13 Φεβρουαρίου 2024

Περί ομόφυλων ζευγαριών, τεκνοθεσίας, παρένθετης μήτρας και άλλων δαιμονίων - Ανάλυση του Γεωργίου Νικολαΐδη*


Στη δημόσια συζήτηση που έχει ανοίξει με αφορμή τη νομοθετική πρωτοβουλία της κυβέρνησης για τη δυνατότητα των ομόφυλων ζευγαριών να υιοθετούν παιδιά κ.λπ. πολλές φορές ανταλλάσσονται επιχειρήματα ένθεν κακείθεν αναμειγνύοντας όμως υποκειμενικές απόψεις με ισχυρισμούς για εμπειρικώς αποδεδειγμένα «δεδομένα» -που όμως αρκετά συχνά δεν στηρίζονται επαρκώς. Έτσι, δημιουργείται εν πρώτοις η ανάγκη να διαχωριστεί το «τι ισχύει» από το «τι πιστεύει» ο καθένας και η καθεμιά, προκειμένου να μην ενδύονται υποκειμενικές πεποιθήσεις το χιτώνα της αποδεδειγμένης αλήθειας.

Τι ισχύει λοιπόν; Με βάση πληθώρα εμπειρικών ερευνών (που ολοένα και αυξάνονται) από διάφορες χώρες του κόσμου, ξέρουμε πια σε ικανό βαθμό επιστημονικής βεβαιότητας ότι τα παιδιά τα οποία μεγαλώνουν με ομόφυλους γονείς δεν διαφέρουν σε σχέση με όσα μεγαλώνουν με ετερόφυλους γονείς, ούτε ως προς την ψυχική τους υγεία (για παράδειγμα: Wainright και Patterson, 2006, Cenegy και συν., 2018, Tornello και συν., 2018, Bos και συν., 2016, 2018 και άλλες), ούτε ως προς την κοινωνική τους ένταξη και ευεξία (για παράδειγμα: Green, 1978, 1986, Golombok και συν.,1983, 1997, 2006, Patterson, 1994, Tasker και Golombok, 1995, 1997, Wainright και συν., 2004 και άλλες), ούτε ως προς τις εκπαιδευτικές τους επιδόσεις (για παράδειγμα: Stacey και Biblarz, 2001, Rosenfeld, 2010, Manning και συν., 2014, Allen 2015, Boertien και Bernardi, 2019), ούτε καν ως προς το ποσοστό σεξουαλικού προσανατολισμού ή ταυτότητας φύλου του ΛΟΑΤΚΙ+ φάσματος (για παράδειγμα: Green, 1978, Miller, 1979, Rees, 1979, Kirkpatrick και συν., 1981, Green και συν., 1986, Paul, 1986, Bozett, 1987, 1989, Huggins, 1989, Gottman, 1990, Bailey και συν., 1995, Golombok και Tasker, 1996, 1997 και πολλές άλλες).

Αντίθετα λοιπόν με ό,τι μερικές φορές μπορεί να λέγεται ή και να θεωρείται πηγαία αυταπόδεικτα αληθές, έχει τεκμηριωθεί το γεγονός ότι η ανατροφή παιδιών από ζεύγος ομόφυλων γονέων δεν επιφέρει σημαντικές διαφορές στα παιδιά σε σχέση με την ανατροφή τους από ετερόφυλους γονείς. Και ακόμα, μέσα από τις έρευνες αποδείχτηκε και κάτι επιπλέον, μάλλον απροσδόκητο με βάση τα παραδοσιακά κοινωνικά στερεότυπα:

ότι οι ομόφυλοι γονείς που μεγαλώνουν παιδιά δεν έχουν πολύ διαφορετικές δεξιότητες, αλλά και πεποιθήσεις και στάσεις για την ανατροφή των παιδιών τους από εκείνες που έχουν οι ετερόφυλοι γονείς (για παράδειγμα: Thompson και συν., 1971, Mucklow και Phelan, 1979, Pagelow, 1980, Miller και συν., 1981, Rand και συν., 1982, Kweskin και Cook, 1982, Lyons, 1983, Parks, 1998, Siegenthaler και Bigner, 2000, Patterson, 2001, Bos και συν., 2004). Επίσης, έχει αποδειχθεί σε πλείστες όσες έρευνες ότι τα παιδιά που μεγαλώνουν με ομόφυλους γονείς δεν κινδυνεύουν περισσότερο σε σχέση με τα παιδιά που μεγαλώνουν με ετερόφυλους γονείς από κακοποίηση σεξουαλική, σωματική ή ψυχολογική (για παράδειγμα: Groth και Birnbaum, 1978; Sarafino, 1979, Jones και McFarlane, 1980, Finkelhor και Russell, 1984, Jenny και συν., 1994, Gartrell και συν., 2005 και άλλες). Άλλωστε, όσοι μελετούν τα φαινόμενα της κακοποίησης των παιδιών γνωρίζουν ότι η παιδοφιλία δεν έχει καμία απολύτως σχέση με την ομοφυλοφιλία ή οποιαδήποτε άλλη ανάλογη συνθήκη.

Φυσικά, το ιστορικό βάθος της ανατροφής των παιδιών από ομόφυλα ζεύγη είναι σχετικώς μικρό, οπότε και κανείς πρέπει να διατηρεί ένα βαθμό επιφυλάξεων για την ορθότητα των όποιων ερευνητικών αποτελεσμάτων. Ωστόσο, από ό,τι φαίνεται μέχρι σήμερα, με το πέρασμα των χρόνων όλο και περισσότερο τα ερευνητικά αποτελέσματα τείνουν να είναι εξισωτικά ανάμεσα στις διάφορες ομάδες παιδιών που ανατράφηκαν σε ομόφυλα ή ετερόφυλα περιβάλλοντα. Έτσι π.χ. κάποιες πρώτες έρευνες είχαν αναφέρει παλαιότερα ότι τα παιδιά που μεγαλώνουν σε ομόφυλα ζευγάρια ή ακόμα πιο συχνά οι ίδιοι οι ομόφυλοι ενήλικες, που αποφασίζουν να αναθρέψουν παιδιά μαζί, γίνονται συχνά στόχος διακρίσεων και μπορεί να βιώσουν αυξημένα επίπεδα στρες. Ωστόσο, στις πλέον πρόσφατες έρευνες δεν ανιχνεύθηκε κάτι τέτοιο, πράγμα που ενδεχομένως μπορεί να ερμηνευτεί ως εξής: στις απαρχές της πρώτης θεσμοθέτησης της δυνατότητας των ομοφύλων στην από κοινού ανατροφή παιδιών το φαινόμενο ήταν σχετικώς σπάνιο και καινούργιο ως κοινωνική κατάσταση, οπότε και αντιμετωπίζονταν με επιφύλαξη από τον κοινωνικό περίγυρο. Όσο όμως περνούσαν τα χρόνια και τέτοια φαινόμενα κατοχυρώνονταν στην κοινωνική συνείδηση ως ένα εκ των ενδεχομένων, τόσο οι επιφυλάξεις του περίγυρου μειώνονταν, μαζί με τα επίπεδα άγχους και των ομόφυλων γονέων και των παιδιών τους.

Σε μια άλλη τέτοια περίσταση, σε προσφάτως δημοσιευμένη έρευνα από την Ολλανδία (Mazrekaj και συν., 2022), αναφέρεται πως τα παιδιά των ομόφυλων οικογενειών εμφανίζουν κατά 5% καλύτερες εκπαιδευτικές επιδόσεις σε σχέση με τα παιδιά των ετερόφυλων οικογενειών. Καθώς ο θεσμός έχει εισαχθεί εδώ και μια εικοσαετία στην Ολλανδία, μπορεί κανείς να υποθέσει πως οι πρώτοι ομόφυλοι, οι οποίοι υιοθέτησαν παιδιά, ήταν μάλλον οι πλέον εύποροι, πλέον μορφωμένοι, πλέον δυναμικοί και κινητοποιημένοι, και ως εκ τούτου τα παιδιά τους είχαν μάλλον όλες τις προϋποθέσεις να καταγράψουν υψηλότερες εκπαιδευτικές επιδόσεις. Αν η υπόθεση αυτή είναι ορθή, τότε κατά πάσα πιθανότητα όσο περνούν τα χρόνια και ο θεσμός της τεκνοθεσίας των ομοφύλων υποστασιοποιείται από άτομα όλων των κοινωνικοοικονομικών και μορφωτικών στρωμάτων του πληθυσμού τόσο και οι εκπαιδευτικές επιδόσεις των παιδιών θα εξισώνονται με εκείνες των παιδιών ετερόφυλων οικογενειών.

Άλλωστε, τέτοια φαινόμενα είναι γνωστά και από άλλες οικογενειακές συνθήκες ή καταστάσεις που παλαιότερα ήταν σπάνιες και προοδευτικά έγιναν συχνές. Αν κάποιος ερευνούσε τις επιπτώσεις στα παιδιά από το διαζύγιο των γονέων τους στην Ελλάδα της δεκαετίας του 1950 μάλλον θα εντόπιζε σημαντική επιβάρυνση των παιδιών αυτών, οφειλόμενη εν μέρει τουλάχιστον στον κοινωνικό τους στιγματισμό. Τώρα πια σημαντικό μέρος των γάμων οδηγείται σε διαζύγιο και σε κάθε σχολικό τμήμα τα παιδιά που μεγαλώνουν και με τους δυο βιολογικούς τους γονείς είναι ενίοτε μειοψηφία, συνεπώς η βλαπτική αυτή επίδραση δεν σημειώνεται και σίγουρα τα παιδιά των διαζευγμένων δεν βιώνουν πλέον κανένα κοινωνικό στιγματισμό.

Μια άλλη πραγματολογική ανακρίβεια που συχνά αναπαράγεται επί του θέματος είναι ότι μόλις δοθεί δικαίωμα τεκνοθεσίας στους ομόφυλους θα αδειάσουν τάχα τα ιδρύματα από παιδιά. Αυτή η ρητορική υπονοεί πως υπάρχουν σήμερα πλήθος παιδιά στα ιδρύματα προς τεκνοθεσία, τα οποία δεν τα παίρνει κανείς (και συνεπώς μπορεί να τα υιοθετήσουν ομόφυλα ζευγάρια). Η προκείμενη αυτή ελέγχεται ως ανακριβής: οι υποψήφιοι θετοί γονείς στην Ελλάδα αιτούνται συνήθως μικρής ηλικίας παιδιά (βρέφη ως επί το πλείστον), χωρίς αναπηρία ή κάποια διαταραχή, και τίποτα δεν προμηνύει πως οι ομόφυλοι γονείς θα διαφέρουν ως προς τούτο. Τέτοια παιδιά όμως δεν υπάρχουν παρά ελάχιστα, ενώ όσα παραμένουν στα ιδρύματα είναι παιδιά μεγαλύτερης ηλικίας, παιδιά με αναπηρία, με συμπεριφορικά ή άλλα προβλήματα κ.ο.κ.

Άλλωστε, κάποια στιγμή θα πρέπει και στην Ελλάδα να συνειδητοποιήσουμε πως το σύστημα προστασίας των ευάλωτων παιδιών δεν υπάρχει για να εξυπηρετεί τις απαιτήσεις της ζήτησης παιδιών προς υιοθεσία, αλλά για να θεραπεύει τις ανάγκες των ίδιων των παιδιών που βρίσκονται σε κίνδυνο στις φυσικές τους οικογένειες. Γιατί, αλήθεια, όλο το «στήσιμο» των διαδικασιών, όλη η δημόσια ρητορική που αναπτύσσεται από επώνυμα χείλη για το σύστημα παιδικής προστασίας δίνει την εντύπωση πως γίνεται ό,τι γίνεται για να βρίσκουν παιδιά όσοι θέλουν να υιοθετήσουν. Ενώ στην πραγματικότητα οι διαδικασίες παιδικής προστασίας θα έπρεπε πρώτα από όλα να αποσκοπούν στην παροχή φροντίδας σε παιδιά που προσωρινά ή μόνιμα δεν μπορεί να φροντιστούν από τις φυσικές τους οικογένειες, με στόχο την το συντομότερο επιστροφή τους εκεί με ασφάλεια για τα ίδια, αν αυτό είναι δυνατό.

Τέλος, μια ακόμα άστοχη επιχειρηματολογία αναπτύσσεται αναφορικά με τη δυνατότητα θεσμοθέτησης της λεγόμενης «αλτρουιστικής» παρένθετης μητρότητας, του θεσμού, δηλαδή της διάθεσης γυναικών να επιτελέσουν το ρόλο των παρενθέτων αμισθί. Στη χώρα μας υπάρχει ήδη θεσμοθετημένη η «αλτρουιστική» ιδιωτική τεκνοθεσία: ο εν ισχύι νόμος απαγορεύει κάθε χρηματική συναλλαγή στις ιδιωτικές υιοθεσίες, επιτρέποντάς τες μόνο σε «αλτρουιστική» βάση. Ωστόσο αποτελεί κοινή πεποίθηση πως αυτό συχνά δεν ακολουθείται και οι παράνομες χρηματικές συναλλαγές αντιμετωπίζονται απλώς με μια υποκριτική άρνηση του κοινωνικού συνόλου να τις παραδεχθεί και να τις αντιμετωπίσει.

Στη δημόσια συζήτηση που έχει ανοίξει με αφορμή τη νομοθετική πρωτοβουλία της κυβέρνησης για τη δυνατότητα των ομόφυλων ζευγαριών να υιοθετούν παιδιά κ.λπ., πολύ συχνά αναπτύσσονται επιχειρήματα και απόψεις που επικαλούνται τη «φύση» ή την «φυσική κατάσταση» του ανθρώπου, για να στηρίξουν την ανάγκη παραμονής εντός των παραδοσιακών ορισμών του ζευγαριού, της οικογένειας κ.ο.κ. Ωστόσο, η ίδια η έννοια της «φύσης» είναι αρκετά θολή και προβληματική. Εξάλλου η ανατροφή των παιδιών έχει λάβει άλλοτε άλλες μορφές στις ιστορικές κοινωνίες και άρα όσοι υποστηρίζουν ότι από αιώνες τα πράγματα υπήρξαν στάσιμα, όπως τον 20ό αιώνα, κάνουν ιστορική λαθροχειρία. Και η ίδια η πυρηνική οικογένεια με ετερόφυλους γονείς και τα βιολογικά τους παιδιά είναι προϊόν των κοινωνικών συνθηκών που επικράτησαν στον αναπτυγμένο κόσμο τους τελευταίους τρεις αιώνες. Πρωτύτερα φαίνεται πως υπήρχαν αρκετά συχνά πολυσύνθετα σχήματα ευρύτερων οικογενειών που συμβίωναν επιτελώντας από κοινού παραγωγικές κυρίως λειτουργίες και ανέτρεφαν ωσαύτως τα παιδιά τους. Αν μάλιστα γυρίσει κανείς ακόμα παλαιότερα, σε τροφοσυλλεκτικές ανθρώπινες κοινωνίες, εκεί πλέον αμφισβητείται συνολικά το οικογενειακό σχήμα που σήμερα έρχεται στο νου ως δήθεν «φυσική κατάσταση του ανθρώπου». Διαχρονικά δεν ήταν καν απαραίτητο πάντα να υφίσταται μια κάποιου είδους σταθερή σεξουαλική σχέση των ενηλίκων φροντίδας ενός παιδιού, προκειμένου να το αναθρέψουν.

Η επίκληση μιας δήθεν «φυσικής κατάστασης» ως εκ τούτου υποδηλώνει μάλλον μια μεταφυσική έννοια του οικουμενικά και διαχρονικά ορθού. Και όντωςμ κάπως έτσι χρησιμοποιήθηκε στα χρόνια της Γαλλικής Επανάστασης η έννοια της «φύσης» στην προσπάθεια των εξεγερμένων να επεξεργαστούν μια ανταγωνιστική στη θρησκεία μεταφυσική: βασισμένοι στην παγανιστική παράδοση Κελτών και Τευτόνων, αλλά και στον εμπειρικό νατουραλισμό του θετικισμού, οι πρωτεργάτες της Επανάστασης απέδιδαν τιμές στο «Υπέρτατο Όν» και σε διάφορες άλλες μεταμορφώσεις μιας «φύσης» που όφειλε να είναι θεμέλιο της ζωής και ταυτοχρόνως βασισμένη στον ορθολογισμό. Σε κάθε περίπτωση, όλη η ιστορία του ανθρώπινου πολιτισμού είναι «παρά φύσιν»: οι ανθρώπινες κοινωνίες κάποια στιγμή εγκαθίδρυσαν τον έλεγχο των σφικτήρων του σώματος, τη μόνιμη κατοίκηση, την κατανάλωση μαγειρεμένου και όχι ωμού φαγητού, την ένδυση και υπόδηση, τους νόμους, την ηθική, την τέχνη, την επιστήμη, την παράταση του προσδόκιμου επιβίωσης και τόσων άλλων. Τίποτα από όλα αυτά δεν υπήρξε αυταπόδεικτο εκ της «φύσης» του ανθρώπου. Κανείς όμως δεν συζητάει ούτε κατά διάνοια την επιστροφή στη «φυσική» μας κατάσταση.

Στη Φιλοσοφία μόνο υπήρξε (ιδιαίτερα σε παλαιότερους αιώνες) η φιλοδοξία να θεμελιωθούν οικουμενικές αλήθειες στη φύση του ανθρώπου (και των πραγμάτων). Σε μια τέτοια περίσταση, για παράδειγμα, ο Ισπανοαμερικανός φιλόσοφος του μεσοπολέμου Τζωρτζ Σανταγιάνα υποστήριζε πως είχε ανακαλύψει ένα σύστημα σκέψης, το οποίο μπορούσε να ελέγξει την αισθητική αξία ενός έργου τέχνης «κάτω από οποιονδήποτε ουρανό», όπως χαρακτηριστικά είχε γράψει. Σήμερα, ακόμα και στους χώρους της φιλοσοφίας, αναλυτικής ή ηπειρωτικής, τέτοιες αντιλήψεις είναι μάλλον περιθωριακές και σχεδόν κανείς δεν πιστεύει πως μπορεί να ταυτοποιηθεί κάτι που να θεμελιώνει την αλήθεια των πραγμάτων στη φύση τους ή σε οτιδήποτε άλλο πέρα από τα σχετικά κριτήρια των ίδιων των ανθρώπινων κοινωνιών.

Θρησκευτική πίστη και «φύση» των ανθρώπινων σχέσεων

Για τους μόνους που η αναγωγή στη φύση των πραγμάτων θα μπορούσε να είναι κατά κάποιο τρόπο νοητικά συνεκτική είναι για όσους ενστερνίζονται κάποια θρησκεία. Εκεί, σε μια ορισμένη μεταφυσική ερμηνεία του κόσμου, υφίσταται ως συστατικό στοιχείο της πίστης η πεποίθηση πως πέρα και πίσω από την πολλαπλότητα των φαινομένων και των πραγμάτων υπάρχει η θεόδοτη «φύση» τους. Μόνο που, σε αντίθεση π.χ. με τον Καθολικισμό, στην ανατολική ορθόδοξη δογματική αναγνωρίζεται και η ανάγκη «οικονομίας» σε σχέση με τις τρέχουσες κοινωνικές αναγκαιότητες (και άρα τα όποια «φυσικά» δεδομένα μπορούν να τροποποιούνται με βάση π.χ. τα επιστημονικά επιτεύγματα ή τις κοινωνικές θεσμικές τομές). Και ακόμα (σε αντιδιαστολή π.χ. με μια πουριτανική προτεσταντική οπτική) η Ορθοδοξία αναγνωρίζει τη διάκριση ανάμεσα στη «φύση» αφενός και την «υπόσταση» αφετέρου των πραγμάτων. Μια ματιά στο έργο του Άγιου Μαξίμου του Ομολογητή για τη μοναδικότητα του καθέκαστου δείγματος (token) της κάθε νοητικής κατηγορίας αποκαλύπτει τον πλούτο της ορθόδοξης παράδοσης σε αυτό το σημείο.

Ως εκ τούτου, αντίθετα φέρ’ ειπείν με έναν Καλβινιστή, ο πιστός της ανατολικής ορθόδοξης πίστης μπορεί από τη μια να απορρίπτει την ομοφυλοφιλία (ως αντίθετη στη θεόδοτη «φύση» των σχέσεων των δυο φύλων κατά την πίστη του) αλλά να μην απορρίπτει τον ομοφυλόφιλο (την «υπόσταση» της ομοφυλοφιλίας), αποδεχόμενος πως πρέπει να απολαμβάνει όλων των κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων που η πρόοδος της τεχνικής, αλλά και των θεσμών μπορεί να του αποδώσει. Συνεπώς, στη χώρα μας τουλάχιστον, μια τέτοια επίκληση της «φύσης» (του ανθρώπου, των σχέσεων, του γάμου κ.ο.κ.) μοιάζει ανεπαρκής ακόμα και στο έδαφος της θρησκευτικής πίστης της πλειονότητας του ελληνικού πληθυσμού.

Αριστερά και ταυτότητα φύλου και σεξουαλικού προσανατολισμού

Το πλέον παράδοξο και δυσερμήνευτο όμως είναι οι αντιδράσεις που προέρχονται από τους χώρους της κοινοβουλευτικής και εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς. Σε αντιδιαστολή με τις περισσότερες ευρωπαϊκές κοινωνίες (όπου τα αιτήματα της πλήρους ισονομίας και ισοπολιτείας απέναντι στα άτομα με ΛΟΑΤΚΙ+ ταυτότητα υπήρξαν σταθερά στο πρόγραμμα πρωτίστως των κομμάτων της Αριστεράς) στη χώρα μας σημαντικό μέρος των οργανωμένων δυνάμεων του χώρου αυτού τάχθηκε ενάντια στη νομοθετική πρόταση της κυβέρνησης. Σε αρκετές από αυτές τις περιπτώσεις η επιχειρηματολογία στηριζόταν με θολές και αβέβαιες επικλήσεις της «φύσης» (του ανθρώπου, των σχέσεων κ.λπ.), πράγμα που, όπως δείξαμε παραπάνω, είναι ενδεικτικό της ανεπάρκειας αυτού του είδους της συλλογιστικής. Πέραν τούτου, οι θέσεις αυτές αποκαλύπτουν μια βαθιά σύγχυση ανάμεσα στις κοινωνικές κατασκευές του φύλου, των έμφυλων ταυτοτήτων και των παραδοσιακών στερεοτύπων για αυτά και την όποια (πολυδύναμη) βιολογική υπόσταση του ανθρώπου: για παράδειγμα, καμία βιολογία δεν επιτάσσει πως οι άνθρωποι πρέπει να συνδέουν το σεξ (και τα είδη του) με την ανατροφή των παιδιών ή ότι πρέπει η τελευταία να γίνεται από δυο και όχι περισσότερους ή λιγότερους ενήλικες. Αυτά καθορίστηκαν στα παραδοσιακά στερεότυπα από κοινωνικές νόρμες και συμβάσεις και μόνο. Και η υπεράσπισή τους στον 21ο αιώνα ή, ακόμα χειρότερα, η ενίσχυση μιας νοσταλγικής επαναστροφής «στα πατροπαράδοτα» από δυνάμεις της Αριστεράς, που κατά τα λοιπά επαγγέλλονται την κοινωνική ανατροπή και απελευθέρωση, είναι, αν μη τι άλλο, προβληματικές.

Μια απαραίτητη αναδρομή στην ποινικοποίηση και ψυχιατρικοποίηση

Αυτές οι προσεγγίσεις, ανάμεσα στα άλλα, μοιάζουν να μη λαμβάνουν καθόλου υπόψη το γεγονός πως, παρότι ομοερωτικές πρακτικές καταγράφονται λίγο πολύ σε όλες τις ιστορικές κοινωνίες, η ανάδυση αυτής της «σύγχρονης» ταυτότητας του ομοφυλόφιλου γίνεται πολύ πιο πρόσφατα: στα τέλη του Μεσαίωνα και στους πρώτους αιώνες του σύγχρονου κόσμου, μαζί με το κυνήγι των μαγισσών και τη γένεση του ασύλου για τρελούς, επαίτες και ανάπηρους, οι εκκλησιαστικές και κοσμικές αρχές έθεσαν στο στόχαστρό τους και άτομα τα οποία επιδίδονταν σε σεξουαλικές πρακτικές, όπως η σοδομία, ο αυνανισμός, η διακοπτόμενη συνουσία και εν γένει οτιδήποτε αποσυνέδεε το σεξ από την τεκνοποίηση, αποτρέποντας την τελευταία. Με την επικράτησή της η οπτική αυτή ποινικοποίησε κάθε άλλη εκτός από τις πλειοψηφικές πρακτικές σεξουαλικού προσανατολισμού, τη δαιμονοποίησε και τη συγκρότησε ταυτοχρόνως σε ενιαία ταυτότητα. Έτσι, πλείστα ευρωπαϊκά κράτη μέχρι πριν από μισό αιώνα όχι μόνο αντιμετώπιζαν την ομοφυλοφιλία ως ψυχική διαταραχή (υποβάλλοντας τους «πάσχοντες» σε απάνθρωπες θεραπείες), αλλά και ως ποινικό αδίκημα. Σε μια από τις γνωστότερες περιστάσεις εφαρμογής αυτής της «παραδοσιακής» προσέγγισης, ο Άλαν Τούριγκ, θεμελιωτής της υπολογιστικής επιστήμης, ο άνθρωπος που αποκρυπτογράφησε το σύστημα Enigma των Ναζί (καθιστώντας έτσι δυνατό το θρίαμβο των συμμάχων στη θάλασσα στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο), όχι μόνο φυλακίστηκε εξαιτίας της ομοφυλοφιλίας του από τα βρετανικά δικαστήρια, όχι μόνο υποβλήθηκε αναγκαστικά σε εξοντωτικές ορμονικές θεραπείες που τον αποδιοργάνωναν σωματικά και ψυχικά, αλλά εντέλει οδηγήθηκε στην αυτοκτονία με ένα δηλητηριασμένο μήλο. (Συζητιέται ακόμα κατά πόσον οι ιδρυτές της Apple επέλεξαν για σήμερα το μισοφαγωμένο μήλο ως απόδοση τιμής στον άνθρωπο χάρη στον οποίο έγινε δυνατό να υπάρξουν ηλεκτρονικοί υπολογιστές).

Για να «συνέλθουν» από αυτή την παρέκκλιση οι κοινωνίες χρειάστηκαν αιώνες. Ίσως το πρώτο παγκοσμίως εγχείρημα αποποινικοποίησης και απενοχοποίησης κάθε είδους σεξουαλικού προσανατολισμού και ταυτότητας φύλου έλαβε χώρα από τον πρώτο κιόλας χρόνο της Οκτωβριανής Επανάστασης το 1917. Υπό την καθοδήγηση φωτισμένων ηγετών, όπως η Αλεξάνδρα Κολοντάι, οι αρχές της νεοσύστατης τότε ΕΣΣΔ υιοθέτησαν μια πολιτική πλήρους θεσμικού εξισωτισμού και μη διακρίσεων σε κάθε έκφανση του κοινωνικού και πολιτικού βίου για όλες ανεξαιρέτως τις ταυτότητες φύλου και όλους τους σεξουαλικούς προσανατολισμούς, επιμένοντας ότι εκείνο που διαχωρίζει και ενώνει τους ανθρώπους είναι η ταξική θέση και η πολιτική τους ιδιότητα και μόνο. Η ίδια η Κολοντάι υποστήριζε στα γραπτά της και πριν και μετά την Επανάσταση πως, αν ο καπιταλισμός ξεπερνάει και «πετάει» πλέον ως άχρηστο τον επί αιώνες καταπιεστικό θεσμό της οικογένειας, δεν θα πρέπει να είναι οι εργάτες και τα σοσιαλιστικά και κομμουνιστικά κόμματα που θα τρέξουν να τον διασώσουν σε αγαστή σύμπνοια με τους συντηρητικούς και τους παπάδες. Αντιθέτως, υποστήριζε πως η προοδευτική προσέγγιση θα έπρεπε να χαρακτηρίζεται από πολύ μεγαλύτερη τόλμη και ριζοσπαστισμό από οτιδήποτε προκαλεί η ίδια η ροή των πραγμάτων στον αστικό κόσμο. Και ως εκ τούτου, στο σοσιαλισμό θα έπρεπε να απελευθερωθεί εντελώς το πόσοι και ποιοι ενήλικες θα ζουν μαζί και θα αναλαμβάνουν τη φροντίδα των παιδιών, θεσμοθετώντας όχι μόνο το γάμο και την τεκνοθεσία ανάμεσα σε ομόφυλους, αλλά ακόμα και απεξαρτώντας τα από τον αριθμό των όσων προτίθενται να συμβιώσουν ή να αναλάβουν από κοινού την ανατροφή παιδιών.

Το κοινωνικό αυτό άνοιγμα όμως διήρκεσε πολύ λίγο: ήδη από τον τελευταίο χρόνο της ζωής του ο ίδιος ο Λένιν επιτέθηκε με σφοδρότητα στις «ελευθεριότητες» της σοβιετικής νεολαίας. Χαρακτηριστικά, στην πολεμική του απέναντι στην αποχαλίνωση των ηθών των πρώτων χρόνων της Επανάστασης και αναφερόμενος σε όσους παρομοιάζουν τη σεξουαλική ορμή με φυσική ανάγκη, όπως η δίψα, αναρωτιέται αν κάποιος θα σκύψει να πιεί νερό από μια λακκούβα με λασπόνερα ή από ένα ποτήρι από το οποίο έχει πριν από λίγο πιεί άλλος. Προδήλως είχε τους λόγους του ο ηγέτης της Οκτωβριανής Επανάστασης, για να καταφεύγει σε τέτοιας ποιότητας επιχειρήματα: είτε ήθελε απεγνωσμένα να συμμαχήσει με τα πιο συντηρητικά στρώματα της κοινωνίας, είτε φοβήθηκε πολύ τις συνέπειες μιας τόσο ριζοσπαστικής τομής στις οικογενειακές σχέσεις. Σε κάθε περίπτωση, η σφοδρότητα της αντιπαράθεσης στην οποία λαμβάνει μέρος υποδηλώνει τη μεγάλη έκταση που απέκτησαν σε λίγα μόνο χρόνια όλες οι μη παραδοσιακές πρακτικές γαμηλιότητας και τεκνοθεσίας στη νεοσύστατη ΕΣΣΔ.

Μετά το θάνατό του Λένιν, ο Στάλιν, που τον διαδέχθηκε, πήρε σιγά σιγά πίσω όλες τις ελευθερίες των πρώτων μετεπαναστατικών χρόνων, και ύστερα από μία περίπου δεκαετία διακυβέρνησης ξαναγύρισε το 1934 τη χώρα στην πολιτική της ποινικοποίησης και ψυχιατρικοποίησης της ομοφυλοφιλίας (μεταξύ άλλων…) επιστρατεύοντας και τον μεγάλο Μαξίμ Γκόρκι στην αρθρογραφία για την επαναποινικοποίηση της ομοφυλοφιλίας (αποκαλύπτοντας και πάλι πόσο δύσκολο ήταν το όλο εγχείρημα). Χρειάστηκε να περάσει έτσι κάτι λιγότερο από ένας αιώνας, ώστε οι φιλελεύθερες αστικές δημοκρατίες της Δύσης να επιχειρήσουν αντίστοιχο μεταρρυθμιστικό βήμα με την αποποινικοποίηση αρχικώς της ομοφυλοφιλίας, την αναγνώριση διαφόρων μορφών ομόφυλης συμβίωσης ή γάμου και εντέλει την αναγνώριση του δικαιώματος των ομόφυλων ζευγαριών στην τεκνοθεσία. Ακόμα και σήμερα, ωστόσο, οι δυτικές φιλελεύθερες κοινοβουλευτικές δημοκρατίες εξακολουθούν να είναι «πίσω» στα ζητήματα αυτά σε σχέση με την σοσιαλιστική Κούβα, η οποία συνεχίζει να επαναστατικοποιεί το οικογενειακό της δίκαιο και μάλιστα μέσα από μια πλατιά, συμμετοχική διαδικασία.

Θεσμική υποκρισία ή μια σύγχρονη, αριστερή πρόταση;

Δεδομένων τούτων, είναι τουλάχιστον ανιστόρητη η στάση αριστερών και ριζοσπαστικών δυνάμεων που καταδικάζουν τις όποιες πολιτικές θεσμικού εξισωτισμού ταυτιζόμενες στην πράξη με φωνές ηθικού πανικού, νοσταλγίας του παρελθόντος και κοινωνικού συντηρητισμού. Πόσο μάλλον που όσοι κάνουν κάτι τέτοιο μοιάζει να μην αντιλαμβάνονται πώς λειτουργούν τέτοιες μεταρρυθμίσεις στην πράξη: ενώ αντιθέτως με τη ρητορική ένθεν κακείθεν τέτοιες θεσμικές τομές στις νομικές πρόνοιες για τις οικογενειακές σχέσεις προφανώς και δεν είναι το σημαντικότερο ζήτημα για την κοινωνία (π.χ. τα σημαντικότερα ζητήματα για τη σημερινή ελληνική κοινωνία παραμένουν η οικονομική δυσπραγία των πολλών, ο πλούτος των λίγων, η ένταση της εκμετάλλευσης, η ανεργία, ο υπόδουλος στις δυτικές δυνάμεις διεθνής προσανατολισμός της χώρας και άλλα αντίστοιχα), για κάποιους ανθρώπους οι θεσμικές αυτές τομές είναι εξαιρετικής σημασίας, γιατί κυριολεκτικά αλλάζουν όλη τους τη ζωή. Διότι π.χ., παρότι μέχρι σήμερα δεν επιτρεπόταν στην Ελλάδα η τεκνοθεσία από ομόφυλα ζευγάρια, παιδιά ανατρέφονται εδώ και χρόνια από ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα υπό τη νομική μορφή της τεκνοθεσίας τους από το ένα μέλος του ζευγαριού. Αυτό σημαίνει στην πράξη ότι, αν π.χ. το παιδί χτυπήσει στο σχολείο και πρέπει να πάει στο νοσοκομείο, ο ένας εκ των δυο και συναισθηματικά και εκ των πραγμάτων γονείς του είναι πλήρως αποκλεισμένος από την επιτέλεση του γονεϊκού του ρόλου. Έτσι, παρότι το αίτημα της θεσμικής εξίσωσης μπορεί να μην είναι το σημαντικότερο ζήτημα για την ελληνική κοινωνία, κάποιοι λίγοι άνθρωποι αλλάζουν ολόκληρη τη ζωή τους επιλύοντας καθημερινά προβλήματα ετών. Για αυτό και μόνο κάθε αριστερή φωνή θα όφειλε, όχι μόνο να μην αντιπαρατίθεται, αλλά αντιθέτως να υπερθεματίζει υπέρ των εξισωτικών μέτρων και να εγκαλεί την κυβέρνηση για ατολμία στη γενίκευση της ισονομίας, την πλήρη απεξάρτηση των γονεϊκών δικαιωμάτων από τον αριθμό των ενηλίκων φροντίδας ενός παιδιού, την απλοποίηση και διευκόλυνση κάθε σχετικής διαδικασίας κ.ο.κ.

Τέλος, αξίζει μια παρατήρηση για την εμμονή (ιδιαίτερα στους χώρους της Αριστεράς) στην καταδίκη της πρακτικής της παρένθετης μήτρας. Καταρχάς η όποια αντίθεση στο θεσμό αυτόν, για να έχει την οποιαδήποτε συνοχή, θα πρέπει αν μη τι άλλο να υφίσταται εξίσου είτε πρόκειται για ετερόφυλα είτε για ομόφυλα ζευγάρια. Όταν όμως πριν από μια-δυο δεκαετίες περνούσε η σχετική νομοθεσία και όλα τα χρόνια που εφαρμόζεται για ετερόφυλα ζευγάρια δεν υπήρξε η ίδια διαπρύσια κριτική και αντιπαράθεση (ούτε καν όταν προ ολίγων μηών προέκυψαν οι αποκαλύψεις των Χανίων…). Ούτε η ίδια κριτική είχε ασκηθεί, ούτε με την ίδια ένταση τα καταδίκαζαν όσοι σήμερα στηλιτεύουν αυτές τις πρακτικές, σε ό,τι αφορά την αξιοποίησή τους από τα ομόφυλα ζευγάρια.

Επίσης, φαίνεται αυτονόητο ότι, αν κανείς αντιτίθεται στο θεσμό της παρένθετης μήτρας σε ομόφυλους και ετερόφυλους, θα πρέπει μάλλον να αντιτίθεται και στην πρακτική του «δανεικού ωαρίου» ή των τραπεζών σπέρματος, επίσης για ομόφυλους και ετερόφυλους ωσαύτως. Γιατί, αν η γονιμοποίηση συνιστά κάτι το ιερό το οποίο θα πρέπει να διαφυλάσσεται από κάθε είδους εμπορευματοποίηση, τότε αυτό μάλλον θα πρέπει να ισχύει ωσαύτως για τη μήτρα, τα ωάρια, το σπέρμα και κάθε άλλο συστατικό της ανθρώπινης γονιμότητας. Γιατί όμως θα έπρεπε να γίνει αυτό; Φυσικά μια δήθεν «αλτρουιστική» τυχόν εφαρμογή της μάλλον θα υπέκρυπτε παράτυπες χρηματικές συναλλαγές, όπως, άλλωστε, συμβαίνει στις ιδιωτικές τεκνοθεσίες στην χώρα μας (από ομόφυλους και ετερόφυλους) για τις οποίες, ωστόσο, δεν ακούγονται και τόσες πολλές διαμαρτυρίες…

Οπότε φαίνεται εύλογο (και μονόδρομος) να πρέπει να υπάρχει χρηματική αποζημίωση των γυναικών που θα θελήσουν να κυοφορήσουν για λογαριασμό κάποιων άλλων. Αλλά γιατί αυτό ως τέτοιο πρέπει να οδηγεί σε αναθέματα για «την εμπορευματοποίηση της μήτρας»; Άλλωστε, αν κανείς ήθελε να δει το πρόβλημα από μια αριστερή σκοπιά, θα μπορούσε κάλλιστα να προτείνει ένα εθνικό σύστημα υποψηφίων για παρένθετη μητρότητα (όπως και δωρητών ωαρίου ή σπέρματος κ.ο.κ.) που να αποζημιώνονται από το κράτος και να παρέχουν τις υπηρεσίες τους σε όσους τις χρειάζονται με τη γνωμοδότηση δημοσίων υπηρεσιών υγείας και πρόνοιας. Ένα τέτοιο σύστημα θα μπορούσε κάλλιστα να λειτουργήσει παρέχοντας ως δημόσιο και δωρεάν αγαθό ό,τι η σύγχρονη τεχνολογία μπορεί να παρέχει για την κάλυψη των αναγκών της κοινωνίας με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που σήμερα διατίθεται δωρεάν σε όποιον έχει ανάγκη αίμα για μετάγγιση από τις τράπεζες αίματος ή με τους όρους που λειτουργούν σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες οι εθνικές και δημόσιες τράπεζες βλαστοκυττάρων.

Γιατί όμως υιοθετείται μια συλλήβδην απορριπτική οπτική (αν και ομολογουμένως κάπως μονόπλευρη, διότι η αντιπαράθεση στην πράξη αφορά μόνο τα ομόφυλα και όχι τα ετερόφυλα ζευγάρια); Γιατί δεν υπάρχει καμία βάσανος, προκειμένου να παραχθεί ένα μοντέλο παροχής των ευεργετημάτων της σύγχρονης επιστήμης και τεχνικής δωρεάν και σε όλους όσους θα μπορούσαν να επωφεληθούν από αυτά;

Η θρησκευτική «ιερότητα» της γενετήσιας λειτουργίας

Η απάντηση, θαρρούμε, δεν μπορεί να βρεθεί παρά μόνο σε μια θρησκευτικού χαρακτήρα πεποίθηση για μια ορισμένη ιερότητα (με την έννοια που έδωσε στον όρο «ιερό» ο Γάλλος θεωρητικός Ζώρζ Μπατάιγ) του σπέρματος, του ωαρίου, της μήτρας και εν γένει της γονιμότητας. Μια αντίληψη βαθιά ριζωμένη από τις εποχές που η ανθρωπότητα προσέβλεπε στο να μη σπαταληθεί η πολύτιμη για την επιβίωσή της γενετήσια vis vitalis. Μόνο που αυτή η θεώρηση της ιερότητας των γενετήσιων δεν είναι ούτε αναπόδραστη ούτε καν κοινωνικά ωφέλιμη πλέον σήμερα. Αντιθέτως, θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει με ισχυρά επιχειρήματα ότι η απεξάρτηση του σεξ αφενός από την τεκνοποίηση και αφετέρου από την ανατροφή των παιδιών είναι πλέον προϋπόθεση, για να συνεχίσει να αναπαράγεται η ανθρωπότητα. Στις αναπτυγμένες κοινωνίες οριακά μπορεί να πει κανείς ακόμα και πως η ανάληψη της ανατροφής ενός παιδιού πρέπει να απεξαρτηθεί πλήρως από τη σεξουαλικότητα, αν θέλουμε να εξακολουθούμε να έχουμε απογόνους, καθώς η έφεση είτε για το πρώτο είτε για το δεύτερο αναδύονται εντελώς ανεξάρτητες (έως και αντιθετικά σε ορισμένες περιπτώσεις) στους ανθρώπους σήμερα.

Πέραν όμως όλων των παραπάνω ερωτημάτων και λογικών αντιφάσεων, η εμμονική αντίθεση με τον θεσμικό εξισωτισμό στα ζητήματα των οικογενειακών σχέσεων δημιουργεί και περαιτέρω ερωτήματα. Αν φέρ’ ειπείν κάποιος υιοθετεί μια θέση ακραία αντίθετη στην «εμπορευματοποίηση της μήτρας», είναι πραγματικά δύσκολο να δει κανείς πώς μπορεί να μην υιοθετήσει μια επίσης ακραία απαγορευτική θέση για τη σεξεργασία (γιατί να μην είναι κανείς ακραία αντίθετος στην «εμπορευματοποίηση του κόλπου»;). Πράγματι, κάποιες φωνές στο χώρο του δικαιωματισμού και του γυναικείου κινήματος έχουν από ετών υιοθετήσει μια απόλυτα απαγορευτική πολιτική οπτική για τη σεξεργασία. Εκεί βέβαια όπου οι απόψεις αυτές αποτέλεσαν επίσημη κρατική πολιτική, τα αποτελέσματα δεν ήταν και τόσο ενθαρρυντικά…

Αλλά, αν μπει κανείς σε τέτοιο δρόμο, πού σταματά; Ιδιαίτερα αν δεν υιοθετεί μια οπτική απόλυτης «ιερότητας» των γενετήσιων περιοχών του σώματος, αλλά, αντιθέτως, τις αντιμετωπίζει ως ένα ακόμα μέρος του σαν τα υπόλοιπα; Διότι, σε μια τέτοια περίπτωση, ούτε λίγο ούτε πολύ θα είναι αναγκασμένος να υιοθετήσει μια πολιτική καθολικής απαγόρευσης της εμπορευματοποιημένης εργασίας (της «πώλησης της εργατικής δύναμης»): αν είναι ανήθικο και θα έπρεπε να απαγορεύεται να πουλάμε χρονομερίδιο τμημάτων του σώματός μας, τότε γιατί αυτό να μην εφαρμόζεται ωσαύτως και στα μπράτσα; Και στο μυαλό – ή εν γένει σε κάθε τι που καθημερινά νοικιάζουν δισεκατομμύρια άνθρωποι, προκειμένου να εξασφαλίσουν τα προς το ζην;

Οι αντιλήψεις αυτές (όπως ακριβώς ο πουριτανικός προτεσταντισμός εντός του πεδίου της θρησκευτικής δογματικής) δεν αντιλαμβάνονται ότι κανείς μπορεί να αντιπαρατίθεται στη «φύση» των πραγμάτων, αλλά όχι και στην «υπόστασή» τους: ότι μπορεί ένα κοινωνικό και πολιτικό υποκείμενο να αντιτίθεται στην πώληση της εργατικής δύναμης, στη σεξεργασία και στην πώληση ωαρίων, σπέρματος ή κύησης, αλλά μολαταύτα να μη ζητάει ούτε να κηρυχθούν παράνομα όλα αυτά ούτε να τιμωρηθούν όσοι τα ασκούν. Και ότι μπορεί αντίθετα να παλεύει για μια άλλη χρήση των ωφελημάτων και των δυνατοτήτων της σύγχρονης επιστήμης και τεχνικής σύμφωνα με τις κοινωνικές ανάγκες τού σήμερα και τη μετεξέλιξή τους στο αύριο, ανάγκες που περιλαμβάνουν την πλήρη απεξάρτηση του σεξουαλικού προσανατολισμού, της ταυτότητας του φύλου, του αριθμού, του είδους, των πεποιθήσεων ή των πρακτικών που ακολουθούν οι ενήλικες πολίτες, από το αν θα τους αναγνωρίζεται ο δεσμός της συμβίωσης και η δυνατότητα να ανατρέφουν παιδιά αυτόματα και χωρίς κανένα διοικητικό περιορισμό, καμία νομική ή θεσμική διάκριση.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου