Της Γιούλας Γκεσούλη


Σκίζει τα ιμάτιά του ο Πιερρακάκης για να μας πείσει ότι η ίδρυση «παραρτημάτων μη κρατικών μη κερδοσκοπικών πανεπιστημίων» -κατ’ ουσίαν ιδιωτικών πανεπιστημίων- στην Ελλάδα δεν έχει καμιά σχέση με την πανεπιστημιοποίηση των κολλεγίων.

Από την άλλη, από τη μεριά του κινήματος, και κυρίως από την πλευρά πανεπιστημιακών, υπάρχουν φωνές που ακουμπούν τις ελπίδες ματαίωσης των στοχεύσεων της κυβέρνησης στο ΣτΕ, στο οποίο δηλώνουν ότι θα προσφύγουν μετά την ψήφιση του εκτρωματικού νομοσχέδιου από τον κυβερνητικό λόχο. 

Η εμπειρία, όμως, δείχνει καθαρά τρία πράγματα: Πρώτον ότι το ΣτΕ αποφασίζει με βάση το «δίκαιο του μονάρχη», όταν ειδικά το κίνημα έχει φυλλορροήσει και αποσυρθεί και η αστική δικαιοσύνη δεν αισθάνεται την καυτή του ανάσα στο σβέρκο της. Δεύτερον ότι η μεγάλη χρονοκαθυστέρηση στην έκδοση της απόφασης ευνοεί τη δημιουργία τετελεσμένων, που θα πιέζουν στην κατεύθυνση που επιθυμεί η κυβέρνηση και τα αφεντικά της, ώστε η απόφαση του ΣτΕ να πέσει σαν ώριμο φρούτο. Και τρίτον ότι είναι σίγουρο ότι θα ακολουθηθεί ο δρόμος της απεύθυνσης, με προδικαστικό ερώτημα, του ΣτΕ στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΔΕΕ), πρακτική που ακολουθείται σταθερά όταν εκκρεμούν ζητήματα που θίγουν άμεσα την καρδιά της αστικής πολιτικής, τον πυρήνα των σχεδιασμών και των επιδιώξεων κεφαλαιοκρατικών συμφερόντων. Η διαδικασία αυτή παίρνει πάρα πολύ χρόνο και τελικά το Δικαστήριο της ΕΕ, υλοποιώντας το δίκιο των ισχυρών ιμπεριαλιστικών χωρών της Ενωσης, καταλήγει στην δέουσα απόφαση, την οποία «καταπίνει αμάσητη» το ΣτΕ. 

Με άρθρο τους στην Καθημερινή οι «πρόθυμοι» συνταγματολόγοι Ευάγ. Βενιζέλος και Β. Σκουρής καταρρίπτουν και το «επιχείρημα» Πιερρακάκη ότι η ίδρυση παραρτημάτων-ΝΠΠΕ δεν αφορά τα κολλέγια και τις προσδοκίες αυτών που εναποθέτουν τη «λύση» υπέρ του κινήματος στο ΣτΕ και μας δίνουν παραστατικά σκηνές από το μέλλον που θα ακολουθήσει.

Το δυστοπικό μέλλον που θα γίνει πραγματικότητα

Βενιζέλος και Σκουρής περιγράφουν με απόλυτη βεβαιότητα αυτά που θα ακολουθήσουν το τωρινό «διστακτικό» -κατά δήλωσή τους- σχέδιο νόμου της κυβέρνησης Μητσοτάκη:

  • Καταρχάς, αναφέρουν ότι η υποχρέωση της συμμόρφωσης της Ελλάδας με την «ευρωπαϊκή ολοκλήρωση», υποχρέωση που περιγράφεται στο άρθρο 28 του Συντάγματος, οδηγεί αναπόφευκτα και στην «ερμηνεία» του άρθρου 16 «σε αρμονία προς το Δίκαιο της Ε.Ε». Η παραδοχή αυτής της υποχρέωσης, «της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης», συνεπάγεται αυτόματα ότι την αρμοδιότητα λήψης τελικής απόφασης την έχει το ΔΕΕ: «Κατά τη μια, το άρθρο 16 του ελληνικού Συντάγματος πρέπει να ερμηνεύεται σε αρμονία προς το Δίκαιο της Ε.Ε. προκειμένου να διασφαλίζεται η ομαλή συνύπαρξη διαφορετικών εννόμων τάξεων όταν ένα ζήτημα εμπίπτει στο πεδίο και των δύο. Πρέπει άλλωστε να λαμβάνεται υπόψη η θεμελιώδης εθνική συνταγματική απόφαση για τη συμμετοχή στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση (άρθρο 28), αλλά και το ποιο δικαστήριο έχει τον τελευταίο λόγο και ποια μπορεί να είναι πρακτικά η έκβαση μιας μετωπικής σύγκρουσης». «Η απάντηση όμως στο ερώτημα αν προτεραιότητα εφαρμογής έχει το ενωσιακό δίκαιο ή το εθνικό Σύνταγμα δεν εξαρτάται από το πόσο απόλυτες είναι οι διατυπώσεις των σχετικών διατάξεων του εθνικού Συντάγματος, αλλά από το αν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, κινούμαστε στο πεδίο της εθνικής ή της ενωσιακής έννομης τάξης».
  • Την πεποίθηση αυτή τεκμηριώνουν με δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα αποστολής προδικαστικού ερωτήματος από το ΣτΕ προς το Δικαστήριο της ΕΕ, δηλώνοντας εκ προοιμίου ότι η αποστολή εδράζεται στην «παραδοχή ότι το επίδικο ζήτημα κινείται στο πεδίο των αρμοδιοτήτων της Ε.Ε. και του ενωσιακού δικαίου» : Το παράδειγμα του βασικού μετόχου λόγω της διαφοράς που υφίσταται ανάμεσα στην «απόλυτη και επιτακτική πρόβλεψη του εδαφίου ε της παρ. 9 του άρθρου 14 Σ» (της πρόβλεψης ασυμβίβαστου δηλαδή μεταξύ της ιδιότητας του ιδιοκτήτη, του βασικού μετόχου επιχείρησης μέσων ενημέρωσης με την ανάληψη από μέρους του εκτέλεσης έργων του Δημοσίου), με το ενωσιακό δίκαιο. Και δεύτερον το παράδειγμα απόδοσης επαγγελματικών δικαιωμάτων στους απόφοιτους των κολλεγίων που έχουν συνάψει συμφωνίες δικαιόχρησης με πανεπιστήμια του εξωτερικού.

Στην πρώτη περίπτωση το ΣτΕ «αποδέχθηκε την απάντηση του ΔΕΕ από την οποία προέκυπτε ότι η απόλυτη εθνική συνταγματική ρύθμιση υποχωρεί προ της εφαρμογής της ενωσιακής οδηγίας για τις δημόσιες συμβάσεις, η οποία δεν επιτρέπει στα κράτη-μέλη να θεσπίζουν ένα τέτοιο απόλυτο ασυμβίβαστο των δύο ιδιοτήτων».

Για τη δεύτερη περίπτωση Βενιζέλος και Σκουρής αναφέρουν χαρακτηριστικά τα εξής: 

«Το ΣτΕ αποφάσισε το 2007 (778/2007) να απευθύνει στο ΔΕΕ προδικαστικό ερώτημα για τα επαγγελματικά δικαιώματα αυτών που διαθέτουν τίτλο σπουδών από φορέα άλλου κράτους-μέλους αλλά ένα μεγάλο μέρος των σπουδών τους πραγματοποιήθηκε στην Ελλάδα σε τοπικό συνεργαζόμενο φορέα. Την ίδια περίοδο και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προσέφυγε στο ΔΕΕ κατά της Ελλάδας. Το ΔΕΕ απάντησε ότι σύμφωνα με τη σχετική οδηγία οι αρμόδιες αρχές του κράτους-μέλους υποδοχής υποχρεούνται να αναγνωρίζουν το δίπλωμα που έχει χορηγηθεί από αρμόδια αρχή άλλου κράτους-μέλους και πιστοποιεί την ολοκλήρωση σπουδών που έχουν πραγματοποιηθεί, εν όλω ή εν μέρει, σε φορέα εγκατεστημένο στο κράτος-μέλος υποδοχής (εν προκειμένω στην Ελλάδα), ο οποίος, δυνάμει της νομοθεσίας του τελευταίου αυτού κράτους-μέλους, δεν αναγνωρίζεται ως εκπαιδευτικό ίδρυμα.

Εκτοτε η νομολογία του ΣτΕ δέχεται ότι μπορούν στην Ελλάδα να παρέχονται από οντότητες άλλων κρατών-μελών, απευθείας ή μέσω συμβάσεων δικαιόχρησης ή πιστοποίησης, υπηρεσίες που οδηγούν σε τίτλους οι οποίοι εξοπλίζουν τον κάτοχό τους με επαγγελματικά δικαιώματα αντίστοιχα των πτυχιούχων των ελληνικών ΑΕΙ. Αυτά περιλαμβάνουν ακόμη και τη δυνατότητα διορισμού στο Δημόσιο, ακόμη και στο δικαστικό σώμα».

  • Την απόδοση μόνο επαγγελματικών δικαιωμάτων στους απόφοιτους των κολλεγίων και όχι ταυτοχρόνως και ακαδημαϊκών, Βενιζέλος και Σκουρής, την αποδίδουν στην προσπάθεια «να μην καταστρατηγηθούν οι απαγορευτικοί κανόνες του άρθρου 16 Σ. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι δεν επιτρέπεται η εγγραφή του κατόχου του τίτλου για μεταπτυχιακές σπουδές στα ελληνικά δημόσια ΑΕΙ και η εκλογή του σε αυτά ως μέλους του ΔΕΠ».

Βενιζέλος και Σκουρής εγκαλούν ουσιαστικά την Ελλάδα που δεν αποδίδει ταυτόχρονα και ακαδημαϊκά δικαιώματα στους απόφοιτους κολλεγίων, από τη στιγμή που το «πτυχίο» τούς το δίνει το ΑΕΙ του κράτους-μέλους στο οποίο δεν υπάρχουν οι απαγορευτικές διατάξεις του άρθρου 16. Τονίζουν δε, ότι οι απόφοιτοι αυτοί υφίστανται δυσμενείς διακρίσεις και αδικία από τη στιγμή που ακαδημαϊκά δικαιώματα αναγνωρίζονται στους κατόχους τίτλων των κυπριακών ιδιωτικών ΑΕΙ: «Μένει όμως κατά τον τρόπο αυτό έως τώρα αρρύθμιστη από την ελληνική νομοθεσία η παροχή υπηρεσιών ανώτατης εκπαίδευσης από ΑΕΙ άλλων κρατών-μελών της Ε.Ε. (ή τρίτων κρατών που είναι συμβαλλόμενα μέρη της GATS) απευθείας ή μέσω συμφωνιών δικαιόχρησης ή πιστοποίησης. Αυτά τα ΑΕΙ άλλων κρατών-μελών δεν κινούνται στο πλαίσιο του άρθρου 16 του ελληνικού Συντάγματος, αλλά ασκούν θεμελιώδεις ενωσιακές ελευθερίες στο πλαίσιο της έννομης τάξης της Ε.Ε. Η άρνηση αναγνώρισης και ακαδημαϊκών δικαιωμάτων όταν οι σπουδές πραγματοποιούνται στην Ελλάδα, ενώ ακαδημαϊκά δικαιώματα αναγνωρίζονται στους κατόχους τίτλων π.χ. των κυπριακών ιδιωτικών ΑΕΙ, συνιστά δυσμενή διάκριση στο πεδίο της ενωσιακής έννομης τάξης, στο οποίο κινούνται τα πανεπιστήμια άλλων χωρών-μελών της Ε.Ε. (και της GATS)».

Η αναφορά αυτή δείχνει καθαρά ότι η, προς το παρόν, άρνηση από την κυβέρνηση άμεσης αναγνώρισης και των «ακαδημαϊκών τίτλων» των κολλεγίων είναι υποκριτική. Και γίνεται για να τονιστεί ότι στο άμεσο μέλλον θα οδηγηθεί η Ελλάδα αναπόφευκτα και σε αυτήν την εξέλιξη για να ικανοποιηθούν «οι θεμελιώδεις ενωσιακές ελευθερίες στο πλαίσιο της έννομης τάξης της Ε.Ε.».

  • Οι δύο «πρόθυμοι» συνταγματολόγοι ασκούν κριτική επίσης στο γεγονός ότι  το «διστακτικό» σχέδιο νόμου, για να αποφύγει το άρθρο 16, δεν προβλέπει την σύσταση ελληνικών ανώτατων σχολών από ιδιώτες, αλλά φέρνει εδώ παραρτήματα ξένων ΑΕΙ, τα οποία υποχρεώνει μάλιστα να έχουν τη μορφή ελληνικού νομικού προσώπου (ΝΠΠΕ, νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου) και να είναι μη κερδοσκοπικά: «Το σχέδιο νόμου οργανώνει στο πεδίο όχι του ελληνικού Συντάγματος αλλά του ενωσιακού δικαίου τον τρόπο και τις προϋποθέσεις με τις οποίες ΑΕΙ άλλων κρατών-μελών της Ε.Ε. ή τρίτων χωρών που είναι συμβαλλόμενα μέρη της GATS (στην οποία μετέχει και η Ε.Ε. ως τέτοια), μπορούν να ασκούν την ενωσιακή ελευθερία της εγκατάστασής τους στην Ελλάδα και της παροχής υπηρεσιών ανώτατης εκπαίδευσης».

Κατά τους Βενιζέλο και Σκουρή «Απλούστερη και αναντίρρητα σύμφωνη προς το Δίκαιο της Ε.Ε. θα ήταν μια εθνική ρύθμιση που θα οργάνωνε με διαφάνεια την άσκηση της ενωσιακής ελευθερίας εγκατάστασης και παροχής υπηρεσιών από ΑΕΙ άλλων κρατών-μελών ή τρίτων κρατών-μερών της GATS, χωρίς να απαιτείται να ιδρύσουν ελληνικό ΝΠΠΕ και χωρίς τον περιορισμό του μη κερδοσκοπικού. Το ζήτημα της σύναψης συνεργασιών από αυτές τις οντότητες με τοπικούς παρόχους υπηρεσιών ρυθμίζεται επίσης από το ενωσιακό δίκαιο, εφόσον η εκπαιδευτική υπηρεσία ελέγχεται και πιστοποιείται από πανεπιστήμιο άλλου κράτους-μέλους ή τρίτου κράτους-μέρους της GATS».

  • Για τους συγγραφείς του άρθρου, η αναγνώριση όχι μόνο επαγγελματικών δικαιωμάτων αλλά και ακαδημαϊκών για τους απόφοιτους των ΝΠΠΕ εμπίπτει στις «θεμελιώδεις ενωσιακές ελευθερίες εγκατάστασης και παροχής υπηρεσιών». Το γεγονός αυτό θα οδηγήσει στην  «ανάλογη εξέλιξη της νομολογίας του ΣτΕ που επιμένει έως τώρα στη διάκριση επαγγελματικών και ακαδημαϊκών προσόντων». Αρα και στην αναγνώριση ακαδημαϊκών δικαιωμάτων και στους απόφοιτους των κολλεγίων:

«Το ‘’αντάλλαγμα’’ για αυτήν την εθνική νομοθετική ρύθμιση του τρόπου άσκησης των θεμελιωδών ενωσιακών ελευθεριών εγκατάστασης και παροχής υπηρεσιών είναι η νομοθετικά διασφαλιζόμενη αναγνώριση όχι μόνο των επαγγελματικών, αλλά και των ακαδημαϊκών προσόντων των τίτλων που θα χορηγούν αυτά τα ΝΠΠΕ. Προφανώς ο εθνικός νομοθέτης θεωρεί ότι η στέρηση των ακαδημαϊκών προσόντων από τους τίτλους αυτών των ΝΠΠΕ συνιστά δυσμενή διάκριση κατά των ΑΕΙ άλλων κρατών-μελών (και κρατών-μερών της GATS) που ασκούν τη θεμελιώδη ενωσιακή ελευθερία εγκατάστασης και παροχής υπηρεσιών στην Ελλάδα και ότι η δυσμενής αυτή διάκριση δεν θίγει μόνο τα ακαδημαϊκά, αλλά εντέλει και τα επαγγελματικά δικαιώματα που συνοδεύουν τον τίτλο σπουδών. Αυτό βεβαίως προϋποθέτει την ανάλογη εξέλιξη της νομολογίας του ΣτΕ που επιμένει έως τώρα στη διάκριση επαγγελματικών και ακαδημαϊκών προσόντων. Το ΣτΕ έχει όμως προ πολλού αποδεχθεί ότι το ζήτημα τοποθετείται στο πεδίο του ενωσιακού δικαίου απευθύνοντας, όπως είδαμε, προδικαστικά ερωτήματα στο ΔΕΕ. Το ΣτΕ ενεργώντας ως ενωσιακός δικαστής οφείλει να ακολουθήσει τη νομολογία του ΔΕΕ και μόνο αν υπάρχει ζήτημα που δεν έχει καταστεί ήδη σαφές στη νομολογία αυτή να αποστείλει νέο προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΕ που θα απαντήσει στο πεδίο του Δικαίου της Ε.Ε.

Το τοπίο καθίσταται συνεπώς πολύ πιο απλό και πιο συγκεκριμένο, όταν αποσαφηνίζεται η έννομη τάξη στο πεδίο της οποίας κινούμαστε και αυτή είναι στην προκειμένη περίπτωση η ενωσιακή έννομη τάξη».

Συμπέρασμα:

Την υποχρέωση της «συμμετοχής στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση» και στο πεδίο του εθνικού νομοθετικού δικαίου έχουν αναλάβει όλες οι αστικές κυβερνήσεις που κλήθηκαν και θα κληθούν να διαχειριστούν τον ελληνικό καπιταλισμό. Αυτή η υποχρέωση επιβάλλει, και εφόσον δεν έχει επιτευχθεί ακόμη η πολυπόθητη αναθεώρηση του άρθρου 16, να ακολουθηθεί η ερμηνεία του «επαυξημένου Συντάγματος» στο πλαίσιο «της ενωσιακής έννομης τάξης».

Η τήρηση «της ενωσιακής έννομης τάξης» επιβάλλει, εφόσον υπάρχει αντίφαση ανάμεσα στο εθνικό δίκαιο και το δίκαιο της ΕΕ, την αποστολή προδικαστικού ερωτήματος από το ΣτΕ προς το ΔΕΕ, που είναι και το αποκλειστικώς αρμόδιο να αποφασίσει σχετικά.

Σε αυτό το πλαίσιο, θεωρείται δεδομένη και η οσονούπω πανεπιστημιοποίηση των κολλεγίων, καθώς αυτά έχουν συμφωνίες δικαιόχρησης ή πιστοποίησης με πανεπιστήμια του εξωτερικού, τα οποία και χορηγούν στους απόφοιτους τους τίτλους σπουδών, που αναγνωρίζονται και ακαδημαϊκά στις χώρες εγκατάστασης του μητρικού πανεπιστήμιου. Η νομολογία του ΣτΕ υποχρεωτικά θα εξελιχθεί σε αυτήν την κατεύθυνση, να μην επιμένει δηλαδή στη διάκριση επαγγελματικών και ακαδημαϊκών προσόντων.

Υπό αυτό το πρίσμα και επειδή η ελληνική κυβέρνηση έχει ορκιστεί πίστη στους ισχυρούς των ιμπεριαλιστικών κρατών της ΕΕ, οι οποίοι καθορίζουν και το πλαίσιο της «ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης» σύμφωνα με τα συμφέροντα του κεφαλαίου τους, αναμένεται να καταπέσουν προσεχώς και όλες οι φανφάρες περί «μη κρατικών-μη κερδοσκοπικών» πανεπιστημίων, που θα υπόκεινται τάχα επιπλέον και στον έλεγχο των ελληνικών αρχών.

Θα καταπέσει συνεπώς και η υποχρέωση επιβολής Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής. Απλώς είναι θέμα χρόνου να ξεσκιστεί και αυτός ο φερετζές των Μητσοτάκη-Πιερρακάκη.

Από όλα όσα εκτέθηκαν είναι φανερό ότι αδήριτη ανάγκη είναι η ένταση και η παραπέρα μαζικοποίηση του φοιτητικού κινήματος, η επιλογή και η αναβάθμιση νέων δυναμικών μορφών πάλης που θα κολλήσουν πραγματικά στον τοίχο την κυβέρνηση Μητσοτάκη, ακόμη και μετά την ψήφιση του νομοσχέδιου. Οι μάχες δεν θα αφορούν μόνο την υπεράσπιση του άρθρου 16, που είναι καρφί στο μάτι όλων των αστικών δυνάμεων εξουσίας γιατί βάζει φραγμό στην ολοκλήρωση των σχεδίων τους της πλήρους εμπορευματοποίησης της Παιδείας, αλλά θα αφορούν και όσα διαχρονικά το υποσκάπτουν και το ακυρώνουν.

ΠΗΓΗ

-ΣΧΕΤΙΚΟ και το ακόλουθο ρεπορτάζ:

Συνεχίζουν τον εμπαιγμό για το νομοσχέδιο


Οι αναφορές σε μεγάλα πανεπιστήμια έχουν εκλείψει, πληθαίνουν αντιθέτως οι διαβεβαιώσεις «σοβαρών» προτάσεων, ενώ αυτές τις ημέρες γίνεται αγώνας δρόμου για να διευκολυνθούν τα κολέγια.....