Το εν λόγω δημοσίευμα της «Εφ.Συν.» |
Με άλλη μία αγωγή SLAPP κατά του Τύπου, αυτή τη φορά εναντίον της «Εφ.Συν.» και του δημοσιογράφου Δημήτρη Αγγελίδη, ο δικηγόρος Αλέξης Κούγιας επιδιώκει να εκφοβίσει, να ελέγξει και να φιμώσει μέσα ενημέρωσης και δημοσιογράφους που καλύπτουν πολύκροτες υποθέσεις και δίκες δημόσιου ενδιαφέροντος στις οποίες εμπλέκεται ως συνήγορος.
Η αγωγή δικάζεται την Πέμπτη 4 Μαΐου, στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών (Δικαστήρια Ευελπίδων, ΠΡΟΚΑΤ αίθουσα 3, 9 π.μ.), ύστερα από αναβολή που ζήτησε ο ίδιος ο ποινικολόγος επικαλούμενος κώλυμα λόγω της παρουσίας του σε άλλη δίκη. Με αφορμή την αγωγή του Αλ. Κούγια, τοποθετούνται με παρεμβάσεις τους σήμερα στην «Εφ.Συν.» για τις αγωγές SLAPP κατά δημοσιογράφων ο Ξενοφών Κοντιάδης, καθηγητής Δημοσίου Δικαίου και δικηγόρος, η Ιφιγένεια Καμτσίδου, αν. καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου στο ΑΠΘ, ο Θανάσης Καμπαγιάννης, δικηγόρος, και ο Γιώργος Πλειός, καθηγητής στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του ΕΚΠΑ.
Ο Αλ. Κούγιας διεκδικεί 30.000 ευρώ από τον δημοσιογράφο και άλλα τόσα από την εφημερίδα, ισχυριζόμενος ότι είναι υβριστικό, δυσφημιστικό και συκοφαντικό δημοσίευμα στο πλαίσιο της δημοσιογραφικής κάλυψης της δίκης Λιγνάδη. Εναντίον του δημοσιογράφου έχει υποβάλει και μήνυση, η οποία έχει προσδιοριστεί να δικαστεί στις 6 Δεκεμβρίου στο Ι’ Τριμελές Πρωτοδικείο Αθηνών.
Το δημοσίευμα («Κρεσέντο χυδαιότητας από την υπεράσπιση Λιγνάδη», 12/4/2022) καταγράφει τον λόγο και την παρουσία του συνηγόρου υπεράσπισης στο ακροατήριο, αποκαλύπτοντας και σχολιάζοντας την οξύτητα των δημόσιων παρεμβάσεών του εναντίον ευάλωτων κοινωνικών ομάδων που προστατεύονται από τον νόμο.
Ο κ. Κούγιας, που αποτελεί ιδιαίτερα προβεβλημένο δημόσιο πρόσωπο και απασχολεί συχνά την επικαιρότητα με τον ακραίο λόγο και την ακραία συμπεριφορά του, φαίνεται πως διεκδικεί να βρίσκεται υπεράνω κριτικής και δημοσιογραφικού σχολιασμού, με σκοπό να συνεχίσει ανενόχλητος να προκαλεί και να καταφέρεται εναντίον ατόμων και κοινωνικών ομάδων, όπως τον εξυπηρετεί κάθε φορά. Τόσο μέσα στις δικαστικές αίθουσες όσο και με αλλεπάλληλα δελτία Τύπου και τηλεοπτικές εμφανίσεις έχει στραφεί με ανοίκεια οξύτητα εναντίον διαδίκων, μαρτύρων, δικηγόρων, κοινωνικών ομάδων και δημοσιογράφων, ενώ έχει στοχοποιήσει με ιδιαίτερη επιμονή δημοσιογράφους της «Εφ.Συν.» και άλλων μέσων που αποκάλυψαν πτυχές της υπόθεσης Λιγνάδη ή κάλυψαν τη δίκη, μέσω μιας πρωτοφανούς βιομηχανίας προσβολών και απειλών για μηνύσεις και αγωγές.
Για πρώτη φορά στην ιστορία του συνδικαλιστικού οργάνου των δημοσιογράφων, το Εποπτικό Οργανο Δεοντολογίας της ΕΣΗΕΑ έχει απευθυνθεί στον Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών (ΔΣΑ), ζητώντας να πάρει μέτρα για την προστασία των δημοσιογράφων και της ενημέρωσης, ενώ το Δ.Σ. της ΕΣΗΕΑ έχει επανειλημμένα διαμαρτυρηθεί στον ΔΣΑ για τη συμπεριφορά του δικηγόρου κατά λειτουργών του Τύπου.
Αλλωστε, το Πειθαρχικό του ΔΣΑ συνεδρίασε στα τέλη Ιανουαρίου με υπόλογο τον κ. Κούγια ύστερα από αναφορά του Σωματείου Υποστήριξης Διεμφυλικών για τρανσφοβικές και ομοφοβικές δηλώσεις του στο πλαίσιο της δίκης Λιγνάδη, κάνοντας λόγο για «απαράδεκτες, χυδαίες, προσβλητικές και ρατσιστικού περιεχομένου δηλώσεις». Αλλη αναφορά έχουν υποβάλει από κοινού στον ΔΣΑ o επιστημονικός φορέας για την ψυχική υγεία των ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων ORLANDO LGBT+ και οκτώ δημοσιογράφοι από τέσσερα μέσα («Αntivirus», «Lifo», «Kontra», «Εφ.Συν.»), ενώ αυτεπάγγελτη εισαγγελική έρευνα κατά του ποινικολόγου έχει διατάξει και ο εισαγγελέας Ρατσιστικής Βίας, ύστερα από αναφορά της οργάνωσης Ελληνικό Παρατηρητήριο των Συμφωνιών του Ελσίνκι προς την Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών.
Τη στήριξή της προς την «Εφ.Συν.» και τον δημοσιογράφο της έχει εκφράσει με ανακοίνωσή της η ΕΣΗΕΑ. Σημειώνει: «Το Δ.Σ. της ΕΣΗΕΑ έχει επανειλημμένα επισημάνει και καταδικάσει τις απόπειρες του δικηγόρου Αλέξη Κούγια να στοχοποιήσει δημοσιογράφους που ερευνούν ή καλύπτουν δικαστικές υποθέσεις δημοσίου ενδιαφέροντος, εξαπολύοντας μια πρωτοφανή βιομηχανία προσωπικών χαρακτηρισμών, απειλών, μηνύσεων και αγωγών. […] Η ΕΣΗΕΑ καταγγέλλει την απόπειρα φίμωσης του Τύπου μέσω εξοντωτικών αγωγών και υπενθυμίζει το συνταγματικά κατοχυρωμένο αγαθό της ελευθεροτυπίας και το καθήκον των δημοσιογράφων να ενημερώνουν για τα πραγματικά γεγονότα με προσήλωση στις αρχές του Κώδικα Δεοντολογίας του δημοσιογραφικού επαγγέλματος [...]».
Ανακοίνωση έχει εκδώσει και το Διεθνές Ινστιτούτο Τύπου (International Press Institute), που έχει καταγράψει με μελανά χρώματα την επιδεινούμενη κατάσταση της ελευθεροτυπίας στην Ελλάδα. Κάνει λόγο για «ανησυχητική για την ελευθερία του Τύπου νομική δίωξη κατά της “Εφ.Συν.” και του δημοσιογράφου της» και σημειώνει ότι «διεθνείς οργανώσεις για την ελευθερία του Τύπου ισχυρίζονται πως οι μηνύσεις έχουν όλα τα εμβληματικά χαρακτηριστικά των SLAPP και φαίνεται πως στοχεύουν στη φίμωση της κριτικής αλλά θεμιτής ενημέρωσης για θέμα δημοσίου συμφέροντος».
Την απόσυρση της αγωγής Κούγια κατά της εφημερίδας και του δημοσιογράφου της έχει ζητήσει και το ΜέΡΑ25, καταγγέλλοντας «την απόπειρα φίμωσης του Τύπου» και σημειώνοντας ότι στην Ε.Ε. «δρομολογούνται οδηγίες για αντι-SLAPP νομοθεσία».
Δικηγορικός λόγος και αγωγές SLAPP
Οι «πολύκροτες δίκες» με μεγάλο δημόσιο ενδιαφέρον θέτουν πολλαπλά ζητήματα ελευθερίας της έκφρασης. Η ελευθεροτυπία και το δικαίωμα ενημέρωσης του κοινού και η ελευθερία του δικηγορικού λόγου αποτελούν διακριτές αλλά αλληλένδετες και ενίοτε ανταγωνιστικές όψεις του δικαιώματος.
Η δημοσιογραφική κάλυψη μιας δίκης σε υποθέσεις που αφορούν το ευρύ κοινό επιτρέπει την κριτική τόσο των αποφάσεων όσο και των δικηγορικών χειρισμών. Μια ποινική δίκη σε σχέση με μια συνταγματική διαφορά έχει μια ιδιαιτερότητα στον τρόπο προσέγγισης: Το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου δεν δεσμεύει τον δημοσιογράφο όπως τις δημόσιες αρχές, όμως θέτει ζητήματα δεοντολογίας.
Αντίστοιχα ο δικηγορικός λόγος που εκφέρεται εκτός της δικαστικής αίθουσας πάνω σε θέματα που απασχόλησαν μια δίκη αποτελεί ιδεατά μέσο υπεράσπισης του κατηγορούμενου. Ακόμα και στις ΗΠΑ όπου η συνταγματική προστασία της ελευθερίας του λόγου είναι ιδιαίτερα αυξημένη, ο δικηγόρος υπόκειται σε αυστηρούς περιορισμούς τόσο εντός όσο και εκτός της αίθουσας του δικαστηρίου.
Ο δικηγόρος που χρησιμοποιεί τα ΜΜΕ για να υπερασπιστεί τον πελάτη του θεωρείται δημόσιο πρόσωπο; Η απάντηση είναι θετική. Καθίσταται δημόσιο πρόσωπο όσον αφορά τους χειρισμούς του στη συγκεκριμένη υπόθεση και οφείλει να ανέχεται τις αξιολογικές κρίσεις και την έντονη κριτική. Αυτό δεν αποκλείει την πιθανότητα ένας δικηγόρος να αποτελεί πλήρους εμβέλειας δημόσιο πρόσωπο, ανάλογα με τον τρόπο που χειρίζεται τη δημόσια εικόνα του.
Τι συμβαίνει όμως όταν ένας δικηγόρος στρέφεται με αγωγές δυσφήμησης ενάντια στους δημοσιογράφους που του ασκούν κριτική; Οι αγωγές αυτές είναι SLAPP, καθώς κατατίθενται από ισχυρά πρόσωπα εναντίον δημοσιογράφων σχετικά με ζητήματα δημοσίου ενδιαφέροντος, αποσκοπώντας στον εκφοβισμό και στη φίμωση μέσω επαπειλούμενων αποζημιώσεων που επιδιώκουν την προληπτική λογοκρισία. Η απειλή είναι μεγαλύτερη όταν οι αγωγές ασκούνται από προβεβλημένους δικηγόρους. Οσο γνωστότερος είναι ο δικηγόρος τόσο μεγαλύτερος είναι ο εκφοβισμός που μπορεί να ασκήσει.
Είναι πια καιρός οι δικαστές, χρησιμοποιώντας τα κριτήρια που απορρέουν από το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ για τις αξιολογικές κρίσεις, τα θέματα δημοσίου ενδιαφέροντος και τα δημόσια πρόσωπα, να διαμορφώσουν μια σταθερή-πάγια νομολογία αναχαίτισης των αγωγών SLAPP.
* Καθηγητής Δημοσίου Δικαίου-Δικηγόρος
Οι ελευθερίες της έκφρασης και του Τύπου προστατεύονται
Η ποινική δίωξη δημοσιογράφων που με δημοσιεύματά τους αναφέρθηκαν σε υποθέσεις με ευρύτατο κοινωνικοπολιτικό ενδιαφέρον γεννά έντονο προβληματισμό σχετικά με την προστασία των ελευθεριών της έκφρασης και του Τύπου.
Οι παραπάνω ελευθερίες και η άρρηκτα συνδεόμενη με αυτές ελεύθερη δημοσιογραφία προστατεύονται από το ελληνικό Σύνταγμα, την ΕΣΔΑ και άλλες διεθνείς συμβάσεις, τόσο ως αμυντικές εξουσίες των φορέων τους όσο και ως θεσμικές εγγυήσεις, δηλαδή ως παράμετροι της ομαλής λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Γίνεται, λοιπόν, ομόφωνα δεκτό ότι ο δημοσιογράφος δικαιούται να δημοσιεύει πληροφορίες που στενοχωρούν κάποιο συμπολίτη του και ότι νομιμοποιείται να ασκεί ακόμη και οξύτατη κριτική, προκειμένου να καταδείξει τις κοινωνικές συνέπειες στάσεων και συμπεριφορών. Όταν μάλιστα η κριτική απευθύνεται σε δημόσια πρόσωπα, το εύρος ελέγχου που ασκούν οι παράγοντες του Τύπου είναι εκτεταμένο. Έτσι, η δημοσίευση ειδήσεων ή κρίσεων που είναι αναγκαίες για την πληροφόρηση και ενημέρωση του κοινού σχετικά με τις πράξεις προσώπου που ασκεί δραστηριότητα με σημαντική κοινωνική διάσταση, δεν συνιστά άδικη πράξη (ΠΚ 367). Με άλλα λόγια, η στάθμιση των ελευθεριών της έκφρασης και του Τύπου με το δικαίωμα στην προσωπικότητα, αποβαίνει υπέρ των πρώτων, επειδή η προστασία τους συμβάλλει στην διαφύλαξη ύψιστων πολιτειακών και κοινωνικών αγαθών, επειδή αποτελεί σπουδαιότατο «συμφέρον μιας δημοκρατικής κοινωνίας να επιτρέπει στον Τύπο να επιτελεί τον αναγκαίο ρόλο του ως σκυλί- φύλακας» (ΕΔΔΑ, July και SARL Libιration κατά Γαλλίας, 14 Φεβρουαρίου 2008).
* αν. καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου στο ΑΠΘ
Το δικηγορικό λειτούργημα υπερασπίζεται
τη δημοσιογραφία, δεν τη φιμώνει
Η δημοσιότητα αποτελεί συστατικό στοιχείο της νομιμότητας των δικαστικών αποφάσεων και νομιμοποίησης της δικαστικής εξουσίας που τις εκδίδει. Ειδικά στις πολύκροτες δίκες, η παρουσία δημοσιογράφων αποτελεί αναγκαία έκφανση της αρχής της δημοσιότητας, καθώς διευκολύνει την παρακολούθηση των τεκταινομένων από πολίτες που δεν δύνανται να βρίσκονται στο ακροατήριο ως κοινό, και ως εκ τούτου θα πρέπει να διευκολύνεται, ενώ κάθε απόπειρα περιορισμού της θα πρέπει να αντιμετωπίζεται με εξαιρετική επιφύλαξη.
Εν προκειμένω, η υποβολή αγωγής από δικηγόρο κατά δημοσιογράφου για την κάλυψη πολύκροτης δίκης, πριν ακόμα υπεισέλθουμε στο περιεχόμενό της, έχει ως έμμεση συνέπεια την παρεμπόδιση της δημοσιότητας, καθώς, στο άκουσμά της και μόνο, ο δημοσιογράφος εσωτερικεύει τον κίνδυνο δίωξής του και οδηγείται σε αυτολογοκρισία (το γνωστό κατά τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ως chilling effect, δλδ. αποτρεπτικό αποτέλεσμα). Θα πρέπει λοιπόν να στοιχειοθετείται πέραν πάσης αμφιβολίας η ύπαρξη ψευδούς γεγονότος στο επίδικο δημοσίευμα και η εν γνώσει του εναγόμενου δημοσιογράφου διασπορά του. Από το περιεχόμενο και μόνο του δημοσιευθέντος εξωδίκου που επιδόθηκε στον εναγόμενο δημοσιογράφο της «Εφημερίδας των Συντακτών» Δημήτρη Αγγελίδη για το από 12/4/2022 δημοσίευμά του, προκύπτει ότι ο ενάγων δικηγόρος δεν αμφισβητεί σε τίποτα το γνήσιο και αληθές των μεταφερόμενων λόγων του, παρά μόνο διαμαρτύρεται για τις αξιολογικές κρίσεις του δημοσιογράφου επ’ αυτών. Το γεγονός αυτό και μόνο είναι αρκετό για να υποθέσουμε την τύχη της αγωγής και βέβαια για να δηλώσουμε την αλληλεγγύη μας στον Δημήτρη Αγγελίδη και την «Εφημερίδα των Συντακτών».
Αν κάτι πρέπει να τονιστεί, από αφορμή τη συγκεκριμένη υπόθεση, είναι η υποχρέωση άσκησης του δικηγορικού λειτουργήματος στα πλαίσια του Κώδικα Δικηγόρων, του Κώδικα Δεοντολογίας και των νόμων, που ρητά απαγορεύουν την εξευτελιστική και ταπεινωτική μεταχείριση, τον ρατσισμό, τον σεξισμό και την ομοφοβία, καθώς και η ανάγκη για πειθαρχικό κολασμό τέτοιων φαινομένων από πλευράς των οργάνων του δικηγορικού σώματος, όταν αυτά εκδηλώνονται.
* Δικηγόρος, τ. μέλος του Δ.Σ. του ΔΣΑ με την «Εναλλακτική Παρέμβαση - Δικηγορική Ανατροπή»
Eίναι αναφαίρετο δικαίωμα
Η εκφορά γνώμης για τις πράξεις ή παραλείψεις κάποιου, ιδιαίτερα αν είναι γνωστός/ή, είναι δικαίωμα κάθε πολίτη, πολλώ δε μάλλον ενός καταξιωμένου μέσου/δημοσιογράφου. Κι αυτό είναι γνωστό ιδιαίτερα στους νομικούς. Η καταξίωση δε του εκφέροντος γνώμη δημοσιογράφου δεν είναι αφηρημένη αλλά προέρχεται και από τη διατύπωση παρόμοιων γνωμών.
Συνηθίζεται, δε, για πρόσωπα που περιβάλλονται από εκτενή δημοσιότητα να επιδεικνύεται μεγαλύτερη ανοχή όταν τους ασκείται δημόσια κριτική, ακόμα και αν είναι ιδιαίτερα αυστηρή εφόσον αφορά τη δημόσια δραστηριότητά τους. Κατά τη γνώμη μου, αν ένα πρόσωπο που είναι πολύ γνωστό διώκει νομικά δημοσιογράφους που τηρούν επικριτική στάση απέναντί του, τότε εξ αντικειμένου επιδιώκεται ακόμα μεγαλύτερη δημοσιότητα προς αυτό ή ευνοϊκή έκβαση άλλης υπόθεσης στην οποία εμπλέκεται, είτε, τέλος, να μην προκαλείται αμφισβήτηση της φήμης του. Ωστόσο, η εκφορά γνώμης είναι δικαίωμα καθενός/μιάς και ιδιαίτερα του δημοσιογράφου, ανεξαρτήτως του αποτελέσματος που προκαλεί. Αυτό που δεν είναι παραδεκτό είναι η παράθεση ανυπόστατων γεγονότων, όχι μη αποδεκτών κρίσεων.
Τέλος, σημειώνω ότι το τελευταίο διάστημα έχει διογκωθεί το φαινόμενο των καταχρηστικών αγωγών (SLAPP) οι οποίες οδηγούν στον περιορισμό της δημοσιογραφικής δραστηριότητας και κατά συνέπεια στην έμμεση άσκηση λογοκρισίας.
Ο περιορισμός του φαινομένου βρίσκεται στο επίκεντρο προσπαθειών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, με το European Media Freedom Act, καθώς και παλιότερη οδηγία και σύσταση, που στοχεύουν να περιοριστεί ο αριθμός των διώξεων εναντίον δημοσιογράφων για λόγους που έχουν να κάνουν με την άσκηση του επαγγέλματός τους.
* Καθηγητής στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου