03 Σεπτεμβρίου 2023

Γιατί ενοχλούν οι αρχαιολόγοι; - Του Γιάννη Χαμηλάκη*

Το κτίριο του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων

Η υπουργική έξωση ανακάλεσε και ενεργοποίησε σε χωρικές και ενσώματες μνήμες συνευρέσεων, ερεθισμάτων, ποικίλων δημιουργικών δραστηριοτήτων και συν-κινητικών εμπειριών. Αυτές τις μνήμες υπερασπίζονται όλοι και όλες που αντέδρασαν στην απόφαση, αυτόν τον αέρα ελευθερίας διεκδικούν, γι’ αυτό και το κίνημα για την ανατροπή αυτής της απόφασης δεν πρόκειται να καταλαγιάσει εύκολα

Η υπόθεση είναι πλέον λίγο-πολύ γνωστή. Η υπουργός Πολιτισμού ζητά εξηγήσεις από τον Σύλλογο Ελλήνων Αρχαιολόγων (ΣΕΑ) για μια εκδήλωση που φιλοξενήθηκε στο όμορφο νεοκλασικό κτίριο της οδού Ερμού στην Αθήνα, το οποίο έχει από το 1982 παραχωρηθεί σ’ αυτόν, με απόφαση της τότε υπουργού Πολιτισμού Μελίνας Μερκούρη. Η εκδήλωση αφορούσε το πρόσφατο τραγικό ναυάγιο (πολλοί και πολλές θα το ονόμαζαν έγκλημα) της Πύλου και είχε οργανωθεί από συλλογικότητες αλληλέγγυες στους μετανάστες/στριες ή, καλύτερα, στους ανθρώπους-εν-κινήσει που έρχονται καθημερινά αντιμέτωποι με το καθεστώς των στρατικοποιημένων συνόρων. Ο Σύλλογος στέλνει στην υπουργό μια τεκμηριωμένη απάντηση, που όμως δεν φαίνεται να την ικανοποιεί, καθώς λίγες μέρες αργότερα, και εν μέσω του αυγουστιάτικου θέρους, εκδίδει μια υπουργική απόφαση έξωσης του Συλλόγου. Δεν παραπέμπει καν την υπόθεση σε κάποιο συλλογικό όργανο, ούτε συναντά τον Σύλλογο (παρά τις επανειλημμένες εκκλήσεις του τελευταίου) για παραπέρα εξηγήσεις, αν όχι για μια συνεννόηση, όπως θα επέβαλλε το πρωτόκολλο και οι κανόνες της χρηστής διοίκησης.

Ας μην ξεχνάμε άλλωστε πως πρόκειται για τον μοναδικό επιστημονικό-συνδικαλιστικό φορέα που εκπροσωπεί τους μόνιμους αρχαιολόγους του ΥΠΠΟ, τους ανθρώπους δηλαδή που συγκροτούν τη ραχοκοκαλιά του φορέα του οποίου προΐσταται η εν λόγω υπουργός. Είναι οι άνθρωποι με πολλές εκατοντάδες έργων κάτω από τη δική τους ευθύνη και οι οποίοι, όπως είδαμε και πρόσφατα στην υπόθεση της Μυκόνου, συχνά πληρώνουν βαρύ τίμημα υπερασπίζοντας την υλική πολιτισμική κληρονομιά, το περιβάλλον και τους δημόσιους χώρους.

Είναι γνωστό πως πολλά νεοκλασικά κτίρια που βρίσκονται στην Πλάκα και στην ευρύτερη περιοχή του ιστορικού κέντρου της Αθήνας και που είναι ιδιοκτησίας ΥΠΠΟ έχουν παραχωρηθεί σε συλλόγους και ιδρύματα. Τα περισσότερα απ’ αυτά είναι κατά βάση κλειστά, ή ανοιχτά μόνο σ’ έναν στενό κύκλο ανθρώπων. Ενίοτε δε, κάποια φιλοξενούν και παράτυπες εμπορικές δραστηριότητες. Το κτίριο που έχει παραχωρηθεί στον ΣΕΑ, αντίθετα, είναι ανοιχτό στην κοινωνία, στους κατοίκους της περιοχής, σε ποικίλες συλλογικότητες, έχει δηλαδή καταστεί ένας σημαντικός, ελεύθερος χώρος διαλόγου και πολιτισμού, από τους ελάχιστους στο κέντρο που έχουν γλιτώσει από την εμπορευματοποίηση και τον εξευγενισμό.

Ανάμεσα στις πολλές εκατοντάδες εκδηλώσεις που φιλοξένησε, ας θυμηθούμε πως σ’ αυτό το κτίριο ιδρύθηκε και η ανεξάρτητη συλλογικότητα των «Αρχαιολογικών Διαλόγων», του ανοιχτού αυτού θεσμού που φέρνει κοντά αρχαιολόγους, επιστήμονες και επιστημόνισσες από πολλές άλλες ειδικότητες καθώς και καλλιτέχνες, αλλά και ανθρώπους από συλλογικότητες και κινήματα. Ο θεσμός αυτός έχει κατά κοινή ομολογία αλλάξει, με τις παρεμβάσεις και τα ετήσια συνέδριά του, τη συζήτηση τόσο για την αρχαιολογία όσο και για τον ρόλο του παρελθόντος και των μνημείων στη σημερινή Ελλάδα. Οι «Αρχαιολογικοί Διάλογοι» πραγματοποίησαν δύο φορές το ετήσιο συνέδριό τους στην Αθήνα, στο κτίριο της Ερμού. Καθώς είναι μια συλλογικότητα που στηρίζεται σχεδόν αποκλειστικά στην εθελοντική εργασία, δεν έχει κανέναν οικονομικό πόρο και δεν δέχεται εμπορικές χορηγίες, οι «Διάλογοι», χωρίς την αφιλοκερδή φιλοξενία στο κτίριο της Ερμού, δεν θα είχαν την επιτυχία που έχουν, ίσως να μην μπορούσαν καν να σταθούν στα πόδια τους.

Η απόφαση της έξωσης του Συλλόγου προκάλεσε σφοδρές αντιδράσεις και μια πρωτοφανή κινητοποίηση αλληλεγγύης. Έγινε νομίζω άμεσα κατανοητό πως η υπόθεση δεν αφορά απλώς ένα κτίριο, αλλά τη συλλογική υπεράσπιση των ζωντανών δημόσιων χώρων, των κοινών. Η υπουργική έξωση ανακάλεσε και ενεργοποίησε σε χωρικές και ενσώματες μνήμες συνευρέσεων, ερεθισμάτων, ποικίλων δημιουργικών δραστηριοτήτων και συν-κινητικών εμπειριών. Αυτές τις μνήμες υπερασπίζονται όλοι και όλες που αντέδρασαν στην απόφαση, αυτόν τον αέρα ελευθερίας διεκδικούν, γι’ αυτό και το κίνημα για την ανατροπή αυτής της απόφασης δεν πρόκειται να καταλαγιάσει εύκολα.

Όμως, η απόφαση αυτή, άθελά της, άνοιξε ξανά τη συζήτηση για τον ρόλο και την αποστολή των αρχαιολόγων, για το τι είναι εν τέλει η αρχαιολογία. Είναι μονάχα μια επιστήμη μελέτης του παρελθόντος ή μήπως όχι; Τα ερωτήματα αυτά, σίγουρα όχι εύκολα, έχουν και διαστάσεις επιστημολογικές και ευρύτερα φιλοσοφικές –μια και μιλάμε για την αντίληψη της χρονικότητας– και αναμφίβολα πολιτικές. Διαβάζουμε λοιπόν στην υπουργική απόφαση, στο σημείο που αναφέρεται στην εκδήλωση για το ναυάγιο στην Πύλο: «Έτι επιβαρυντική συνθήκη συνιστά το γεγονός ότι, εν γνώσει του Σ.Ε.Α., η εκδήλωση εντός δημοσίου ακινήτου-μνημείου, δεν συνδέονταν ούτε με τα επιστημονικά, εργασιακά και οικονομικά συμφέροντα των αρχαιολόγων-μελών του Σ.Ε.Α., ούτε με την αρχαιολογία, τις αρχαιότητες, τα μνημεία και την πολιτιστική κληρονομιά της χώρας, ούτε με τις επιστήμες, τις τέχνες και τις πολιτιστικές δράσεις...». Με άλλα λόγια, η ηγεσία του υπουργείου λέει στους αρχαιολόγους που δουλεύουν για αυτό πως δεν έχουν καμιά δουλειά να ασχολούνται με ζητήματα όπως η σύγχρονη μετανάστευση, καθώς κάτι τέτοιο δεν σχετίζεται ούτε με την αρχαιολογία ούτε και με τα μνημεία. Εδώ, κατ’ αρχάς, η ηγεσία του ΥΠΠΟ φαίνεται να αγνοεί το εδραιωμένο πλέον πεδίο της αρχαιολογίας της σύγχρονης μετανάστευσης που στηρίζεται στη μελέτη των υλικών καταλοίπων αυτής της ανθρώπινης δραστηριότητας, από τα σωσίβια μέχρι και τα ναυαγισμένα πλοιάρια. Το ερευνητικό αυτό πεδίο εστιάζει ακόμα στον υλικό πολιτισμό που δημιουργείται γύρω από τα σύνορα και μέσα από τις ανθρώπινες απόπειρες να τα διαβούν, ακόμα και στις υποδομές και στις εγκαταστάσεις που κράτη και υπερ-κρατικοί οργανισμοί κατασκευάζουν για να τις αποτρέψουν: προσφυγικοί καταυλισμοί, τοίχοι και φράχτες, κέντρα ταυτοποίησης και εγκλεισμού. Τέτοια υλικά κατάλοιπα αποτελούν πλέον αντικείμενο αρχαιολογικής μελέτης και μουσειακής έκθεσης, και στην Ελλάδα και διεθνώς, παρά το ότι η αρχαιολογική νομοθεσία φαίνεται να έχει μείνει αρκετά πίσω ως προς αυτό.

Βέβαια, το παραπάνω απόσπασμα από το έγγραφο της υπουργού αποκτά και κανονιστικό χαρακτήρα, δεν είναι μια απλή νουθεσία. Σ’ ένα επίσημο διοικητικό έγγραφο, η προϊσταμένη θεσπίζει τα όρια της αρμοδιότητας αλλά και των επιστημονικών και άλλων ενδιαφερόντων και δραστηριοτήτων των υφισταμένων της. Η αρχαιολογία, τους λέει, αφορά το παρελθόν αποκλειστικά, αφορά ένα σύνολο τεχνικών δεξιοτήτων και διοικητικών ρυθμίσεων, δεν ασχολείται με πολιτικά ζητήματα του σήμερα. Φυσικά εδώ η υπουργός αυτοαναιρείται, καθώς συχνές-πυκνές είναι οι δημόσιες αναφορές της στη συμβολή των μνημείων στη σημερινή οικονομική «ανάπτυξη» της χώρας, ζήτημα κατ’ εξοχήν πολιτικό και διαφιλονικούμενο.

Όμως, όπως και διεθνώς έτσι και στην Ελλάδα, η αρχαιολογία έχει χάσει προ πολλού την «αθωότητά» της, ξέρει πως είναι μια δημόσια δραστηριότητα του σήμερα, άρα εξ ορισμού πολιτική, δραστηριότητα που ασχολείται με τη χρονικότητα και την υλικότητα, με πολλούς διαφορετικούς χρόνους χωρίς να υποκύπτει στον παροντισμό. Αν και συνεχίζει να παραμένει μια εθνοκεντρική επιστήμη και πρακτική, οι αναστοχαστικές και κριτικές φωνές, οι φωνές που αντιδρούν τόσο στην αποικιοποίηση όσο και στην εμπορευματοποίησή της είναι πλέον πολλές και περισσότερο δυνατές. Εναλλακτικές ερμηνευτικές αναλύσεις αλλά και δράσεις αμφισβητούν εθνικιστικές αφηγήσεις, υποδεικνύοντας παράλληλα τις αποικιοκρατικές τους ρίζες, αντιστέκονται στην αρχαιολογία ως πλουτοκρατική αισθητική, αναδεικνύουν διαφορετικά και παραγνωρισμένα μνημειακά σύνολα, ανοίγουν, όπου τους επιτρέπεται, τα μουσεία σε διαφορετικές εθνοτικές ομάδες και εναλλακτικές κοινότητες. Η υπουργική, λοιπόν, αυτή απόφαση μπορεί να θεωρηθεί και ως μια αντίδραση της σημερινής πολιτικής-κρατικής εξουσίας αλλά και του κατεστημένου απέναντι σ’ αυτή τη νέα, «ενοχλητική» αρχαιολογία, σ’ αυτές τις απόπειρες χειραφέτησης της αρχαιολογικής κοινότητας, αλλά και της κοινωνίας.

Γιάννης Χαμηλάκης

*Καθηγητής αρχαιολογίας στην έδρα Joukowsky Family του Πανεπιστημίου Βrown και καθηγητής νεοελληνικών σπουδών στο ίδιο Πανεπιστήμιο. Το τελευταίο του βιβλίο είναι το «Αρχαιολογία, Εθνος και Φυλή», που το συνέγραψε με τον Ράφαελ Γκρίνμπεργκ (Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2022). Εχει επιμεληθεί επίσης τον τόμο «The New Nomadic Age: Archaeologies of Forced and Undocumented Migration» (2018)

ΠΗΓΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου