Οι άνθρωποι δεν γεννιούνται ρατσιστές αλλά γίνονται. Οι ρατσιστικές θεωρίες που στηρίζονται στη δήθεν βιολογική-νοητική ανωτερότητα ορισμένων ανθρώπινων «φυλών» εμφανίσθηκαν πρώτη φορά στην Ευρώπη κατά τον 16ο αιώνα, παράλληλα με την ανάδυση της αποικιοκρατίας. Από την αρχαιότητα μέχρι τη νεωτερική εποχή, η απαξίωση του «ξένου», του «βάρβαρου» βασιζόταν πρωτίστως σε γλωσσικές, θρησκευτικές, πολιτικές και πολιτισμικές διαφορές και όχι σε διαφορές «αίματος», στην αμφισβήτηση δηλαδή της ανθρώπινης φύσης των «άλλων», των διαφορετικών από εμάς ανθρώπων.
Η ρατσιστική απαξίωση της ανθρώπινης ζωής για βιολογικούς λόγους, όπως π.χ. οι διαφορές στο χρώμα του δέρματος και άλλες σωματικές διαφορές, θα κάνει την εμφάνισή της κατά τη νεωτερική εποχή. Εκτοτε, οι όποιες εθνικές, ταξικές και πολιτισμικές ανισότητες μεταξύ των ανθρώπων ερμηνεύονται κατά το δοκούν, όχι ως επίκτητες και άρα τυχαίες ιστορικές-πολιτισμικές διαφορές, αλλά ως έμφυτες βιολογικές ανισότητες.
Η κυρίαρχη, κατά τον 19ο αιώνα, βιοπολιτική ιδεολογία βλέπει την ανθρώπινη ιστορία και τις κοινωνικές σχέσεις σαν έναν λυσσαλέο αγώνα για την επιβίωση των «καταλληλότερων», οι οποίοι δεν μπορεί παρά να ανήκουν στην ανώτερη λευκή φυλή των «αρίστων». Ετσι, όμως, η ρατσιστική βία –εθνικιστική και κοινωνική– δικαιολογείται και ασκείται στο όνομα της βιολογικής-γενετικής «ανωτερότητας» των θυτών έναντι των θυμάτων τους, τα οποία θεωρούνται βιολογικά, διανοητικά και ηθικά «κατώτερα»... εκ φύσεως.
Σύμφωνα με το νεωτερικό μοντέλο του κοινωνικού δαρβινισμού, μία εντελώς διαστρεβλωμένη και ατεκμηρίωτη εκδοχή της εξελικτικής θεωρίας του Δαρβίνου, η διαστρωμάτωση σε κοινωνικές τάξεις και οι σχέσεις εξουσίας μεταξύ των ανθρώπων αποτελούν την αντανάκλαση εγγενών φυλετικών και βιολογικών προδιαγραφών, τις οποίες καμία αλλαγή των κοινωνικών συνθηκών, της παιδείας και της ιστορίας δεν μπορεί να αλλάξει.
Οσο για τις διαρκείς μεταναστεύσεις, την ειρηνική συμβίωση και τη δημιουργική επιμειξία –βιολογική και πολιτισμική– μεταξύ των ανθρώπων, που επικρατούσαν κατά το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας των ανθρώπων, αυτές θεωρούνται επιζήμιες και καταστροφικές, αφού όχι απλώς αποδυναμώνουν τους βιολογικά «ισχυρότερους» λαούς, αλλά και μολύνουν ανεπανόρθωτα τα δήθεν ανώτερα φυλετικά τους χαρακτηριστικά.
Από τις ρατσιστικές ανθρώπινες διακρίσεις…
Υπάρχει, άραγε, κάποια επιστημονική θεμελίωση ή, έστω, μερική επιβεβαίωση για τέτοιες ρατσιστικές θεωρίες; Μολονότι επί δύο σχεδόν αιώνες οι επιστήμονες αναζήτησαν κάποια σαφή διακριτικά γνωρίσματα για τη διαφοροποίηση των ανθρώπινων «φυλών», δεν βρήκαν ουσιαστικές βιολογικές διαφορές μεταξύ των ανθρώπινων πληθυσμών. Μάλιστα, όσο περισσότερο οι γενετιστές και οι εξελικτικοί βιο-ανθρωπολόγοι αναζητούσαν τις ουσιαστικές διαφορές μεταξύ των ανθρώπινων φυλών τόσο επιβεβαίωναν τη βαθύτερη βιολογική ομοιομορφία του ανθρώπινου είδους.
«Οι φυλές δεν υπάρχουν, η έννοια της ανθρώπινης φυλής είναι εντελώς αυθαίρετη. Απεχθάνομαι τη λέξη “φυλή” επειδή ταυτίζεται με την ανωτερότητα ή κατωτερότητα των λαών», όπως πολύ εύστοχα θα συνοψίσει το συμπέρασμα από τις έρευνες μιας ζωής ο Ιταλός γενετιστής Λουίτζι Καβάλι-Σφόρτσα (L. Cavalli-Sforza,1922-2018), ο οποίος αναγνωρίζεται διεθνώς ως ένας από τους εγκυρότερους μελετητές της γενετικής των ανθρώπινων πληθυσμών.
Αυτό δεν σημαίνει βεβαία ότι μεταξύ των ανθρώπινων πληθυσμών δεν υπάρχουν ορατές φαινοτυπικές ή και ανατομικές διαφοροποιήσεις, οι οποίες, εντούτοις, αποδείχτηκε ότι είναι βιολογικές προσαρμογές στις πολύ διαφορετικές οικολογικές και κλιματικές συνθήκες που συνάντησαν οι άνθρωποι κατά τη διαρκή μετανάστευσή τους σε ολόκληρο τον πλανήτη (βλ. «Εφ.Συν.» 24-6-23).
Από το μακρινό παρελθόν μέχρι σήμερα, η μεγάλη βιοποικιλότητα και η ποικιλομορφία του ανθρώπινου είδους θα πρέπει να αποδοθεί στην ακατάπαυστη ανάγκη προσαρμογής και στην ιδιαίτερη εξελικτική προϊστορία των ανθρώπινων πληθυσμών. Για παράδειγμα, οι διαφορoποιήσεις στο χρώμα του δέρματος επιλέχθηκαν εξελικτικά επειδή αποτελούσαν τις πιο κατάλληλες προσαρμογές στις εκάστοτε κλιματικές και περιβαλλοντικές συνθήκες: η πιο σκούρα δερματόχρωση των «μαύρων» τούς προσφέρει μια αποτελεσματική προστασία από τα εγκαύματα που προκαλούν οι ισχυρές υπεριώδεις ακτίνες στις περιοχές με τη μεγαλύτερη ηλιοφάνεια, ενώ αυτή η δερματική προσαρμογή αποτελεί μειονέκτημα για τους «λευκούς» που μετανάστευσαν και ζουν, επί χιλιετίες, σε γεωγραφικές περιοχές μακριά από τον Ισημερινό.
Επομένως, οι αποχρώσεις του λευκού δέρματος δεν αποτελούν καθόλου ένα «ανώτερο» βιολογικό χαρακτηριστικό, αλλά την αναγκαία εξελικτική προσαρμογή που, σε περιοχές με ελλιπή ηλιοφάνεια, επιτρέπει στους πληθυσμούς των «λευκών» να αφομοιώνουν καθημερινά τη μεγαλύτερη ποσότητα υπεριώδους ακτινοβολίας που τους είναι απαραίτητη για τον μεταβολισμό της βιταμίνης D. Επίσης, οι διαφορές στο ύψος και στο μέγεθος του σώματος των ανθρώπων αποτελούν ακόμη δύο εξελικτικές προσαρμογές στις διαφορετικές οικολογικές και διατροφικές συνθήκες: σε πολύ θερμές περιοχές τα ψηλόλιγνα σώματα αποτελούν σαφώς πλεονέκτημα σε σχέση με τα κοντόχοντρα που, σε αυτές τις περιοχές της Αφρικής, κινδυνεύουν διαρκώς από ανακοπή λόγω θερμοπληξίας.
Οταν διαψεύστηκαν οι ελπίδες των πρώτων ρατσιστών να στηρίξουν σε εξωτερικά σωματικά γνωρίσματα τις μισαλλόδοξες φυλετικές προκαταλήψεις τους, τότε στράφηκαν προς τη γενετική, αναζητώντας στα ανθρώπινα γονίδια την επιβεβαίωση των ρατσιστικών δοξασιών τους. Δυστυχώς για αυτούς, ούτε οι σχετικές γονιδιακές αναλύσεις ούτε οι πληθυσμιακές μελέτες επιβεβαιώνουν την πολυπόθητη φυλετική «καθαρότητα» και τη γονιδιακή «ομοιομορφία». Αντίθετα, αποδείχτηκε και θεωρείται πλέον δεδομένη η απίστευτη γονιδιακή ποικιλομορφία που υπάρχει μέσα στον ίδιο πληθυσμό, πόσο δε μάλλον ανάμεσα σε διαφορετικούς!
… στην αντιρατσιστική «μιγαδική ανθρωπότητα»
Σύμφωνα με το ευρέως αποδεκτό, μέχρι σήμερα, γνωσιολογικό μοντέλο, η επιστημονική κατανόηση των βαθύτερων βιολογικών και ανθρωπολογικών αιτιών για τα κοινά γνωρίσματα και για τις διαφορές μεταξύ των ανθρώπων θεωρείται όχι μόνο επιστημονικά επιβεβλημένη αλλά και ηθικοπολιτικά θεμιτή. Για αυτό και προτείνονται διαρκώς νέες επιστημονικοφανείς «εξηγήσεις», οι οποίες δεν εστιάζουν πλέον στις γονιδιακές διαφορές μεταξύ των ανθρώπων, αλλά αναζητούν απεγνωσμένα κάποιες εξίσου ασαφείς εγκεφαλικές ή νοητικές διαφοροποιήσεις.
Ετσι, στις μέρες μας, οι δυσεξάλειπτες φυλετικές και οι έμφυλες ανισότητες μεταξύ των ανθρώπων επιχειρείται από κάποιούς ερευνητές να θεμελιωθούν επιστημονικά –και άρα να νομιμοποιηθούν κοινωνικά– καταφεύγοντας στις νευροεγκεφαλικές και ψυχονοητικές διαφορές, οι οποίες υποτίθεται ότι ευθύνονται για τις ανισότητες που παρατηρούνται μεταξύ των ανθρώπινων «φυλών» ή μεταξύ των δύο φύλων. Αυτοί οι επιστήμονες, επειδή απορρίπτουν τις σκοταδιστικές εξηγήσεις του παρελθόντος, αρνούνται ότι οι έρευνές τους μπορεί να είναι εξίσου «ρατσιστές» ή ότι τα συμπεράσματά τους ενδέχεται να νομιμοποιούν τις νέες βιοπολιτικές αποκλεισμού και περιθωριοποίησης των «ξένων».
Πάντως, είτε πρόκειται για πρόσφυγες και μετανάστες είτε για διεμφυλικά άτομα, η αναξιοπιστία του επιστημονικού λόγου που τους περιγράφει ως βιολογικά υποδεέστερους θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη, επειδή δεν καταφέρνει ή, ακριβέστερα, δεν τολμά να διαφοροποιηθεί από την κυρίαρχη ιδεολογία και τις κοινωνικές προκαταλήψεις της εποχής.
Πριν από λίγες δεκαετίες επικρατούσε στη βιοανθρωπολογία ένα μοντέλο της ανθρώπινης εξέλιξης που ονομαζόταν «πολυτοπικό», σύμφωνα με το οποίο υπήρξε μόνο μία μεγάλη έξοδος από την Αφρική των προγόνων του είδους μας. Μετά από αυτή τη μεγάλη έξοδο και εξάπλωση στον πλανήτη των μακρινών μας προγόνων, τα πιο πρόσφατα είδη του ανθρώπινου γένους διαδέχτηκαν το ένα το άλλο και ζούσαν βίους παράλληλους σε διαφορές γεωγραφικά περιοχές.
Αυτό το γραμμικό εξελικτικό μοντέλο δικαιολογούσε την εμφάνιση, την ιστορία και την παρουσία μέχρι σήμερα των διαφορετικών ανθρώπινων «φυλών». Ετσι, οι σημερινοί Αφρικανοί, Κινέζοι και Ευρωπαίοι διαχωρίστηκαν και διαμορφώθηκαν από τις εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια της ιδιαίτερης εξελικτικής τους πορείας. Ομως, οι νέες παλαιοντολογικές ανακαλύψεις έδειξαν ότι αυτό το μοντέλο δεν ευσταθεί, επειδή ο σύγχρονος άνθρωπος είναι το πιο πρόσφατο προϊόν μιας σειράς μεταναστευτικών ρευμάτων και διασταυρώσεων με τα προγενέστερα είδη ανθρώπων (Νεάντερταλ, Ντενίσοβα κ.ά.), που τους συναντούσε όπου μετανάστευσε.
Σύμφωνα με τα διαθέσιμα γονιδιακά και παλαιοντολογικά ευρήματα, ο Homo sapiens ήταν και εξακολουθεί να είναι ένα «μιγαδικό είδος» που έχει όντως περιγραφεί ως «Homo mixticius»: ως το προϊόν, δηλαδή, της διασταύρωσης, της ανάμειξης και της στενής συμβιωτικής σχέσης με τα άλλα είδη ανθρώπων που ήδη υπήρχαν και τα συνάντησε ο σύγχρονος άνθρωπος όταν εμφανίστηκε.
Πράγματι, αν ως «μιγάδες» ορίζονται τα άτομα ή τα ζώα που προέρχονται από γονείς που ανήκουν σε διαφορετικές εθνικές ή «φυλετικές» ομάδες, π.χ. λευκοί με μαύρους ανθρώπους, αλλά και όλοι οι απόγονοι αυτών των διασταυρώσεων, τότε είναι σαφές ότι το ανθρώπινο είδος είναι πιθανότατα βιολογικά «μπάσταρδο»: αφού προέκυψε τόσο από τη γενετική ανάμειξη ή επιμειξία διαφορετικών γονοτύπων Homo όσο και από τη δημιουργική συμβίωση και την ενσωμάτωση κάποιων «ξένων» ανθρώπινων ειδών.
Συνεπώς, αν οι Homo sapiens είναι το νέο είδος ανθρώπων που, ενώ εμφανίστηκε και διαμορφώθηκε σχετικά πρόσφατα στην Αφρική, δεν έπαψε να μεταναστεύει και να αναμιγνύεται δημιουργικά με τα προηγούμενα είδη ανθρώπων, τότε δεν υπήρξε αρκετός γεωλογικός χρόνος για να δημιουργηθούν ξεχωριστές «φυλές» ή βιολογικές «ράτσες» μέσα στους ανθρώπινους πληθυσμούς. Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, ότι είμαστε όλοι ίδιοι γενετικά, σωματικά και πολιτισμικά, αλλά ότι, παρά τις ατομικές ή τις έμφυλες διαφορές μας, είμαστε όλοι βιολογικά ίσοι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου