του Ανδρέα Κοσιάρη
Σοκ και έκπληξη προσποιήθηκαν πως ένιωσαν οι ομιλούσες κεφαλές των κυρίαρχων ελληνικών μίντια από την είσοδο τριών (ή τεσσάρων ή και πέντε) ακροδεξιών κομμάτων στη νέα σύνθεση του κοινοβουλίου. Όμως η ακροδεξιά δεν είχε φύγει ποτέ — όσο κι αν πολλοί (έκαναν πως) δεν ήθελαν να τη βλέπουν, εντούτοις διαλέγονταν και συνεργάζονταν μαζί της, προμόταραν τη συνθηματολογία και τις πολιτικές της και κανονικοποιούσαν μονίμως τα προτάγματά της.
Μάλλον δεν το έχουμε συνειδητοποιήσει, αλλά εδώ και σχεδόν 12 χρόνια, μια μορφή ακροδεξιάς έχει συμμετάσχει σε ΟΛΕΣ τις κυβερνήσεις του ελληνικού κράτους. Δεν μιλάμε εδώ για αυθαίρετους χαρακτηρισμούς. Από τις 11 Νοεμβρίου 2011, και τη μνημειωδώς αντιδημοκρατική τοποθέτηση ως πρωθυπουργού του τραπεζίτη Λουκά Παπαδήμου, πατενταρισμένα ακροδεξιά στελέχη έχουν συμμετάσχει σε κάθε κυβέρνηση, είτε αυτή αναδείχτηκε μέσω συνεργασιών υπό την πίεση των δανειστών, είτε μέσω εκλογών.
Σε εκείνη την «κυβέρνηση ειδικού σκοπού» (όπου ο σκοπός ήταν η υπογραφή του δεύτερου Μνημονίου) υπουργοποιήθηκαν τα τότε στελέχη του ΛΑΟΣ, Μάκης Βορίδης (υπουργός Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων) και Άδωνις Γεωργιάδης (υφυπουργός Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας), όπως και οι Α. Ροντούλης και Γ. Γεωργίου. Οι δύο πρώτοι, με την προσθήκη ενίοτε του «Κέρλι» Θάνου Πλεύρη, αποτελούν ένα τρίο Στούτζες της ακροδεξιάς που ήταν εκεί και στην κυβέρνηση Σαμαρά, αλλά και στις δύο μέχρι τώρα θητείες του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Στο ενδιάμεσο, οι δύο κυβερνήσεις Τσίπρα προσέφεραν ένα (όχι και τόσο) ευχάριστο διάλειμμα, εισάγοντας την ακροδεξιά παρέα του Πάνου Καμμένου στους κυβερνητικούς θώκους. Αδιάλειπτα, λοιπόν, ακροδεξιοί συμμετείχαν σε κάθε κυβέρνηση της χώρας από το 2011 κι έπειτα (πλην ορισμένων υπηρεσιακών κυβερνήσεων και πρόσκαιρων παραιτήσεων). Θα προσέξετε πως δεν περιλαμβάνουμε εδώ το γεγονός πως και τουλάχιστον ένας από τους πρωθυπουργούς αυτής της περιόδου, ο φωνασκών για «ανακατάληψη των πόλεων από τους λαθρομετανάστες» Αντώνης Σαμαράς, μπορεί κάλλιστα να ενταχθεί στην ίδια κατηγορία.
Το γεγονός ότι, ειδικά οι Βορίδης, Γεωργιάδης και Πλεύρης, αντιμετωπίζονται ως «κανονικότητα» από τη συντριπτική πλειοψηφία των Μέσων, θα έφτανε ίσως για να δείξει τη συνενοχή των μίντια στην κανονικοποίηση της ακροδεξιάς σε αυτά τα χρόνια της ελληνικής κρίσης. Είναι άλλωστε σαφές και αδιάψευστο πως τα τρία αυτά πρόσωπα και τα πιο πρόσφατα «οχήματα» εισόδου της ακροδεξιάς στο κοινοβούλιο (Σπαρτιάτες, Νίκη και Ελληνική Λύση), προέρχονται από την ίδια πολιτική «μήτρα», αυτήν του ΛΑΟΣ του Γιώργου Καρατζαφέρη. Κάτι για το οποίο δεν κρατήθηκε να μην πανηγυρίσει ο ίδιος σε πρόσφατη εμφάνιση στο κανάλι του: «Το κλείσαμε το κοτέτσι αλλά γεννάει ακόμα».
Όμως, η συμβολή των ΜΜΕ ήταν πιο ευρεία από την κανονικοποίηση μερικών προσώπων.
Όταν τα Μέσα κάνουν την ακροδεξιά πάπια
Θα θυμάστε, φυσικά, τα διάφορα ωραιοποιητικά «ρεπορτάζ» καναλιών και εφημερίδων για τη δράση της Χρυσής Αυγής, την ίδια περίοδο που μέλη της έσφαζαν μετανάστες στους δρόμους της χώρας. Ψεύτικες ειδήσεις για συνοδεία γριών σε ΑΤΜ, λαϊφστάιλ εκπομπές για την προσωπική ζωή των στελεχών της νεοναζιστικής οργάνωσης και χαριεντισμοί σε παράθυρα με τύπους που έφεραν τη σβάστικα τατουάζ. Όλα αυτά κόπηκαν όταν άνοιξαν οι θαμμένοι φάκελοι των δολοφονιών της ΧΑ, όμως η ρητορική της ακροδεξιάς γεμάτη φυλετικές διακρίσεις, αντιμεταναστευτική και ξενοφοβική, προϋπήρχε της ανόδου της ΧΑ και παρέμεινε στα μίντια κι έπειτα από την πτώση της.
Μονάχα ενδεικτικά, μπορούμε να αναφέρουμε την άκριτη προβολή των απόψεων του Γεώργιου Καρατζαφέρη ήδη από την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα, δημοσιεύματα για «μαζική εισβολή λαθρομεταναστών» από εφημερίδες με θεωρητικό κύρος όπως η Καθημερινή, και χιλιάδες αντίστοιχα τηλεοπτικά «ρεπορτάζ», που επέμειναν επί χρόνια να «εκπαιδεύουν» το κοινό σε ακροδεξιές ιδέες.
Είναι γελοία η προσπάθεια αποστασιοποίησης και η προσποίηση έκπληξης, ειδικά από τους δημοσιογράφους των συστημικών ΜΜΕ για το αποτέλεσμα της κάλπης της 25ης Ιουνίου. Πρόκειται για τους ίδιους που συνέχιζαν αδιάλειπτα την προώθηση ακροδεξιάς συνθηματολογίας όλα αυτά χρόνια.
Σε πρόσφατη μελέτη ερευνητών του Πανεπιστημίου της Τουλούζης, με τίτλο «Βουβό Κύμα; Διερευνώντας το λόγο και τα δίκτυα της ακροδεξιάς στην ψηφιακή δημόσια σφαίρα», αναδεικνύεται μέσω της ανάλυσης περιεχομένου 102 ειδησεογραφικών ιστοσελίδων και χιλιάδων αναρτήσεων στα κυριότερα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, πως ο χώρος της ακροδεξιάς «έχει νομιμοποιηθεί στον δημόσιο διάλογο και έχει κανονικοποιηθεί τόσο ιδεολογικά όσο και πολιτικά» — παράλληλα ο ακροδεξιός λόγος «εμφιλοχωρεί σε στάσεις και απόψεις που εκφράζονται ανοιχτά από πολιτικούς φορείς, θεσμούς, κυρίαρχα ΜΜΕ και απλούς πολίτες».
Οι ερευνητές προσφέρουν παραδείγματα αυτής της κανονικοποίησης και της σύγκλισης της ρητορικής των συστημικών με τα ακροδεξιά μέσα: «Η κάλυψη των θεμάτων που σχετίζονται με το μεταναστευτικό από ένα σημαντικό ποσοστό των πιο δημοφιλών κυρίαρχων μέσων ενημέρωσης συμπίπτει σε μεγάλο βαθμό με εκείνη ακροδεξιών περιθωριακών μέσων, όπως ο Στόχος και το Μακελειό, αλλά σε λιγότερο ωμή και βίαιη μορφή. Οι μετανάστες παρουσιάζονται ως μια επιθετική δύναμη εισβολής ή ακόμη και ως φυσική καταστροφή, ενώ οι λόγοι που τους οδηγούν στη μετανάστευση αποσιωπώνται. Συχνά, υπάρχει μια έντονα φορτισμένη και πολωτική ρητορική που αντικειμενοποιεί ή και αποϋλοποιεί τους μεταναστευτικούς πληθυσμούς. Αυτός ο λόγος εδράζεται στις υποτιθέμενες ριζικές πολιτισμικές διαφορές μεταξύ Ελλήνων και μεταναστών και στην ιεράρχηση μιας φαντασιακής δυτικής ηθικής στο πλαίσιο ενός ευρωκεντρικού συστήματος αξιών.»
Όπως σημειώναμε κι εμείς παλαιότερα, με αφορμή την ακροδεξιά επίθεση στο Μπάφαλο των ΗΠΑ στις 14 Μαΐου 2022: «Η γιγάντωση της ακροδεξιάς και η εισδοχή θεωριών συνωμοσίας όπως η “Μεγάλη Αντικατάσταση” στην κυρίαρχη αφήγηση είναι άμεσο αποτέλεσμα δεκαετιών ρατσιστικής ρητορικής και πολιτικών της κυρίαρχης τάξης.»
Δεν μπορεί έτσι να αποτελεί έκπληξη για κανέναν η επάνοδος των εκλογικών ποσοστών της ακροδεξιάς — και φυσικά, το γεγονός ότι αυτή δεν συμβαίνει εις βάρος των ποσοστών της Νέας Δημοκρατίας, αλλά παράλληλα με την κυριαρχία της, δεν αποτελεί «αντίφαση», όπως προσπάθησε πρόσφατα να ισχυριστεί γνωστός αρθρογράφος της προαναφερθείσας Καθημερινής. Αποτελεί μάλλον την επιβεβαίωση μιας γενικότερης κυρίαρχης τάσης, το αποτέλεσμα του πολύχρονου επικοινωνιακού πολέμου για την εδραίωση αυτών των αντιλήψεων. Δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο πως επί της κυβέρνησης Κυριάκου Μητσοτάκη, ο πρωτόδικα καταδικασμένος Κασιδιάρης είχε άκρως προνομιακή μεταχείριση και μπορούσε από τη φυλακή να πραγματοποιεί τακτική κατήχηση των οπαδών του, αλλά και προεκλογικό αγώνα.
Όπως σημειώνουν και πάλι οι ερευνητές του Πανεπιστημίου της Τουλούζης, «η συγκρότηση του χώρου της ακροδεξιάς και η διάδοση του λόγου της στα κυρίαρχα ΜΜΕ αποκαλύπτει ότι πρόκειται για μια διευρυνόμενη και ριζική τάση στην ελληνική κοινωνία που σταδιακά αναμειγνύεται με την κυρίαρχη ιδεολογία, εξελίσσεται σε ένα νέο συνονθύλευμα “αυταρχικού εθνικιστικού νεοφιλελευθερισμού” τόσο γλωσσικά και αισθητικά, όσο και πολιτισμικά και κυρίως, φυσικά, πολιτικά.»
«Ελληνική ακροδεξιά» όπως «ελληνικό φιλότιμο»
Η αντιμετώπιση αυτού του φαινομένου ανόδου της ακροδεξιάς ως αποκλειστικά ελληνικού φαινομένου πάσχει ποικιλοτρόπως, αλλά γίνεται κυρίως για να αποφευχθεί η ερμηνεία πως πρόκειται για μια κεντρική συστημική επιλογή. Μπορούν έτσι αρθρογράφοι και σχολιαστές να υποδεικνύουν ως αιτία αυτής της ανόδου κάθε πιθανό και απίθανο γεγονός, όπως λόγου χάριν τη στιγμιαία εφαρμογή της (σχεδόν) απλής αναλογικής, συνεπικουρούμενοι από τον Άδωνι Γεωργιάδη.
Αυτή η ηθελημένα μυωπική οπτική επιχειρεί να αγνοήσει πως η κανονικοποίηση της ακροδεξιάς είναι εδώ και χρόνια ένα παγκόσμιο φαινόμενο. Μονάχα στην Ευρώπη, έχουμε ακροδεξιές κυβερνήσεις ή τη συμμετοχή της ακροδεξιάς σε αυτές, σε Ουγγαρία, Πολωνία, Σουηδία, Φινλανδία — και σταθερά ανοδική δυναμική σε Γαλλία, Γερμανία, Ισπανία, μεταξύ άλλων. Μέχρι και στην Πορτογαλία, όπου επικρατούσε ο μύθος της μη ύπαρξης ακροδεξιάς, έχουμε δει τον εθνικιστικό σχηματισμό Chega να ανεβαίνει από μία κοινοβουλευτική έδρα το 2019 σε 12 το 2022.
Εκτός Ευρώπης, από τις ΗΠΑ του Τραμπ μέχρι τη Ρωσία του Πούτιν, και από τη Βραζιλία του Μπολσονάρο μέχρι την Ινδία του Μόντι και μέχρι το Ισραήλ του Νετανιάχου, η ακροδεξιά βρίσκεται σχεδόν παντού ανερχόμενη τουλάχιστον την τελευταία δεκαετία, είτε υπό την κάλυψη ενός δήθεν δημοκρατικού εθνικισμού είτε με ξεκάθαρα φασιστικά προτάγματα.
Είναι απαραίτητο να ιδωθεί αυτή η φασιστική παλινόρθωση, στην Ελλάδα και τον υπόλοιπο κόσμο, υπό το πρίσμα των συνεχόμενων καπιταλιστικών κρίσεων και την έμμεση ή άμεση χρηματοδότηση και σύνδεση των ακροδεξιών ιδεολογημάτων και σχηματισμών από/με εκπροσώπους του μεγάλου κεφαλαίου. Όπως παλιότερα, η στροφή των φτωχών τάξεων προς τον φασισμό, για να αποσπαστούν από το να κατηγορήσουν τους πραγματικούς πρωταίτιους της εκμετάλλευσής τους, δεν είναι αυθόρμητη, αλλά καθοδηγούμενη. Και οι καθοδηγητές δεν δικαιούνται να μεμψιμοιρούν για τα αποτελέσματα της δράσης τους.
ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου