30 Απριλίου 2023

Μακροχρόνια ύφεση, νέες τεχνολογίες και εργασία στη ζωή των νέων - Του Λευτέρη Τσουλφίδη* (ΠΙΝΑΚΑΣ)

© Markpittimages | Dreamstime.com

Η άποψη περί παγκόσμιας μακροχρόνιας ύφεσης που βρίσκεται σε εξέλιξη ήδη από το 2008 βρίσκει ολοένα και περισσότερη αποδοχή. Γνωρίζουμε ότι τη στασιμοπληθωριστική κρίση (1965-1982) ακολούθησε οικονομική άνθηση που προέκυψε από μια σειρά πολιτικών που συμπυκνώνονται στη λέξη νεοφιλελευθερισμός. Η πεμπτουσία του οποίου είναι ο περιορισμός του παρεμβατικού ρόλου του κράτους και η λύση των όποιων οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων από την  αυθόρμητη λειτουργία των δυνάμεων της αγοράς. 

Πράγματι, από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 αρχίζει (στις ΗΠΑ αλλά και διεθνώς) η απορρύθμιση του τραπεζικού συστήματος, ακολουθούν οι πολιτικές ιδιωτικοποιήσεων, οι μειώσεις επιτοκίων που διαρκούν μέχρι πολύ πρόσφατα και βεβαίως οι πραγματικοί μισθοί είτε μειώνονται είτε υπολείπονται μακράν της αύξησης της παραγωγικότητας. Το καθένα ξεχωριστά εκ των ανωτέρω και συνδυασμένα συνέβαλαν στην αύξηση της κερδοφορίας και της οικονομικής μεγέθυνσης, χωρίς αναγκαστικά την μείωση της ανεργίας. Η ασθενής οικονομική άνθηση οδήγησε αρκετούς να μιλούν για μια «Νέα Οικονομία». «Νέα», διότι δήθεν δεν έπασχε από τις ασθένειες της παλιάς οικονομίας και αυτό χάρη στη γρήγορη διάδοση και χρήση της πληροφορίας και άρα την υποτιθέμενη θωράκιση  της οικονομίας απέναντι σε κάθε είδους κλονισμούς και κρίσεις. 

Τα πτωτικά επιτόκια συνδυαζόμενα με την πτωτική κερδοφορία ιδίως μετά το 1997 οδήγησαν στην αναζήτηση κερδών μέσω της αύξησης των τιμών των τίτλων (δηλαδή των μετοχών και ομόλογων αλλά και της κτηματαγοράς). Η κρίση εκδηλώθηκε το 2008 με τις χρεοκοπίες των επενδυτικών τραπεζών Bear Stearns και Lehman Brothers που αν μη τι άλλο έδειξαν την αλλαγή φάσης της παγκόσμιας οικονομίας. Σήμερα έχει γίνει πλέον κατανοητό ότι η αιτία της κρίσης, δηλαδή η πτωτική κερδοφορία, δεν μπορεί να επιλυθεί ή τουλάχιστον να μετατεθεί χρονικά με πολιτικές χαμηλών επιτοκίων. Η Πανδημία αρχικά και στη συνέχεια ο Πόλεμος στην Ουκρανία έχουν οδηγήσει και συνεχίζουν να οδηγούν σε αύξηση τιμών και είναι ουσιαστικά το αίτιο της αύξησης των επιτοκίων, με αποτέλεσμα σημαντικές τράπεζες (SVB, Signature, Credit Swiss) βασιζόμενες στα κέρδη από την αύξηση των τιμών των τίτλων που είχαν στην κατοχή τους να χρεοκοπήσουν.
 
Στην αλλαγή φάσης της παγκόσμιας οικονομίας η πανδημία λειτούργησε καταλυτικά και επιταχυντικά ως προς την εισαγωγή νέων τεχνολογιών, όπως π.χ. το Zoom, φαινομενικά επιπόλαιες και προσωρινές, ωστόσο επιβλήθηκαν στην διάρκεια της πανδημίας και στη συνέχεια γενικεύθηκαν αλλάζοντας άρδην την εργασιακή διαδικασία. Ειδικότερα, μειώνουν το κόστος παραγωγής μέσω αύξησης της παραγωγικότητας και απαξίωσης του κεφαλαίου (π.χ. λιγότερα γραφεία και εγκαταστάσεις). Οι μισθοί πρακτικά μειώνονται, καθώς αυξάνεται τόσο ο εργάσιμος (στο σπίτι ) χρόνος όσο και η ένταση της εργασίας ενώ η έλλειψη σχετικής νομοθεσίας και θεσμών δύναται να οδηγήσει σε απροκάλυπτη εκμετάλλευση των εργαζομένων. 

Οι νέες καινοτομίες (τεχνητή νοημοσύνη, μηχανική μάθηση, ρομποτική, βιομηχανικός αυτοματισμός, μεταξύ αρκετών άλλων) καταστρέφουν (βραχυχρόνια, τουλάχιστον) περισσότερες σταθερές και καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας από όσες δημιουργούν. Συνεπώς στη διάρκεια της τρέχουσας μακροχρόνιας ύφεσης έχουν διευρυνθεί κατά πολύ οι ανισότητες πλούτου, όπως δείχνουμε στο Σχήμα που ακολουθεί. Διαπιστώνουμε ότι το 1% του πλουσιότερου πληθυσμού στην Ελλάδα από 15% του πλούτου που είχε στην κατοχή του το 2008 το αύξησε στο 24% το 2021 ενώ αντιθέτως το φτωχότερο 50% του πληθυσμού από το 5,5% περίπου του πλούτου το 2008 το μείωσε στο -1,8%, προφανώς λόγω αυξανόμενου ιδιωτικού χρέους. Κατά πολύ λιγότερο έχουν διευρυνθεί οι εισοδηματικές ανισότητες (δεν παρουσιάζονται), ωστόσο είναι φανερό από την εξέλιξη του πλούτου ότι μεγάλο μέρος του εισοδήματος διαφεύγει της φορολογίας. 

Επισημαίνουμε ότι η γνωστή ως «μεγάλη παραίτηση» των νέων στις ΗΠΑ το 2020 και 2021, ένα κατά τη γνώμη μας υπερτονισμένο φαινόμενο που παρατηρήθηκε σε τομείς, όπως ξενοδοχεία, εμπόριο και υγειονομική περίθαλψη, και ιδίως σε χαμηλής ειδίκευσης εργασίες με χαμηλούς μισθούς και εξοντωτικές συνθήκες απασχόλησης. Στους κλάδους αυτούς ο γυναικείος πληθυσμός υπερτερεί και έχοντας να επιλέξει μεταξύ χαμηλόμισθης απασχόλησης και υψηλού κόστους παιδικής φροντίδας επιλέγει την παιδική φροντίδα. Επομένως, η λεγόμενη «μεγάλη παραίτηση» μένει να αποδειχτεί καθώς η εγκατάλειψη θέσεων εργασίας διαπιστώθηκε σε ορισμένους μόνο μήνες του 2021 (Σεπτέμβριος) και 2022 (Αύγουστος – Νοέμβριος) και οι παραιτήσεις δεν ήταν παρά μικρό ποσοστό το εκτιμούμε μεταξύ 2% και 3% του εργατικού δυναμικού. 

Στην Ελλάδα δεν φαίνεται, τουλάχιστον από τα διαθέσιμα στοιχεία, να είχαμε αντίστοιχο φαινόμενο, με εξαίρεση ίσως τις κενές θέσεις εργασίας στον αγροτικό τομέα και τον τουρισμό σε συνδυασμό με την μεγάλη ανεργία των νέων. Προφανώς οι χαμηλοί μισθοί, οι συνθήκες εργασίας μαζί με άλλους παράγοντες αποθαρρύνουν τους νέους (που θέλουν να σταδιοδρομήσουν) στην αναζήτηση απασχόλησης στους εν λόγω τομείς. Η πολύπλευρη μόρφωση και η πρόσβαση σε αυτήν είναι η άμυνα απέναντι στις αδιαμφισβήτητες εντεινόμενες εισοδηματικές ανισότητες που προκύπτουν στις συνθήκες της διάδοσης των νέων τεχνολογιών.


Ομοίως και με τη φυγή Ελλήνων νέων πτυχιούχων σε χώρες του Βορρά (γνωστή ως brain drain) προς αναζήτηση εργασίας. Οι έστω και κατά προσέγγιση αριθμοί λείπουν, ενώ τα κίνητρα πίσω από κάθε μετακίνηση δεν είναι ακριβώς τα ίδια. Ένα φαινόμενο που δεν έχει ποσοτικοποιηθεί και συνεπώς δεν μπορούμε να αποτιμήσουμε τα όποια αποτελέσματά του για την χώρα. Η συζήτηση, εν πολλοίς, είναι υποθετική και φέρνει στη μνήμη τις δεκαετίες του 1960 και 1970, τότε που οι νέοι της Ελλάδας μαζικά αναζητούσαν απασχόληση στη Δ. Γερμανία. Η έρευνα τα χρόνια εκείνα διεξαγόταν χωρίς επαρκή στοιχεία (όχι τόσο ως προς τον αριθμό των μεταναστών) και κατά κανόνα κατέληγε να γίνεται μονομερής και καταστροφολογική. Με άλλα λόγια, δεν λάμβανε υπόψη πλήθος μεταβλητών, όπως π.χ. τα εμβάσματα των μεταναστών, τόσο σημαντικά για τον ισοσκελισμό του ισοζυγίου πληρωμών και βεβαίως την ενθάρρυνση της οικοδομικής δραστηριότητας, μαζί με πολλά άλλα. Ομοίως με το brain drain καθώς, κατά τη γνώμη μας, αντισταθμίζεται, εν μέρει τουλάχιστον, από την παλινόστηση επιστημόνων (brain gain) με ένα ισοζύγιο που έχει τόσα πολλά ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που είναι δύσκολο να αποτιμηθεί, προς το παρόν τουλάχιστον. Η ποιοτικά καλή δημόσια παιδεία και η ενίσχυση της βασικής έρευνας είναι, για μια ακόμη φορά, η ασφαλής απάντηση, στα εν λόγω φαινόμενα. 

Στη διάρκεια της πανδημίας έγινε φανερό ότι ο ιδιωτικός τομέας και η αγορά, που τόσο πολύ επαινούνταν στην περίοδο του νεοφιλελευθερισμού, αποδείχτηκαν περισσότερο μέρος του προβλήματος παρά η λύση του. Αντίθετα, ο δημόσιος τομέας κλήθηκε να δώσει απαντήσεις σε επείγοντα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα, όπως αυτά που προέκυψαν στην πανδημία και στη συνεχιζόμενη μακροχρόνια ύφεση. Ενώ ο περιορισμός του δημόσιου τομέα, όπως π.χ. με την ιδιωτικοποίηση των σιδηροδρόμων ανέδειξε με τρόπο τραγικό την αναγκαιότητά του. Γενικότερα, ο δημόσιος τομέας είναι ζωτικής σημασίας για την αντιμετώπιση κρίσιμων ζητημάτων, όπως η ασφάλεια των συγκοινωνιών, η δημόσια υγεία, η δημόσια παιδεία, η μείωση των  ανισοτήτων, το  περιβάλλον, μεταξύ άλλων.
 
Δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι στο εγγύς μέλλον οι νέες τεχνολογίες θα οδηγήσουν σε θεαματική αύξηση της παραγωγικότητας καθιστώντας εφικτή τη μείωση της απασχόλησης ανά εργαζόμενο. Ωστόσο, η αύξηση της παραγωγικότητας θα είναι δυνατή εφόσον συνοδεύεται από θεσμικές αλλαγές μεγάλης πνοής που θα αλλάζουν την κοινωνία με τρόπο που να λειτουργεί υπέρ της μεγάλης πλειοψηφίας του πληθυσμού, πράγμα που συνεπάγεται εγρήγορση και διεκδικητικό κίνημα που να γνωρίζει τα νέα δεδομένα και τα όρια εντός των οποίων μπορεί να κινηθεί. 

* Καθηγητής Οικονομικών Πανεπιστημίου Μακεδονίας

ΠΗΓΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου