Η υπόθεση της γερμανικής ναζιστικής εγκληματικής οργάνωσης NSU είναι γνωστή στους αναγνώστες της «Εφ.Συν.» από πολλά δημοσιεύματα. Ενδεικτικά θυμίζω: «Η “άλλη” δίκη της Χρυσής Αυγής», 7.2.2015), «Το δικαστικό θρίλερ έγινε σαπουνόπερα» (10.12.2015), «Σκανδαλώδης η εμπλοκή των μυστικών υπηρεσιών στην υπόθεση του NSU» (26.11.2018), «Οι φίλοι της Χρυσής Αυγής και τα ναζιστικά εγκλήματα στη Γερμανία» (22.2.2021). Η υπόθεση ήρθε και πάλι στην επικαιρότητα αυτές τις μέρες μετά τη διαρροή μιας απόρρητης έκθεσης της γερμανικής μυστικής υπηρεσίας Verfassungsschutz (Υπηρεσία Προστασίας του Συντάγματος).
Το περιεχόμενο αυτής της έκθεσης, παρά το γεγονός ότι τα πιο αποκαλυπτικά σημεία της είναι σβησμένα, εκθέτει ανεπανόρθωτα την υπηρεσία και εξηγεί για ποιο λόγο ήθελαν να την κρατήσουν απόρρητη για... 120 χρόνια. Η αγωνιώδης προσπάθεια των γερμανικών αρχών να οχυρωθούν πίσω από το «απόρρητο» προκειμένου να δικαιολογήσουν τις δικές τους βαριές ευθύνες για το σκάνδαλο, θυμίζει έντονα τις άκαρπες προσπάθειες του Κυριάκου Μητσοτάκη να κρυφτεί πίσω από το «απόρρητο», προκειμένου να δικαιολογήσει τις σκανδαλώδεις τηλεφωνικές υποκλοπές ενός πολιτικού αρχηγού, άλλων πολιτικών στελεχών και ερευνητών δημοσιογράφων.
Δ.Ψ.
Δέκα νεκροί, εκ των οποίων 9 αλλοδαποί, κυρίως τουρκικής καταγωγής, αλλά και ο Ελληνας, Θεόδωρος Βουλγαρίδης. Δολοφονήθηκαν το διάστημα από το 2000 έως το 2007 στη Γερμανία από τη νεοναζιστική τρομοκρατική οργάνωση NSU. Η γνωστή υπόθεση έρχεται ξανά στην επικαιρότητα καθώς την περασμένη εβδομάδα διέρρευσε η εσωτερική έκθεση των μυστικών υπηρεσιών της Εσης που διερευνούσε τυχόν εμπλοκή τους στην υπόθεση. Οι αποκαλύψεις προκαλούν ανατριχίλα.
Η έκθεση, η οποία διέρρευσε ταυτόχρονα στην εκπομπή της κρατικής γερμανικής τηλεόρασης «ZDF Magazin Royale» και στην ιστοσελίδα FragDenStaat.de, αποδεικνύει ότι οι μυστικές υπηρεσίες, ενώ είχαν στα χέρια τους πληροφορίες για τη δράση της δολοφονικής οργάνωσης, έμειναν άπραγες, επιλέγοντας την εγκληματική αδράνεια. Τα στοιχεία είναι συντριπτικά και το σκάνδαλο για την προσπάθεια συγκάλυψης τεράστιο. Ενδεικτικό είναι ότι η έκθεση ήταν μυστική και διαβαθμισμένη ως απόρρητη για 120 χρόνια.
Ας τα πάρουμε όμως ένα ένα.
Η NSU και η στάση της γερμανικής αστυνομίας
Στις 4 Νοεμβρίου 2011, σε μια έκρηξη σε τροχόσπιτο στην πόλη Τσβίκαου, αυτοκτόνησαν 2 από τους 3 νεοναζί που αποτελούσαν τον πυρήνα του NSU, αφήνοντας πίσω τους ένα βίντεο με το οποίο αναλάμβαναν την ευθύνη για τα εγκλήματα. Μέχρι τότε η γερμανική αστυνομία «έβλεπε» τις δολοφονίες ως μεμονωμένα περιστατικά, ενώ ποτέ δεν εξεταζόταν το ρατσιστικό κίνητρο.
Οι δράστες αναζητούνταν στο στενό περιβάλλον των θυμάτων, με την αστυνομία να αποδίδει τα εγκλήματα σε εσωτερικές έριδες μέσα στις αντίστοιχες μεταναστευτικές κοινότητες. Αντιμετώπιζε με ρατσιστικό τρόπο τους συγγενείς των θυμάτων και τους ανέκρινε για σχέσεις με τη μαφία ή τα ναρκωτικά. Ποτέ δεν είχε αναρωτηθεί εάν οι δολοφονίες αυτές συνδέονταν μεταξύ τους και αν σε αυτές εμπλέκονταν σεσημασμένοι νεοναζί της εκάστοτε περιοχής. Οι έρευνες έτσι είχαν αποβεί άκαρπες, και οι οικογένειες των θυμάτων έμεναν με ένα τεράστιο ερωτηματικό για τον χαμό των ανθρώπων τους.
Ωστόσο μέσα στο δίκτυο υποστήριξης του NSU υπήρχαν πάνω από 40 ναζί οι οποίοι λειτουργούσαν και ως πληροφοριοδότες στις κρατικές μυστικές υπηρεσίες και μάλιστα πληρώνονταν για αυτό. Γεγονός που καθιστά σαφές ότι η δράση της οργάνωσης, οι υποστηρικτές της, αλλά και οι ενέργειές της για την οργάνωση των εγκλημάτων ήταν από καιρό σε γνώση των μυστικών υπηρεσιών.
Τέθηκε λοιπόν εύλογα το ερώτημα τι ρόλο έπαιζαν οι πληροφοριοδότες αυτοί (ένας μάλιστα ήταν παρών σε μια δολοφονία και ισχυρίστηκε πως δεν είδε τίποτα) και κατά πόσον τα στοιχεία που είχαν στα χέρια τους οι μυστικές υπηρεσίες θα μπορούσαν να είχαν χρησιμοποιηθεί ώστε να συσχετιστεί νωρίτερα η δράση της οργάνωσης και να είχαν αποτραπεί οι δολοφονίες.
«Επιχείρηση κομφετί»
Παρασκευή 11 Νοεμβρίου 2011: την ημέρα που η Δικαιοσύνη αρχίζει την έρευνα για τη νεοναζιστική τρομοκρατική οργάνωση NSU, στην Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Προστασίας του Συντάγματος (δηλαδή στην υπηρεσία πληροφοριών) οι υπάλληλοι καταστρέφουν μανιωδώς έγγραφα - αυτό που χαρακτηρίστηκε στον Τύπο «Επιχείρηση κομφετί». Στόχος των μυστικών υπηρεσιών ήταν να καταστρέψουν τις σχετικές ενδείξεις και να αποτρέψουν έτσι τη γνωστοποίηση των κρατικών μυστικών και της έκτασης των λανθασμένων χειρισμών τους: Υπήρχαν συγκεκριμένες ενδείξεις για τα ίχνη και τη δράση των 3 του πυρήνα του NSU; Δεν μπορούσαν να διασταυρώσουν τα στοιχεία που είχαν στα χέρια τους και να κινητοποιηθούν;
Η καταστροφή των αρχείων οδήγησε σε ένα από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα στη Γερμανία και κλόνισε συθέμελα την εμπιστοσύνη πολλών στις μυστικές υπηρεσίες. Ιδιαίτερα για τα θύματα και τους συγγενείς των θυμάτων ακροδεξιάς βίας φάνηκε πάρα πολύ καθαρά το δόγμα των αρχών: Καλύτερα να προστατεύουμε τις πηγές μας παρά να ρίχνουμε φως στις υποθέσεις και να προστατεύουμε τα θύματα.
Η μυστική έκθεση
Το 2012 ο Μπόρις Ράιν, υπουργός Εσωτερικών στο κρατίδιο της Εσης, παραγγέλνει διεξοδική εσωτερική έρευνα στην Υπηρεσία του κρατιδίου του, ρωτώντας ειδικά εάν παραβλέφθηκαν υπάρχουσες πληροφορίες στην υπόθεση του NSU. Ελέγχθηκαν 100.000 έγγραφα, αξιολογήθηκαν ένα εκατομμύριο σελίδες και το αποτέλεσμα ήταν μια έκθεση αυτοαξιολόγησης, τα λεγόμενα «Εγγραφα NSU». Επιτέλους, θα ριχνόταν φως σε μια υπόθεση που βρόμαγε από το κεφάλι.
Τι εντοπίζει αυτή η έκθεση και γιατί διαβαθμίστηκε ως απόρρητη για 120 χρόνια;
● 541 έγγραφα «δεν μπορούν να εντοπιστούν» – με άλλα λόγια καταστράφηκαν, προφανώς κατά την «Επιχείρηση κομφετί».
● «Δεν υπήρξε συνεπής χειρισμός ενδείξεων και πληροφοριών» – με άλλα λόγια, βαρύνουσες ενδείξεις παρέμειναν ανεκμετάλλευτες. Πολύτιμες πληροφορίες, στις οποίες κανείς δεν μπορεί να έχει πρόσβαση, για τη συλλογή των οποίων η Υπηρεσία μπορεί να έχει ξοδέψει χιλιάδες ευρώ, δεν αξιολογήθηκαν ως σημαντικές, δεν συσχετίστηκαν με άλλες, δεν οδήγησαν σε κινητοποίηση.
● «Υπήρχαν επίσης πολυάριθμες ενδείξεις ότι ακροδεξιοί είχαν στην κατοχή τους όπλα, τις οποίες η Υπηρεσία δεν επεξεργάστηκε όταν έλαβε γνώση» – δηλαδή η Υπηρεσία καθόταν πάνω σε μια «πυριτιδαποθήκη» από πληροφορίες για βαριά οπλισμένους νεοναζί στο κρατίδιό της και δεν κινήθηκε προληπτικά.
● «Κατά την αξιολόγηση των πληροφοριών, πολύ συχνά δεν ακολούθησε περαιτέρω έρευνα στις πηγές, ούτε έγινε προσπάθεια να επικυρωθούν οι πληροφορίες μέσω διασταύρωσης με άλλες αρχές, ούτε έγινε προσπάθεια να ενταχθούν αυτές σε ένα μεγαλύτερο πλαίσιο και να αξιολογηθούν αναλόγως. Επίσης, δεν αξιολογήθηκαν κρίσιμες φράσεις [που παρέπεμπαν στην ονομασία της τρομοκρατικής οργάνωσης]» – με άλλα λόγια, όταν κάποιος νεοναζί ανέφερε το NSU, οι αρχές δεν ανησυχούσαν.
● «Από τον έλεγχο των εγγράφων δεν συνάγεται με βεβαιότητα ότι συγκεκριμένα πρόσωπα, αντικείμενα και γεγονότα είχαν ή θα μπορούσαν να έχουν σχέση με το NSU. Κάτι τέτοιο θα ήταν δυνατόν μόνο εάν μπορούσαν να εξεταστούν τα έγγραφα που δεν εντοπίστηκαν» – με άλλα λόγια, η Υπηρεσία δεν ήξερε τι ακριβώς ήξερε, θα μπορούσε να το μάθει αν είχε τα έγγραφα που η ίδια κατέστρεψε και δεν επιθυμεί να το μάθει και κανένας άλλος.
● Η Υπηρεσία γνώριζε τον Στέφαν Ερνστ, τον άνθρωπο που δολοφόνησε το 2019 τον πολιτικό Βάλτερ Λίμπκε, τοπικό πρωθυπουργό στην περιοχή του Κάσελ της Εσης. Από το 2009 ο Ερνστ ήταν χαρακτηρισμένος από την Υπηρεσία ως «άκρως επικίνδυνος», και μάλιστα από τον ίδιο τον επικεφαλής της. Αρα επί 10 χρόνια η Υπηρεσία τον άφηνε να κυκλοφορεί χωρίς παρακολούθηση, ώσπου έφτασε να κάνει φόνο.
Προσπάθεια συγκάλυψης
Εύλογα κανείς θα περίμενε ότι η αποκάλυψη της έκθεσης θα άνοιγε μια μεγάλη συζήτηση για τον ρόλο των μυστικών υπηρεσιών και το πώς διαχειρίστηκαν πληροφορίες για τη δράση της ακροδεξιάς τρομοκρατικής οργάνωσης. Γιατί δεν έδειξαν τα επιβεβλημένα αντανακλαστικά, κάτι που πολύ πιθανόν να είχε ως αποτέλεσμα να σωθούν ανθρώπινες ζωές; Ποιες είναι οι σχέσεις του βαθέος κράτους με τη νεοναζιστική εγκληματική οργάνωση;
Δυστυχώς, όμως, δεν είναι αυτά τα ερωτήματα που απασχόλησαν τον Γερμανό καγκελάριο, Ολαφ Σολτς, ο οποίος ενδιαφέρθηκε μονάχα για το πώς έγινε η διαρροή και καθόλου για το περιεχόμενό της. «Υπάρχουν συγκεκριμένοι κανόνες και λόγοι για τους οποίους τα έγγραφα διαβαθμίζονται ως απόρρητα», είπε στις δηλώσεις του για το θέμα, κατηγορώντας τα δύο Μέσα που δημοσίευσαν την έκθεση για την καταπάτηση αυτών των κανόνων. «Η πρακτική τους δεν πρέπει να αποτελέσει παράδειγμα προς μίμηση», κατέληξε. Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και η γερμανική αστυνομία, η οποία κίνησε διαδικασίες για να εξετάσει αν προκύπτει από την υπόθεση εσχάτη προδοσία: όχι βεβαίως για τα στελέχη των μυστικών υπηρεσιών που πλήρωναν νεοναζί για να παίρνουν πληροφορίες, τις οποίες δεν έκαναν απολύτως τίποτα, αλλά για όσους έφεραν την έκθεση στη δημοσιότητα.
Παρατηρώντας την υπόθεση αυτή, ανακατεύονται στο μυαλό μας διάφορες, ετερόκλητες ειδήσεις: από την πολύκροτη υπόθεση Τζούλιαν Ασάνζ μέχρι το τωρινό σκάνδαλο των υποκλοπών στην Ελλάδα. Σκεφτόμαστε τη δύναμη της πληροφορίας και τις στοχευμένες ενέργειες της εξουσίας, διεθνώς σχεδόν, να την κρατήσουν και να την αξιοποιήσουν για τον εαυτό τους. Σκεφτόμαστε τις υπόγειες σχέσεις που είχε η -καταδικασμένη πια ως εγκληματική οργάνωση- Χρυσή Αυγή με τα σώματα ασφαλείας στην Ελλάδα· τις ζωές που θα μπορούσαν να έχουν σωθεί αν κάποιοι απλώς έκαναν τη δουλειά τους. Ετσι, ανακατεμένα, σκεφτόμαστε πόση σημασία έχει να αντιδράσει κανείς απέναντι σε ένα παρόν ήδη ζοφερό και ένα μέλλον που μάλλον φαντάζει δυστοπικό.
* για την ομάδα «ΣΗΜΕΙΟ για τη μελέτη και την αντιμετώπιση της Ακροδεξιάς»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου