Ο Μαχντί μεγάλωσε στο Μαζάρ-ι-Σαρίφ, μια αφγανική πόλη που φημίζεται για το τζαμί της με τους μπλε τρούλους – έναν κόσμο μακριά από την τωρινή πολυκατοικία του στο Βερολίνο. Τις μέρες που η νοσταλγία για την παλιά του ζωή τον κατακλύζει, ακολουθεί την ίδια ρουτίνα. 

Παίρνει το λεωφορείο και διασχίζει την πόλη για να φτάσει στο σπίτι της θείας του, όπου βρίσκει καταφύγιο στην κουζίνα της. Ανάμεσα σε φαγητά που θυμίζουν την πατρίδα, ο Μαχντί νοσταλγεί λίγο λιγότερο την οικογένειά του.

Η οικογένεια του Μαχντί ανήκει στους Χαζάρα, μια κυρίως σιιτική μειονότητα, που ιστορικά διώκεται από τους Ταλιμπάν. Η πτώση των Ταλιμπάν από την εξουσία το 2001, ωστόσο, επέτρεψε στις οικογένειες των Χαζάρα να βελτιώσουν τη θέση τους, και ο Μαχντί θυμάται μια άνετη παιδική ηλικία γεμάτη από δυνατότητες. 

Πρωτότοκος γιος μιας μαθηματικού κι ενός υψηλόβαθμου μέλους του αφγανικού στρατού, το σπίτι του Μαχντί ήταν γεμάτο βιβλία, και υπήρχε ένας υπολογιστής για να παίζει. Αλλά όταν οι Ταλιμπάν ανέκτησαν τον έλεγχο, όλα άλλαξαν. Και οι αναφορές για στοχευμένες επιθέσεις εναντίον των Χαζάρα άρχισαν εκ νέου.

Τον Αύγουστο του 2021, οι Ταλιμπάν κατέλαβαν το Μαζάρ-ι-Σαρίφ. Ο Μαχντί, 18 χρόνων σήμερα, με λεπτό παρουσιαστικό και προσεγμένο χτένισμα, μοιράζεται λίγες μόνο λεπτομέρειες για εκείνες τις συγκλονιστικές «σκοτεινές μέρες». Μια νύχτα, λέει, οι Ταλιμπάν ήρθαν στο σπίτι και πήραν τον πατέρα του. «Αυτό με κατέστρεψε».

Παρότι ο πατέρας του Μαχντί δεν ήταν πια εκεί, λέει πως οι Ταλιμπάν συνέχιζαν να επιστρέφουν, ψάχνοντας το σπίτι για όπλα. (Αναφορές οργανώσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων έχουν αποκαλύψει ότι οι Ταλιμπάν στοχεύουν τις οικογένειες πρώην αξιωματικών του Αφγανικού Εθνικού Στρατού). Η μητέρα και ο παππούς του Μαχντί κατέφυγαν στα βουνά μαζί με τα αδέλφια του, αλλά αποφάσισαν ότι η ασφαλέστερη επιλογή για τον ίδιο ήταν να φύγει για την Ευρώπη. Η θεία και ο θείος του Μαχντί ζούσαν στη Γερμανία με τα πέντε παιδιά τους, αλλά ο Μαχντί δεν σκόπευε να πάει μαζί τους. 

Ήταν τόσο φοβισμένος που δεν είχε κανένα σαφές σχέδιο, εκτός από το να φύγει από το Αφγανιστάν. 

Από τη φυγή στο ναυάγιο

Διασχίζοντας το Ιράν και την Τουρκία, ο Μαχντί συνάντησε άλλους τρεις έφηβους και μαζί μίλησαν για το μέλλον, τα όνειρά τους, το πού θα πήγαιναν σχολείο. Τον Φεβρουάριο του 2023, στη Σμύρνη της Τουρκίας, οι τέσσερις έφηβοι επιβιβάστηκαν σε ένα γεμάτο σκάφος με το όνομα Summer Love, με προορισμό τη νότια Ιταλία.

Ο καιρός ήταν άσχημος και ταραγμένος. Το Summer Love σχεδόν έφτασε στην Ιταλία, αλλά ανατράπηκε μόλις τρία μέτρα από την παραλία. 94 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους, μεταξύ των οποίων 35 ανήλικοι. 

Όταν ο Μαχντί ξύπνησε στο νοσοκομείο, ήταν σοβαρά τραυματισμένος. Αλλά ήταν ο συναισθηματικός πόνος που βρήκε αβάσταχτο. Οι τρεις φίλοι του δεν κατάφεραν να βγουν από το νερό. Σύμφωνα με επίσημα έγγραφα που παρείχαν κοινωνικοί λειτουργοί του Μαχντί, του ζητήθηκε να αναγνωρίσει τα πτώματά τους.

Τραυματισμένος και μόνος στην Ιταλία, δίχως να μιλάει τη γλώσσα, επικοινωνούσε με τους γιατρούς μέσω Google Translate. Ο Μαχντί τηλεφώνησε στη θεία του, την αδελφή του πατέρα του, που τον είχε δει να μεγαλώνει. Η ίδια είχε μεταφερθεί στο Βερολίνο μετά την κατάληψη της εξουσίας από τους Ταλιμπάν, επειδή ο σύζυγός της συνεργαζόταν με τον γερμανικό στρατό. 

Η θεία του Μαχντί τον προσκάλεσε να μείνει μαζί τους. Αν και με τον σύζυγό της μεγάλωναν πέντε μικρά παιδιά σε προσωρινή στέγαση που τους είχε παραχωρηθεί, δεν τέθηκε ποτέ υπό αμφισβήτηση το εάν θα δέχονταν κοντά τους τον ανιψιό τους.

Οι προκλήσεις στο ταξίδι του Μαχντί δεν είχαν τελειώσει. Το Βερολίνο ήταν μόνο μια σύντομη πτήση μακριά. Ωστόσο, η γραφειοκρατία της πολιτικής της ΕΕ για την οικογενειακή επανένωση σήμαινε ότι θα χρειάζονταν οκτώ μήνες για να ενωθεί με την οικογένειά του.

Η μεγάλη αναμονή

Ο Μαχντί ήταν ένα από τα περίπου 43.000 ασυνόδευτα παιδιά που έφτασαν στην Ευρώπη το 2023, σύμφωνα με τον Οργανισμό της ΕΕ για το Άσυλο (EUAA). Ενώ παιδιά όπως ο ίδιος ταξιδεύουν μόνα, άλλα χωρίζονται από τους δικούς τους κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, που συχνά ενέχει κινδύνους απαγωγής, βασανιστηρίων, φυλάκισης και δουλείας.

Το ίδιο ισχύει και για τον θανατηφόρο κίνδυνο της διάσχισης της Μεσογείου και της Μάγχης με βάρκα, όπως δείχνει η ιστορία του Μαχντί.

Θεωρητικά, τα ασυνόδευτα παιδιά που φτάνουν στην Ευρώπη μπορούν να επανενωθούν γρήγορα και με ασφάλεια με τα μέλη της οικογένειάς τους που βρίσκονται ήδη στην ΕΕ. Αυτές οι μετακινήσεις διευκολύνονται από τον  Κανονισμό Δουβλίνο III, σύμφωνα με τον οποίο η χώρα, όπου βρίσκεται το παιδί, υποβάλλει αίτημα επανένωσης στο κράτος-μέλος όπου ζει ο συγγενής του. Μόλις γίνει δεκτή η μεταφορά (με βάση παράγοντες όπως η απόδειξη των οικογενειακών δεσμών και το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού), η επανένωση θα πρέπει να πραγματοποιηθεί εντός έξι μηνών.

Με βάση συνεντεύξεις που πραγματοποιήθηκαν στην Ελλάδα, την Ιταλία και το Ηνωμένο Βασίλειο με δικηγόρους, εργαζομένους Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων (ΜΚΟ), νόμιμα διορισμένους επιτρόπους και οικογένειες, καθώς και δεκάδες εσωτερικά έγγραφα της ΕΕ που αποκτήθηκαν μέσω αιτημάτων πρόσβασης στη δημόσια πληροφορία, το Solomon αποκάλυψε πολλαπλές αδυναμίες στο ευρωπαϊκό πλαίσιο για την επανένωση των οικογενειών — ένα σύστημα που πολύ συχνά παρατείνει τον χωρισμό. 

«Είναι βασανιστήριο για εμάς και για τα παιδιά», λέει η Λώρα Παππά, πρόεδρος της ΜΚΟ Μετάδραση, που ασχολείται με υποθέσεις επανένωσης οικογενειών για ασυνόδευτους ανηλίκους στην Ελλάδα.

Πολλοί από τους παράγοντες που εμποδίζουν την επανένωση είναι γραφειοκρατικοί:

  • Δεν υπάρχει συνέπεια στον διορισμό των επιτρόπων.
  • Κατά τη διάρκεια συνεντεύξεων ασύλου, μπορεί να παραλειφθούν κρίσιμες πληροφορίες σχετικά με την επιλεξιμότητα για επανένωση. 
  • Οι απαιτήσεις για τεστ DNA και οι ορισμοί της οικογένειας δεν είναι εναρμονισμένες σε διάφορες χώρες. 
  • Ενίοτε, όπως στην περίπτωση του Μαχντί, οι κρατικές συμβάσεις με ταξιδιωτικά γραφεία λήγουν, με αποτέλεσμα να είναι αδύνατη η κράτηση πτήσεων για την επανένωση.
  • Τρεις ειδικοί στην προστασία των παιδιών στην Ελλάδα περιέγραψαν περιπτώσεις όπου τέτοιες παραλείψεις άφησαν τα παιδιά σε αβεβαιότητα – ακόμη και μετά την έγκριση των αιτήσεων επανένωσής τους.

Αποτέλεσμα είναι παιδιά να παραμένουν σε κατάσταση αβεβαιότητας, εγκλωβισμένα σε ξενώνες και ανάδοχες οικογένειες για μήνες, μερικές φορές και χρόνια. 

Το 2022, η δικηγόρος Αλίς Αργέντο με έδρα το Παλέρμο εκπροσώπησε ένα επτάχρονο αγόρι που χωρίστηκε από την οικογένειά του, ενώ προσπαθούσε να επιβιβαστεί σε πλοίο στην Τυνησία. Αν και μια γυναίκα που ήταν μάρτυρας του συμβάντος πλήρωσε για να περάσει το αγόρι τη Μεσόγειο, ώστε να μπορέσει να φτάσει στην οικογένειά του, αυτό παρέμεινε σε ξενώνα για ένα χρόνο μετά την άφιξή του στην Ευρώπη. 

«Είναι σπαρακτικό για τους γονείς και τραυματικό για τα παιδιά», λέει η Αργέντο, που έχει ασχοληθεί με δεκάδες υποθέσεις επανένωσης.

Η ζωή του Μαχντί στην Ιταλία

Μετά το ναυάγιο, οι κοινωνικοί λειτουργοί του Μαχντί πήραν συνέντευξη από τη θεία και τον θείο του στο πλαίσιο της Αξιολόγησης του Βέλτιστου Συμφέροντος — ένα έντυπο που χρησιμοποιείται σύμφωνα με τον κανονισμό Δουβλίνο III. Αυτές οι συνεντεύξεις διερευνούν τις οικογενειακές σχέσεις και το κατά πόσον οι συγγενείς μπορούν να φροντίσουν το παιδί. 

Στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας, κοινωνικός λειτουργός και ψυχολόγος πήραν τέσσερις φορές συνέντευξη από τον Μαχντί, εκτιμώντας ότι υπέφερε από σοβαρό μετατραυματικό στρες (PTSD) λόγω του ναυαγίου, και ότι βέλτιστο συμφέρον του ήταν να επανενωθεί με τη θεία και τον θείο του στη Γερμανία.

Τις επόμενες εβδομάδες, ενώ η αίτησή επανένωσης βρισκόταν σε εξέλιξη, ο Μαχντί δεν μπορούσε να κάνει τίποτα άλλο πέρα από το να κοιμάται. Αρχικά φιλοξενήθηκε σε μια οικογένεια, αλλά στη συνέχεια μεταφέρθηκε σε έναν ξενώνα μαζί με δεκαπέντε άλλους ασυνόδευτους ανηλίκους, κυρίως από την Αίγυπτο. Αρχικά, ο ξενώνας ήταν μια θολή εικόνα. 

Ο Μαχντί δεν μπορούσε να σταματήσει να σκέφτεται τους φίλους που είχε χάσει. «Σκεφτόμουν συνεχώς ότι εγώ ήμουν ζωντανός, ενώ εκείνοι είχαν πεθάνει», λέει. «Γιατί είμαι [εγώ] εδώ;».

Σιγά-σιγά, όμως, οι άλλοι στο σπίτι τον έκαναν να νιώσει άνετα. Ήταν εύθυμοι και φασαριόζοι και αποφάσισαν ότι ο Μαχντί έπρεπε να γίνει μέλος της παρέας τους. Άρχισαν να μαγειρεύουν μαζί και, όταν ο Μαχντί άρχισε να νιώθει καλύτερα, έπαιζαν ποδόσφαιρο και πήγαιναν στην παραλία. 

Ενώ στην περίπτωση του Μαχντί του προσφέρθηκε κατάλληλη στέγαση, οι καθυστερήσεις στην οικογενειακή επανένωση συχνά οφείλονται σε τέτοιου είδους ζητήματα. Στην Ιταλία, τα ασυνόδευτα παιδιά κάτω των 14 ετών στεγάζονται σε ξενώνες από κοινού με παιδιά από την Ιταλία, πράγμα που σημαίνει ότι συχνά τα αναλαμβάνουν κοινωνικοί λειτουργοί που δεν έχουν εκπαιδευτεί στον τομέα του δικαίου του ασύλου.

«Κάποιες φορές δεν έχουν πολιτισμικούς διαμεσολαβητές, δεν κατανοούν την επείγουσα ανάγκη και δεν γνωρίζουν τη διαδικασία», λέει η Ελίζα Μπρούνο, δικηγόρος με έδρα την Κατάνια, που έχει ασχοληθεί με αρκετές διαδικασίες επανένωσης. 

Παρόμοιες προκλήσεις αντιμετωπίζονται και στην Ελλάδα. Σύμφωνα με στοιχεία της ΜΚΟ ΜΕΤΑδραση, το 30-40% των ασυνόδευτων παιδιών που έφτασαν στην Ελλάδα την τελευταία δεκαετία έχουν δικαίωμα επανένωσης με συγγενείς σε άλλες χώρες της ΕΕ. Ωστόσο, προτού μπορέσουν να κάνουν τα πρώτα βήματα, κάθε παιδί χρειάζεται έναν νόμιμο επίτροπο. Εκεί είναι που το σύστημα καταρρέει επανειλημμένα. 

Τα κενά στον θεσμό της επιτροπείας

Σύμφωνα με ένα νέο πλαίσιο επιτροπείας στην Ελλάδα, οι εισαγγελείς πρέπει πλέον να αναθέτουν επίσημα κάθε υπόθεση προτού μπορεί να ενεργήσει ένας επίτροπος. Αυτή η αλλαγή, που αποσκοπούσε στην τυποποίηση της προστασίας, έχει αντίθετα δημιουργήσει σοβαρά εμπόδια. 

Εσωτερικά έγγραφα της Υπηρεσίας Ασύλου της ΕΕ (EUAA) και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής από τον Νοέμβριο του 2024, που αποκτήθηκαν μέσω αιτήσεων για την ελευθερία της πληροφόρησης, δείχνουν ότι οι διορισμοί συχνά καθυστερούσαν για εβδομάδες, μερικές φορές και για μήνες:

  • Στη Χίο, η διαδικασία διήρκεσε έως και δύο μήνες. 
  • Στη Λέρο, η EUAA την χαρακτήρισε «εξαιρετικά αργή». 
  • Παρόμοιες καθυστερήσεις στην Κω και σε άλλα νησιά, προειδοποίησε η υπηρεσία, «προκαλούν καθυστερήσεις στην επεξεργασία των αιτήσεων ασύλου» για τα ασυνόδευτα παιδιά. 
  • Το προσωπικό της Κομισιόν, που υπηρετεί στα νησιά, εξέφρασε τις ίδιες ανησυχίες στις εκθέσεις του προς τις Βρυξέλλες. 

«Το νέο σύστημα επιτροπίας έχει δυσχεράνει τις επανενώσεις», πρόσθεσε η Άννα Περτς, δικηγόρος της Equal Rights Beyond Borders (ERBB).

Ακόμη και μετά τον διορισμό ενός επιτρόπου, άλλα εμπόδια παραμένουν. Οι επίτροποι αναφέρουν ότι το τμήμα προστασίας των παιδιών του υπουργείου συχνά τους παραδίδει τις υποθέσεις του Δουβλίνου πολύ αργά. Ενώ οι προθεσμίες ορίζονται σε δύο μήνες από την εγγραφή ενός παιδιού, σε ορισμένους δόθηκε μόνο μία εβδομάδα για να προετοιμαστούν. 

Δικηγόροι πρόσθεσαν ότι, σύμφωνα με το νέο πλαίσιο, δεν μπορούν να εκπροσωπούν πλέον ανεξάρτητα ένα παιδί. Μέχρι να διοριστεί κηδεμόνας και να δώσει τη συγκατάθεσή του, ακόμη και τα επείγοντα μέτρα τίθενται σε αναμονή.

Ταυτόχρονα, ο αριθμός των υποθέσεων έχει ξεπεράσει κατά πολύ το νόμιμο όριο των 15 παιδιών ανά κηδεμόνα. Κατά τη διάρκεια της έξαρσης στη Σάμο στα τέλη του 2024, έξι κηδεμόνες ήταν υπεύθυνοι για περισσότερους από 500 ανηλίκους. Στην Κω, σύμφωνα με εσωτερικά έγγραφα της ΕΕ, για ένα μέρος του έτους το νησί κάλυπτε ένας και μόνο επίτροπος.

Οι πόροι είναι εξίσου περιορισμένοι. Οι επίτροποι δεν υποχρεούνται να έχουν νομική κατάρτιση και, θεωρητικά, μπορούν να βασίζονται στα νομικά τμήματα των οργανώσεών τους. Στην πράξη, αυτή η υποστήριξη συχνά απουσιάζει, αναγκάζοντάς τους να αυτοσχεδιάζουν. 

Ένας πρώην επίτροπος περιέγραψε ότι κατέφευγε σε αναζητήσεις στο Google και σε εγχειρίδια – οτιδήποτε μπορούσε να βρει για να τηρήσει τις αυστηρές προθεσμίες επανένωσης. 

Είπαν ότι κατάφεραν να ολοκληρώσουν τέσσερις υποθέσεις επανένωσης οικογενειών μόνο παρακάμπτοντας τις επίσημες διαδικασίες — για παράδειγμα, ζητώντας από συγγενή του παιδιού να μεταφράσει τα έγγραφα σε δύο ημέρες, την στιγμή που ένας συνεργαζόμενος οργανισμός είχε εκτιμήσει ότι θα χρειαστούν 30. «Έπρεπε να βρω εναλλακτικούς τρόπους, αλλιώς το παιδί θα έχανε την ευκαιρία του». 

Το αποτέλεσμα αυτών και άλλων καθυστερήσεων είναι ότι τα παιδιά συχνά παραμένουν σε κατάσταση αβεβαιότητας. Μπορούν να περάσουν μήνες — μερικές φορές χρόνια — εγκλωβισμένα σε ξενώνες ή ανάδοχες οικογένειες. Ορισμένα παιδιά δεν ολοκληρώνουν ποτέ τη διαδικασία επανένωσης. 

Και ορισμένα εξαφανίζονται εντελώς από το σύστημα. Μια εσωτερική ενημέρωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής τον Οκτώβριο του 2024 ανέφερε «περιστατικά παράνομης αναχώρησης ασυνόδευτων παιδιών» από διάφορα νησιά του Αιγαίου, συμπεριλαμβανομένης της Λέσβου. Ο Παναγιώτης Νίκας, πρόεδρος της ΜΚΟ Zeuxis, το βλέπει από πρώτο χέρι: «Μερικές φορές, τα παιδιά φεύγουν μια μέρα και δεν επιστρέφουν».

Ο Νίκας λέει ότι τα παιδιά συχνά παίρνουν αυτή την απόφαση, αφού ακούσουν από τους συνομήλικούς τους για μεγάλες καθυστερήσεις ή αποτυχημένες υποθέσεις, φοβούμενα ότι θα «ξεπεράσουν το όριο ηλικίας» ή θα μείνουν κολλημένα επ’ αόριστον. Άλλα απλά θέλουν να πάρουν τα πράγματα στα χέρια τους. 

Μερικά φτάνουν στο σημείο να ενημερώσουν τους κοινωνικούς λειτουργούς και τους δικηγόρους μόλις φτάσουν σε άλλη χώρα. Αντίστοιχα φαινόμενα έχουν παρατηρηθεί στην Ιταλία, όπου παιδιά που βιώνουν τραύμα, εκτοπισμό και αποχωρισμό από τις οικογένειές τους, βγαίνουν εκτός του συστήματος, και εκτίθενται σε κίνδυνο εμπορίας, εκμετάλλευσης ή και χειρότερα.

«Γρήγορη» επανένωση σε οκτώ μήνες

Η Τζιοβάνα Σινόπολι, μία από τις κοινωνικές λειτουργούς του Μαχντί, θυμάται ως σπάνια επιτυχία την αίτησή του για επανένωση – η διαδικασία έγκρισης διήρκεσε περίπου οκτώ μήνες και ήταν ομαλή και σχετικά γρήγορη. 

Ένα πιθανό πρόβλημα προέκυψε όταν το δικαστήριο ανηλίκων εξέδωσε αίτημα για εκτίμηση ανηλικότητας, το οποίο πιθανότατα θα πρόσθετε μήνες καθυστερήσεων. Ωστόσο, επειδή ο Μαχντί είχε μια φωτογραφία του πιστοποιητικού γέννησής του (κάτι που πολλοί ανήλικοι δεν έχουν), οι κοινωνικοί λειτουργοί που ασχολούνταν με την υπόθεσή του μπόρεσαν να επιβεβαιώσουν ότι η ηλικία που είχε δηλώσει ήταν ακριβής. 

Παρότι οι υπόλοιποι γύρω του ήταν ικανοποιημένοι, για τον Μαχντί η αναμονή ήταν αφόρητη. «Για εμάς, η ιστορία του Μαχντί είναι μια επιτυχία. Αλλά για τον ίδιο, το να χρειάζεται να περιμένει τόσο πολύ ήταν καταστροφικό», λέει η Σινόπολι.

Ξεκίνησε το σχολείο και σιγά-σιγά έμαθε ιταλικά, αλλά η αβεβαιότητα που βίωνε ήταν βασανιστική. Ο ξενώνας του Μαχντί βρισκόταν στην εξοχή, κοντά σε μια σειρά από καταρράκτες. Συχνά αναζητούσε παρηγοριά εκεί, εκφράζοντας τα συναισθήματά του και επιτρέποντας στον εαυτό του να κλάψει όπου κανείς δεν μπορούσε να τον ακούσει. 

«Ο ήχος του νερού ήταν πολύ δυνατός», λέει. «Εκεί μπορούσες να είσαι ο εαυτός σου». 

Παιδιά απέναντι σε τυπικές διαδικασίες

Ο Μαχντί είχε κολλήσει λόγω ενός απλού γραφειοκρατικού λάθους. Στην Ιταλία, τα λογιστικά θέματα της οικογενειακής επανένωσης (π.χ. κράτηση και πληρωμή των αεροπορικών εισιτηρίων) τα χειρίζεται η τοπική αστυνομία. Ωστόσο, όταν οι αστυνομικοί πήγαν να κλείσουν το αεροπορικό εισιτήριο του Μαχντί για το Βερολίνο, συνειδητοποίησαν ότι η σύμβαση με το ταξιδιωτικό γραφείο είχε λήξει. Αυτό σήμαινε ότι ο Μαχντί έπρεπε να περιμένει μέχρι να ανακοινωθεί νέος διαγωνισμός.

«Ήταν μια από αυτές τις ηλίθιες γραφειοκρατικές καταστάσεις της Ιταλίας», λέει η Τζιοβάννα Σινοπόλι. Στην πραγματικότητα, οι κοινωνικοί λειτουργοί στο κέντρο ασύλου του Μαχντί προσφέρθηκαν ακόμη και να πληρώσουν οι ίδιοι το ταξίδι του – το εισιτήριο για το Βερολίνο κόστιζε λιγότερο από 200 ευρώ. 

Ωστόσο, η διαδικασία επανένωσης απαιτούσε η κράτηση της πτήσης του να γίνει από την αστυνομία και μόνο. Όταν εγκρίθηκε ο διαγωνισμός, ο Μαχντί είχε ήδη ετοιμάσει τις βαλίτσες του και περίμενε — για να βρεθεί σε νέο αδιέξοδο.

Τα ταξίδια για την οικογενειακή επανένωση ακολουθούν έναν αυστηρό κανόνα. Οι χώρες συχνά απαιτούν από τους ασυνόδευτους ανηλίκους να φτάνουν εντός καθορισμένων ωρών, και οι ενδιάμεσες στάσεις είναι δυνατές μόνο στις χώρες αναχώρησης και προορισμού, όπου συνοριοφύλακες συχνά συνοδεύουν τους επιβάτες.

Στην περίπτωση του Μαχντί, η Γερμανία είχε απαιτήσει οι ασυνόδευτοι ανήλικοι να φτάνουν στη χώρα μέχρι τις 2 μ.μ., εντός καθορισμένων ωρών, και με απευθείας πτήσεις. Αλλά από το Λαμεζία Τέρμε, το πλησιέστερο αεροδρόμιο για τον Μαχντί, δεν υπήρχαν απευθείας πτήσεις. Θα έπρεπε να ταξιδέψει έξι ώρες μέχρι τη Ρώμη. 

Το ταξιδιωτικό γραφείο προσπάθησε να καταρτίσει ένα δρομολόγιο που να συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις. Έκανε νέες κρατήσεις για όλα και οι εβδομάδες περνούσαν. Για τον Μαχντί, κάθε μέρα φαινόταν ατελείωτη. 

Η περίπτωση του Μαχντί δείχνει πόσο ευάλωτη μπορεί να είναι η διαδικασία επανένωσης. Ακόμα και μετά την εξασφάλιση όλων των εγκρίσεων, μια χαμένη σύμβαση ή ένα διοικητικό κενό δύνανται να ανατρέψουν μήνες προετοιμασίας. Άλλες φορές, εμφανίζονται διαφορετικά εμπόδια. Μόλις επιβεβαιωθούν οι οικογενειακοί δεσμοί, η έλλειψη εναρμόνισης μεταξύ των χωρών της ΕΕ δίνει στα κράτη προορισμού ευρεία διακριτική ευχέρεια να επιβάλλουν πρόσθετες – και, όπως υποστηρίζεται συχνά υπερβολικές – απαιτήσεις.  

Αυτές μπορεί να περιλαμβάνουν δαπανηρές εξετάσεις DNA, οι οποίες σε ιδιωτικά εργαστήρια μπορούν να φτάσουν τα 3.000 ευρώ. «Ορισμένες χώρες καθυστερούν σκόπιμα τις επανενώσεις για να μειώσουν την εισροή αιτήσεων ασύλου, επικαλούμενες μικρά προβλήματα με τα έγγραφα ως λόγους απόρριψης», δήλωσε η Λώρα Παππά, πρόεδρος της ΜΕΤΑδραση. 

«Είναι σαν ένα παιχνίδι πηγαινέλα, που δημιουργεί τεράστιο άγχος στα παιδιά και επιβαρύνει σημαντικά τις χώρες πρώτης εισόδου, στα νότια σύνορα της ΕΕ». 

Η Παππά τόνισε ότι δεν υπάρχει καμία γενική ρύθμιση που να διέπει τις αποφάσεις των κρατών-μελών σχετικά με τις αιτήσεις οικογενειακής επανένωσης — ένα κενό που, όπως προειδοποίησε, παραμένει στο πλαίσιο του Νέου Συμφώνου για τη Μετανάστευση και το Άσυλο, το οποίο αναμένεται να τεθεί σε ισχύ το 2026. 

Η ΜΕΤΑδραση έχει καταγράψει περιπτώσεις όπου οι αιτήσεις απορρίφθηκαν με ανεπαρκή αιτιολόγηση ή δεν έλαβαν καμία απάντηση. «Οι χώρες υποδοχής συχνά δεν θέλουν τα παιδιά. Θεωρούν τις επιτυχημένες οικογενειακές επανενώσεις παράγοντα έλξης», πρόσθεσε ο Παναγιώτης Νίκας, διευθυντής της Zeuxis. «Προκειμένου να αποφύγουν τη νομική τους υποχρέωση, δημιουργούν όσο το δυνατόν περισσότερα εμπόδια».

Σε ορισμένες χώρες, οι πολιτικές πιέσεις σημαίνουν ότι οι κανόνες για την οικογενειακή επανένωση γίνονται πιο αυστηροί. Τον Μάρτιο του 2025, η Αυστρία ήταν η πρώτη χώρα που ανέστειλε προσωρινά την οικογενειακή επανένωση. Τον Σεπτέμβριο, το Ηνωμένο Βασίλειο ακολούθησε το παράδειγμά της, αναστέλλοντας τις αιτήσεις μέχρι να εισαχθούν αυστηρότεροι κανόνες.

Η κλειστή θύρα της Βρετανίας

Ακόμη και πριν από αυτή την αναστολή, η Βρετανία είχε υιοθετήσει μια πιο αυστηρή προσέγγιση όσον αφορά την οικογενειακή επανένωση σε σύγκριση με τις άλλες χώρες της ΕΕ. 

Τα παιδιά που έχουν ήδη διαχωριστεί, και βρίσκονται στο Ηνωμένο Βασίλειο, δεν επιτρέπεται να υποβάλουν αίτηση για να έρθουν και να ενωθούν μαζί τους μέλη της οικογένειάς τους, όπως οι γονείς τους, εκτός εάν συντρέχουν ειδικές περιστάσεις. Επιπλέον, μετά το Brexit, μόνο γονείς (και όχι άλλοι στενοί συγγενείς, π.χ. τα αδέρφια των γονέων) στους  π.χ. αδέλφια τους) στους οποίους είχε χορηγηθεί καθεστώς πρόσφυγα, μπορούν να υποβάλουν αίτηση για να φέρουν τα παιδιά τους στο Ηνωμένο Βασίλειο.

«Οι περισσότερες από τις υποθέσεις οικογενειακής επανένωσης που χειρίζεται η Safe Passage International αφορούν παιδιά πρόσφυγες που επιχειρούν να επανενωθούν στο Ηνωμένο Βασίλειο με μέλη της ευρύτερης οικογένειάς τους, όπως θείες, θείοι ή αδέλφια, και όχι με τους γονείς τους», αναφέρει η οργάνωση Safe Passage. 

«Το 2023 και το 2024, σχεδόν τα μισά από τα ασυνόδευτα παιδιά στη Γαλλία, που προσπαθούσαν α επανενωθούν με συγγενείς τους στο Ηνωμένο Βασίλειο, προσπαθούσαν να επανενωθούν με τον αδελφό ή την αδελφή τους – συχνά το μόνο μέλος της οικογένειάς τους που τους είχε απομείνει». 

Η Safe Passage πιστεύει ότι ο συνδυασμός των γραφειοκρατικών εμποδίων και της έλλειψης ασφαλών διαδρομών για την οικογενειακή επανένωση ωθεί τα παιδιά στα χέρια των διακινητών και τα ενθαρρύνει να κάνουν επικίνδυνα ταξίδια. 

«Τα τελευταία δύο χρόνια, σχεδόν το 60% των νέων περιπτώσεων ασυνόδευτων παιδιών στη Γαλλία, που υποστηρίχθηκαν από την Safe Passage International για να επανενωθούν με την οικογένειά τους στο Ηνωμένο Βασίλειο, έχουν εξαφανιστεί, έχοντας χάσει την πίστη τους στη νομική διαδικασία», αναφέρει η φιλανθρωπική οργάνωση. 

«Απ’ ό,τι γνωρίζουμε, έκαναν ένα επικίνδυνο ταξίδι για να φτάσουν στους αγαπημένους τους, αντί να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους σύμφωνα με τους αργούς και περιοριστικούς κανόνες του Ηνωμένου Βασιλείου. Αυτό αφορά 10 από τις 17 νέες υποθέσεις της Safe Passage, που αφορούν αιτήσεις μεταξύ Γαλλίας και Ηνωμένου Βασιλείου κατά τα 2023 και 2024. Συγκριτικά, μεταξύ 2016-2023, από τα πολλά παιδιά που η Safe Passage International υποστήριξε να επανενωθούν στο πλαίσιο του Δουβλίνου III, μόνο ένα ρίσκαρε το επικίνδυνο ταξίδι». 

Μετά την αναστολή των κανόνων για την οικογενειακή επανένωση, η Safe Passage ανησυχεί ότι τα παιδιά θα ωθηθούν ακόμη περισσότερο να ακολουθήσουν επικίνδυνες διαδρομές για να φτάσουν στα μέλη της οικογένειάς τους. 

«Μιλάμε για παιδιά από περιοχές συγκρούσεων και σοβαρών παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως το Αφγανιστάν, το Σουδάν και το Ιράν, τα οποία έχουν χωριστεί από τις οικογένειές τους μέσα στο χάος», δήλωσε ο Gunes Kalkan, επικεφαλής εκστρατειών της Safe Passage, στην εφημερίδα The Guardian.

Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία που δημοσίευσε η Safe Passage, πάνω από 5.000 παιδιά διέσχισαν τη Μάγχη κατά το έτος που έληξε τον Ιούνιο του 2025, περισσότερα από τα μισά εκ των οποίων ταξίδευαν μόνα τους.

Το 2019, η Διεθνής Αμνηστία, σε συνεργασία με άλλες οργανώσεις, δημοσίευσε μια έκθεση με τίτλο «Χωρίς την οικογένειά μου», η οποία διερευνούσε τον αντίκτυπο που έχει ο χωρισμός με την οικογένειά τους στη ζωή των παιδιών προσφύγων. Η έκθεση επισήμανε ότι πολλά από τα παιδιά που συμμετείχαν στη συνέντευξη ζούσαν σε ιδρύματα. 

«Εκφράστηκαν επίσης ανησυχίες για τα παιδιά που πέφτουν στο κενό της φροντίδας και μπορούν να καταστούν ευάλωτα για όσους επιθυμούν να τα εκμεταλλευτούν μέσω εγκληματικών συμμοριών ή σεξουαλικής εκμετάλλευσης», ανέφερε η έκθεση. Πράγματι, μεταξύ 2021-2024, περίπου 440 ασυνόδευτα παιδιά (μερικά από τα οποία ήταν μόλις 12 ετών) εξαφανίστηκαν από τα ξενοδοχεία που χρησιμοποιούνταν για τη στέγαση των αιτούντων άσυλο. 

Επιτέλους με την οικογένεια

Όταν ο Μαχντί ήταν επιτέλους έτοιμος να φύγει, οι φίλοι του και οι κοινωνικοί λειτουργοί στο κέντρο ασύλου τού ετοίμασαν ένα πάρτι. Πήγαν όλοι μαζί σε μια πιτσαρία, και σχεδόν σαράντα άτομα, συμπεριλαμβανομένων των κοινωνικών λειτουργών και εργαζομένων του ξενώνα, καθώς και των ανηλίκων που ζούσαν εκεί, κατέλαβαν το εστιατόριο.

Ο Μαχντί διάβασε δυνατά μια συγκινητική επιστολή, ευχαριστώντας όλους όσοι τον είχαν υποστηρίξει κατά τη διάρκεια αυτών των δύσκολων μηνών. Αγκαλιάστηκαν και έκλαψαν — δάκρυα λύπης και χαράς. Στο Βερολίνο, η θεία, ο θείος και τα ξαδέρφια του τον περίμεναν, και τον υποδέχτηκαν με λουλούδια και ανοιχτές αγκαλιές. Μετά από όλα όσα είχε περάσει, ο Μαχντί είχε επιτέλους βρει την αίσθηση ασφάλειας που προσφέρει η οικογένεια.

Πριν από σχεδόν τρία χρόνια, είχε φτάσει στην Ιταλία με ένα όνειρο: ήθελε να γίνει γιατρός. Σήμερα, τα σχέδιά του δεν έχουν αλλάξει. Επέστρεψε στο σχολείο για να πάρει το απολυτήριο λυκείου. Έφυγε από το διαμέρισμα της θείας του και πλέον μοιράζεται ένα μικρό, επιδοτούμενο διαμέρισμα, με άλλους εφήβους σε παρόμοια κατάσταση. Εξακολουθεί να ανησυχεί για το μέλλον. 

Η μητέρα, ο παππούς, και τα αδέλφια του παραμένουν στο Αφγανιστάν, κρυμμένοι στα βουνά, και συχνά είναι δύσκολο να επικοινωνήσει μαζί τους μέσω τηλεφώνου. Επίσης, ακόμα περιμένει να του χορηγηθεί μόνιμη ιδιότητα πρόσφυγα. «Αν μου πουν όχι, θα είναι κόλαση για μένα», λέει. Στο μεταξύ, προσπαθεί να ζει μέρα με τη μέρα, μαθαίνοντας γερμανικά και βρίσκοντας χαρά στην οικογένεια που έχει κοντά του. 

Περνάει το Σαββατοκύριακο στη θεία του, όπου ο θείος του τού αγοράζει παγωτό και πατατάκια, και βλέπουν μαζί ταινίες. 

Για άλλη μια φορά βρίσκεται σε μια νέα χώρα, της οποίας την γλώσσα και τον πολιτισμό πρέπει να μάθει. Αλλά αυτή τη φορά η προσαρμογή στο νέο περιβάλλον ήταν διαφορετική. «Δεν ήταν δύσκολα», λέει. «Επειδή είχα τη θεία μου». 

Η έρευνα πραγματοποιήθηκε με την υποστήριξη του Journalismfund Europe. Η έρευνα υποστηρίχθηκε επίσης από το Investigative Journalism for Europe (IJ4EU).

ΠΗΓΗ