Ηχηρή παρέμβαση δικαστών για τις αλλαγές Τσιάρα
Ξεκινάει σήμερα στην αρμόδια επιτροπή της Βουλής η συζήτηση για το νομοσχέδιο του υπουργείου Δικαιοσύνης για τις αλλαγές στους Ποινικούς Κώδικες, θέμα για το οποίο υπάρχει ακόμη μια ηχηρή παρέμβαση που αυτή τη φορά προέρχεται από τη μεγαλύτερη δικαστική ένωση. Η Ενωση Δικαστών και Εισαγγελέων (ΕνΔΕ) σε αναλυτικό κείμενο που εστάλη πριν από δύο μέρες στα κόμματα και φυσικά στον υπουργό Δικαιοσύνης εκφράζει αναλυτικά τις αντιρρήσεις και τις παρατηρήσεις της στο νομοσχέδιο. Η «Εφ.Συν.» παρουσιάζει τα κομβικά σημεία των παρατηρήσεων, στα οποία μάλιστα συγκλίνουν οι περισσότερες αντιρρήσεις που έχουν έως τώρα εκφραστεί από το σύνολο του νομικού κόσμου.
Αρχικά η ΕνΔΕ εκφράζει τη διαμαρτυρία της για τις συνεχείς αλλαγές πριν ακόμα εφαρμοστούν οι κώδικες του 2019, οι οποίες θα τεθούν άμεσα σε εφαρμογή «χωρίς να δοθεί το χρονικό περιθώριο στους δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς να μελετήσουν τις νέες τροποποιήσεις, να συγκρίνουν τις διατάξεις, να καταλήξουν με ασφάλεια στον εφαρμοστέο κάθε φορά κανόνα δικαίου. Και είναι βέβαιο ότι θα τεθούν πλείστα ζητήματα ως προς την εφαρμογή της ευμενέστερης για κάθε περίπτωση διάταξης».
Αυστηροποίηση ποινών
Η ΕνΔΕ εξαίρει μία από τις βασικές μεταρρυθμίσεις που έφερε στην αναμόρφωση και στον εξορθολογισμό των ποινών ο κώδικας που ψηφίστηκε τον Ιούνιο του 2019. «Με σεβασμό στην αρχή της αναλογικότητας προβλέφθηκε για όλα τα σοβαρά κακουργήματα (τόσο του Π.Κ. όσο και των ειδικών ποινικών νόμων), για τα οποία το προγενέστερο καθεστώς απειλούσε μόνο την ποινή της ισόβιας κάθειρξης, η διαζευκτική απειλή πρόσκαιρης κάθειρξης τουλάχιστον 10 ετών. Η επιλογή αυτή είναι απόλυτα ορθή και εκφράζει την ελαστικότητα, η οποία πρέπει να χαρακτηρίζει τη νομοθετική οριοθέτηση της απειλούμενης ποινής».
Η επαναφορά για ορισμένα κακουργήματα της ισόβιας κάθειρξης ως μοναδικής ποινής κρίνεται ατυχής και αδικαιολόγητα οπισθοδρομική κι ενώ δεν έχει τίποτα ουσιαστικό να προσφέρει στη γενική πρόληψη της εγκληματικότητας, εκφράζει -σύμφωνα με την ΕνΔΕ- (όπως και άλλες διατάξεις) έντονη δυσπιστία στη δικαστική εξουσία. «Παράλληλα, η προσβολή της αρχής της αναλογικότητας είναι δεδομένη και σε ορισμένες περιπτώσεις μη ανεκτή. Αρκεί να αναφερθεί το ακόλουθο παράδειγμα για την κατάδειξη του προβλήματος: δράστης που τελεί βιασμό σε βάρος ανηλίκου (π.χ. 17 ετών) με ετεροαυνανισμό ή πεολειξία ή αιδοιολειξία θα τιμωρηθεί υποχρεωτικά με τη μόνη απειλούμενη ποινή της ισόβιας κάθειρξης με την οποία τιμωρείται και ο δράστης ομαδικού βιασμού που είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο του θύματος».
Απρόσφορη απόπειρα
Για την επαναφορά τιμωρίας της απρόσφορης (αποτυχημένης) απόπειρας η αντίρρηση είναι σαφέστατη. «Κατά το μέτρο που η συμπεριφορά αυτή δεν δημιουργεί κανέναν κίνδυνο για έννομα αγαθά, η τυποποίηση του εγκλήματος αυτού συνιστά πράγματι εκτροπή από τις αρχές του αντικειμενικού αδίκου και προτείνουμε την απάλειψη της διάταξης αυτής».
Ποινές με τον παλιό Π.Κ.
Σύμφωνα με την ΕνΔΕ, ενώ με νέα διάταξη λύνεται με επιτυχία και ευνοϊκά για τους κατηγορουμένους το θέμα που απασχόλησε τη νομολογία σχετικά με το ανώτατο όριο ποινής που πρέπει να εκτίσουν αν καταδικάστηκαν με τον Π.Κ. του 1950, τα ανώτατα όρια δεν αντιμετωπίζονται όπως επιβάλλουν λόγοι ισότητας και επιείκειας με τον ίδιο τρόπο για όσους καταδικάστηκαν με τον πριν τις αλλαγές Κώδικα σε ποινές που δεν αναγνωρίζονται πλέον (15 χρόνια) αλλά και ισόβια. «Επιβάλλεται και σ’ αυτές τις περιπτώσεις να ληφθεί υπόψη ως εκτιτέα ποινή για την απόλυση υπό όρο τα 15 έτη κάθειρξης». Το ίδιο υποστηρίζει η ΕνΔΕ και για πράξεις που ήταν πριν κακουργήματα και τώρα είναι πλημμελήματα, «οπότε η ποινή που πρέπει να ληφθεί υπόψη για την απόλυση υπό όρο πρέπει να είναι τα 5 έτη φυλάκισης».
Το «περί δικαίου αίσθημα»
Η αιτιολογική έκθεση αναφέρει ότι «ένας από τους βασικούς σκοπούς που θέλει να εξυπηρετήσει το σχέδιο νόμου είναι η αντιμετώπιση της αυξανόμενης εγκληματικότητας και της δυσλειτουργίας που παρατηρήθηκε με την υποβάθμιση κακουργημάτων σε πλημμελήματα, που επισύρουν χαμηλότερες ποινές και προκαλούν το περί δικαίου αίσθημα».
Ωστόσο -τονίζει η ΕνΔΕ- η υποβάθμιση ορισμένων κακουργημάτων σε πλημμελήματα στον Ν. 4619/2019 συνδυάστηκε με την τροποποίηση της διάταξης περί αναστολής της ποινής φυλάκισης και την κατάργηση της δυνατότητας μετατροπής της ποινής φυλάκισης, ώστε ποινές φυλάκισης άνω των τριών ετών να εκτίονται πραγματικά. Με το σχέδιο νόμου επιτρέπεται ξανά η αναστολή ποινών φυλάκισης άνω των τριών ετών και κατά συνέπεια, για παράδειγμα, κάποιο κακούργημα που με τον νέο Π.Κ. είχε υποβαθμιστεί σε πλημμέλημα με ποινή πάνω από 3 χρόνια, με την αλλαγή Τσιάρα η ποινή αυτή θα μπορεί να ανασταλεί. «Είναι προφανές ότι με τον τρόπο αυτό αφενός ανατρέπεται η δικαιολογητική βάση της υποβάθμισης του αδικήματος από κακούργημα σε πλημμέλημα, αφετέρου αναιρούνται οι ως άνω σκοποί που το νομοσχέδιο φιλοδοξεί να ικανοποιήσει».
Επικίνδυνα εγκλήματα
Με το σχέδιο νόμου τυποποιούνται και πάλι τα κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα ως εγκλήματα αφηρημένης ή δυνητικής διακινδύνευσης, απομακρύνοντας εκ νέου τον Π.Κ. από τις αρχές του αντικειμενικού αδίκου. Η οπισθοδρόμηση αυτή για τους δικαστικούς λειτουργούς είναι αδικαιολόγητη και θα δημιουργήσει προβλήματα και ανασφάλεια δίκαιου. Θα πρέπει να απαλειφθεί.
Παράνομοι αλιείς
Με το επιχείρημα της προστασίας του θαλάσσιου περιβάλλοντος επαναφέρεται ως βαρύτατο πλημμέλημα η αλιεία σε χωρικά ύδατα από αλλοδαπούς. «Οι σκέψεις αυτές της Αιτιολογικής Εκθεσης ελάχιστα πειστικές είναι. Στις πραγματικές προθέσεις του νομοθέτη είναι η αντιμετώπιση του φαινομένου της παράνομης αλιείας από Τούρκους αλιείς στην αιγιαλίτιδα ζώνη του ελληνικού κράτους. Ωστόσο, μια τέτοια συμπεριφορά αντιμετωπίζεται και υπό το σημερινό καθεστώς με κατάλληλη εφαρμογή της νομοθεσίας για την παράνομη είσοδο αλλοδαπών στη χώρα, χωρίς να χρειάζεται η προσφυγή σε αμφιβόλου σκοπιμότητας και ορθότητας νομοθετικές επιλογές».
Η ΕνΔΕ ζητάει την απόσυρση πλείστων διατάξεων, ενώ εκτενείς παρατηρήσεις και αντιρρήσεις προβάλλει και για τις αλλαγές στον νέο Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.
«Το μέτρο της απόλυσης υπό όρο είναι θεσμικά κατοχυρωμένο δικαίωμα»
«Η βαρύτητα και η επικινδυνότητα συγκεκριμένων εγκλημάτων, ακόμα και αν γίνει δεκτό ότι δικαιολογεί τη διαφοροποίηση των προϋποθέσεων για τη χορήγηση της απόλυσης υπό τον όρο της κατ’ οίκον έκτισης της ποινής με ηλεκτρονική επιτήρηση, όπως προβλέπει το σχετικό άρθρο, σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να δικαιολογήσει τον πλήρη αποκλεισμό εφαρμογής του θεσμού αυτού». Δηλαδή να εφαρμόζεται το μέτρο μόνο για επιλεγμένα κακουργήματα.
Σύμφωνα με όλη την επιστήμη και τη θεωρία της εγκληματολογίας, το μέτρο της απόλυσης υπό όρο είναι θεσμικά κατοχυρωμένο δικαίωμα των κρατουμένων προκειμένου σταδιακά να επανενταχτούν. Αυτό επικαλείται και η ΕνΔΕ και θεωρεί επιβεβλημένη τη χορήγηση της απόλυσης υπό όρο σε όσους πληρούν τις προϋποθέσεις χωρίς εξαιρέσεις, ακόμα κι αν σε κάποιες περιπτώσεις επιβληθούν αυστηρότεροι όροι.
«ΨΕΥΔΕΙΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ»: Η ΟΠΙΣΘΟΔΡΟΜΗΣΗ
«Πρακτική που εύκολα μπορεί να εκπέσει σε λογοκρισία»
Η πρώτη καίρια αντίρρηση αφορά τους περιορισμούς στην ελευθερία της έκφρασης. Ενώ το ισχύον άρθρο αναφέρει ότι θεωρείται αξιόποινη η διασπορά ψευδών ειδήσεων μόνο αν προκληθεί φόβος σε αόριστο αριθμό ανθρώπων, τώρα μετατρέπεται ξανά το αδίκημα «σε έγκλημα αφηρημένης διακινδύνευσης και πλέον δεν θα είναι αναγκαίο να επέλθει όντως το αποτέλεσμα του φόβου ή της ανησυχίας, αλλά θα αρκεί η δυνατότητα των ειδήσεων να προκαλέσουν ανησυχία ή φόβο». Επιπλέον εισάγει στην αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος την ικανότητα μιας ψεύτικης είδησης να κλονίσει την εμπιστοσύνη του κοινού στην ευρύτερη «δημόσια τάξη».
Οπως τονίζει η ΕνΔΕ, δεν είναι μέγεθος μετρήσιμο ο κλονισμός της εμπιστοσύνης του κοινού, ενώ πολλές φορές κάποιο ψέμα περιέχει και στοιχεία αλήθειας. «Αυτό που πρέπει να αποφευχθεί πάση θυσία είναι η θέσπιση μίας και μοναδικής κρατικής αλήθειας και η δίωξη κάθε αντίθετης άποψης, μια πρακτική που εύκολα μπορεί να εκπέσει σε λογοκρισία».
Ειδικά για την προσθήκη της υγείας στις ψευδείς ειδήσεις, οι δικαστικοί λειτουργοί σημειώνουν ότι μπορεί η ρύθμιση αυτή να έχει σκοπό την ποινικοποίηση «αιρετικών» απόψεων για την πανδημία, όμως η φύση της επιστήμης είναι τέτοια που δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπιστεί με ποινικές ρήτρες. «Η επιστήμη (όπως η ιατρική) προχωράει μέσα από την πολυφωνία, τις επιστημονικές διχογνωμίες, τη διαλεκτική σύνθεση της θέσης και της αντίθεσης».
Η ΕνΔΕ ρητά αναφέρει ότι πρόκειται για οπισθοδρόμηση που διευρύνει το αξιόποινο, εισάγει την υποκειμενική κρίση και θέτει ως κριτήριο το στοιχείο του κλονισμού εμπιστοσύνης στη δημόσια τάξη, περιορίζοντας έτσι σημαντικά το δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης και πληροφόρησης όπως αυτό αποτυπώνεται στο Σύνταγμα και στις διεθνείς συμβάσεις.
-Ολόκληρο το 19σέλιδο κείμενο των παρατηρήσεων της ΕνΔΕ μπορείτε να το δείτε ΕΔΩ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου