Σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση, κτίρια κατεδαφίζονται  με ραγδαίο ρυθμό — περίπου ένα κάθε λεπτό, σύμφωνα με εκτιμήσεις ερευνητών της κοινωνίας των πολιτών. Ωστόσο, η ΕΕ δεν διαθέτει επίσημα στοιχεία για το τι χάνεται.

Όπως προκύπτει από το ρεπορτάζ του Solomon και του Correctiv.Europe, στο πλαίσιο του Demolition Atlas, του διασυνοριακού πρότζεκτ χαρτογράφησης των κατεδαφίσεων σε Ελλάδα, Γερμανία και Ελβετία, οι περισσότερες χώρες δεν τηρούν καν εθνικά μητρώα καταγραφής των κατεδαφίσεων.

Η Ελλάδα αποτελεί θετική εξαίρεση, καθώς προβλέπεται η ανάρτηση των αδειών κατεδάφισης που εκδίδονται ανά τη χώρα στη Διαύγεια. Αλλά η συνολική εικόνα, στην ΕΕ, προκαλεί προβληματισμό.

Αφενός, επειδή υπολογίζεται πως σχεδόν 40% των αποβλήτων στην ΕΕ σήμερα προέρχεται από κατεδαφίσεις και τον κατασκευαστικό κλάδο. Αφετέρου, γιατί η απουσία δεδομένων δύναται να προκαλέσει εμπόδια στον εξαγγελθέντα στόχο της ΕΕ για σημαντική μείωση των κατεδαφίσεων, μέσα από ένα «κύμα ανακαινίσεων».

Η ΕΕ έχει στόχους, αλλά δεν έχει στοιχεία

Σύμφωνα με τον Ciarán Cuffe, συμπρόεδρο του Ευρωπαϊκού Πράσινου Κόμματος, «ο κατασκευαστικός κλάδος επιδεινώνει την κλιματική κρίση και παίζει επίσης σημαντικό ρόλο στην κρίση στέγασης στην Ευρώπη».

«Πάρα πολλά κτίρια κατεδαφίζονται χωρίς λόγο», είπε ο κ. Cuffe στο Solomon. «Αυτά τα σπίτια θα μπορούσαν να προσφέρουν στέγη σε ανθρώπους, αν τα ανακαινίζαμε, αντί να τα κατεδαφίζουμε».

Την ίδια στιγμή, η ΕΕ έχει βάλει στόχο τη μείωση των εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου κατά 55% έως το 2030. Σημειώνεται πως τα κτίρια συνεισφέρουν πάνω από το ένα τρίτο του ενεργειακού αποτυπώματος άνθρακα της ΕΕ.

Τι στοιχεία υπάρχουν για τα κτίρια που κατεδαφίζονται στις χώρες της ΕΕ; 

Το Solomon απευθύνθηκε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, από όπου λάβαμε την απάντηση πως «επί του παρόντος, δεν υπάρχουν επίσημα στοιχεία σε επίπεδο ΕΕ για τον αριθμό των κτιρίων που κατεδαφίστηκαν, συνολικά ή ανά τύπο».

«Οι εθνικές υπηρεσίες στατιστικής για τις κατασκευές καλύπτουν τις άδειες κατασκευής, αλλά όχι τις κατεδαφίσεις», εξηγείται στην απάντηση της Επιτροπής.

Παράλληλα, ωστόσο, δεν υπάρχουν ούτε εθνικά μητρώα στα οποία να καταγράφονται οι κατεδαφίσεις σε κάθε χώρα. Σύμφωνα με την Κομισιόν, «ορισμένα κράτη-μέλη (π.χ. Γαλλία, Γερμανία) τηρούν εθνικά μητρώα κτιρίων, τα οποία όμως εστιάζουν στα υπάρχοντα κτίρια. Επί του παρόντος, δεν υπάρχει κατάλογος σε επίπεδο ΕΕ». 

Σημειώνεται πως στη Γερμανία, το ομοσπονδιακό κρατίδιο του Βερολίνου είναι το μόνο από τα συνολικά 16 κρατίδια, όπου τηρείται μητρώο καταγραφής των κτιρίων που κατεδαφίζονται.

Εν προκειμένω η Ελλάδα αποτελεί εξαίρεση στον ευρωπαϊκό κανόνα, καθώς οι άδειες κατεδάφισης που δίνονται από τις κατά τόπους πολεοδομίες αναρτώνται στην Διαύγεια από το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας (ΤΕΕ). Ωστόσο, η διαφάνεια αυτή δεν έχει μεταφραστεί σε μια σαφή στρατηγική για τη διαχείριση των κατεδαφίσεων.

Σύμφωνα με την απάντηση της Επιτροπής στο Solomon, δεν υπάρχουν επίσης διαθέσιμα στοιχεία για τα απόβλητα που παράχθηκαν από την κατεδάφιση κτιρίων σε κάθε κράτος-μέλος της ΕΕ, καθώς καταγράφεται από κοινού το σύνολο των αποβλήτων, τόσο από κατασκευές όσο και από κατεδαφίσεις. Στην Ελλάδα, το σύνολο αυτών των αποβλήτων ορίζεται με τον όρο ΑΕΚΚ (απόβλητα εκσκαφών, κατασκευών και κατεδαφίσεων).

Στη χώρα μας τα στοιχεία για τις κατεδαφίσεις δείχνουν μια ραγδαία αύξηση τα τελευταία χρόνια, γεγονός που προβληματίζει αρχιτέκτονες, ανθρώπους που ασχολούνται με την προστασία του περιβάλλοντος, αλλά και τους ίδιους τους κατοίκους. 

Οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις του κατασκευαστικού κλάδου έχουν αρχίσει εδώ και χρόνια να προβληματίζουν. Τα κτίρια που έχουμε χτίσει ήδη περιλαμβάνουν ένα ποσοστό ενέργειας που έχει καταναλωθεί, αλλά και τόνους άνθρακα. Με κάθε κτίριο που κατεδαφίζουμε, χάνεται η ενέργεια που έχει ήδη καταναλωθεί για την κατασκευή του.

Εκτός από το περιβαλλοντικό κόστος, το μεγάλο κύμα κατεδαφίσεων κτιρίων τα τελευταία χρόνια έχει αρχίσει να «δείχνει» τις επιπτώσεις του στην καθημερινότητα των κατοίκων. Μονοκατοικίες εξαφανίζονται και τη θέση τους παίρνουν πολυόροφες πολυκατοικίες, συνήθως πανομοιότυπες, που προσφέρουν μικρότερα σπίτια με υψηλότερα ενοίκια.

Τα υψηλά ενοίκια, με τη σειρά τους, αναδιαμορφώνουν την ανθρωπογεωγραφία, καθώς εκτοπίζουν τους παλιούς κατοίκους φέρνοντας νέους, πιο εύπορους, στη θέση τους. Παράλληλα, υπάρχει και η συνέπεια σε πολιτισμικό επίπεδο, καθώς μέσα από τις αθρόες κατεδαφίσεις χάνεται και ένα κομμάτι της ιστορίας των πόλεων.

Είναι κακό να κατεδαφίζουμε;

Κάθε κατεδάφιση κτιρίου παράγει μεγάλες ποσότητες αποβλήτων. Η ΕΕ έχει θέσει ως στόχο να μειωθούν οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις των αποβλήτων, να γίνει πιο αποδοτική η χρήση των πόρων, και, μακροπρόθεσμα, να μειωθεί η συνολική ποσότητα των παραγόμενων αποβλήτων. 

Όταν η παραγωγή αποβλήτων είναι αναπόφευκτη, στόχος είναι τα ίδια τα απόβλητα να γίνονται πόροι, ενώ παράλληλα επιδιώκεται και η επίτευξη υψηλότερων επιπέδων ανακύκλωσης.

Το 2022, το σύνολο των αποβλήτων που παρήχθησαν στην ΕΕ από όλες τις οικονομικές δραστηριότητες και τα νοικοκυριά ανήλθε σε 2.233 εκατ. τόνους. Από αυτά, περίπου το 40% ήταν απόβλητα από κατασκευαστική δραστηριότητα. 

Περισσότερο από το ένα τρίτο των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα στην Ευρώπη προέρχεται από τα ίδια τα κτίρια — από τα υλικά και την κατασκευή τους, αλλά και από την ενέργεια που καταναλώνουν για να λειτουργήσουν.

Παράλληλα, για να επιτευχθεί ο ευρωπαϊκός στόχος της μείωσης των εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου κατά 55% έως το 2030, δεν πρέπει μόνο να μειωθούν οι κατεδαφίσεις, αλλά και τα υπάρχοντα κτίρια να μειώσουν τις εκπομπές τους κατά 60%, την τελική κατανάλωση ενέργειας κατά 14%, και την κατανάλωση για θέρμανση και ψύξη κατά 18%. 

Πώς θα γίνει αυτό; Σύμφωνα με την ΕΕ, το σχέδιο περιλαμβάνει ένα «κύμα ανακαινίσεων» στην Ευρώπη. 

«Κύμα ανακαινίσεων» στην ΕΕ

Με την Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία, τον Οκτώβριο του 2020, η Επιτροπή παρουσίασε τη στρατηγική της για το κύμα ανακαινίσεων στην ΕΕ.

Η στρατηγική της Επιτροπής περιέχει ένα σχέδιο δράσης με συγκεκριμένα ρυθμιστικά, χρηματοδοτικά και υποστηρικτικά μέτρα. Στοχεύει στον υπερδιπλασιασμό του ετήσιου ποσοστού ενεργειακής ανακαίνισης κτιρίων έως το 2030, και την προώθηση ριζικών ανακαινίσεων, με ανακαίνιση 35 εκατ. κτιριακών μονάδων έως το 2030, και τη δημιουργία θέσεων εργασίας στον κατασκευαστικό τομέα. 

Ένα από τα απαραίτητα μέσα για την υλοποίηση της στρατηγικής ανακαινίσεων είναι η αναθεώρηση της κοινοτικής οδηγίας για την ενεργειακή απόδοση κτιρίων (2010/31/ΕΕ). Η αναθεώρηση της οδηγίας θα συμβάλει, επίσης, στην υλοποίηση της πρωτοβουλίας για το Νέο Ευρωπαϊκό Μπάουχαους, που αποσκοπεί στην προώθηση μιας πιο συμπεριληπτικής κοινωνίας, που προάγει την ευημερία όλων, στο πνεύμα του ιστορικού Μπάουχαους, που συνέβαλε στην κοινωνική ένταξη και την ευημερία των πολιτών, ιδίως των κοινοτήτων εργατών. 

Τα κτίρια ως επενδυτικό προϊόν

Το Solomon απευθύνθηκε για το ζήτημα των κατεδαφίσεων στον αρχιτέκτονα και αναπληρωτή καθηγητή στη Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του Εθνικού Μετσόβειου Πολυτεχνείου (ΕΜΠ), Κώστα Τσιαμπάο.

Ο κ. Τσιαμπάος είναι επίσης συντονιστής του Do.Co.Mo.Mo., ενός διεθνούς μη κυβερνητικού οργανισμού, που μεταξύ άλλων παρεμβαίνει όταν σημαντικά σύγχρονα κτίρια του μοντέρνου κινήματος βρίσκονται υπό απειλή. Σύμφωνα με τον ίδιο, η σύγχρονη αρχιτεκτονική αντίληψη, διεθνώς, είναι υπέρ της διατήρησης του κτιριακού αποθέματος έναντι της ανέγερσης νέων κατασκευών. 

Την ίδια στιγμή όμως, «οι κατασκευές και τα κτίρια αντιμετωπίζονται ως επενδυτικό προϊόν. Επιπλέον, έχουν μπει στην ελληνική αγορά πολλοί ξένοι επενδυτές, κάτι που δεν ίσχυε μέχρι πρόσφατα». 

Ενδιαφέρον παρουσιάζει πως αμεσότερο κίνδυνο κατεδάφισης αντιμετωπίζουν όσα κτίρια δεν έχουν συμπληρώσει τα 100 χρόνια ζωής, καθώς στη συνέχεια εντάσσονται σε καθεστώς προστασίας βάσει νόμου.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η διώροφη οικία του 1935 στη γωνία των οδών Σύρου και Ι. Δροσοπούλου, στην καρδιά της Κυψέλης, δείγμα του μοντέρνου κινήματος στην ελληνική αρχιτεκτονική. Σε ρεπορτάζ του, το Solomon ανέδειξε την περίπτωση της οικίας που τελικά κατεδαφίστηκε. 

Στη θέση της θα κατασκευαστεί πολυκατοικία με 29 διαμερίσματα και τέσσερις θέσεις πάρκινγκ από την DIAMONA GREECE Α.Ε., μια εταιρεία ισραηλινών συμφερόντων, που συγκαταλέγεται στα επιχειρηματικά σχήματα που τα τελευταία χρόνια μεταμορφώνουν το τοπίο της αθηναϊκής κατοικίας.

«Ε όχι και το σπίτι των γονιών μου!»

Το HouseEurope! αποτελεί έναν μη κερδοσκοπικό οργανισμό με έδρα το Βερολίνο, που πιέζει την ΕΕ για νέους νόμους που θα προστατεύουν την προσιτή στέγαση αλλά και το κλίμα. 

Το HouseEurope! επικαλείται στοιχεία του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος (ΕΟΠ), σύμφωνα με τα οποία έως το 2050 αναμένεται να κατεφαφιστεί μεταξύ 5-15% του κτιριακού αποθέματος στην Ευρώπη — περίπου 1.400 την ημέρα. «Κάθε λεπτό, ένα κτίριο στην Ευρώπη κατεδαφίζεται», αναφέρει το HouseEurope!.

Σε πρόσφατη καμπάνια του, το HouseEurope! καλεί την Ευρώπη «να πει όχι στις κατεδαφίσεις και ναι στις ανακαινίσεις». Ο Olaf Grawert, αρχιτέκτονας και μέλος του HouseEurope!, εξήγησε στο Solomon πως η πρωτοβουλία θέλει να προωθήσει πολιτικές που δημιουργούν κίνητρα που θα κάνουν την ανακαίνιση τον νέο κανόνα. Ο στόχος είναι να διατηρηθούν τα σπίτια και οι κοινότητες, να εξοικονομηθεί ενέργεια και πόροι, και να διατηρηθούν οι αναμνήσεις μας.

«Αν συμφωνήσουμε ότι χρειάζονται περισσότερες ανακαινίσεις, πρέπει να βρούμε ένα τρόπο να μην γίνονται εις βάρος των ανθρώπων που ζουν εκεί. Αυτό γίνεται μόνο μέσα από πολιτικές και νόμους», είπε στο Solomon.

Ο Grawert θυμάται ένα περιστατικό σε ένα συνέδριο για την κατοικία, όπου ο ίδιος ρώτησε ένα στέλεχος κατασκευαστικής γιατί κατεδαφίζουν τόσα κτίρια και δεν προτιμούν τις ανακαινίσεις και πιο «πράσινες» λύσεις. Το στέλεχος αποκρίθηκε πως το κάνουν επειδή «είναι απλώς ευκολότερο και έχει μεγαλύτερο κέρδος»

«Δηλαδή θα γκρέμιζες και το σπίτι των γονιών σου;», ρώτησε ο Grawert. «Μα φυσικά και όχι, ο πατέρας μου θα καταστεναχωριόταν! Σιγά μην γκρέμιζα το σπίτι που μεγάλωσα». 

«Και τότε γιατί γκρεμίζεις των άλλων;», ρώτησε ο Grawert.

Η περίπτωση της Ελλάδας

Στην Ελλάδα, το περιβαλλοντικό αποτύπωμα των κατεδαφίσεων προκύπτει κυρίως μέσα από δύο κατηγορίες κατεδαφίσεων: είτε παλαιών βιομηχανικών κτιρίων που έχουν αφεθεί και μένουν ανεκμετάλλευτα, είτε παλαιών μονοκατοικιών που κατεδαφίζονται για να χτιστούν νέες πολυόροφες κατασκευές.

Στο πλαίσιο της έρευνας Demolition Atlas, δημιουργήσαμε μια ειδική πλατφόρμα, όπου μπορεί ο καθένας να προσθέσει άμεσα στοιχεία για κτίρια που κατεδαφίζονται. Καταγράψαμε, από το 2019 έως τον Ιούνιο του 2025, περίπου 8.000 άδειες για ολική κατεδάφιση κτιρίων σε όλη την Ελλάδα. Εξ αυτών, πρώτη με διαφορά αναδεικνύεται η Αθήνα και ακολουθεί η Θεσσαλονίκη, με 500 και 166 κατεδαφίσεις, αντίστοιχα.

Η Μαριέττα Φουρναράκη, αρχιτέκτονας στο γραφείο Bobotis+Bobotis architects, εξήγησε στο Solomon πως έχει σημασία τι είδους κτίριο κατεδαφίζεται: «Δυστυχώς υπάρχουν πολλά ερειπωμένα κτίρια που, αναγκαστικά, πρέπει να γκρεμιστούν γιατί υπάρχει ζήτημα ασφάλειας. Αν είχε δοθεί η δέουσα προσοχή νωρίτερα, δεν θα χρειαζόταν να φτάσουμε ως εκεί».

Σύμφωνα με την κα Φουρναράκη, η Ελλάδα έχει αρχίσει να λαμβάνει υπόψη περιβαλλοντικές πτυχές, αλλά κυρίως στις νέες, μεγάλες κατασκευές, που συνήθως αφορούν γραφεία. «Οι πιστοποιήσεις αυτές έχουν κάποια καλά κίνητρα αλλά και αρκετά εμπόδια». Επομένως, είναι στην κρίση του επενδυτή εάν θα καταβάλει μεγαλύτερο κόστος για να είναι «περιβαλλοντικά συνεπής». Χρειάζονται περισσότερα κίνητρα, πρόσθεσε.

Σχετικά με τις μονοκατοικίες που κατεδαφίζονται, η κα Φουρναράκη παρουσιάστηκε απαισιόδοξη: «Αυτό θα συνεχίσει να συμβαίνει όσο οι ανακαινίσεις είναι τριπλάσιες σε κόστος απ’ ό,τι μια νέα κατασκευή. Επίσης, υπάρχει και ο αντίλογος που λέει ότι υπάρχει ανάγκη για στέγαση. Άρα γιατί να κρατήσω μια μονοκατοικία, αντί διαμερίσματα για 20 οικογένειες; Αν υπήρχε καταγραφή των άδειων κτιρίων, θα μπορούσε να υπάρξει και καλύτερος σχεδιασμός».

Ωστόσο, η ίδια συμπλήρωσε, «ακόμα και αυτά τα νέα διαμερίσματα τελικά δεν θα κατέληγαν στις οικογένειες που λέμε, αλλά σε digital nomads με τους τριπλάσιους μισθούς».

Από την πλευρά της, η Ελένη Παπαγιάννη, διευθύντρια της ΠΕΔΜΕΔΕ, της Πανελλήνιας Ένωσης Διπλωματούχων Μηχανικών Εργοληπτών Δημοσίων Έργων, σημείωσε στο Solomon πως στα αστικά κέντρα έχουν ξεκινήσει μεγάλα έργα αστικής ανάπλασης και τουριστικά πρότζεκτ, κάτι το οποίο απαιτεί αρκετές κατεδαφίσεις. 

Την ιδια στιγμή ανέφερε πως στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια έχουν αυξηθεί οι ανακαινίσεις λόγω αρκετών επιδοτούμενων προγραμμάτων. 

«Όσον αφορά στα διατηρητέα, ο Ν.3028/2002 αποτρέπει τις κατεδαφίσεις τους και ενθαρρύνει τις αποκαταστάσεις. Τα οφέλη που προκύπτουν είναι πολλαπλά με κύριο όφελος την διατήρηση της πολιτιστικής κληρονομιάς. Επειδή όμως τα διατηρητέα απαιτούν ιδιαίτερες εργασίες ανακαίνισης, που συνήθως είναι και πιο κοστοβόρα, λόγω της διατήρησης κελύφους ή άλλης τεχνικής, δεν αξιοποιούνται ιδιαίτερα συχνά και εύκολα. Είμαστε όμως σε αναμονή ενός ακόμη ειδικού προγράμματος, στοχευμένου για την ανακαίνιση διατηρητέων, που σχεδιάζει να υλοποιήσει η Πολιτεία», σημειώνει.

«Μεγάλο πολιτικό κόστος να πεις σε κάποιον τι να κάνει με την περιουσία του»

Από πλευράς του, ο κ. Τσιαμπάος σχολίασε πως «δεν γίνεται να χαθεί η μνήμη, η ιστορία της πόλης».

«Αν δεν υπάρχει καμία κατασκευή πριν το 1950, θα είναι εφιαλτικό. Ήδη έχει χαθεί μεγάλο κομμάτι του 19ου αιώνα. Εάν χαθεί και η μνήμη του πρώτου μισού του 20ου αιώνα, τι θα μείνει από το παρελθόν;», σημείωσε.

Όσον αφορά τα μέτρα που θα μπορούσαν να παρθούν, ο κ. Τσιαμπάος εξήγησε πως στην Ελλάδα δεν είναι εύκολο να σχεδιαστεί κρατική πολιτική με γενικευμένες παρεμβάσεις, γιατί κυριαρχεί η κατακερματισμένη μικροϊδιοκτησία.

«Διαχρονικά το δύσκολο είναι –και έχει μεγάλο πολιτικό κόστος– να πεις σε κάποιον τι να κάνει με την περιουσία του. Να του πεις, για παράδειγμα, ότι δεν μπορεί να γκρεμίσει, ότι έχει την υποχρέωση να διατηρήσει ένα κτίριο, το οποίο ο άνθρωπος αυτός μπορεί να ήθελε να εκμεταλλευτεί οικονομικά για να ζήσει καλύτερα ή να αφήσει κάτι στα παιδιά του».

Ο ίδιος, μεγαλωμένος στο Παγκράτι, θυμάται πως στη γειτονιά τους υπήρχαν πολλές μονοκατοικίες του ‘20 και ‘30, ενώ σήμερα έχουν μείνει ελάχιστες. «Είναι τεράστια η αλλαγή. Έχουν υπάρξει διάφορα κύματα αντικατάστασης του παλαιού κτιριακού αποθέματος, όπως π.χ. πριν τους Ολυμπιακούς της Αθήνας, αλλά τα τελευταία χρόνια υπάρχει μια έκρηξη κατεδαφίσεων και νέων αδειών».

Ο καθηγητής Αρχιτεκτονικής του ΕΜΠ είπε πως είναι ευθύνη των αρχιτεκτόνων και των μηχανικών να πείσουν ότι μια παλαιά κατασκευή μπορεί να εκσυγχρονιστεί, διατηρώντας πολλά από τα ποιοτικά στοιχεία που την καθιστούν ξεχωριστή. «Να μην προτιμάμε τις γρήγορες και εύκολες λύσεις», σημειώνει.

«Το καινούριο είναι κατά κανόνα πολύ κατώτερης ποιότητας ως προς τα υλικά του. Μπορεί να είναι σύγχρονες οι κατασκευές, ωστόσο, συνήθως γίνονται με ευτελή υλικά, με κατόψεις που προσπαθούν σε λίγα τετραγωνικά να χωρέσουν πολλά πράγματα, χαμηλά ύψη κ.ά.». 

Η Μαρία Πετεινάκη, αρχιτεκτόνισσα μηχανικός και μέλος της ACAN Greece, της Πρωτοβουλίας Αρχιτεκτον(ισσ)ων και επαγγελματιών του δομημένου περιβάλλοντος για την Κλιματική Δικαιοσύνη), είπε στο Solomon πως, για την ώρα, στην Ελλάδα δεν έχει μπει στο δημόσιο διάλογο το περιβαλλοντικό αποτύπωμα των κατεδαφίσεων.

Στις κατεδαφίσεις υπάρχει το ΣΔΑ, δηλαδή το Σχέδιο Διατήρησης Αποβλήτων, ή πιο απλά η ανακύκλωση μπάζων με την μετατροπή τους σε υλικά που μπορούν να επαναχρησιμοποιηθούν. 

Το 2018, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή σημείωνε πως «παρόλο που η συντριπτική πλειονότητα των αποβλήτων κατασκευών και κατεδαφίσεων είναι ανακυκλώσιμα, ένα σύνηθες εμπόδιο για την ανακύκλωση και την επαναχρησιμοποίηση των αποβλήτων αυτών στην ΕΕ είναι η έλλειψη εμπιστοσύνης στην ποιότητα των ανακυκλωμένων υλικών».

Σήμερα στην Ελλάδα, ανέφερε η Μ. Πετεινάκη, το πρόβλημα παραμένει. «Δεν υπάρχει εμπιστοσύνη στα υλικά. Όσα ανακυκλώνονται, χρησιμοποιούνται σε δημόσια έργα, π.χ. στην οδοποιία. Δεν υπάρχουν διαθέσιμα υλικά για ιδιώτες που ενδεχομένως θα ήθελαν να χρησιμοποιήσουν».

Παράλληλα, εξήγησε, δεν υπάρχουν κίνητρα για διατήρηση κτιρίων. «Ίσα-ίσα το ανάποδο: δεν υπάρχει οικονομικό κίνητρο στις ανακαινίσεις, αλλά στις νέες κατασκευές». Σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, με την κατεδάφιση ενός κτιρίου δίνεται μπόνους μεγαλύτερης δόμησης.

Σχετικά με τα απόβλητα των κατεδαφίσεων, η ΠΕΔΜΕΔΕ, δηλαδή η Ένωση μηχανικών που δραστηριοποιούνται ως εργολήπτες δημοσίων έργων στην Ελλάδα, κάνει επίσης λόγο για περιορισμένες δυνατότητες. «Στην Ελλάδα δεν έχει αναπτυχθεί τόσο η κατεδάφιση με αποτέλεσμα στις περισσότερες περιπτώσεις να έχουμε ολοκληρωτική κατεδάφιση κτηρίων και τα απόβλητα που οδηγούνται στις μονάδες επεξεργασίας να είναι σε σύμμικτη μορφή, η οποία είναι και πιο δύσκολη στην επεξεργασία καθώς απαιτεί και την σχετική διαλογή».

Υπάρχει στην Ελλάδα η έννοια της «βιώσιμης κατεδάφισης» – δηλαδή κατεδαφίσεις που ελαχιστοποιούν τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις και προάγουν την επαναχρησιμοποίηση και ανακύκλωση των υλικών – ρωτήσαμε την Ε. Παπαγιάννη από την Ένωση.

«Ναι, αν και είναι μία έννοια η οποία έχει εισαχθεί πολύ πρόσφατα. Υπάρχουν πιλοτικά έργα επιλεκτικής κατεδάφισης, αν και είναι λίγα σε αριθμό. Δεν έχει αναπτυχθεί ακόμη στην Ελλάδα λόγω του μεγάλου κόστους και την έλλειψη της τεχνικής κατάρτισης. Επίσης, δεν υπάρχουν τα κατάλληλα κίνητρα να για γίνει ευρεία εφαρμογή της έννοιας αυτής. Υπάρχουν και περιπτώσεις στις οποίες πραγματοποιείται για συγκεκριμένο τμήμα κάποιας οικοδομής».

Υπουργείο Πολιτισμού: Διατηρούμε όσα περισσότερα μπορούμε, χρειάζεται περισσότερη συνεργασία

H επικεφαλής της Γενικής Διεύθυνσης Αναστήλωσης, Μουσείων και Τεχνικών Έργων (ΓΔΑΜΤΕ) του υπουργείου Πολιτισμού, Αμαλία Ανδρουλιδάκη, περιγράφει στο Solomon την προσπάθεια διατήρησης περισσότερων κτιρίων, χαρακτηριστικών για την εποχή τους, και την ανάγκη μεγαλύτερης συνεργασίας φορέων και κοινωνικών εταίρων.

Σύμφωνα με την κα Ανδρουλιδάκη, τα μνημεία και τα νεότερα μνημεία στην Ελλαδα δεν κατεδαφίζονται, εκτός εάν είναι ετοιμόρροπα. Αλλά ακόμα και σε αυτή την περίπτωση, συνήθως στερεώνονται και αποκαθίστανται. 

Σύμφωνα με την προϊσταμένη της ΓΔΑΜΤΕ, η πολιτική του υπουργείου είναι η διατήρηση. Αυτό συμβαδίζει με την πρωτοβουλία της ΕΕ για το νέο ευρωπαϊκό Μπαουχάουζ, το οποίο επιμένει στη διατήρηση και την επαναχρησιμοποίηση των παλιών κελυφών κτιρίων στο πλαίσιο της αειφορίας.

Σ’ αυτή τη λογική έχουν εγκριθεί από το υπουργείο Πολιτισμού πολλά αιτήματα αποκατάστασης κτιρίων στην Αθήνα, μνημείων και μη, τα οποία ωστόσο από γραφεία μετατρέπονται σε ξενοδοχεία. Σύμφωνα με την κα Ανδρουλιδάκη, τουλάχιστον έξι τέτοια κτίρια έχουν εγκριθεί στην οδό Σταδίου.

Το πρόβλημα για την κα Ανδρουλιδάκη θα ενταθεί σε δέκα χρόνια, όταν οι κατασκευές του Μεσοπολέμου, πολυκατοικίες στο κέντρο της Αθήνας, θα έχουν ξεπεράσει το όριο των 100 ετών, και σύμφωνα με το υπάρχον πλαίσιο θα πρέπει να τεθούν σε καθεστώς προστασίας. Από την άλλη, η κατασκευή τους από μπετόν σημαίνει ότι πολλές εξ αυτών θα έχουν απολέσει την στατική τους επάρκεια. 

Τι σκέψεις υπάρχουν για το θέμα; «Προς το παρόν, υπάρχει προβληματισμός και έρευνα για το ζήτημα με τη χρήση καινοτόμων υλικών», είπε η κα Ανδρουλιδάκη. 

Όσον αφορά τις μονοκατοικίες που ήδη χάνονται, συμπλήρωσε πως η υπηρεσία της εξετάζει τα αιτήματα κι ας μην είναι τα κτίρια παλαιότερα των 100 ετών. «Σε κάποιες περιπτώσεις, εφόσον διαθέτουν τις προυποθέσεις του νόμου, χαρακτηρίζονται [νεότερα μνημεία] και έτσι δεν κατεδαφίζονται».

Συμπλήρωσε πως οι σχετικές διαδικασίες «δεν είναι εύκολες», καθώς υπάρχουν πιέσεις για επενδύσεις σε ακίνητα, και οι υψηλοί συντελεστές δόμησης του Νέου Οικοδομικού Κανονισμού (ΝΟΚ) δυσχεραίνουν την κατάσταση.

«Οι επενδύσεις αυτές συχνά σημαίνουν κατεδαφίσεις μέσα στις πόλεις και, στη συνέχεια, στη θέση τους την ανέγερση νέων, μεγάλων κατασκευών». Για παράδειγμα, σε περιοχές του Πειραιά γκρεμίζονται συστηματικά τα παλαιά κτίρια αλλάζοντας την όψη της πόλης. Όπως σημείωσε ο καθηγητής του ΕΜΠ, κ. Τσιαμπάος, «αυτή η κατάσταση θέλει σχεδιασμό. Για παράδειγμα, να υπάρξει μια πολιτική που να λέει τι θα ισχύσει σε ορίζοντα δεκαετίας, και να τηρηθεί». 

«Βέβαια», κατέληξε, «μπορεί σε δέκα χρόνια να μην έχει μείνει τίποτα».

Η δημοσιογραφική έρευνα Demolition Atlas του Solomon σε συνεργασία με το Correctiv.Europe πραγματοποιείται με την υποστήριξη του JournalismFund Europe.

ΠΗΓΗ