την περιορίζει μέχρι 3 μήνες τον χρόνο και υποχρεώνει τον εργοδότη στην καταβολή του μισού των αποδοχών), διαθεσιμότητα που τώρα καταστρατηγείται, μια υπερ-διαθεσιμότητα η οποία θα εισάγεται με εντολή, ουσιαστικά, του εργοδότη, την εισαγωγή πλήθους εξαιρέσεων από την κυριακάτικη αργία, κατάργηση του δικαιώματος πραγματικής απασχόλησης για όσους απολύονται με προμήνυση (= με τήρηση προθεσμίας προειδοποίησης για την απόλυση), κατάργηση του δικαιώματος επαναπρόσληψης μετά από άκυρη απόλυση (το δικαίωμα διατηρείται μόνο για συγκεκριμένες κατηγορίες προσώπων) και αντικατάστασή του με πρόσθετη αποζημίωση, που κι αυτή τελεί υπό την αίρεση της οικονομικής κατάστασης της επιχείρησης, UBERοποίηση της εργασίας σε πλατφόρμες με επιβολή από τον εργοδότη συμβατικών μορφών (ανεξάρτητων υπηρεσιών ή έργου) που βρίσκονται εκτός της εργατικής νομοθεσίας και τη θέσπιση τεκμηρίου κατά της εξαρτημένης εργασίας (!). Και τέλος στο εμβληματικής αξίας κακοποιημένο 8ωρο η μείζων ανατροπή γίνεται με τη διευθέτηση (= δωρεάν 2ωρη υπέρβαση του 8ώρου με αντάλλαγμα μειωμένο ωράριο ή πρόσθετο ρεπό ή αυξημένη άδεια αναψυχής) όχι με συλλογική αλλά με ατομική σύμβαση εργασίας. Για τον υπουργό εργασίας η 10ωρη εργασία… απελευθερώνει τον εργαζόμενο να μαζεύει ελιές.

Βέβαια, η βιτρίνα του νομοσχεδίου, η επικύρωση των διεθνών συμβάσεων εργασίας 187 και 190 για την προώθηση της ασφάλειας και της υγείας στην εργασία και την εξάλειψη της βίας και της παρενόχλησης στον χώρο εργασίας, αντίστοιχα, αποτελεί υποχρέωση της χώρας και δεν είναι πρωτοβουλία της κυβέρνησης. Το ίδιο ισχύει και για τη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο της οδηγίας της ΕΕ 2019/1158 για την ισορροπία επαγγελματικής και ιδιωτικής ζωής για γονείς και φροντιστές. Και αυτή η μεταφορά αποτελεί υποχρέωση της χώρας.

Θα ρωτήσει κανείς, μα καλά, τίποτε θετικό δεν υπάρχει στο νομοσχέδιο; Η απάντηση είναι εύκολη: Ναι, υπάρχουν θετικά σημεία στο νομοσχέδιο, η επικύρωση των δύο διεθνών συμβάσεων εργασίας 187 και 190 καθώς και η ενσωμάτωση της οδηγίας 2019/1158. Ωστόσο, όπως αναφέρθηκε, τόσο η επικύρωση των διεθνών συμβάσεων όσο και η ενσωμάτωση της οδηγίας δεν πιστώνονται στην κυβέρνηση. Κατά τα λοιπά, η ενεργοποίηση της ψηφιακής κάρτας εργασίας για την αντιμετώπιση της εργοδοτικής παραβατικότητας σε σχέση με τον χρόνο εργασίας είναι χρήσιμο εργαλείο. Αρκεί να επιβληθεί η χρήση του σε όλες τις επιχειρήσεις, να υπάρχει ψηφιακή κάρτα και να ενεργοποιείται κάθε φορά. Το πώς όμως θα χρησιμοποιηθεί στην πράξη αυτό το εργαλείο εξαρτάται από την ύπαρξη ενός επαρκώς στελεχωμένου ελεγκτικού μηχανισμού, του ΣΕΠΕ, που θα μπορεί να επιβάλλει αποτελεσματικές κυρώσεις. Και τα δύο στοιχεία ωστόσο λείπουν, το ΣΕΠΕ έχει απαξιωθεί και οι κυρώσεις κάθε άλλο παρά αποτελεσματικές είναι καθώς ακολουθούν φθίνουσα πορεία, με ευθύνη της κυβέρνησης και για τα δύο. Τώρα, με τη μετατροπή του ΣΕΠΕ σε ανεξάρτητη αρχή η κυβέρνηση επιχειρεί να μεταθέσει τις πολιτικές ευθύνες της στο ίδιο το ΣΕΠΕ. Θετικό μέτρο είναι και το δικαίωμα αποσύνδεσης του εργαζομένου στην τηλεργασία μετά την εξάντληση του ωραρίου του, όμως την ίδια στιγμή το δικαίωμα επιστροφής του εργαζομένου επί μετατροπής της κανονικής σε τηλεργασία που υπάρχει στο ισχύον δίκαιο λείπει από το νομοσχέδιο. Η κατάργηση της διάκρισης εργατοτεχνιτών και υπαλλήλων είναι κι αυτό θετικό μέτρο, ωστόσο έρχεται σε μια εποχή στην οποία τα φονικά μνημονιακά μέτρα έχουν οδηγήσει σε υπο-πενταπλασιασμό της αποζημίωσης απόλυσης των υπαλλήλων.

Στο σαθρό επιχείρημα της κυβέρνησης ότι πολλές από τις καταργούμενες ρυθμίσεις είναι παλιές και άρα πρέπει να εκσυγχρονιστούν, π.χ. ο συνδικαλιστικός νόμος 1264/1982, τι να απαντήσει κανείς… Υπάρχουν παλιά, στην πραγματικότητα πολύ παλιά πράγματα, που είναι εξαιρετικά πολύτιμα , τιμαλφή, για τις ζωές μας: Π.χ. η κοινωνική ασφάλιση, η άδεια αναψυχής με αποδοχές, ο νόμος για τις απολύσεις της δεύτερης διακυβέρνησης του Ελευθερίου Βενιζέλου (νόμος 2112/1920), η ελευθερία με ισότητα, η αλληλεγγύη, ο συνδικαλισμός που έκανε δυνατά πράγματα που στην εποχή τους φαίνονταν αδύνατα, όπως η κοινωνική ασφάλιση και η άδεια αναψυχής με αποδοχές… Άρα ο χαρακτηρισμός «παλιό» από μόνος του δεν λέει απολύτως τίποτε. Αυτό που έχει σημασία είναι για ποια περιεχόμενα και ποια δικαιώματα μιλάμε και με ποιες ρυθμίσεις αντικαθίστανται οι ισχύουσες. Ούτε τυχόν «βέλτιστες πρακτικές άλλων χωρών» είναι βέλτιστες και για τη χώρα μας. Κατ’ αρχάς δεν πρόκειται σε πολλές περιπτώσεις για βέλτιστες αλλά για χείριστες πρακτικές. Από την άλλη πλευρά, οι βέλτιστες πρακτικές σε μια χώρα δεν είναι βέλτιστες και στις άλλες. Η κυκλοφορία των αυτοκινήτων στην αριστερή πλευρά του δρόμου, βέλτιστο μέτρο στο Ηνωμένο Βασίλειο, δεν είναι βέλτιστο και για την Αθήνα.

Το δεύτερο επιχείρημα που χρησιμοποιεί η κυβέρνηση για να στηρίξει το νομοσχέδιό της είναι ότι στην αγορά εργασίας επικρατεί εκτεταμένη ανομία. Παράδοξο επιχείρημα. Βέβαια, στην αγορά εργασίας υπάρχει πράγματι εκτεταμένη ανομία, αλλά το θέμα είναι τι κάνεις για να την αντιμετωπίσεις. Κάνεις για παράδειγμα τις παράνομες υπερωρίες νόμιμες αυξάνοντας το όριό τους; Για να χρησιμοποιήσουμε ένα επίκαιρο παράδειγμα: Θα σκεφτόταν ποτέ κανείς να νομιμοποιήσει παραβατικές / εγκληματικές ενέργειες για να αντιμετωπίσει την επιδεινούμενη εγκληματικότητα στη χώρα;

Το νομοσχέδιο όπως και η όλη πολιτική εργασίας της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας είναι κήρυξη πολέμου στην εργασία αλλά και στην όλη οικονομία. Οι φανφάρες της κυβέρνησης δεν μπορούν να κρύψουν την ουσία της πολιτικής της, που είναι μια πολιτική χτυπητής ανομίας, για να το διατυπώσουμε και με δικαιϊκούς όρους. Δεν μπορείς να δαιμονοποιείς τις συλλογικές συμβάσεις και να προωθείς την ατομική σύμβαση εργασίας, ένα προ-εργατοδικαιϊκό εργαλείο, αγνοώντας την πολιτική οικονομία της εργασίας και των συλλογικών συμβάσεων, που μπορούν, υπό προϋποθέσεις, να εγγυώνται αξιοπρεπείς μισθούς. Οι αξιοπρεπείς μισθοί είναι που δίνουν οξυγόνο στις επιχειρήσεις, σε μια χώρα στην οποία το 70% του ΑΕΠ της παράγεται από την εσωτερική ζήτηση. Από την άλλη πλευρά, η συλλογική σύμβαση εργασίας δεν είναι μόνο θεσμός προστασίας των εργαζομένων και των υλικών όρων αξιοπρεπούς διαβίωσής τους. Ελαττώνουν συγχρόνως και την εγγενή στις εργασιακές σχέσεις βία, βία που πολλαπλασιάζουν οι ατομικές συμβάσεις εργασίας. Γιατί «ο εργαζόμενος είναι ελεύθερος να διαθέτει την εργασιακή του δύναμη αλλά δεν είναι εξίσου ελεύθερος να μην τη διαθέτει».

*Ο Άρις Καζάκος είναι Ομότιμος Καθηγητής Εργατικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ.

ΠΗΓΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου