Του Νίκου Μπογιόπουλου
Με τη σοφία μιας ολόκληρης ζωής πίσω του και απολύτως σίγουρος για το είδος της «τιμωρίας» που θα τους άξιζε, της τιμωρίας που θα άξιζε σε όλους αυτούς που καταδημαγωγούν και κοροϊδεύουν το λαό, εκείνους που – σε κάθε εποχή και σε κάθε χώρα – μιλούν στον εργάτη για θυσίες την ώρα που του κλέβουν όλα τα γεννήματα, εκείνους που ρημάζουν την πατρίδα και την ίδια ώρα κάνουν κηρύγματα «πατριωτισμού» και «σύνεσης» προς όσους μοχθούν, εκείνους που συστήνουν στους πληβείους τη λιτότητα, ενώ την ίδια ώρα οι ίδιοι ζουν ως πατρίκιοι μέσα στη χλιδή και την απάτη,
ο γερο – Ανσέλμο γυρίζει προς τον Ρόμπερτ Τζόρνταν και του λέει με λόγια απλά και φωνή σταθερή:
«Θα τους έβαζα να δουλεύουν κάθε μέρα, όπως δουλέψαμε εμείς στα χωράφια κι όπως δουλεύουμε στα βουνά κόβοντας ξύλα, για όλη τους τη ζωή.
Ετσι θα βλέπανε για ποιο σκοπό γεννηθήκανε οι άνθρωποι.
Θα έπρεπε να κοιμούνται εκεί που κοιμόμαστε εμείς.
Να τρώνε όπως τρώμε εμείς.
Πρώτα απ’ όλα όμως να δουλεύουν. Ετσι θα μάθουν».
Το παραπάνω απόσπασμα είναι από το έργο του Ερνεστ Χεμινγουέι «Για ποιον χτυπά η καμπάνα».
Το αφιερώνουμε ολόψυχα σε όλους
- τους σπουδαιοφανείς “πορφυρογέννητους” κυρίους και τις κυρίες της εξουσίας,
- τους πολιτικούς μπιστικούς των κυρίων και των κυριών της άρχουσας τάξης,
- τους ματαιόσπουδους κυρίους και τις κυρίες των τηλεοπτικών υποσταθμών της ολιγαρχίας,
- τους απαστράπτοντες κυρίους και τις κυρίες των «φιλανθρωπικών» σωματείων, μηδέ των “εργατικών” τους σφογγοκολάριων εξαιρουμένων,
- τους «ευπατρίδες» κυρίους και τις κυρίες των ντόπιων και ξένων «οίκων»,
- τους «επιφανείς» κυρίους και τις κυρίες της «υψηλής» κοινωνίας,
- τους «νόμιμους και ηθικούς» εκμεταλλευτές, κηφήνες και σφετεριστές του πλούτου που άλλοι παράγουν.
Το αφιερώνουμε σε όσους ψήφισαν το αντεργατικό πισωγύρισμα σε συνθήκες ειλωτείας, στους υποκριτές “αντιπολιτευόμενους” συμπαίκτες τους, στους σμπίρους και τους “παπαγάλους” τους.
Σε όλους, δηλαδή, αυτούς που σε μιαν άνευ προηγουμένου επιχείρηση τρομοκρατίας, εκβιασμού, πατριδεμπορίου και λοβοτομής, μια επιχείρηση “Μπαρμπαρόσα” κατά μισθών και δικαιωμάτων του λαού που εξελίσσεται πάνω από δέκα χρόνια, έχουν στρέψει όλες τις πυροβολαρχίες του συστήματος ενάντια στους εργάτες.
Αυτούς που με αναίδεια καλοζωισμένης Αντουανέτας, καμουφλαρισμένοι πίσω από την αυθεντία της ασημαντότητάς τους, πλαισιωμένοι από τις «ΥΕΝΕΔ» της «δημοκρατίας» τους, αυτοί, οι χορτάτοι, διατάζουν τους πεινασμένους «να αρθούν στο ύψος των περιστάσεων», να “εκσυγχρονιστούν” και να μετρούν τα 8ωρα με 10ωρα και το μεροκάματό τους με… ρεπό.
Τους λέμε: Στον κόσμο που προσδοκούμε, τον απαλλαγμένο από τη βρωμιά σας, δεν θα σας πειράξει κανείς. Αλλά η τιμωρία σας θα είναι αμείλικτη: Εκεί θα μάθετε να βγάζετε το ψωμί σας δουλεύοντας. Εκεί δεν θα μπορείτε να στέλνετε εκατομμύρια ανθρώπους στη φτώχεια και στην ανεργία, για να αυξάνετε εσείς και η τάξη των προυχόντων το παντεσπάνι σας.
Βλέπουμε, ήδη, το χαμόγελο ειρωνείας που σχηματίζεται στα χείλη των κλόουν του συστήματος από τα παραπάνω λόγια. Καλούμε τον κόσμο της δουλειάς να δει αυτούς τους κλόουν. Να διαβάσει την κοροιδία στα πρόσωπά τους, να ακούσει το κήρυγμά τους ότι “αυτά δεν γίνονται”. Να ακούσει τον ήχο της καμπάνας που με μανία χτυπούν οι νεκροθάφτες του και να τον μετατρέψει σε συναγερμό:
«…Και γι’ αυτό ποτέ μη στείλεις να μάθεις για ποιον χτυπά η καμπάνα. Χτυπά για σένα», γράφει στην πρώτη σελίδα του βιβλίου ο Χεμινγουέι επικαλούμενος τον ποιητή Τζον Ντον. Αυτή είναι η αλήθεια. Και κρατάει πολύ περισσότερο από τα παραμύθια περί “Το τέλος της Ιστορίας”.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου