27 Φεβρουαρίου 2024

Eurovision: αποικιοκρατία μετά μουσικής - Του Άρη Χατζηστεφάνου

 

Η απόφαση του Ισραήλ να συμμετάσχει στον φετινό διαγωνισμό της Eurovision με ένα τραγούδι που φέρεται να περιλαμβάνει αναφορές στις στρατιωτικές επιχειρήσεις στη Γάζα προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων αναγκάζοντας τους διοργανωτές να επανεξετάσουν τη συμμετοχή. ● Για άλλη μια φορά όμως η ουσία του προβλήματος δεν βρίσκεται στις πολιτικές τοποθετήσεις όσων συμμετέχουν στον διαγωνισμό αλλά στην πολιτική καρδιά της ίδιας της Eurovision.

Έχουν περάσει 15 χρόνια από τη στιγμή που η Γεωργία επιχείρησε να παρουσιάσει στον διαγωνισμό της Eurovision ένα τραγούδι με τον τίτλο «We Don’t Wanna Put In», μια σαφής αναφορά στο όνομα του Ρώσου προέδρου και στα γεγονότα που είχαν προηγηθεί έναν χρόνο νωρίτερα με τον πόλεμο Ρωσίας-Γεωργίας. Τελικά η συμμετοχή αποσύρθηκε όταν οι διοργανωτές αρνήθηκαν να εγκρίνουν το τραγούδι.

Μερικά χρόνια αργότερα η Αρμενία αναγκάστηκε να αλλάξει τον τίτλο του τραγουδιού της από «Don’t Deny» σε «Face the Shadow» καθώς η αρχική επιλογή θεωρήθηκε έμμεση αναφορά στην άρνηση της Τουρκίας να αναγνωρίσει τη γενοκτονία των Αρμενίων.

Αρκετά ακόμη τραγούδια της Eurovision απέκτησαν πολιτικό νόημα στο πέρασμα των χρόνων, ακόμη και εν αγνοία των δημιουργών τους — όπως το πορτογαλικό «E depois do adeus», το οποίο ήταν το μυστικό σήμα που χρησιμοποίησαν τα αριστερά στελέχη του πορτογαλικού στρατού ως έναυσμα της Επανάστασης των Γαριφάλων το 1974.

H Ευρωπαϊκή Ραδιοτηλεοπτική Ένωση (EBU) υποτίθεται ότι προσπαθεί κάθε χρόνο να αποτρέπει τέτοιου είδους πολιτικές παρεμβάσεις, αποκρύπτοντας ουσιαστικά ότι ο ίδιος ο θεσμός κουβαλά πολύ βαθύτερη πολιτική ιστορία από τα τραγούδια που κατά καιρούς ακούγονται σε αυτόν.

Τις τελευταίες δεκαετίες πολλοί πανεπιστημιακοί έχουν χρησιμοποιήσει τη Eurovision σαν εργαλείο για τη μελέτη της ευρωπαϊκής ταυτότητας. Το 1995 οι κοινωνιολόγοι Γκαντ Γιαΐρ και Ντάνιελ Μάμαν από το Εβραϊκό Πανεπιστήμιο της Ιερουσαλήμ είχαν χρησιμοποιήσει την έννοια της «ηγεμονίας» στις διεθνείς σχέσεις για να εξετάσουν πώς το ευρωπαϊκό κοινό που ψήφιζε τα τραγούδια χωριζόταν σε τέσσερα γεωγραφικά μπλοκ — με αισθητή κυριαρχία της Δυτικής Ευρώπης που προσέλκυε ψήφους και από τα υπόλοιπα μπλοκ.

Από το 2010 ο καθηγητής του Πανεπιστημίου του Ουόρικ, Μιλίχα Γκλούχοβιτς, διοργάνωνε ένα διεπιστημονικό συνέδριο με ερευνητές από όλο τον κόσμο που συζητούσαν πτυχές της Eurovision, όπως η έννοια της εθνικής ταυτότητας αλλά και οι περιφερειακές αντιπαλότητες και συμμαχίες στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Στο επίκεντρο των ερευνών βρισκόταν συνήθως η πορεία του διαγωνισμού μετά την κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ όταν εντάχθηκαν χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Όπως εξηγούσε ο Γκλούχοβιτς στην εφημερίδα Guardian, τον ενδιέφερε ιδιαίτερα ο τεχνητός διαχωρισμός ανάμεσα στη «βάρβαρη Ανατολή και την πολιτισμένη Δύση», ο οποίος παρέμενε κυρίαρχος παρά την υποτιθέμενη δημιουργία μιας κοινής ευρωπαϊκής οικογένειας.

Αν όμως η Eurovision αποτελεί εργαλείο για την κατανόηση της ευρωπαϊκής ταυτότητας, προκύπτει αυτομάτως το ερώτημα ποιες χώρες συμμετέχουν τελικά σε αυτό το εγχείρημα. Ιστορικά η επιλογή των χωρών που μπορούσαν να λάβουν μέρος στον διαγωνισμό ήταν ένας συνδυασμός τεχνικών προδιαγραφών και πολιτικών αντιλήψεων για το παρόν και το μέλλον της Ευρώπης. Η Eurovision ξεκίνησε σαν ένα τεχνολογικό πείραμα για την παράλληλη, απευθείας αναμετάδοση τηλεοπτικού προγράμματος από σταθμούς που ανήκαν στη λεγόμενη Ευρωπαϊκή Ραδιοτηλεοπτική Περιοχή (ΕΒΑ). Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι πριν από τον διαγωνισμό τραγουδιού, το ίδιο δίκτυο είχε χρησιμοποιηθεί για να μεταδοθεί σε όλη την Ευρώπη η (όχι και τόσο δημοκρατική) ενθρόνιση της βασίλισσας της Αγγλίας, Ελισάβετ Β.

Αν και η EBA δημιουργήθηκε στον Μεσοπόλεμο, τα ανατολικά και νότια σύνορά της προσδιορίστηκαν με βάση τα δίκτυα του τηλέγραφου που υπήρχαν στη Μέση Ανατολή από τον 19ο αιώνα — ένα από τα σημαντικότερα εργαλεία και γεωγραφικό σημείο αναφοράς για την εδραίωση της ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας στην περιοχή. Συγκεκριμένα καθώς η EBA ορίζεται γεωγραφικά από τον 40ό μεσημβρινό στα ανατολικά και στα νότια από τον 30ό βόρειο παράλληλο, περιλαμβάνει όλες τις χώρες της Βόρειας Αφρικής αλλά ακόμη και εδάφη της Σαουδικής Αραβίας, του Ιράκ και της Συρίας.

Το γεγονός λοιπόν ότι μπορεί να συμμετάσχει στον διαγωνισμό μια χώρα όπως το Ισραήλ αλλά όχι η Σαουδική Αραβία αποτελεί εντέλει πολιτική απόφαση. Το κυρίαρχο επιχείρημα ότι το Τελ Αβίβ σε αντίθεση με το Ριάντ ανήκει στον ευρωπαϊκό πολιτισμό δεν αντέχει σε σοβαρή επιστημονική εξέταση.

Και οι δύο χώρες στηρίζονται σε ένα θεοκρατικό καθεστώς (το Ισραήλ το επισημοποίησε με τον Βασικό Νόμο του 2018 όταν αυτοπροσδιορίστηκε αποκλειστικά ως κράτος των Εβραίων ενώ η Σαουδική Αραβία ταυτίζει το πολιτικό της σύστημα με τον ισλαμικό νόμο της Σαρία), ενώ παράλληλα παραβιάζουν θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα μειονοτήτων εντός της επικράτειάς τους, με εξωδικαστικές εκτελέσεις, βασανιστήρια κρατουμένων, απαγωγές πολιτών κ.ο.κ.

Αναζητώντας μια πολιτική απάντηση στο γιατί το Ισραήλ συμμετέχει στη Eurovision η Παλαιστίνια συγγραφέας, Μαριάμ Μπαργκούτι, εξηγούσε πριν από μερικά χρόνια ότι αποτελεί μία «από τις εναπομείνασες ευρωπαϊκές αποικίες, μαζί με περιοχές όπως η Γαλλική Γουιάνα, η Νέα Καληδονία και οι νήσοι Κέιμαν». Το Ισραήλ, συνέχιζε η Μπαργκούτι, υιοθέτησε όλους τους μύθους της ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας, όπως ότι όφειλε να «εκπολιτίσει» τους υποδεέστερους τοπικούς πληθυσμούς που καταλάμβανε καθώς αυτοί ζούσαν σε «πρωτόγονες» συνθήκες.

Ομολογουμένως η αποικιακή παρακαταθήκη δίνει έναν «ευρωπαϊκό» αέρα στη συμμετοχή του Ισραήλ στη Eurovision, όπως επίσης το γεγονός ότι συνεχίζει τη μακρά παράδοση των γενοκτονιών που εφάρμοσαν ευρωπαϊκές χώρες όπως η Ισπανία στην Αμερική, η Βρετανία στην Ινδία, το Βέλγιο στο Κονγκό και η Γερμανία στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη.

Εξαρτάται πάντα από ποια πλευρά του κανονιού στέκεσαι όταν εξετάζεις τον «ευρωπαϊκό πολιτισμό».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου