AP PHOTO | MOTIONTEAM |
Το ’χετε διαβάσει και άλλοτε σε τούτην εδώ τη στήλη: όταν είσαι συντάκτης σε ένθετο, είναι αδύνατο να προβλέψεις εντελώς την επικαιρότητα που θα κυριαρχεί όταν οι αναγνώστες διαβάζουν το κείμενό σου. Το περασμένο Σάββατο, ενώ ήμασταν όλοι συγκλονισμένοι από το πολύνεκρο -πλην προδιαγεγραμμένο- σιδηροδρομικό «δυστύχημα» στα Τέμπη, τα «Κρυφά Χαρτιά» ασχολούνταν με τις προσπάθειες των εθνικοφρόνων μας ν’ απαγορεύσουν δικαστικά το νεοσύστατο Κέντρο Μακεδονικής Γλώσσας της Φλώρινας· άρθρο που είχε γραφτεί, σελιδοποιηθεί και παραδοθεί για εκτύπωση πολύ πριν από το μακελειό με τους 59 νεκρούς.
Η ίδια αντικειμενική αδυναμία πρόβλεψης επικρατεί και τη στιγμή που κατατίθενται τούτες οι σκέψεις, το μεσημέρι της Κυριακής 5 Μαρτίου. Αγνοώντας, λοιπόν, τις εξελίξεις που θα έχουν μεσολαβήσει μέχρι το ερχόμενο Σάββατο, περιοριζόμαστε μοιραία σε δύο διαπιστώσεις στρατηγικότερης σημασίας, που το μακελειό της 28ης Φεβρουαρίου ξανάφερε με τον τραγικότερο δυνατό τρόπο στο προσκήνιο.
Το σκάνδαλο ως φιλελεύθερη «κανονικότητα»
Η πρώτη αφορά τη θέση δημόσιου και ιδιωτικού στη σύγχρονη κοινωνία, καθώς και το τι συνιστά (και τι όχι) σκανδαλώδη κρατική διαχείριση. Είναι γνωστή η κυρίαρχη παραφιλολογία των τελευταίων δεκαετιών, σύμφωνα με την οποία το Δημόσιο πρέπει να αντλεί επιτελικά στελέχη από τον ιδιωτικό τομέα, προκειμένου να «αποδώσει».
«Η μόνη χειροπιαστή και αναγνωρισμένη ευθύνη είναι αυτή του σταθμάρχη» | Η Καθημερινή, 4.3.2023
Δεν πρόκειται βέβαια για ελληνική ιδιαιτερότητα αλλά για γενικότερη τάση σε μεγάλο μέρος της Ευρώπης, όπως ανέλυε παλιότερο σχετικό ρεπορτάζ της Le Monde Diplomatique, με πλήθος στοιχείων για τα αντίστοιχα τεκταινόμενα στη Γαλλία. Η συνταγή αυτή, που βασίζεται αποκλειστικά και μόνο στον μύθο περί «αποδοτικού» και «αξιοκρατικού» ιδιωτικού τομέα, κατ’ αντιδιαστολή προς το (εγγενώς, υποτίθεται) «αντιπαραγωγικό» Δημόσιο, δεν φορτώνει μόνο τα δημόσια ταμεία με τις (συχνά δυσβάσταχτες) αμοιβές διαφόρων golden boys. Ακόμη και σε λιγότερο φανταχτερές περιπτώσεις, το πιο κρίσιμο πρόβλημα βρίσκεται συνήθως εκεί που τα μεγάλα ιδιωτικά ΜΜΕ αρνούνται για ευνόητους λόγους να κοιτάξουν: στην αυτονόητη διαπλοκή που δημιουργείται μ’ αυτό τον τρόπο ανάμεσα στους πρώην, μελλοντικούς ή ενδεχόμενους εργοδότες ενός στελέχους του ιδιωτικού τομέα και τη (συγκυριακή) καριέρα αυτού του τελευταίου στο Δημόσιο.
Αν τα παραδοσιακά στελέχη καριέρας του Δημοσίου ταύτιζαν εκ των πραγμάτων την επαγγελματική διαδρομή και δράση τους με τα συμφέροντα της υπηρεσίας ή του οργανισμού στον οποίο πρόβλεπαν να περάσουν όλη τη ζωή τους, είναι προφανές ότι παρόμοια ταύτιση (και νομιμοφροσύνη) είναι αδιανόητη στην περίπτωση ανθρώπων υποχρεωμένων να προγραμματίζουν εγκαίρως και διαρκώς το επόμενο πέρασμά τους από το κράτος στις ιδιωτικές επιχειρήσεις και τούμπαλιν. Τίνος ακριβώς τα συμφέροντα και τις προτεραιότητες είναι αναμενόμενο να έχει προπαντός στο κεφάλι του ένα τέτοιο υβριδικό στέλεχος: του απρόσωπου Δημοσίου, με τους ανελαστικούς κανόνες, ή των πρώην και μελλοντικών εργοδοτών του, με τις πολύ συγκεκριμένες απαιτήσεις και προσδοκίες; Μάλλον αυτονόητο –όπως και η συνακόλουθη κοσμοαντίληψη, με την οποία θα επενδυθούν ιδεολογικά αυτές οι επιλογές. Ακόμη και ο τιμιότερος των υβριδικών στελεχών και υπαλλήλων θα κινδύνευε, άλλωστε, από κανονικότατη σχιζοφρένεια, αν τον έναν χρόνο εργαζόταν με κριτήριο το δημόσιο συμφέρον, σε βάρος των ιδιωτικών συμφερόντων, και την επόμενη χρονιά έκανε το ακριβώς αντίθετο…
Αυτά όσον αφορά το γενικό πρόβλημα. Γιατί, στο επιτελικό κράτος μας, ακόμη κι αυτά τα δυσδιάκριτα όρια έχουν κουρελιαστεί πλήρως. Το πιο πρόσφατο από τα εξαίρετα (και, δυστυχώς, προφητικά) άρθρα του συναδέλφου Αρη Χατζηγεωργίου για τη διάλυση των ελληνικών σιδηροδρόμων, σε τούτην εδώ την εφημερίδα (11.2.2023), μας πληροφορούσε λ.χ. πως ο νομικός σύμβουλος της ιταλόκτητης Hellenic Train (πρώην ΤΡΑΙΝΟΣΕ) είναι ταυτόχρονα διορισμένος ως σύμβουλος στο υπουργείο Μεταφορών και Υποδομών. Προφανώς, τόσο ο ίδιος όσο και προϊστάμενός του υπουργός Κώστας Καραμανλής θεωρούν τα συμφέροντα της εταιρείας και του υπουργείου ως ένα και το αυτό –εξ ου και το υπουργείο φρόντισε, πέρυσι, να ταΐσει την ιταλική εταιρεία για 15 χρόνια με «επιδοτήσεις», το ετήσιο ύψος των οποίων (50 εκατομμύρια ευρώ) ξεπερνά το συνολικό κόστος αγοράς της ΤΡΑΙΝΟΣΕ από τους Ιταλούς το 2017 (45 εκατομμύρια). Εξίσου προφανώς, πριν από λίγα χρόνια, ένας τέτοιος διορισμός θα θεωρούνταν από τους πάντες ως λόγος παραπάνω από επαρκής για να σταλεί ο υπεύθυνος υπουργός στο Ειδικό Δικαστήριο.
Για μια στοιχειώδη σύγκριση, αξίζει να θυμίζουμε ότι το περίφημο σκάνδαλο Κοσκωτά, που το 1988-1989 έριξε την κυβέρνηση του πανίσχυρου και δημοφιλέστατου Ανδρέα Παπανδρέου, αφορούσε κατηγορίες που σήμερα φαντάζουν από γελοίες μέχρι τεκμήρια πολιτικοϊδεολογικής κανονικότητας: τον πλημμελή κρατικό έλεγχο των προϋποθέσεων απόκτησης μιας ιδιωτικής τράπεζας από έναν ιδιώτη και, κυρίως, την απόσυρση των αποθεματικών κάποιων ΔΕΚΟ από την (κρατική, τότε) Εθνική Τράπεζα και την κατάθεσή τους σε μια ιδιωτική (την Τράπεζα Κρήτης του Κοσκωτά). Ποιος τολμά να θεωρήσει σήμερα επιλήψιμη μια τέτοια πρακτική, δίχως να καταγγελθεί από τη φιλελεύθερη διανόηση και τα ΜΜΕ της σαν θαυμαστής της Βόρειας Κορέας;
Δάκρυα ή εξηγήσεις;
Μια δεύτερη παρατήρηση αφορά τον τρόπο κάλυψης της τραγωδίας από τα ηλεκτρονικά ιδίως ΜΜΕ. Κυριάρχησαν κι εδώ τα ρεπορτάζ που ξεχείλιζαν από ανθρώπινο πόνο και φρίκη, απωθώντας (ακριβέστερα: προσπαθώντας ν’ απωθήσουν) στο περιθώριο της ειδησεογραφίας τα ορθολογικά ερωτήματα για το πώς και γιατί συνέβη κάτι τέτοιο. Η ίδια αντίληψη κυριάρχησε, το προηγούμενο διάστημα, και στα ραδιοτηλεοπτικά δικαστικά ρεπορτάζ για το ολοκαύτωμα του 2018 στο Μάτι. Ενώ «μάθαμε» για πολλοστή φορά (και με ανατριχιαστικός λεπτομέρειες) πόσο τρομερό είναι να χάνεις τους ανθρώπους σου μέσα στις φλόγες και πόσο τραυματικό να επιζείς βλέποντας τους γύρω σου να γίνονται κάρβουνο, δεν γίναμε καθόλου σοφότεροι όσον αφορά το πραγματικά κρίσιμο ζήτημα των υπηρεσιακών και πολιτικών ευθυνών: ποιοι ακριβώς και σε ποια έκταση δεν έκαναν αυτό που όφειλαν και μπορούσαν;
Δεν πρόκειται για απόρροια επαγγελματικής ανεπάρκειας ή βαλκανικής καθυστέρησης, αλλά για πιστή εφαρμογή της κυρίαρχης συνταγής, που θέλει τα ηλεκτρονικά ΜΜΕ να προωθούν συνειδητά μια συγκεκριμένη εκδοχή αποπολιτικοποίησης (και, ενίοτε, αντιπολιτικής). Το πιστοποιούν, μεταξύ άλλων, τα μαθήματα που πήρε, στις απαρχές της ιδιωτικής ραδιοτηλεόρασής μας, η πρώτη γενιά δημοσιογράφων του ραδιοφωνικού «ΣΚΑΪ» από τρεις επιφανείς Γάλλους δημοσιογράφους, ο ένας εκ των οποίων δίδασκε στη Σορβόνη («On Air. Η τεχνική της ραδιοφωνικής επικοινωνίας», Γραμμή ΑΕ, Παλλήνη, Μάρτιος 1988). Μολονότι κάπως εξευγενισμένα σε σχέση με την αρχική προφορική διατύπωσή τους, τα μαθήματα αυτά παραμένουν εξαιρετικά εύγλωττα για τη στρατηγική συλλογικής αποβλάκωσης που προσπάθησε (και εν μέρει κατάφερε) να μεταλλάξει πολιτικοϊδεολογικά μια μερίδα των ελληνικών λαϊκών στρωμάτων στις τρεις δεκαετίες που ακολούθησαν.
Οι εξ Εσπερίας εκπαιδευτές καθιστούσαν λ.χ. σαφές ότι σκοπό της ραδιοτηλεοπτικής «ενημέρωσης», όπου «ένα δελτίο είναι 50% ειδήσεις και 50% σόου» (σ. 28), δεν αποτελεί η πληροφόρηση του κοινού για τις αιτίες και τα διακυβεύματα των εξελίξεων, αλλά η «ψυχαγωγία» του μέσω ενός ανορθολογικού παιχνιδιού συναισθημάτων, δίχως περιττή σκέψη και προβληματισμούς: «Οταν παίρνουμε συνέντευξη, δεν θέλουμε να αναλύσουμε κάποιο θέμα, ψάχνουμε μια μαρτυρία. Μετράει το πρόσωπο που μιλάει. Το πιο επικίνδυνο είναι στον κοινωνικό τομέα. Εχετε π.χ. απολύσεις στη χαλυβουργία. Αν ρωτήσετε τον γενικό γραμματέα του συνδικάτου, θα έχετε έναν μονόλογο, βαρετό. Αν όμως ρωτήσετε έναν εργάτη, που θα του έχετε πριν μιλήσει και που είναι έτοιμος να εκφράσει τον θυμό του στο μικρόφωνο, θα έχετε ένα μικρό ντοκουμέντο 40’’, που θα είναι όμως πιο αποτελεσματικό (π.χ. μια φωτογραφία στην εφημερίδα)» (σ.45). Το ζουμί δεν βρίσκεται φυσικά στην επικοινωνιακή αποτελεσματικότητα μιας σύντομης, προπαρασκευασμένης (και κατά τεκμήριο ανορθολογικής) έκρηξης «θυμού», αλλά στον καταστατικό αποκλεισμό της ορθολογικής ανάλυσης που θα της προσέδιδε κάποιο νόημα.
Εξίσου εύγλωττη είναι πρόβλεψη ενός στεγανοποιημένου κοινωνικού διαχωρισμού της πληροφόρησης, με απροκάλυπτα ταξικά κριτήρια, βάσει της πρωθύστερης επίκλησης των «ενδιαφερόντων» που ο ίδιος διαχωρισμός φροντίζει να παράξει: «Το θέμα της μετάδοσης αυτού του είδους του ρεπορτάζ πρέπει να προσαρμοστεί σε σχέση με το ακροατήριο. Ενας απόλυτος κανόνας στη Γαλλία είναι να γίνεται στις 7.00 το πρωί κοινωνικό ρεπορτάζ, ποικίλα θέματα, εγκλήματα, τροχαία δυστυχήματα και σπορ. Οι δημοσκοπήσεις έχουν αποδείξει μέχρι τώρα ότι το κοινό, το ακροατήριο που σηκώνεται το πρωί είναι πιο λαϊκό που ενδιαφέρεται περισσότερο για τέτοιου είδους θέματα. […] Στις 8.00 θεωρούμε ότι πρόκειται για ένα ακροατήριο στελεχών επιχειρήσεων, εκπαιδευτικών, ανώτερων στελεχών, οι οποίοι σηκώνονται λίγο αργότερα και η πληροφόρηση θα προσανατολιστεί μάλλον στην πολιτική, την οικονομία, τα ελιτίστικα σπορ» (σ.33-34). Ενας «απόλυτος κανόνας που τηρείται» είναι, επίσης, ότι κάθε θέμα πρέπει να προσεγγιστεί «από μία γωνία και μόνο» (σ.32)· «κάθε ρεπορτάζ που ενσωματώνεται στο δελτίο ειδήσεων, όπως και οι παρεμβάσεις του παρουσιαστή, πρέπει να συμφωνούν απόλυτα» (σ.33).
Στην Ελλάδα της τελευταίας τετραετίας, τα στελέχη ενημερώνονται, βέβαια, κυρίως από άλλες πηγές (τις «έγκυρες» αστικές εφημερίδες και τα διαδικτυακά πόρταλ τους), οπότε η τηλεόραση ασχολείται αποκλειστικά με την αποβλάκωση των λαουτζίκου, αναγορεύοντας σε μείζον δημόσιο ζήτημα την κάθε Πισπιρίγκου.
Τούτη τη φορά, το μέγεθος και η φύση του δράματος ήταν βέβαια τέτοια και η συνακόλουθη πίεση του κοινού τόσο ισχυρή, ώστε το αρραγές μέτωπο της επικοινωνιακής αποβλάκωσης να υποστεί ευδιάκριτες ρωγμές. Ενώ διάφορα βαριά χαρτιά της καθεστωτικής δημοσιογραφίας αυτοεξευτελίστηκαν ανεπιστρεπτί, στην προσπάθειά τους να εντάξουν το μακελειό των Τεμπών στο μητσοτακικό αφήγημα της «παλιάς Ελλάδας που μας πληγώνει» (και θα διορθωθεί με περισσότερες ΣΔΙΤ, που θα ξεκοκαλίσουν κι άλλους δημόσιους πόρους), είδαμε δημοσιογράφους υπεράνω πάσης υποψίας να εκστομίζουν αυτονόητες αλήθειες για την εγκληματική αποψίλωση των δημόσιων υποδομών.
Ακόμη κι η ΕΣΗΕΑ προχώρησε δε σε δημόσια αυτοκριτική, αναγνωρίζοντας πως ο κλάδος λειτούργησε, τα τελευταία χρόνια, ως εργαλείο και προέκταση του (νεοφιλελεύθερου) κράτους, καθώς «οι προειδοποιήσεις των εργαζοµένων στους σιδηροδρόµους δεν είχαν την κάλυψη που αναλογούσε στη σοβαρότητα του ζητήµατος και τα λίγα, αλλά υπαρκτά ρεπορτάζ δηµοσιογράφων, ΜΜΕ και ερευνητικών δηµοσιογραφικών οµάδων δεν αναπαρήχθησαν». Η «Εφ.Συν», πάντως, δικαιούται να περηφανεύεται πως ανήκε στις δακτυλοδεικτούμενες εξαιρέσεις που φιλοξένησαν και πρόβαλαν αυτά τα «λίγα, αλλά υπαρκτά» ρεπορτάζ, που έσωσαν την τιμή μιας μειοψηφικής δημοσιογραφίας.
Ολα αυτά τα δείγματα αυτοκριτικής θα εξατμιστούν, φυσικά, μόλις κάποιο άλλο συμβάν επιτρέψει στη ΣΔΙΤ κυβέρνησης-επιχειρηματιών ν’ αλλάξει την ατζέντα της επικαιρότητας. Εκτός αν η πίεση από τα κάτω συνεχιστεί και κλιμακωθεί, καθιστώντας μια τέτοια κωλοτούμπα αδιανόητη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου