EUROKINISSI/ΤΑΤΙΑΝΑ ΜΠΟΛΑΡΗ |
Το πρόσφατο μήνυμα της επιλογής διευθυντών σχολικών μονάδων ήταν σαφές: Βασικό κριτήριο στην επιλογή στελεχών εκπαίδευσης είναι η υποταγή στους κυβερνητικούς σχεδιασμούς, σε μια περίοδο που το σύνολο των εκπαιδευτικών βιώνει τις πρωτοφανείς σε βαθμό αντιδραστικότητας αλλαγές στην εκπαίδευση που προωθεί η κυβέρνηση της Ν.Δ.
Ο στόχος της υπουργού Παιδείας στο πλαίσιο του διοικητικού μηχανισμού της εκπαίδευσης είναι η τοποθέτηση οικονομικού διευθυντή-μάνατζερ που θα πριμοδοτήσει το άνοιγμα του σχολείου σε επιχειρηματικές δραστηριότητες και τη διαπλοκή του με την «ελεύθερη» αγορά.
Στο πλαίσιο μιας ψευδώνυμης αποκέντρωσης οι νέοι διευθυντές επωμίζονται τον νέο ρόλο των διευθυντών-μάνατζερ στο «νέο»-φτωχό «δημόσιο» σχολείο των ιδιωτικοοικονομικών κριτηρίων, ενώ παράλληλα ωθούνται να μετατραπούν σε μάνατζερ-διαχειριστές που θα είναι υποχρεωμένοι ν' αναζητούν πηγές χρηματοδότησης για τη λειτουργία του σχολείου.
Στόχος είναι η θεσμική μετεξέλιξη του διευθυντή από τον παλιό γραφειοκράτη διευθυντή σε έναν «δυναμικό άρχοντα-μάνατζερ», ο οποίος θα αναζητά πόρους και θα λειτουργεί ως φορέας προώθησης της νέας κουλτούρας επιχειρηματικού πνεύματος, καινοτόμων δράσεων και διασύνδεσης «του σχολείου του» με την τοπική αγορά.
Νέου τύπου εξουσία
Μια τέτοια λειτουργία του διευθυντή θα εναρμονίζεται με τη νέα μορφή «αυτοαξιολόγησης σχολικών μονάδων» που έχει θεσμοθετήσει το υπουργείο, αφού, μέσα από τη διαδικασία αξιολόγησης που προβλέπεται, τα σχολεία θα λειτουργούν ως «αυτονομημένες μονάδες», οι οποίες θα ανταγωνίζονται η μία την άλλη στην επίδειξη καλών σχολικών αποτελεσμάτων, καινοτομικών δράσεων και πρακτικών, ανεύρεσης πόρων και, τέλος, προσέλκυσης πελατών (μαθητών). Μιλάμε για την «κατασκευή» ενός αυταρχικού και ιεραρχικού διοικητικού μηχανισμού της εκπαίδευσης, πλήρως ελεγχόμενου, που δεν υλοποιεί απλά και μόνο την κυβερνητική πολιτική, αλλά λειτουργεί ως μηχανισμός επιτήρησης, αυταρχικού ελέγχου και χειραγώγησης των εκπαιδευτικών στη βάση των πελατειακών σχέσεων και του ρουσφετιού.
Το μάνατζμεντ αντιπροσωπεύει την εισαγωγή ενός νέου τύπου εξουσίας στην εκπαίδευση (και σε όλο τον δημόσιο τομέα), είναι μια «μετασχηματιστική δύναμη». Παίζει ρόλο-κλειδί στην αποδυνάμωση και τη διάλυση συλλογικών συστημάτων λήψης αποφάσεων στα σχολεία και την αντικατάστασή τους με επιχειρηματικά-ανταγωνιστικά.
Σύμφωνα με την έκθεση του Stephen Ball και της Deborah Youdell του Ινστιτούτου της Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου του Λονδίνου («Η κρυφή ιδιωτικοποίηση στη δημόσια εκπαίδευση»), το μάνατζμεντ απόδοσης και ο ανταγωνισμός μεταξύ σχολικών μονάδων (ή Πανεπιστημίων) έχουν πολλών ειδών επιπτώσεις στις σχέσεις, τόσο τις διαπροσωπικές όσο και μεταξύ των ρόλων (κάθετων και οριζόντιων) των εκπαιδευτικών στα σχολεία: πιο συγκεκριμένα, εντατικοποίηση της εργασίας, εργασιακό στρες και, βέβαια, μεταβολές στις σχέσεις του εκπαιδευτικού προσωπικού.
Οι σχέσεις των εκπαιδευτικών με τη διοίκηση εξατομικεύονται, καθώς μειώνονται οι ευκαιρίες συγκρότησης συναδελφικών κοινοτήτων. Το νέο δημόσιο μάνατζμεντ και οι πρακτικές οι οποίες το συγκροτούν προκαλούν αύξηση της παραγωγής διοικητικών εγγράφων και εκθέσεων, καθώς και της χρήσης των συγκεκριμένων εργαλείων για τη δημιουργία αποδοτικών και συγκρίσιμων συστημάτων πληροφόρησης.
Αυτό έχει συνέπεια τόσο την αύξηση της επιτήρησης του έργου και των αποτελεσμάτων των εκπαιδευτικών όσο και ένα διευρυνόμενο χάσμα που αφορά τις αξίες, τους σκοπούς και τις οπτικές μεταξύ του διευθυντικού προσωπικού, από τη μια πλευρά, το οποίο ενδιαφέρεται πρωταρχικά για τη διαχείριση των εντυπώσεων, και, από την άλλη πλευρά, του διδακτικού προσωπικού, που ενδιαφέρεται πρωταρχικά για την υλοποίηση του αναλυτικού προγράμματος, τον έλεγχο της σχολικής τάξης, τις ανάγκες των μαθητών και την τήρηση αρχείων.
Απομνημόνευση
Οι πιέσεις του ανταγωνισμού μπορούν, επίσης, να επηρεάσουν τις μορφές της παιδαγωγικής οι οποίες χρησιμοποιούνται στην τάξη, δίνοντας όλο και μεγαλύτερη έμφαση στη «διδασκαλία για τις εξετάσεις» μέσω της μηχανικής απομνημόνευσης και της επανάληψης. Τα σχολεία ωθούνται να εισαγάγουν την προπαρασκευή των μαθητών σε δεξιότητες γραπτών διαγωνισμάτων και εξετάσεων, καθώς και μαθήματα εξάσκησης σε εξετάσεις.
Η εμπειρία της σχολικής τάξης που βιώνει ο μαθητής στενεύει και μειώνεται, ενώ ο εκπαιδευτικός γίνεται όλο και πιο εξαρτημένος από προσχεδιασμένα υλικά «στεγανά από τον εκπαιδευτικό», προκατασκευασμένα κρατικά προγράμματα, σχέδια αναλυτικών προγραμμάτων τα οποία ελέγχουν τον ρυθμό της διδασκαλίας και κατευθυντικές διδακτικές μεθόδους.
Η εξαγωγή συμπερασμάτων από στοιχεία ερευνών σχετικά με την ικανοποίηση και το ηθικό των εκπαιδευτικών θα έδειχνε ότι οι επιπτώσεις και οι αλλαγές οι οποίες περιγράφονται εδώ πρόκειται να έχουν αρνητικές συνέπειες. Μια πτώση στα επίπεδα ικανοποίησης και ηθικού των εκπαιδευτικών έχει, με τη σειρά της, συνέπειες για την πρόσληψη και τη συγκράτησή τους στο σχολείο.
Ερευνες πάνω στην ικανοποίηση των εκπαιδευτικών έχουν επανειλημμένα βρει ότι, ενώ ο μισθός δεν είναι μεγάλης σημασίας παράγοντας για την παραγωγή υψηλών επιπέδων ικανοποίησης, οι συνθήκες εργασίας, η εμπλοκή στη λήψη αποφάσεων και οι καλές σχέσεις με τη «διοίκηση» είναι. Ολοι αυτοί οι παράγοντες απειλούνται ή μειώνεται η σημασία τους από τα αποτελέσματα του συνδυασμού του ανταγωνισμού, του νέου διοικητισμού και της λογοδοσίας σε κρίσιμα ζητήματα.
Οι μορφές ιδιωτικοποίησης στην εκπαίδευση έχουν προκαλέσει τον επαναπροσδιορισμό των εργασιακών σχέσεων και των συνθηκών απασχόλησης. Αυτό συνοδεύεται από συναφείς περιορισμούς του ρόλου των εκπαιδευτικών σωματείων και υποβαθμίζει τις συλλογικές διαπραγματεύσεις και τις συμφωνίες απασχόλησης.
Συγκεκριμένα, το νέο μάνατζμεντ εισάγει και παρακολουθεί την επιτυχία στόχων απόδοσης, ενώ η εργασία των εκπαιδευτικών εξατομικεύεται και, συγχρόνως, υπόκειται σε μορφές μέτρησης αποτελεσμάτων. Τα μέτρα αποτίμησης της απόδοσης με βάση τα αποτελέσματα δημιουργούν τις συνθήκες για την εισαγωγή συμβάσεων απασχόλησης και αμοιβής συνδεδεμένων με την απόδοση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου