Ο όρος «νεοφιλελευθερισμός» στην Γαλλία χρησιμοποιήθηκε από τον καθηγητή Bernard Lavergne στις αρχές του 20ου
αιώνα και έγινε αντικείμενο επεξεργασίας από φιλελεύθερους
γάλλους και γερμανούς διανοητές το 1938 στο συνέδριο (Colloque
Walker Lippmann) στο Παρίσι.
Κατά την διάρκεια του συνεδρίου οι συμμετέχοντες, αναζητούσαν ένα τρίτο δρόμο μεταξύ του καπιταλισμού και του σοσιαλισμού, υποστηρίζοντας διαφορετικές απόψεις (W.Ropke, υποστήριξε τον «κοινωνικό φιλελευθερισμό») ή (Fr.VonHayek υποστήριξε την απόρριψη οποιασδήποτε μορφής κρατικής παρέμβασης συμπεριλαμβανομένης και της κοινωνικής δικαιοσύνης) που αναφέρονταν στις σχέσεις Κράτους-Αγοράς(Chr. Chavagneux, Alternatives Economiques, 4/3/2023).Κατά την μεταπολεμική περίοδο σε διεθνές επίπεδο το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (Δ.Ν.Τ) και η Παγκόσμια Τράπεζα έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην παγκοσμιότητα του νεοφιλελεύθερου παραδείγματος τόσο στις ΗΠΑ(R.Reagan) την Λατινική Αμερική, την Μ. Βρετανία (M.Thatcher) με την τεχνική υποστήριξη της οικονομικής σχολής του πανεπιστημίου του Σικάγου (Μ.Friedman), όσο και αργότερα στην Ευρωπαϊκή Ένωσηκαι τα κράτη-μέλη με το Σύμφωνο Ανταγωνιστικότητας (Σύνοδος Κορυφής 25/3/2011, Βρυξέλλες).
Το δημόσιο χρέος, τα δημόσια ελλείμματα, οι ιδιωτικοποιήσεις δημόσιων επιχειρήσεων και οργανισμών, η εκποίηση δημόσιας περιουσίας, πρώτων υλών και ενεργειακών προϊόντων, η απορρύθμιση της αγοράς εργασίας, ο περιορισμός των κοινωνικών και συνδικαλιστικών δικαιωμάτων, η συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους αποτελούν, μεταξύ άλλων, τα πεδία υλοποίησης των νεοφιλελεύθερων πολιτικών και οργάνωσης των Αγορών από το ίδιο το κράτος. Στις νεοφιλελεύθερες αυτές συνθήκες το κράτος δεν καταρρέει, αλλάζει τον ρόλο του και τον χαρακτήρα του και ως εγγυητής καθιστά τον ανταγωνισμό «θεσμοποιημένη θέσπιση» της Αγοράς και της παραγωγής εισοδηματικών και κοινωνικών ανισοτήτων.
Με άλλα λόγια, σε όποιον οικονομικό σχηματισμό εφαρμόσθηκε και εφαρμόζεται ο νεοφιλελευθερισμός, σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο, επιδιώκει να εγκαθιδρυθεί, όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος, ως εναλλακτικό πρότυπο απελευθέρωσης των οικονομικών και κοινωνικών λειτουργιών για την ανάπτυξη, την απασχόληση και την ευημερία των πολιτών, το οποίο όμως στην κοινωνικο-οικονομική πραγματικότητα καταγράφεται ως «μοντέλο των απελευθερωμένων αγορών και των αποκλεισμένων κοινωνιών».
Χαρακτηριστική περίπτωση του προαναφερόμενου νεοφιλελεύθερου μοντέλου, ως το αδιέξοδο αποτέλεσμα του Συμφώνου Ανταγωνιστικότητας στην Ευρώπη, αποτελεί, μεταξύ των άλλων κρατών-μελών, η Γαλλία, στην οποία το 10% των πιο πλούσιων νοικοκυριών συγκέντρωσε, κατά τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες, το 55% του συνόλου των περιουσιακών στοιχείων και ιδιοποιήθηκε το 33% του συνόλου του εισοδήματος της χώρας (Th. Piketty, 2019).
Παράλληλα, το επίπεδο του ορίου φτώχειας (2019) στην Γαλλία για κάθε άτομο ήταν 1.015 ευρώ τον μήνα και σε σύνολο 17 εκατομ. συνταξιούχων (2019), 1,4 εκατομ. συνταξιούχοι (8,3%) ζούσαν κάτω από το όριο φτώχειας. Παράλληλα, το 2022 η μέση μηνιαία σύνταξη ήταν 1.530 ευρώ (καθαρά), ενώ σημαντικός αριθμός συντάξεων ήταν κάτω από 1.200 ευρώ (καθαρά). Οι συνταξιοδοτικές δαπάνες (2022) ως ποσοστό του ΑΕΠ ήταν 13,7% και σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή (AWG 2021) το 2070 θα είναι 12,6% του ΑΕΠ χωρίς καμία νομοθετική παρέμβαση. Παράλληλα, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της αναλογιστικής μελέτης του Συμβουλίου Προσανατολισμού των Συντάξεων(COR-Ανεξάρτητη Αρχή Προσανατολισμού των Συντάξεων), η μέση σύνταξη των 1.530 ευρώ (2022), το 2050 θα είναι 1.672 ευρώ (σε σταθερές τιμές) και το 2070 θα είναι 1.795 ευρώ (σε σταθερές τιμές). Έτσι, η αναλογία μεταξύ της μηνιαίας καθαρής σύνταξης και του καθαρού εισοδήματος από εργασία ενώ το 2022 ήταν 61%, το 2050 εκτιμάται ότι θα είναι 52% και το 2070 θα είναι 45% (Chr.Ramaux, AlternativesEconomiques,9/3/2023).
Ως εκ τούτου αποδεικνύεται ότι το επίμαχο ζήτημα του συγκεκριμένου πλέον, χωρίς ψηφοφορία, νόμου ελέω του άρθρου 49.3 του γαλλικού συντάγματος δεν είναι μόνο η αύξηση των ελάχιστων ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης από τα 62 στα 64 έτη. Είναι επίσης το επίπεδο της σύνταξης που θα οδηγήσει στο μέλλον σε περαιτέρω αύξηση της φτωχοποίησης των συνταξιούχων καθώς και οι προϋποθέσεις πλήρους σύνταξης (43 χρόνια ασφάλισης και 70 ετών τουλάχιστον ηλικία συνταξιοδότησης) στο μέλλον ενός σημερινού νέου εργαζόμενου.
Επιπλέον είναι, σύμφωνα με την τεκμηριωμένη ποσοτικά κριτική ειδικών πανεπιστημιακών και ερευνητών, ότι το συγκεκριμένο Προεδρικό Διάταγμα αποτελεί, μεταξύ άλλων, επιλογή διεύρυνσης των ανισοτήτων, μείωσης των συντάξεων, εξοικονόμησης πόρων (12,4 δις ευρώ μέχρι το 2027, από τα οποία το 60% θα προκύψει από περικοπές συνταξιοδοτικών παροχών στις γυναίκες, 13,5 δις ευρώ μέχρι το 2030 και 21,2 δις ευρώ μέχρι το 2035) οι οποίοι θα χρησιμοποιηθούν, σύμφωνα με πανεπιστημιακούς ερευνητές (M.Zemmour,2022), ως φοροελαφρύνσεις προς τις επιχειρήσεις.
Στις συνθήκες αυτές το 71% των γάλλων πολιτών, διεκδικεί με τις συνεχείς μαζικές κινητοποιήσεις και την κήρυξη των απεργιών σε όλη την χώρα των συνδικάτων, την απόσυρση του συγκεκριμένου Προεδρικού Διατάγματος διαμέσου της πραγματοποίησης «Δημοψηφίσματος κοινής πρωτοβουλίας» (άρθρο 11 του αναθεωρημένου το 2008 συντάγματος), η προκήρυξη του οποίου απαιτεί την συγκέντρωση 4,8 εκατομ. υπογραφών.Παράλληλα, η προσφυγή της εκτελεστικής εξουσίας 100 φορές (1958-2023) στο άρθρο 49.3 και η περιφρονητική παράκαμψη από τον E.Macron, μέσω του άρθρου αυτού, του Κοινοβουλίου και των εκλεγμένων αντιπροσώπων του γαλλικού λαού, έφερε τον Μάρτιο του 2023, μεταξύ άλλων, στην Γαλλία τόσο στην δημόσια ανταλλαγή απόψεων, όσο και στις κινητοποιήσεις και τις απεργίες το ζήτημα της διεκδίκησης της συνταγματικής μετάβασης από την πέμπτη δημοκρατία (προεδρικο-κεντρική) στην έκτη δημοκρατία ενδυνάμωσης και σεβασμού των δημοκρατικών- κοινωνικών θεσμών και λειτουργιών.
*Ομότ. Καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου
**Δρ. Παντείου Πανεπιστημίου
ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου