Με αλχημείες κερδίζουν όλοι εκτός από τους ασθενείς
«Εχω 8 μήνες να πάρω το φάρμακό μου, δεν το βρίσκω πουθενά όπου και να έχω ψάξει, όποιον και να έχω ρωτήσει. Ηταν και παλαιότερα ένα σπάνιο φάρμακο, τώρα όμως πλέον έγινε ανύπαρκτο». Η 25χρονη Ελευθερία πάσχει από μια σπάνια πάθηση, μιας μορφής ραχίτιδα, που είναι μια μεταβολική πάθηση των οστών. «Μου είχαν πει να το ψάξω σε μια αποθήκη στην Ομόνοια, αλλά ούτε εκεί το βρήκα. Τα φαρμακεία μού λένε να κάνω υπομονή. Δεν υπάρχει κάτι για να το αντικαταστήσω. Είναι πολύ σοβαρό για μένα, έχω έντονους πόνους και καταπονείται όλο το σώμα μου», λέει η Ελευθερία.
Στην Ευρώπη, περίπου 25 εκατομμύρια άτομα πάσχουν από κάποια σπάνια πάθηση. Τα φάρμακα που χρειάζονται ονομάζονται «ορφανά» καθώς συνήθως δεν «υιοθετούνται» από τα ερευνητικά προγράμματα της φαρμακοβιομηχανίας. Στην Ελλάδα, ωστόσο, όπως και σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, οι ελλείψεις δεν αφορούν πλέον μόνο τις σπάνιες παθήσεις, αλλά φάρμακα ευρείας χρήσης, όπως αντιβιοτικά, αναπνευστικά και καρδιαγγειακά.
Η ερευνητική ομάδα του MIIR μαζί με τις συνεργαζόμενες δημοσιογραφικές ομάδες του δικτύου EDJNET αναζήτησε στοιχεία και κατάφερε να δημιουργήσει μια -όσο το δυνατόν ομογενοποιημένη- βάση δεδομένων για τις ελλείψεις φαρμάκων στην Ευρώπη. Καταγράψαμε 22.107 διαφορετικές καταχωρίσεις μέσα σε μια πενταετία (2018-2023) σε ένα σύνολο 9 ευρωπαϊκών χωρών (Γερμανία, Ιταλία, Ισπανία, Σλοβενία, Τσεχία, Ελλάδα, Ρουμανία, Αυστρία, Βέλγιο).
Αποδείχθηκε στη συγκεκριμένη έρευνα πως η χώρα μας είναι από αυτές που δήλωσαν τις μικρότερες ελλείψεις σε απόλυτο αριθμό φαρμάκων στο διάστημα αυτό. Την ίδια ώρα, όμως, τα επισήμως διαθέσιμα στοιχεία δείχνουν πως ακόμα και για αυτά τα λίγα -σε σχέση με την πραγματική εικόνα στα φαρμακεία της χώρας- η Ελλάδα έχει τη μεγαλύτερη διάμεση διάρκεια ως προς το χρονικό διάστημα που ένα φάρμακο δεν είναι διαθέσιμο.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, τα σκευάσματα για το νευρικό σύστημα είναι τα πρώτα σε ελλείψεις σε Γερμανία, Ισπανία, Σλοβενία, Αυστρία. Ωστόσο στην Ελλάδα πιο πολύ λείπουν τα φάρμακα για καρδιαγγειακές παθήσεις και στη συνέχεια εκείνα του νευρικού συστήματος (αναισθητικά, ψυχοτρόπα, αντικαταθλιπτικά, αγχολυτικά, αντιεπιληπτικά, αντιπαρκινσονικά κ.ά.).
Στην τελευταία ανακοίνωση του ΕΟΦ για την επάρκεια φαρμάκων καταγράφονται 148 ελλείψεις. «Είναι πολύ περισσότερα, δηλώνουν λιγότερα. Δεν έχουν καθόλου καλό έλεγχο της αγοράς. Ενδεικτικά σας λέω ότι ο ΕΟΦ εξέδωσε μια ανακοίνωση τον Σεπτέμβριο του 2022 που υποστήριζε ότι από άποψη ελλείψεων είμαστε σε καλύτερη εποχή από το 2019. Εμείς, ωστόσο, εδώ και περισσότερο από έναν χρόνο καταγγείλαμε ότι έχουμε πολλές παραπάνω», αναφέρει στο ΜΙIR ο Ηλίας Γιαννόγλου, μέλος του Δ.Σ. του Φαρμακευτικού Συλλόγου Αττικής (ΦΣΑ). Σύμφωνα με τον σύλλογο, είναι πάνω από 400 τα φάρμακα που βρίσκονταν μέχρι τα μέσα Μαρτίου σε έλλειψη.
«Ο ΕΟΦ δεν ξέρει τι του γίνεται ως προς τις ελλείψεις. Δεν μπορεί να γνωρίζει την αγορά. Δεν γνωρίζει ποιες αποθήκες κάνουν εξαγωγές και ποιες όχι. Η φετινή χρονιά ήταν από τις χειρότερες, αν όχι η χειρότερη», προσθέτει ο πρόεδρος του ΦΣΑ, Κωνσταντίνος Λουράντος. Η συνέντευξη στο φαρμακείο του διακόπτεται από έναν πελάτη. Τον ακούμε να λέει: «Αυτό είναι σε έλλειψη, είχα 10 κουτιά, τα έδωσα όλα σήμερα, ίσως βρείτε κάπου, αν και νομίζω πολύ δύσκολα». Γυρίζει σε μας: «Ορίστε, ο άνθρωπος ψάχνει να βρει αντιβίωση για το παιδί του, Augmentin δεν υπάρχει. Εγώ είχα πάρει πολλά κουτιά, καμιά 50αριά, τα μάζευα λες και το ήξερα, τώρα δεν έχω κανένα. Δηλαδή, αν δεν έχω εγώ που είχα τόσα πολλά, ποιος θα έχει;», αναρωτιέται ο κ. Λουράντος.
Δεδομένες θεωρεί τις υποκαταγραφές και η διευθύνουσα σύμβουλος των ελληνικών φαρμακοβιομηχανιών Uni-Pharma & InterMed και γενική γραμματέας του Δ.Σ. του ΣΕΒ, Ιουλία Τσέτη, που υπογραμμίζει στο MIIR το χαρακτηριστικό παράδειγμα της «παρακεταμόλης, η έλλειψη της οποίας φέτος δεν είχε κοινοποιηθεί επίσημα στον Εθνικό Οργανισμό Φαρμάκων. Το γεγονός αυτό οφείλεται στο ότι πολλές πολυεθνικές εταιρείες δεν ενημερώνουν τον ΕΟΦ, προτιμώντας να πληρώνουν τα σχετικά επιβαλλόμενα πρόστιμα. Ο ΕΟΦ δυστυχώς δεν λειτουργεί προληπτικά στη χώρα μας και με γνώμονα το συμφέρον της δημόσιας υγείας, παρά μόνο όταν φωνάξει ο ιδιωτικός τομέας. Και ο ιδιωτικός τομέας δυστυχώς, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, λειτουργεί με βάση το ίδιον συμφέρον».
Επικοινωνήσαμε με τον πρόεδρο του ΕΟΦ, Δ. Φιλίππου, και στείλαμε επανειλημμένως γραπτά τα ερωτήματά μας στον οργανισμό, χωρίς να υπάρξει απάντηση μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος.
Το ελληνικό «παράδοξο»
Η παραγωγή και διάθεση των φαρμακευτικών προϊόντων είναι ένας από τους πιο δυναμικούς κλάδους της ελληνικής βιομηχανίας. Βάσει της τελευταίας έρευνας του ΙΟΒΕ για λογαριασμό του Συνδέσμου Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδος (ΣΦΕΕ), το 2020 οι πωλήσεις φαρμάκων σε φαρμακεία και φαρμακαποθήκες διαμορφώθηκαν στα 4,6 δισ. ευρώ, αυξημένες κατά 3,7% σε σχέση με το 2019, ενώ οι πωλήσεις στα νοσοκομεία και τα φαρμακεία του ΕΟΠΥΥ διαμορφώθηκαν στα 2,4 δισ., αυξημένες κατά 5,0%.
Οι πωλήσεις φαρμάκων έχουν αυξηθεί κατά 80% την τελευταία πενταετία, ενώ άγγιξαν τα 3 δισ. ευρώ το 2021. Σύμφωνα με την έρευνα Prodcom (Eurostat), η παραγωγή φαρμάκου στην Ελλάδα σε αξία (ex-factory) προσέγγισε το 1,7 δισ. ευρώ το 2020, αυξημένη κατά 287 εκατ. σε σύγκριση με το 2019, ενώ σε σύγκριση με τον μέσο όρο της περιόδου 2010-2017 είναι ενισχυμένη κατά 82%. Επιπλέον οι εξαγωγές φαρμάκου το 2020 σημείωσαν αύξηση κατά 48,3% σε σχέση με το 2019.
Αν όμως όλοι αυτοί οι δείκτες είναι θετικοί, γιατί λείπουν τόσα φάρμακα; «Οι αιτίες είναι δύο: η μία είναι η μειωμένη εισαγωγή προϊόντων από κάποιες πολυεθνικές καθώς προφανώς δεν τους ενδιαφέρει η Ελλάδα ως αγορά. Εμείς, με έναν έλεγχο που κάναμε την τελευταία τριετία, διαπιστώσαμε ότι πολλές πολυεθνικές εισήγαγαν μικρότερες ποσότητες σε ορισμένα προϊόντα», λέει στο MIIR η γενική γραμματέας του Πανελλήνιου Συλλόγου Φαρμακαποθηκαρίων, Ειρήνη Μαρκάκη. «Ο δεύτερος λόγος, που είναι πολύ σημαντικός, είναι η παράνομη εξαγωγή –προσέξτε, γιατί υπάρχει και η νόμιμη– που γίνεται από ορισμένους σε συνεργασία με φαρμακεία και κάποιους επιτήδειους που τα μαζεύουν», προσθέτει η ίδια.
Από την ανάλυση των στοιχείων της έρευνας του MIIR προκύπτει ότι οι αιτίες των ελλείψεων που ανακοίνωσε ο ΕΟΦ το 2022 οφείλονται κατά 45,3% σε κατασκευαστικά προβλήματα ή προβλήματα ποιότητας του προϊόντος, κατά 33,7% σε καθυστερήσεις της εφοδιαστικής αλυσίδας και κατά 14% στην αυξημένη ζήτηση.
Οι «μαϊμού» χονδρέμποροι και οι «σκούπες»
Οι φαρμακαποθήκες αυτές συνήθως αγοράζουν μετρητοίς σκευάσματα από τα φαρμακεία που μετέχουν στο «κόλπο» και στη συνέχεια τα εξάγουν σε άλλες χώρες. Σύμφωνα με την κ. Μαρκάκη, το πρόβλημα δημιουργήθηκε επί μνημονίων εξαιτίας της εργαλειοθήκης του ΟΟΣΑ που επέτρεψε τη δημιουργία τέτοιων φαρμακαποθηκών-μαϊμού. «Δημιουργούν μια ΙΚΕ, παίρνουν μια έγκριση από τον ΕΟΦ, αλλά χωρίς να έχουν υψηλό απόθεμα φαρμάκων και χωρίς να έχουν μεγάλους χώρους, ενώ μια φαρμακαποθήκη στο χονδρεμπόριο απαιτεί πολύ μεγάλους χώρους. Και τι κάνουν; Πάνε και μαζεύουν φάρμακα από τα φαρμακεία (σ.σ.: στην αγορά το λένε αυτό «πέρασε σκούπα») και μετά τα εξάγουν, τα πουλάει ο ένας στον άλλον, τα καθαρίζουν, τα πουλάνε σε μεγάλες φαρμακαποθήκες που κάνουν εξαγωγές στο τέλος. Ή τα βγάζουν μαύρα εκτός Ελλάδας. Εκεί γίνεται πολύ μεγάλη ζημιά και στο ελληνικό Δημόσιο και στη δημόσια υγεία του όποιου κράτους θα καταλήξουν, διότι δεν ξέρουμε με ποιους όρους μεταφέρονται τα φάρμακα».
Μέσα στον χειμώνα ο ΕΟΦ επέβαλε προσωρινό λουκέτο σε τρεις φαρμακαποθήκες που αρνήθηκαν τους ελέγχους. Ομως κι αυτό θεωρείται απολύτως ανεπαρκές. «Πριν από λίγο διάστημα, ο υπουργός Υγείας Θ. Πλεύρης έβγαλε ανακοίνωση για μια φαρμακαποθήκη στην Αργυρούπολη που κλείνει γιατί αρνήθηκε τον έλεγχο. Αυτό δεν επαρκεί, όμως, καθώς έχει παρατηρηθεί ότι συχνά εταιρείες μπορούν και ξανανοίγουν, απλά με άλλη επωνυμία», αναφέρει ο Ηλίας Γιαννόγλου του ΦΣΑ.
Εκτός πάντως από τις παράνομες εξαγωγές, φαρμακοβιομήχανοι, έμποροι και φαρμακοποιοί συμφωνούν πως η χαμηλή τιμή του φαρμάκου στην Ελλάδα είναι μέρος του προβλήματος. Σημειώνεται πως μόλις το 34% των φαρμάκων που καταναλώνονται στη χώρα παράγεται σε εγχώρια εργοστάσια. Οπως εξηγεί ο Ηλίας Γιαννόγλου, «οι ελληνικές φαρμακοβιομηχανίες παράγουν κυρίως γενόσημα. Αυτά που εξάγονται είναι τα πρωτότυπα. Είναι των πολυεθνικών, τα οποία εισάγονται και επανεξάγονται. Για παράδειγμα, η ινσουλίνη μιας εταιρείας έρχεται από τη Δανία και η εταιρεία εισάγει 300 κομμάτια και τα διοχετεύει στην ελληνική αγορά. Ωστόσο, ένα εισαγόμενο φάρμακο πωλείται από τη φαρμακαποθήκη με πολλαπλάσιο κέρδος στο εξωτερικό, από το να διατεθεί εντός της χώρας».
Από την άλλη πλευρά, η ισχυρή στην Ελλάδα φαρμακοβιομηχανία έχει και αυτή μερίδιο της ευθύνης. Οι φαρμακευτικές εταιρείες συχνά δεν γνωστοποιούν σε πραγματικό χρόνο τις ποσότητες των φαρμάκων τις οποίες διανέμουν ανά φαρμακαποθήκη. Δεν γνωστοποιείται από κάποιες εταιρείες ούτε το χρονικό διάστημα της πραγματικής έλλειψης, που αποτελεί κρίσιμη πληροφορία την οποία χρειάζονται οι νόμιμες φαρμακαποθήκες, τα φαρμακεία και σίγουρα οι ασθενείς. Επιπλέον, σύμφωνα με τον πρόεδρο του Πανελλήνιου Φαρμακευτικού Συλλόγου, Απόστολο Βαλτά, «δημιουργούνται με ευθύνη εταιρειών τεχνητές ελλείψεις σε κρίσιμες χρονικές περιόδους ως διαπραγματευτικό μέσο πίεσης στην επιτροπή τιμών, προκειμένου να επιτύχουν καλύτερη διατίμηση».
Βάσει του νομοθετικού πλαισίου, οι φαρμακευτικές εταιρείες οφείλουν να έχουν απόθεμα τριών μηνών (συν 25% για αλλοδαπούς και τουρίστες) και τυχόν ελλείψεις πρέπει να δηλώνονται τρεις μήνες νωρίτερα. «Καμία εταιρεία δεν το κάνει. Και ουδέποτε έχουν ελεγχθεί ή έχει μπει ένα πρόστιμο για αυτά στις εταιρείες. Μη δουλευόμαστε. Πάντα η φαρμακοβιομηχανία έχει μια τεράστια δύναμη προς κάθε κυβέρνηση και έχει πολύ χρήμα να το ρίξει στην αγορά με τρόπο άμεσο ή έμμεσο», λέει στο ΜΙΙR η Ειρήνη Μαρκάκη.
Το γαϊτανάκι των ευθυνών με τους παράγοντες του φαρμακευτικού κλάδου να πετάει ο ένας το μπαλάκι στον άλλο για τις ελλείψεις μπορεί να συνεχίζεται στο διηνεκές. Την ίδια στιγμή, όμως, οι άνθρωποι που χρειάζονται τα φάρμακά τους κινδυνεύουν. Η Ελευθερία δεν είχε καταφέρει να βρει το φάρμακό της μέχρι τη δημοσίευση της έρευνας. Ως υποκατάστατο παίρνει ένα άλλο φάρμακο που δεν την καλύπτει πλήρως για την πάθηση, ενώ, κατόπιν συμβουλής του ενδοκρινολόγου της, έχει προσαρμόσει τη διατροφή της για να καλύψει τις ουσίες που της λείπουν.
Λιγότερα λεφτά στην υγεία
Η συνολική χρηματοδότηση για δαπάνες υγείας στην Ελλάδα υποχώρησε κατά 25,9% την περίοδο 2010-2020, ενώ στην Ε.Ε. αυξήθηκε κατά 20,7% το ίδιο διάστημα (πηγή: ΙΟΒΕ, ΣΦΕΕ, Η φαρμακευτική αγορά στην Ελλάδα: Γεγονότα και στοιχεία 2021).
Η δημόσια εξωνοσοκομειακή φαρμακευτική δαπάνη υπέστη σημαντική μείωση κατά 60,8% την περίοδο 2009-2021. Η πτώση της χρηματοδότησης για δαπάνες υγείας στην Ελλάδα βρίσκεται σε αντίθετη πορεία από το σύνολο της Ε.Ε. αλλά και από το υποσύνολο των νοτίων χωρών της Μεσογείου.
«Στοκάρουν»
H κυβέρνηση, αδυνατώντας ή μη θέλοντας να ελέγξει την κατάσταση, πετάει συχνά το μπαλάκι των ευθυνών άλλοτε στους γιατρούς, άλλοτε στους πολίτες. Ενδεικτική ήταν η δήλωση του υπουργού Υγείας, Θάνου Πλεύρη, στις αρχές του χρόνου: «Κάποιοι γονείς αγοράζουν περισσότερα μη συνταγογραφούμενα φάρμακα και οι γιατροί κάποιες φορές μπορεί να συνταγογραφούν αντιβιώσεις παραπάνω με σκοπό να “στοκάρουν” οι γονείς λόγω φόβου έλλειψης». Ακολούθησαν οργισμένες αντιδράσεις της αντιπολίτευσης και φαρμακευτικών συλλόγων.
Μπορεί πράγματι στην Ελλάδα τα φάρμακα να είναι πιο φτηνά σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (αν και πρέπει να ληφθεί υπόψη η διαρκής μείωση της αγοραστικής δύναμης), μπορεί η Ε.Ε. πράγματι να χρειάζεται άμεσα μια τολμηρή πολιτική με επίκεντρο τον ασθενή, βασισμένη στις ανάγκες της δημόσιας υγείας, με επιστροφή της παραγωγής στην επικράτειά της, όμως είναι αρμοδιότητα της ελληνικής πολιτείας και της κυβέρνησης να διασφαλίσει διαφάνεια στα δεδομένα των ελλείψεων και λογοδοσία σε όλη την αλυσίδα της φαρμακευτικής βιομηχανίας.
Πριν κορυφωθούν οι ελλείψεις και πριν κατηγορηθούν οι γονείς για... στοκάρισμα προηγούνται πολλές ενέργειες που θα έπρεπε να έχουν γίνει: μέτρα πρόληψης, διαφανής πληροφόρηση με εναρμονισμένα και λεπτομερή κριτήρια αναφοράς, επιβολή αποτρεπτικών κυρώσεων σε φαρμακευτικές εταιρείες και εμπόρους και απαγόρευση των παράλληλων εξαγωγών εγκαίρως και για όσο χρόνο χρειάζεται.
Στο ερώτημα γιατί το μέτρο αυτό επιβάλλεται σχεδόν πάντα κατόπιν εορτής, η απάντηση είναι μάλλον πως καμία κυβέρνηση δεν θέλει να μειώσει τον δείκτη των εξαγωγών, οι οποίες προσθέτουν τζίρο στο ΑΕΠ της χώρας.
Χρυσώνουν το χάπι με τον πόλεμο και την ενεργειακή κρίση
Στις 15 Δεκεμβρίου 2022, ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων ανακοίνωσε πως σχεδόν κάθε χώρα της Ευρώπης αντιμετωπίζει κενά στον εφοδιασμό φαρμάκων. Ηταν δεδομένο πως έρχεται ένας δύσκολος χειμώνας, όμως αυτό που συνέβη με τα φάρμακα φέτος ξεπέρασε κάθε πρόβλεψη.
«Για να είμαι ειλικρινής, αυτό που συνέβη ήταν πως τα ευρωπαϊκά κράτη αιφνιδιάστηκαν πάρα πολύ από την τόσο μεγάλη αναντιστοιχία μεταξύ προσφοράς και ζήτησης, ειδικά για τα αντιβιοτικά», παραδέχεται στο ΜΙΙR ο Στέφεν Θέρστραπ, επικεφαλής αξιωματούχος υγείας του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων (ΕΜΑ).
Από το 2000 μέχρι το 2018, στην Ευρώπη είχαν ήδη αυξηθεί κατά 20 φορές οι καταγεγραμμένες ελλείψεις φαρμάκων. Μοιάζει με μια ασθένεια που χειροτερεύει κάθε χρόνο, χωρίς να υπάρχει θεραπεία. Ο πόλεμος στην Ουκρανία και η ενεργειακή κρίση χρησιμοποιήθηκαν ως βολική δικαιολογία σε διάφορες χώρες, ώστε οι πολιτικές ηγεσίες να επιχειρήσουν να μασκαρέψουν την εικόνα. Ομως το πρόβλημα μοιάζει να έχει και άλλες, διαχρονικές αιτίες.
Σύμφωνα με την τελευταία έκθεση της Ευρωπαϊκής Φαρμακευτικής Ενωσης (PGEU) του 2022, όλες οι ευρωπαϊκές χώρες αντιμετώπισαν ελλείψεις φαρμάκων στα φαρμακεία, τους τελευταίους 12 μήνες. Η πλειονότητα των χωρών ανέφερε ότι η κατάσταση επιδεινώθηκε σε σύγκριση με τους προηγούμενους 12 μήνες (75,86%) ή παρέμεινε η ίδια (24,14%). «Η μη διαθεσιμότητα φαρμάκων αυξάνεται στην Ευρώπη και έχει τεράστιο αρνητικό αντίκτυπο στους ασθενείς.
Οι ελλείψεις εμφανίζονται σε όλα τα περιβάλλοντα υγειονομικής περίθαλψης και αφορούν τόσο βασικά φάρμακα που σώζουν ζωές όσο και φάρμακα που χρησιμοποιούνται πολύ συχνά. Οι φαρμακοποιοί της κοινότητας ανησυχούν πολύ για αυτό το φαινόμενο, το οποίο μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την υγεία των ασθενών», αναφέρει η Ιλάρια Πασαράνι, γενική γραμματέας της PGEU. Κατά μέσο όρο, κάθε φαρμακείο στην Ευρωπαϊκή Ενωση αφιερώνει 6,3 ώρες την εβδομάδα, αναζητώντας φάρμακα που λείπουν. Σε κάποιες χώρες αυτό το νούμερο φτάνει τις 20 ώρες την εβδομάδα. Στα μέσα Μαρτίου, 28 από τις 30 χώρες του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου ανέφεραν πως έχουν ελλείψεις σκευασμάτων.
Ανομοιογένεια στις καταγραφές
Σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, δεν υπάρχει μέχρι στιγμής μια ομογενοποιημένη βάση δεδομένων καταγραφής των ελλείψεων με στοιχεία που να φαίνονται σε πραγματικό χρόνο. Δεν υπάρχει καν μια οριστική ευρωπαϊκή συμφωνία για το πώς ορίζεται η έλλειψη. Αρκετά ευρωπαϊκά κράτη έχουν υιοθετήσει τον ορισμό του EMA (2019): «έλλειψη ενός φαρμάκου για ανθρώπινη ή κτηνιατρική χρήση εμφανίζεται όταν η προσφορά δεν ανταποκρίνεται στη ζήτηση σε εθνικό επίπεδο».
Οι εκτιμήσεις για την πραγματική διάρκεια των ελλείψεων είναι συχνά δύσκολο να προσδιοριστούν με ακρίβεια, εξαιτίας κενών και αναντιστοιχιών που περιλαμβάνονται στα μητρώα των εθνικών οργανισμών φαρμάκων. Πολλές καταχωρήσεις, μάλιστα, δεν παρέχουν μια (εκτιμώμενη) ημερομηνία λήξης για την κάθε έλλειψη. Οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες άρχισαν την τελευταία πενταετία μόλις να συλλέγουν τυποποιημένες πληροφορίες για τις ελλείψεις.
Υπάρχουν χώρες που δεν έχουν καν διαθέσιμη ιστοσελίδα καταγραφής, ενώ σε άλλες η βάση περιέχει μαζί φάρμακα για ανθρώπινη χρήση, νοσοκομειακά, κτηνιατρικά και εμβόλια. Επιπλέον, όλες οι χώρες δεν αναρτούν με τον ίδιο τρόπο τα στοιχεία τους. Για παράδειγμα, ο ελληνικός ΕΟΦ δεν δημοσιοποιεί κάθε χρόνο στοιχεία, δεν αναφέρει την κατηγοριοποίηση του φαρμάκου και δεν δίνει συστηματικά το χρονικό διάστημα που λείπουν. Αναζητήσαμε από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων (ΕΜΑ) αν διαθέτει συγκεντρωμένα τα δεδομένα για όλες τις χώρες, αλλά η απάντηση ήταν αρνητική.
H ερευνητική ομάδα του MIIR μαζί με τις συνεργαζόμενες δημοσιογραφικές ομάδες του EDJNET αναζήτησε στοιχεία και κατάφερε να δημιουργήσει μια -όσο το δυνατόν ομογενοποιημένη- βάση δεδομένων για τις ελλείψεις φαρμάκων στην Ευρώπη. Καταγράψαμε 22.107 διαφορετικές καταχωρήσεις μέσα σε μια πενταετία (2018-2023) σε ένα σύνολο 9 ευρωπαϊκών χωρών (Γερμανία, Ιταλία, Ισπανία, Σλοβενία, Τσεχία, Ελλάδα, Ρουμανία, Αυστρία, Βέλγιο), από τις οποίες κατέστη εφικτό να συγκεντρώσουμε αξιόπιστα δεδομένα.
Από το σύνολο των παραπάνω 9 χωρών για την τελευταία πενταετία (2018-2023), αθροίζοντας τις νέες ελλείψεις κάθε έτους, προκύπτει για τα ανθρώπινα φάρμακα ότι η Ιταλία καταγράφει συνολικά τις περισσότερες σε απόλυτο αριθμό (10.843), σε μεγάλη απόσταση από τη δεύτερη Τσεχία (2.696) και την τρίτη Γερμανία (2.355). Τελευταία, με τις λιγότερες καταγραφές ελλείψεων σε απόλυτο αριθμό εμφανίζεται η Ελλάδα (389).
Αντιστοίχως, καταγράφηκαν 371 ελλείψεις εμβολίων (σ.σ. γενικών, όχι covid) στις εξεταζόμενες χώρες, το διάστημα 2018-2023, με πρώτη την Ιταλία (144 ελλείψεις εμβολίων) και στη συνέχεια τη Γερμανία (102) και την Τσεχία (57).
Ομως, ο απόλυτος αριθμός των φαρμάκων και των εμβολίων σε έλλειψη δεν είναι πάντα ο ασφαλέστερος τρόπος για να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα, καθώς δεν καταγράφουν όλες οι χώρες με την ίδια συνέπεια και τα ίδια κριτήρια τα αποθέματά τους. Επιπλέον, πρόκειται για διαφορετικούς πληθυσμούς αναφοράς, χώρες με διαφορετικό επίπεδο ζήτησης ενώ πρέπει να ληφθεί υπόψη και το διαφορετικό φαρμακευτικό ισοζύγιο εισαγωγών-εξαγωγών.
Ο ασφαλέστερος δείκτης καταγραφής που περιγράφει καλύτερα την εικόνα σε κάθε χώρα είναι η χρονική διάρκεια για την οποία ένα φάρμακο δεν είναι διαθέσιμο. Από τις 22.107 καταχωρίσεις φαρμάκων που επεξεργαστήκαμε συνολικά, είχαμε στοιχεία για τη διάρκεια των 16.945. Η ευρωπαϊκή μέση διάρκεια των ελλείψεων με βάση αυτές είναι 94 μέρες, χρειάζονται δηλαδή περίπου τρεις μήνες για να επανέλθει ένα φάρμακο στην αγορά.
Από την ανάλυση του MIIR στις χώρες στις οποίες συγκεντρώθηκαν τα συγκεκριμένα δεδομένα προκύπτει πως η Ελλάδα έχει τη μεγαλύτερη διάμεση διάρκεια στις ελλείψεις (130 μέρες) και ακολουθεί η Γερμανία (120 μέρες) και τρίτη το Βέλγιο με 103 μέρες. Η Τσεχία μπορεί να ήταν δεύτερη σε απόλυτους αριθμούς ελλείψεων, ομως έχει τη μικρότερη χρονική διάρκεια που αυτά τα φάρμακα παραμένουν ελλειπτικά (41 μέρες).
Ο ευρωπαϊκός μέσος όρος ελλείψεων σε εμβόλια ανέρχεται σε 84 ημέρες, λιγότερες από ό,τι στα φάρμακα. Ως προς τα εμβόλια, τη μεγαλύτερη διάμεση διάρκεια ελλείψεων έχει η Ιταλία (111 μέρες), η Γερμανία (68 μέρες) και η Τσεχία (66).
Ποια φάρμακα λείπουν
Σύμφωνα με την ανάλυση του MIIR, σε ένα σύνολο 6 χωρών (Γερμανία, Ισπανία, Ελλάδα, Αυστρία, Σλοβενία, Τσεχία), τα περισσότερα ελλειπτικά φάρμακα είναι αυτά που αφορούν το vευρικό σύστημα (1.718 φάρμακα, 19,03% επί του συνόλου των ελλείψεων) και πρόκειται για αναισθητικά, ψυχότροπα, αντικαταθλιπτικά, αγχολυτικά, αντιεπιληπτικά, αντιπαρκινσονικά κ.ά.). Στη δεύτερη θέση είναι τα καρδιαγγειακά φάρμακα (1.307, 14,48% επί του συνόλου των ελλείψεων) και στην τρίτη τα αντιμολυσματικά για συστηματική χρήση - αντιβιοτικά (1.126 φάρμακα, 12,47% επί του συνόλου).
Ανάλογη ήταν και η εικόνα της τελευταίας έκθεσης της Ευρωπαϊκής Φαρμακευτικής Ενωσης PGEU (2022) για το σύνολο των ευρωπαϊκών χωρών, σύμφωνα με την οποία τα καρδιαγγειακά φάρμακα ήταν ελλειπτικά στις περισσότερες χώρες (82,76%), ακολουθούμενα από φάρμακα για το νευρικό σύστημα και αντιμολυσματικά για συστηματική χρήση - αντιβιοτικά (79,31%) και φάρμακα για το αναπνευστικό σύστημα (75,86%).
Σε εκείνη την έρευνα, σχεδόν όλες οι χώρες που απάντησαν ανέφεραν ότι οι ελλείψεις φαρμάκων προκαλούν αγωνία και ταλαιπωρία στους ασθενείς (93,10%), διακοπή των θεραπειών (89,66% των χωρών), αυξημένες συμπληρωματικές πληρωμές, ως αποτέλεσμα πιο ακριβών και μη αποζημιούμενων από το κράτος εναλλακτικών λύσεων (72,41%) αλλά και κατώτερης αποτελεσματικότητας θεραπείες (58,62%).
«Ψάχνω επί 8 μήνες και δεν έχω καταφέρει να βρω το φάρμακό μου. Οι φαρμακοποιοί μού λένε “κάνε υπομονή, μπορεί να έρθει αλλά δε ξέρουμε πότε”» λέει στο MIIR η 25χρονη Ελευθερία που πάσχει από μια σπάνιας μορφής ραχίτιδα. «Δεν μου δίνουν καν μια εξήγηση για την αιτία, γιατί ξαφνικά σταμάτησε, μόνο ακούω ότι είναι εισαγόμενο και ότι η πολυεθνική που το παράγει δεν το έχει στείλει», προσθέτει. Ως υποκατάστατο παίρνει ένα άλλο φάρμακο, που δεν την καλύπτει πλήρως για την πάθηση, ενώ, κατόπιν συμβουλής του ενδοκρινολόγου της, έχει προσαρμόσει τη διατροφή της, για να καλύψει τις ουσίες που της λείπουν.
Η επίδραση του κορονοϊού
«Στη διάρκεια της πανδημίας, αλλά και στη μεταπανδημική εποχή, με το σύνδρομο post COVID να έχει επηρεάσει μεγάλο μέρος του πληθυσμού, αυξήθηκαν οι ανάγκες για φάρμακα και θεραπείες. Αυτό αύξησε σε κάποιον βαθμό τις ελλείψεις φαρμάκων», επισημαίνει η Ιουλία Τσέτη, διευθύνουσα σύμβουλος των φαρμακοβιομηχανιών Uni-Pharma & InterMed και γενική γραμματέας του Δ.Σ. του ΣΕΒ. Δεν αρκεί, όμως, αυτή η εξήγηση. Οπως εξηγεί η ίδια, «τα προβλήματα της εφοδιαστικής αλυσίδας και η εξάρτηση των χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης σε πρώτες ύλες από τρίτες χώρες έκαναν ακόμα πιο εκρηκτικό το πρόβλημα. Οπως και το στοιχείο ότι χώρες όπως η Ινδία και η Κίνα απαγόρευσαν την εξαγωγή πρώτων υλών για ίδιες ανάγκες τους και αυτό επέτεινε το πρόβλημα. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ακόμη ότι την ανεπάρκεια πρώτων υλών και την αύξηση του ενεργειακού κόστους ενίσχυσε ο πόλεμος στην Ουκρανία, καθώς ο (άλλοτε) πλούσιος και επαρκέστατος σιτοβολώνας της Ουκρανίας αποτελεί πρώτη ύλη για παραγωγή φαρμάκων. Δυστυχώς, η Ευρώπη είναι εξαρτημένη από τρίτες χώρες και, κάποια στιγμή, οφείλει να ανεξαρτητοποιηθεί, να αποκτήσει επάρκεια και αυτάρκεια πρώτων υλών».
Δεν φταίει μόνο ο πόλεμος
Οι βαθύτερες αιτίες του προβλήματος είναι γενικά αποτέλεσμα διαφορετικών οικονομικών, κατασκευαστικών ή κανονιστικών αιτιών, υπογραμμίζει στο MIIR η Ιλάρια Πασαράνι, γενική γραμματέας της PGEU. Η ίδια τις συνοψίζει στα εξής:
- Η ολοένα και πιο παγκοσμιοποιημένη φύση της φαρμακευτικής παραγωγής, συμπεριλαμβανομένων των Ενεργών Φαρμακευτικών Συστατικών (API), με την παραγωγή να συγκεντρώνεται σε λιγότερες τοποθεσίες που διανέμονται σε όλο τον κόσμο.
- Μετατοπίσεις στη ζήτηση, που προκύπτουν από πιο μακροπρόθεσμους παράγοντες, όπως η δημογραφική αλλαγή, αλλά και από βραχυπρόθεσμους παράγοντες, όπως η προσφορά φαρμάκων.
- Στρατηγικές τιμολόγησης, τόσο χαμηλές όσο και υψηλές, και ρυθμιστικές αλλαγές που σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να έχουν αντίκτυπο στην προσφορά.
- Eπιβολή καθορισμένων ποσοστώσεων φαρμάκων από τη φαρμακοβιομηχανία, που συχνά δεν επαρκούν σε σχέση με τις πραγματικές ανάγκες των ασθενών.
- Κατάργηση του παραδοσιακού ρόλου των χονδρεμπόρων πλήρους γραμμής, ως αποτέλεσμα των προγραμμάτων Direct to Pharmacy (DTP) σε ορισμένες αγορές.
- Κατάργηση και αναποτελεσματικότητα της υποχρέωσης τήρησης αποθεμάτων σε ορισμένες χώρες.
- Οι επιπτώσεις της δυναμικής της ευρωπαϊκής εσωτερικής αγοράς (π.χ. εξαγωγές).
Η εξάρτηση και το σημείο τριβής
Οπως προκύπτει, σε ευρωπαϊκό επίπεδο η υπερβολική εξάρτηση από έναν μικρό αριθμό προμηθευτών για ενεργά φαρμακευτικά συστατικά έχει καταστήσει δύσκολο για τους κατασκευαστές να ανταποκριθούν στην τρέχουσα ζήτηση. Η Κίνα και η Ινδία μαζί αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το 60% της προσφοράς ενεργών φαρμακευτικών συστατικών παγκοσμίως.
Την ίδια ώρα, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, οι φαρμακοβιομηχανίες φαίνεται πως έχουν μειώσει τα αποθέματα που διατηρούν στις αποθήκες τους. Οι «παράλληλες εξαγωγές» αποτελούν σημείο τριβής μεταξύ φαρμακοβιομηχάνων και φαρμακέμπορων, αφού, μέσω αυτών, οι φαρμακαποθήκες αποκομίζουν ένα μέρος των κερδών της φαρμακοβιομηχανίας. Για αυτό τον λόγο, οι πολυεθνικές εταιρείες ελέγχουν αυστηρά τις ποσότητες που δίνουν στις εγχώριες φαρμακαποθήκες, ώστε να περιορίσουν τις πιθανότητες εξαγωγής των προϊόντων τους και την απώλεια κερδών σε αναπτυγμένες αγορές με υψηλές τιμές. Ολα αυτά ωθούν όσους φαρμακοποιούς μπορούν να προμηθεύονται απευθείας φάρμακα από τις εταιρείες, οι οποίες όμως και πάλι δίνουν με το σταγονόμετρο.
Μέσα στις επόμενες εβδομάδες, η Ευρωπαία επίτροπος Υγείας, Στέλλα Κυριακίδου, θα καταθέσει τις πολυαναμενόμενες προτάσεις για την αναθεώρηση της φαρμακευτικής νομοθεσίας, ύστερα από μια μακρά περίοδο διαλόγου με τη φαρμακευτική βιομηχανία, τις αρμόδιες κρατικές αρχές, τους επαγγελματίες υγείας και εκπροσώπους ασθενών. Το νέο νομοσχέδιο, μας αναφέρει εκπρόσωπος της Κομισιόν, θα περιλαμβάνει «αυστηρότερες υποχρεώσεις προμήθειας, έγκαιρη κοινοποίηση ελλείψεων και αποσύρσεων και ενισχυμένη διαφάνεια των αποθεμάτων».
Θα επιλύσει άραγε η Ευρώπη -έστω και καθυστερημένα- ένα πρόβλημα που μοιάζει με μια δύσκολη άσκηση ισορροπίας σε έναν κλάδο με τεράστια ανταγωνιστικά συμφέροντα;
● Ολόκληρη η έρευνα μαζί με τα γραφήματα στο www.miir.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου