Το πρόταγμα της Πρωτομαγιάς του 1886 για τον επιμερισμό του χρόνου του εργαζόμενου στα τρία οκτάωρα -εργασίας, αναψυχής και ύπνου- απέχει πολύ από το συνεχές βασανιστικό εικοσιτετράωρο της Αμίνα, εκείνο του άγχους, της αναγκαστικής απραγίας, του ταραγμένου ύπνου.
Η Αμίνα, διωκόμενη από το Ιράκ, κατάφερε να καταθέσει με πολλές δυσκολίες πριν από τρεις μήνες το αίτημα ασύλου της στην Ελλάδα. Φτάνει πάντα καθυστερημένη στα πρωινά ραντεβού της με μένα, τον δικηγόρο της. «Με παίρνει ο ύπνος», μου λέει, «με πιάνει αργά το χάπι για να κοιμηθώ».
Η Αμίνα θεωρείται μάλλον τυχερή, αφού δεν είναι άστεγη και δεν βρίσκεται σε κέντρο κράτησης ή υποδοχής. Εκτός από δικηγόρο, υποστηρίζεται ακόμα από ψυχίατρο, ψυχολόγο, κοινωνικό λειτουργό και διερμηνέα. Το βασικό της αίτημα, που επαναλαμβάνει συνεχώς, είναι να βρει δουλειά. Ο δικηγόρος τής εξηγεί την απαγόρευση νόμιμης εργασίας πριν από την πάροδο εξαμήνου από την υποβολή του αιτήματος ασύλου της, η κοινωνική λειτουργός την υψηλή ανεργία στη χώρα, η ψυχολόγος πώς να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα αυτή, ο ψυχίατρος της χορηγεί γι’ αυτό φάρμακα, η διερμηνέας πασχίζει να μας συνδέσει στην προσπάθεια να επικοινωνήσουμε.
Επιπλέον, ο δικηγόρος τη συμβουλεύει ότι κατά τη διάρκεια της συνέντευξής της με τις Αρχές, για να αναγνωριστεί πρόσφυγας, θα ήταν μοιραίο λάθος να προτάξει το αίτημά της να δουλέψει και να προσφέρει στην κοινωνία, όπως η ίδια αναφέρει, λάμποντας έστω για λίγο το πρόσωπό της. Της εξηγεί πως έτσι δεν θα έπειθε ως πρόσφυγας, ενώ, αντίθετα, αν επικεντρωνόταν στις διώξεις και στα βασανιστήρια που υπέστη στη χώρα της θα είχε περισσότερες πιθανότητες να πετύχει τον στόχο της. Ετσι συμβαίνει το εξής παράδοξο: η ίδια προτάσσει την εργασία και την προσφορά στην κοινωνία ως σκοπό ζωής της κατά τη φροϊδική ρήση: «Οι δύο ακρογωνιαίοι λίθοι της ευτυχίας: αγάπη και εργασία», ενώ ο κρατικός μηχανισμός, μεταξύ άλλων, της αποστερεί αυτήν τη δυνατότητα, εξαναγκάζοντάς την σε μια δυστυχισμένη ζωή. Ο ίδιος μηχανισμός μόνος του ή συνεπικουρούμενος από διακρατικούς ή μη κρατικούς οργανισμούς δίνει δουλειά σε επαγγελματίες ψυχικής υγείας και νομικούς, για να μάθει η Αμίνα να αντέχει όσα της έχει στο μεταξύ επιβάλει το κράτος. Επίσης, να τη «θεραπεύει», όταν επανατραυματίζεται στη διαδικασία ασύλου, καθώς υποχρεούται στη διαδικασία αναγνώρισής της ως πρόσφυγα να ανακαλεί και να εκθέτει όσα πέρασε στη χώρα της.
Το πρόταγμα της Πρωτομαγιάς του 1886 για τον επιμερισμό του χρόνου του εργαζόμενου στα τρία οκτάωρα -εργασίας, αναψυχής και ύπνου- απέχει πολύ από το συνεχές βασανιστικό εικοσιτετράωρο της Αμίνα, εκείνο του άγχους, της αναγκαστικής απραγίας, του ταραγμένου ύπνου. Αν είναι τυχερή στο μέλλον, ίσως προβάλει κι εκείνη, αφού περάσει από το στάδιο των άθλιων συνθηκών εργασίας και του χαμηλού μισθού χωρίς ασφαλιστική κάλυψη, ό,τι και οι συνάδελφοί της κοντά ενάμιση αιώνα πριν. Αφού βεβαίως περάσει από πολλαπλές τελετουργίες διάβασης κατά Γκένεπ για να καταφέρει, αν ποτέ καταφέρει, να αποδείξει ότι της αξίζει να εργάζεται, όπως οι προνομιούχοι του οκταώρου, όπως η ομάδα που την υποστήριξε κάποτε.
Είναι η ομάδα των επαγγελματιών του ανθρωπιστικού πεδίου, που έχουμε κληθεί, εκτός άλλων, να διαχειριστούμε την παρανοϊκή συνθήκη κατακερματισμένων ψυχικά ανθρώπων, όπως η Αμίνα, εκείνη του εγκλεισμού σε κέντρα κράτησης ή υποδοχής, της επισφάλειας των πόλεων, της εξαθλίωσης, της υποχρέωσης στην αναγκαστική απραγία σε συνθήκες πείνας. Ακόμα και αν στην πλειονότητά μας έχουμε κατακτήσει τα τρία οκτάωρα της Πρωτομαγιάς του 1886, ζούμε, συνειδητοποιώντας το ή μη, αυτήν την παράλογη συνθήκη, προσπαθώντας με τον έναν ή τον άλλον τρόπο να μη μας συνθλίψει, αν δεν το έχει κάνει ήδη. Παράλογη συνθήκη, γιατί καλείται να αποστερήσει από τους ανθρώπους αυτούς, εκτός από την ελευθερία, την εργασία, ως μέσον ένταξης στον κοινωνικό ιστό, ως θεραπεία στα όσα υπέστησαν στην πατρίδα τους - και όχι μόνον. Παράλογη, γιατί μας βάζει να στηρίξουμε ανθρώπους να αντέχουν τη δυστυχία τους που ο ίδιος ο κρατικός μηχανισμός επιβάλλει. Οργανα, αναγκαστικά, ενός συστηματικού ελέγχου και καταστολής, αλλά και ταυτόχρονα δημιουργοί ρηγμάτων του, ας συνειδητοποιήσουμε τι ακριβώς συμβαίνει. Ας ενώσουμε όλες και όλοι τις φωνές μας για να διεκδικήσουμε το αντίδοτο της δυστυχίας. Γιατί, όπως είχε γράψει το 1843 ο Μαρξ, «η λογική υπήρχε πάντα, αλλά όχι πάντα σε λογική μορφή».
* Δικηγόρος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου