14 Ιουλίου 2023

Η ακροδεξιά στην Ελλάδα και διεθνώς. Νέες προκλήσεις για το αντιφασιστικό κίνημα

Από την εκδήλωση (8/7/2023) στο 24ο Αντιρατσιστικό Φεστιβάλ Αθήνας / Φωτογραφία από τη σελίδα του φεστιβάλ στο Facebook/ Argyro Anastasiou

Η συζήτηση για την άνοδο της ακροδεξιάς στην Ελλάδα και την Ευρώπη είναι πολλαπλώς και εξαιρετικά κρίσιμη. Τα της Ελλάδας είναι λίγο-πολύ γνωστά (τα ακροδεξιά κόμματα που κατέβηκαν στις εκλογές συγκέντρωσαν σχεδόν 14% με πάνω από 700,000 ψήφους), γνωστά είναι όμως πιστεύω και τα της Ευρώπης: το γεγονός ότι, μεταπολεμικά, η Ακροδεξιά δεν ήταν ποτέ ισχυρότερη –με μετρήσεις πρόσφατων εκλογικών αποτελεσμάτων να φέρνουν την επιρροή της σε ένα ποσοστό άνω του 17% (χωρίς σε αυτό να προσμετρώνται οι τελευταίες ελληνικές εκλογές). Και αυτό μάλιστα δεν είναι παρά ένας –ενδεχομένως παραπλανητικός– μέσος όρος, με την ακροδεξιά να τείνει να αναπτύξει ακόμα μεγαλύτερη δυναμική εξαιτίας της επίδρασης που ασκούν οι επιδόσεις της σε χώρες-κλειδιά, όπως η Γαλλία, η Ιταλία και η Γερμανία (όπου οι τελευταίες σφυγμομετρήσεις φέρνουν την Εναλλακτική για τη Γερμανία –το Alternative für Deutschland– να απέχει μια αναπνοή από το SPD), ενώ δεν πρέπει διόλου να υποτιμούμε την εδραιωμένη πλέον ακροδεξιά παρουσία σε χώρες όπως η Σουηδία και η Φινλανδία, η Ουγγαρία και η Πολωνία, πρόσφατα επίσης η Ισπανία και η Πορτογαλία.

Δεν πρόκειται βέβαια να αναφερθώ διεξοδικά στα νούμερα, αυτά άλλωστε βρίσκονται πάρα πολύ εύκολα. Αυτό που δεν βρίσκεται (ή, τουλάχιστον, δεν βρίσκεται εύκολα) αλλά επιτακτικά μας χρειάζεται, είναι η αποφασιστική ανάδειξη (και θέλω να το τονίσω το «αποφασιστική») δυο βασικών διαστάσεων του προβλήματος από τις οποίες απορρέει και μια εξίσου κρίσιμη τρίτη. 

Η πρώτη διάσταση αφορά τη βασική αιτία του φαινομένου, την πηγή του προβλήματος, που σε κάθε χώρα παίρνει βέβαια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και διανύει διαφορετικές –πλην παρεμφερείς– διαδρομές. Διακρίνω εδώ έναν κίνδυνο: μια κατάσταση πραγμάτων όπου η πολυπραγμοσύνη πολλών από τις αναλύσεις που διεξάγονται, αντί να εξειδικεύουν –συνεπώς και να φωτίζουν– τις δομικές, τις οργανικές ρίζες της ακροδεξιάς ανόδου, τείνουν να τις διαχέουν, συνεπώς και να τις συσκοτίζουν. Αναφέρομαι σε μια ελλιπή προσέγγιση της αιτιότητας στην οποία, κάποιο προσπαθεί να εξηγήσει ένα φαινόμενο συγκεντρώνοντας την προσοχή του μόνο στους τελευταίους αιτιώδεις κρίκους, αγνοώντας όλους όσους προηγήθηκαν: σαν κάποιος –π.χ.– να διατείνεται ότι η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές του Γενάρη του ’15 επήλθε λόγω της αποτελεσματικής προεκλογικής εκστρατείας που είχε διεξάγει, παραβλέποντας ότι είχε προηγηθεί μια βαθιά κρίση κατά την οποία το κόμμα αυτό κατάφερε να συνάψει σχέσεις εκπροσώπησης με τα διεκδικητικά κινήματα που ξέσπασαν κ.λπ..

Για να γίνω συγκεκριμένος, λοιπόν, θέλω να τονίσω κάτι γνωστό, το οποίο όμως δεν πρέπει ποτέ να ξεχνούμε: ότι η ακροδεξιά και ο ναζισμός δεν αναδύονται λόγω της μετανάστευσης, ή λόγω του αντιεμβολιαστικού λόγου, ή λόγω του επίσημου περιρρέοντος αφηγήματος για τούτο ή για εκείνο (που σε κάθε χώρα συνήθως διαφέρει), αλλά εξαιτίας της αξεπέραστης συστημικής κρίσης: μιας κρίσης που ολοένα μετασχηματίζεται αλλά δεν επιλύεται, και δεν είναι δυνατόν να επιλυθεί χωρίς ρήξη, χωρίς συστημική υπέρβαση. 

Ίσως όμως αναρωτηθείτε: και όλοι αυτοί οι άλλοι παράγοντες που αναφέρθηκαν (το μεταναστευτικό, ο εθνικιστικός και ρατσιστικός λόγος κ.λπ.); Δεν παίζουν και αυτοί ρόλο; Ασφαλώς και παίζουν, και οι αναλύσεις μας πολύ καλά κάνουν και τους αναδεικνύουν! Όμως οι παράγοντες αυτοί δεν είναι οι γενεσιουργοί· είναι –αν θέλετε– οι ιμάντες μεταβίβασης της βασικής αιτίας που δεν είναι άλλη από την οργανική κρίση του συστήματος. 

Ιδιαίτερα στις μέρες μας, εναπόκειται σε συλλογικότητες όπως οι δικές μας να επαναφέρουν στο προσκήνιο αυτήν την βασική διάσταση –όχι βέβαια υποτιμώντας ή απέχοντας από τον καυτηριασμό των άλλων επιμέρους παραγόντων που ενισχύουν την ακροδεξιά, αλλά αναδεικνύοντας την οργανική σχέση που διέπει τη βασική αιτία με τα επιμέρους συμπτώματα. Και επιτρέψτε μου να θυμίσω εδώ και κάποια λόγια του Μπρεχτ, από το «Πέντε δυσκολίες για να γράψει κανείς την αλήθεια» του 1935:
…[Ο] φασισμός [έγραφε] δεν μπορεί να πολεμηθεί παρά σαν καπιταλισμός στην πιο ωμή και καταπιεστική του μορφή, σαν ο πιο θρασύς και ο πιο δόλιος καπιταλισμός.

Τι ακριβώς γίνεται όμως σε τέτοιες περιόδους καπιταλιστικής κρίσης; Η απάντηση –που και αυτήν τείνουμε να παραβλέπουμε– δεν είναι δύσκολη, άλλωστε η ιστορική εμπειρία μας εφοδιάζει με πλειάδα παραδειγμάτων. Γίνεται το εξής απλό –που είναι η δεύτερη βασική διάσταση την οποία θέλω να θίξω: καθώς η απελπισία εντείνεται, μεγάλες μερίδες του πληθυσμού αναζητούν εναγώνια διέξοδο: είναι αυτό που έχουμε πλέον εξοικειωθεί να αποκαλούμε «αντι-συστημική διέξοδο». Τέτοια διέξοδο διατείνεται ότι προσφέρει η ακροδεξιά και ο φασισμός. Παρότι είναι και αυτό γνωστό, θεωρώ πως πρέπει –και πάλι αποφασιστικά– να αναδεικνύεται, να τεκμηριώνεται, και υπομονετικά να εξηγείται πώς και γιατί αυτή η δήθεν αντι-συστημική επαγγελία είναι ψευδής.

Το επισημαίνω διότι, παρόλο που για το θέμα ακροδεξιά έχουν τα τελευταία χρόνια χυθεί ποτάμια μελάνι, ελάχιστο μόνο τμήμα τους είναι αφιερωμένο στο τι ακριβώς πρεσβεύει ο ακροδεξιός λόγος: το ότι

  • πρεσβεύει τον πόλεμο ενάντια στον ελεύθερο συνδικαλισμό, 
  • στηρίζει στην εργοδοσία και την εργασιακή πειθαρχία, 
  • επαγγέλλεται μια «εθνική ενότητα» που αποσκοπεί στην παγίωση της υποταγής στα συμφέροντα των ισχυρών, κοκ. 

Πρέπει ρητά και απερίφραστα λοιπόν να τονίζεται –διότι έχει τεράστια σημασία– ότι η ακροδεξιά δεν είναι αντι-συστημική δύναμη. Το ακριβώς αντίθετο, είναι μια δύναμη βαθιά συστημική που όχι μόνο κανενός είδους ριζική λύση δεν εποφθαλμιά, αλλά στοχεύει στην αυταρχική εξισορρόπηση του συστήματος. Και με το που το λέμε όμως προκύπτει άμεσα ένα κομβικό ερώτημα που και τελευταία –στις πρόσφατες εκλογές– ήρθε και πάλι στην επιφάνεια: γιατί δεν το καταλαβαίνει ο κόσμος; Πώς και αποδέχεται την ακροδεξιά ως αντι-συστημική δύναμη; Μήπως λοιπόν πράγματι έχουμε αυτήν την διαβόητη συντηρητικοποίηση των μαζών; 

Η απάντηση, που με πάει στην τρίτη διάσταση την οποία θέλω να θίξω, είναι μια εξόχως πολιτική –και εξόχως δυσάρεστη– απάντηση, που διόλου δεν έχει να κάνει με τους ανθρώπους, με τα λαϊκά στρώματα και την κοινωνία, αλλά με τις ανεπάρκειες της Αριστεράς –ή, με άλλα λόγια, το πρόβλημα δεν είναι πρόβλημα κοινωνίας, είναι πρόβλημα πολιτικής.

Διότι, τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς, η θεσμική Αριστερά (που κι αυτήν πρέπει σιγά-σιγά να πάψουμε να την θεωρούμε Αριστερά) έχει από πολλού εγκαταλείψει το αντι-συστημικό πεδίο: έχει πάψει να οραματίζεται έναν άλλο κόσμο πέρα από τον καπιταλισμό. Αντιθέτως, 

  • έχει είτε ολότελα υποστείλει το σοσιαλιστικό στόχο (όταν δεν τον λοιδορεί κιόλας)
  • είτε τον έχει μεταθέσει σε ένα απροσδιόριστο μέλλον χωρίς σύνδεση ή επαφή με το παρόν.

Διόλου δεν πρωτοτυπώ λέγοντας πως πρόκειται για ζοφερό πολιτικό κενό που οφείλουμε άμεσα να καλύψουμε. Αν υπάρχει κάτι πρωτότυπο στην προηγούμενη φράση, αυτό βρίσκεται στη λέξη «άμεσα», στο γεγονός ότι πρέπει να έχουμε μια αίσθηση χρόνου: διότι ο χρόνος που έχουμε στη διάθεσή μας να βρούμε λύσεις –να ανασυγκροτήσουμε μια πραγματική Αριστερά– δεν είναι άπειρος. 

Και το κρίσιμο εδώ είναι ότι, παρά τα διάχυτα ψέματα περί σταθερότητας και επερχόμενης ανάπτυξης, βρισκόμαστε ένα βήμα πριν το ξέσπασμα ενός νέου επεισοδίου της οργανικής κρίσης που μια δεκαετία τώρα ταλανίζει το σύστημα. Και ας μου επιτραπεί να το θέσω επιγραμματικά: αν η πραγματική Αριστερά δεν βρει τρόπο να καλύψει το πολιτικό κενό, τότε να μην εκπλαγούμε καθόλου αν δούμε την ακροδεξιά να αναπτύσσεται ακόμη περισσότερο.

Δεν θέλω να μακρηγορήσω, γι’ αυτό στρέφομαι αμέσως σε δυο επιπλέον ζητήματα με έναν κατά τι πιο «επιχειρησιακό» χαρακτήρα, που αφορούν άμεσα τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει σήμερα το αντιφασιστικό κίνημα. Το πρώτο είναι πολιτικό και έχει να κάνει με το χαρακτήρα του αντιφασιστικού αγώνα, το δεύτερο προχωράει λίγο και στο ζήτημα της οργάνωσης.

Αναφέρομαι, εν πρώτοις, σε μια διαπίστωση που πιστεύω απηχεί την πολυετή εμπειρία μας, και που θα αποκαλούσα «πρόκληση μιας πολιτικά ισόρροπης πορείας». Τι ακριβώς εννοώ; Εννοώ πως, κατά τη γνώμη μου, ο αντιφασιστικός αγώνας –γενικά αλλά ιδιαίτερα στις μέρες μας– οφείλει να πλοηγεί ανάμεσα σε δυο ατελέσφορες, δυο προβληματικές οπτικές που ενέχουν αμφότερες δυο αντίστοιχες υποτιμήσεις: η πιο συνηθισμένη τείνει  να υποτιμά τον αντιφασισμό ως τέτοιο –ως έναν ιδιαίτερο αγώνα και κίνημα που οφείλει να φέρει εις πέρας συγκεκριμένα καθήκοντα:

  • την πάλη ενάντια στους φασίστες στην καθημερινότητα, στα σχολεία, στις γειτονιές (σαν και τις δράσεις που ξέσπασαν μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα),
  • αυτό το «ούτε εδώ ούτε πουθενά» του κινήματος που αποτρέπει τη φασιστική ενεργοποίηση. 

Είναι πικρή η πείρα από τη διαδρομή αυτού του ρεύματος που θεωρεί ότι ιδιαίτερος αντιφασισμός τάχα δεν χρειάζεται, πως ο αγώνας οφείλει να υποτάσσεται σε «στρατηγικούς» υποτίθεται σχεδιασμούς, σχεδιασμούς που όμως όλες και όλοι ξέρουμε ότι δεν οδήγησαν και δεν πρόκειται ποτέ να οδηγήσουν πουθενά. Και θα καταλάβετε το ρεύμα στο οποίο αναφέρομαι, είναι το ρεύμα που, όπως πριν λίγο έλεγα, μεταθέτει το σοσιαλισμό σε ένα απροσδιόριστο μέλλον χωρίς σύνδεση ή επαφή με το παρόν. Θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε ως την ψευδή υπερ-πολιτικοποίηση του αντιφασιστικού αγώνα, που στην πράξη τον υπονομεύει αν δεν τον ακυρώνει. Είναι μια στάση επικίνδυνη, ένα είδος κυματοθραύστη της κινηματικής δυναμικής που πρέπει πάση θυσία να αποφύγουμε, τονίζοντας την αναγκαιότητα μιας ιδιαίτερης αντιφασιστικής εγρήγορσης –της μόνης που μπορεί να φέρει απτά αποτελέσματα.

Όμως αυτή η ψευδής υπερ-πολιτικοποίηση δεν είναι ο μόνος κίνδυνος. Εξίσου επικίνδυνη είναι και μια άλλη οπτική που επίσης υπονομεύει την κινηματική δυναμική, αν και από έναν άλλο –για την ακρίβεια έναν ακριβώς αντίθετο– δρόμο. Και η στάση αυτή δεν είναι άλλη από την απο-πολιτικοποίηση του φασισμού, την τάση 

  • να μην αναφέρονται ποτέ οι συστημικές καταβολές και τα χαρακτηριστικά του, 
  • να μην αναδεικνύονται οι δεσμοί του με το βαθύ κράτος, κάτι που –σε συνάφεια με ό,τι προηγουμένως ανέφερα– επαναλαμβάνει άκριτα τον κυρίαρχο λόγο περί της δήθεν αντισυστημικότητάς του. 

Πρόκειται και πάλι για δρόμο επικίνδυνο που υπονομεύει τη δυναμική του κινήματος, δίνοντας την εντύπωση ότι σκοπός του αντιφασιστικού αγώνα είναι να προστατέψει το σύστημα από τα «άκρα». Αυτή είναι λοιπόν η δεύτερη παγίδα που πρέπει να αποφύγουμε, προβαίνοντας –όπως πριν προσπάθησα να εξηγήσω– σε μιαν ισόρροπη πολιτικοποίηση: μια στάση που ξεκινώντας από το άμεσο καθήκον της αντιμετώπισης του φασισμού εκεί, όπου και όταν εμφανίζεται ή απειλεί να εμφανιστεί,

  • θα εξηγεί το πολιτικό του περιεχόμενο 
  • θα αποκαλύπτει τον κίβδηλο χαρακτήρα του (το ότι οι αντισυστημικές του επαγγελίες είναι ψευδείς) 
  • και θα προβάλλει την πραγματική εναλλακτική –έναν κόσμο που καταλύει την εκμεταλλευτική σχέση.

Πριν κλείσω να αναφερθώ όμως και στο πιο οργανωτικό θέμα που υποσχέθηκα. Και το λέω έτσι προσεκτικά (λέω «πιο» οργανωτικό), διότι στην πραγματικότητα και στις καταβολές του είναι και αυτό πολιτικό –άλλωστε η οργάνωση, οι διάφορες μορφές οργάνωσης, δεν πέφτουν από τον ουρανό, απηχούν πολιτικά σκεπτικά: είναι σαν τα εργαλεία που επιλέγουμε για να κάνουμε κάτι, και που πάντα είναι συνάρτηση του στόχου που θέλουμε να επιτύχουμε. Σε τι αναφέρομαι; Η μεγάλη απάντηση είναι η αναγκαιότητα του Ενιαίου Μετώπου, μια φράση, μια έννοια που την ακούμε ή και τη λέμε συχνά, όμως δυσκολευόμαστε να την εφαρμόσουμε (ή –καμιά φορά– και να την κατανοήσουμε).

Ενιαίο Μέτωπο, λοιπόν (επιτρέψτε μου μια σύντομη αναφορά), είναι η ενότητα στη δράση για κοινούς στόχους, με διατήρηση όμως της πολιτικής ανεξαρτησίας όσων μετέχουν. Το αναφέρω διότι θεωρώ ότι στις μέρες μας αυτού του είδους η ενότητα ανάμεσα σε πρωτοβουλίες, οργανώσεις, αλλά και κόμματα που συμπίπτουν στις βασικές τους στοχεύσεις (και ο πολιτικά ισόρροπος αντιφασισμός που περιέγραψα είναι μια κατεξοχήν τέτοια στόχευση) αποτελεί για το αντιφασιστικό κίνημα (αλλά και για την Αριστερά ολόκληρη) βασική προϋπόθεση ανασύνταξης.

Είναι επίσης και κάτι απλούστερο, η ενιαιομετωπική ενότητα αποτελεί και τεκμήριο σοβαρότητας όσων επαγγέλλονται τη συστημική υπέρβαση –ένα στοιχείο που, αν λείπει, όσο εμπνευσμένος και αν είναι ο λόγος, όσο αποφασιστικές και αν είναι οι δράσεις, θα αδυνατούν να πείσουν και να μαζικοποιηθούν. Είναι κι αυτό κάτι που μας το διδάσκει η ιστορία, κάτι που πλέον δεν δικαιούμαστε να παραβλέπουμε ή να αγνοούμε.

Ο Αντιφασιστικός Συντονισμός Αθήνας-Πειραιά (οι διοργανωτές της συζήτησής μας) είναι νομίζω ένα πολύ καλό παράδειγμα του τι θα πει αυτή η μορφή πολιτικής δράσης, όπως εξίσου καλά παραδείγματα είναι δημοτικά σχήματα όπως η Πόλη Ανάποδα στη Θεσσαλονίκη, ή άλλες αμιγώς πολιτικές πρωτοβουλίες, όπως η Πρωτοβουλία Διαλόγου, Ενότητας και Ανασύνταξης που πρόσφατα απηύθυνε το ΜέΡΑ25. Θεωρώ ότι η συστηματική διερεύνηση των δυνατοτήτων συνεργασίας που ανοίγονται αποτελούν μείζονα πολιτική μας υποχρέωση. 

Άλλωστε όλες αυτές οι θεματικές που έθιξα συνδέονται. 

  • Η ανάδειξη των καταβολών και της πραγματικής φύσης της ακροδεξιάς και του φασισμού
  • η αποφυγή της νεορομαντικής αναβλητικότητας και του σεχταρισμού, και
  • το καθήκον της ανασύνταξης της Αριστεράς

είναι νομίζω στόχοι που πρέπει ταυτόχρονα να επιδιωχθούν στον εδώ και τώρα χρόνο, και που αλληλο-προϋποτίθενται αν θέλουμε να αντιστρέψουμε το ζοφερό κλίμα των ημερών. Δεν είναι κάτι απλό, υπάρχουν όμως όλες οι προϋποθέσεις για μια επιτυχή έκβαση.

*Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Life Member στο Πανεπιστήμιο του Cambridge και Διευθυντής του Εργαστηρίου Συγκρουσιακής Πολιτικής (https://lcp.panteion.gr/)

Το παραπάνω κείμενο βασίζεται σε εισήγηση που πραγματοποιήθηκε το Σάββατο 8 Ιουλίου 2023, στο πλαίσιο του 24ου Αντιρατσιστικού Φεστιβάλ (Αθήνα: Άλσος Γαλατσίου) στην ομώνυμη θεματική ενότητα που διοργανώθηκε από τον Αντιφασιστικό Συντονισμό Αθήνας-Πειραιά.

ΠΗΓΗ


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου