23 Μαρτίου 2023

Το εγώ και το έθνος: Μια διεισδυτική ανατομία της γέννησης του εθνικισμού ως διεθνούς φαινομένου

Το εξώφυλλο του βιβλίου που μελετά τις διεθνείς διασυνδέσεις των πρώιμων εθνικιστών και μια στιγμή αυτής της δικτύωσης: η συνάντηση του Μπαρές με τον Ιταλό ομόλογό του (και πρόδρομο του Μουσολίνι), Γκαμπριέλε ντ’ Ανούντσιο, στη Βενετία του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου (18.5.1916) [«L’ILLUSTRATION» 3.6.1916]

 

Τάσος Κωστόπουλος


Είτε μιλάμε για τις αληθινές εκατόμβες της Ουκρανίας είτε για τις αποκριάτικες αναπαραστάσεις της εθνικής αφύπνισης στα μακεδονικά συλλαλητήρια της βαλκανικής γειτονιάς μας, ευδιάκριτη είναι η δομική αντίφαση που διαπερνά όλες αυτές τις εθνικιστικές εξάρσεις. Ρώσοι και Ουκρανοί, Ελληνες, Τούρκοι, Βούλγαροι και Βορειομακεδόνες «πατριώτες» συμμερίζονται τους ίδιους ακριβώς κώδικες και ένα κοινό πολιτικοϊδεολογικό ιδίωμα με το οποίο ερμηνεύουν τις εξελίξεις, διακρίνουν φίλους και εχθρούς και υπαγορεύουν προτάγματα για το μέλλον των κοινωνιών τους. Ο ενιαίος αυτός κώδικας μπορεί να οδηγεί στην αλληλοεξόντωση, συμβολική ή πραγματική, υπαγορεύει ωστόσο ταυτόχρονα μια αμοιβαία κατανόηση και βαθιά αίσθηση αλληλεγγύης ενάντια στον κοινό εσωτερικό εχθρό των «εθνομηδενιστών» κάθε απόχρωσης. Για τους εθνικιστές απανταχού της Γης νοητός και αποδεκτός είναι μονάχα ένας κόσμος μοιρασμένος σε έθνη ενιαία και συμπαγή κατ’ εικόνα και ομοίωση των Ολυμπιακών Αγώνων· τελετής που επινοήθηκε άλλωστε ακριβώς ως αποκρυστάλλωση αυτής της αντίληψης και ως συμβολική διακρατική σύρραξη, προκειμένου να καταπολεμηθεί ο «ενστικτώδης πασιφισμός» των λαϊκών στρωμάτων και η ανθρωπότητα να βυθιστεί ευκολότερα στα σφαγεία των παγκοσμίων πολέμων που έρχονταν.

Η δομική αυτή αντίφαση δεν είναι φαινόμενο μόνο των δικών μας καιρών, αλλά εγγενές χαρακτηριστικό του εθνικισμού ήδη από τα πρώτα βήματα της διαμόρφωσής του ως οικουμενικής ιδεολογίας στις αρχές του εικοστού αιώνα. Μας το αναλύει με υποδειγματικά ολοκληρωμένο και πειστικό τρόπο ο Παρασκευάς Ματάλας, επίκουρος καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, στο πρόσφατο βιβλίο του «Κοσμοπολίτες εθνικιστές. Ο Μωρίς Μπαρρές και οι ανά τον κόσμο μαθητές του» (Ηράκλειο 2021, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης). Εργο που «φιλοδοξεί να συμβάλει στην ιστορία του εθνικισμού ως διεθνούς φαινομένου» (σ.27) και επιφέρει πραγματική τομή στην παγκόσμια βιβλιογραφία για το ζήτημα, όπως τομή υπήρξε για την αντίστοιχη εγχώρια ιστοριογραφία και το πρώτο βιβλίο του ίδιου συγγραφέα πριν από δύο δεκαετίες («Εθνος και Ορθοδοξία. Από το “ελλαδικό” στο βουλγαρικό σχίσμα. Οι περιπέτειες μιας σχέσης», ΠΕΚ, Ηράκλειο 2002).

Βιβλία εξαιρετικά πρωτότυπα που, μαζί με την -αδημοσίευτη ακόμη- διδακτορική διατριβή του («Σπάρτη. Η ιστορία ενός τοπίου και το τοπίο της ιστορίας», Ρέθυμνο 2009) και ένα μικρό αλλά εξαιρετικά διαυγές κείμενο για την επαμφοτερίζουσα θέση των «ακριτών» στις εθνικές νοερές κοινότητες («Ο Λεωνίδας, ο Γκρέκο κι ο Μεγαλέξανδρος» στον συλλογικό τόμο «Στην τροχιά του Φίλιππου Ηλιού», Αθήνα 2008), αναδεικνύουν τον Ματάλα ως τον σημαντικότερο θεωρητικό του εθνικισμού μεταξύ των Ελλήνων ιστορικών. Οι επεξεργασίες του δεν προκύπτουν γαρ με βάση κάποιους αφηρημένους συλλογισμούς, πόσο μάλλον με μηχανική μεταφύτευση έτοιμων ερμηνευτικών σχημάτων της διεθνούς (ή της παλιότερης εγχώριας) βιβλιογραφίας, αλλά μέσα από την εξαντλητική μελέτη του υφιστάμενου πραγματολογικού υλικού και δημιουργική συνομιλία με τη διεθνή επιστημονική συζήτηση για το εθνικό φαινόμενο.

Ο εθνικισμός ως αριστοκρατική μαθητεία

Κεντρική ιδέα του βιβλίου, αποτέλεσμα μεταδιδακτορικής έρευνας στη Γαλλία, είναι η μελέτη της διαμόρφωσης του εθνικισμού στην πηγή του: την ογκώδη προσωπική αλληλογραφία του Γάλλου συγγραφέα και πολιτικού Μορίς Μπαρές (1862-1923), του ανθρώπου δηλαδή που εισήγαγε και καθιέρωσε διεθνώς τον όρο «εθνικισμός», με «μαθητές» και επίδοξους μιμητές του σε όλα τα σημεία της υδρογείου.

Ως «εθνικισμός» νοείται εδώ, όχι η ανάδυση των εθνικών νοερών κοινοτήτων που γέννησαν οι επαναστάσεις του 18ου και των αρχών του 19ου αιώνα (διαδικασία με απελευθερωτικό συχνά περιεχόμενο που αντικατέστησε την έννοια του υπηκόου μ’ εκείνη του πολίτη), αλλά «ο εθνικισμός των εθνικιστών»: το αντιδραστικό πολιτικοϊδεολογικό εκείνο ρεύμα που αυτοπροσδιορίστηκε έτσι στο γύρισμα του εικοστού αιώνα «και συνδέεται κατά τρόπο σύνθετο και αντιφατικό με τις δομικές μεταβολές των κοινωνιών» της εποχής: «την εκβιομηχάνιση, την αστικοποίηση, τις νέες ταξικές διαστρωματώσεις και συγκρούσεις, την ανάδυση μορφών μαζικής δημοκρατίας». Αλλαγές που ο εθνικισμός «τις αρνείται ως παρακμή, κηρύσσοντας μια εξέγερση ενάντια στη νεωτερικότητα, έναν νέο ρομαντισμό, όπου το αναγεννημένο έθνος νοείται ως άρνηση αυτής της παρακμής, ως ένα είδος συμβολικής επιστροφής σε μια εξιδανικευμένη προνεωτερική εποχή» (σ.17).

Ο Μπαρές υπήρξε ο ιδρυτής και η κεντρική μορφή αυτού του ρεύματος, οι ιδέες του οποίου σφράγισαν την πορεία των ευρωπαϊκών κοινωνιών προς τον Α’ Παγκόσμιο Πολεμο και τροφοδότησαν τα φασιστικά κινήματα του Μεσοπολέμου. Πολυγραφότατος, επέδρασε όσο λίγοι στα μορφωμένα μεσαία στρώματα της εποχής του μέσα από τα γραπτά (κυρίως τα μυθιστορήματα και τα ταξιδιωτικά κείμενά του), την πολιτική δράση και τη δικτύωσή του με φερέλπιδες ομολόγους του σε διάφορες χώρες.

Η προσωπική αλληλογραφία του, που έχει κατατεθεί στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας, περιλαμβάνει επιστολές από και προς 12.600 διαφορετικά πρόσωπα απ’ όλη την οικουμένη· αρχειακό υλικό σε μεγάλο βαθμό ανεκμετάλλευτο μέχρι σήμερα από τους ιστορικούς, αλλά που αποδεικνύεται εξαιρετικά αποκαλυπτικό για τις συνθήκες και τους μηχανισμούς που διαμόρφωσαν ένα ολόκληρο νοητικό και πολιτικό σύμπαν με καθοριστική επίδραση στην Ιστορία του εικοστού αιώνα.

Οπως προκύπτει από την επισκόπηση της αλληλογραφίας δεκάδων τέτοιων «μαθητών» με τον Μπαρές, αυτοί δεν μοιράζονταν με τον «δάσκαλό» τους μονάχα ιδέες, αλλά και συγκεκριμένα κοινωνικά χαρακτηριστικά που τις επικαθόρισαν σε μεγάλο βαθμό: «είναι “αριστοκράτες”, σπουδαγμένοι σε ξένα σχολεία, πολύγλωσσοι, πολυταξιδεμένοι, έχουν πολλαπλές εθνικές διασυνδέσεις» και μετέχουν «σε μια διεθνοποιημένη και μοντερνιστική κουλτούρα» (σ.31). Τη μεγαλοαστική καταγωγή και γαλλική παιδεία τους επισφραγίζουν οι φιλοδοξίες (και ενίοτε η πραγματικότητα) μιας πολιτικής καριέρας ή/και η επαγγελματική σχέση με τον σκληρό πυρήνα του κράτους (συνήθως ως διπλωμάτες), καθώς και ισχυρές δόσεις μεγαλομανίας άμεσα σχετιζόμενες μ’ αυτό το υλικό υπόβαθρο. Υπόβαθρο που θα σημαδέψει έντονα το τελικό προϊόν αυτής της ώσμωσης, υπαγορεύοντας συγκεκριμένες προτεραιότητες ως επένδυση εξίσου απτών ατομικών προσδοκιών: «Ο εθνικισμός του Μπαρρές, των ομοϊδεατών και των επιγόνων του συνδεόταν με μια αντίληψη για την κοινωνία βαθιά ιεραρχική, αριστοκρατική, μιλιταριστική, ανδροκρατική. Αρνιόταν την ταξική πάλη (των υποτελών), την ίδια στιγμή που εξιδανίκευε μια βίαιη εκδοχή της ταξικής πάλης από τα πάνω, ως υπεράσπισης της ενότητας του έθνους» (σ.368).

Ακρως υπερόπτης απέναντι στους (λιγότερο ή περισσότερο) πληβείους, ο ίδιος ο Μπαρρές θεωρούσε άλλωστε «μεγάλο κίνδυνο για το άτομο και την κοινωνία» την ανάγκη κάποιων διανοουμένων να εργάζονται για να διασφαλίσουν της υλικές προϋποθέσεις της «υψηλής κουλτούρας» τους, πόσο μάλλον τα προς το ζην (σ.23-4). Αντίληψη που συμμερίζονταν αρκετοί ακόλουθοί του, μεταξύ των οποίων και ο επιφανέστερος Ελληνας μαθητής του: ο Ιων (κατά κόσμον, Ιωάννης) Δραγούμης.

Παλιά και νέα «εγώ»

Ο «εθνικισμός των εθνικιστών» θα προκύψει έτσι σε μεγάλο βαθμό ως απόρροια της ανάγκης αυτών των φιλόδοξων (και συχνά εκκεντρικών) γόνων της άρχουσας τάξης να καλλιεργήσουν και να διατηρήσουν -έστω και δι’ αντιπροσώπων- την προσωπική επιρροή και επιβολή τους στα λαϊκά στρώματα, στις συνθήκες ενός κοινωνικοπολιτικού μετασχηματισμού που εξέβαλλε σε μορφές μαζικής πολιτικής κινητοποίησης. «Πίσω από τη νέα λατρεία μιας φαντασιακής συλλογικότητας», επισημαίνει εύστοχα ο Ματάλας, «εξακολουθούσε να κυριαρχεί το ισχυρό ατομικό εγώ. Ο εθνικισμός ήταν στήριγμα ενός διανοούμενου σε κρίση· όχι μόνο δεν παραμέριζε το εγώ του προς όφελος του εθνικού εμείς, μα το κολάκευε και το διόγκωνε στο έπακρο. […] Ο Ιων Δραγούμης ομολογούσε ότι, παρόλο που ο ίδιος δεν ήταν πατριώτης, ήθελε να φτιάξει πατριώτες, να κεντρίσει και να κολακέψει “το εθνικό αίσθημα” των άλλων. Ο τρόπος σκέψης ενός ιδεώδους μπαρρεσικού εθνικιστή, όπως ήταν ο Δραγούμης, είναι αποκαλυπτικός: ο εθνικιστής δημιουργεί τον εθνικισμό του σαν μια αναγκαιότητα του εγώ· σαν μια μέθοδο να ορίζεις ανθρώπους· ένα μέσον, που χρησιμοποιείται από μια νιτσεϊκή βούληση για ισχύ για να ασκήσει επιρροή και εξουσία πάνω στους άλλους· κατασκευάζει ιδέες, υποκρίνεται, κολακεύει· αντιλαμβάνεται το έθνος σαν προέκτασή του και σαν προνομιακό πεδίο ανάδειξής του. […] Το έθνος των εθνικιστών οικοδομείται, λοιπόν, ως ένα δήθεν νομοτελειακό αποτέλεσμα της φύσης, της φυλής ή της απρόσωπης ιστορίας αλλά ταυτόχρονα και ως η προβολή των αναγκών του φιλόδοξου εγώ, του αριστοκρατικού και ναρκισσιστικού εγώ του διανοητικού εκπροσώπου μιας τάξης που χαρακτηρίζεται από ελιτίστικες και εγωτιστικές νοοτροπίες. […] Οσο περισσότερο μιλάει για το εθνικό εμείς, τόσο το χρησιμοποιεί για να προβάλει πάνω του ένα προνομιούχο εγώ» (σ.368-71).

Η προσωπική διαδρομή του ίδιου του Μπαρρές λειτούργησε ως εύγλωττο παράδειγμα προς μίμηση γι’ αυτόν τον ομαδικό προσηλυτισμό. Γεννημένος και μεγαλωμένος στο τμήμα της «αλύτρωτης» Λωρραίνης που παρέμεινε μετά τον πόλεμο του 1870 στη γαλλική επικράτεια, εγκαταστημένος στο Παρίσι από τα είκοσί του χρόνια, εγκαινίασε τη λογοτεχνική του καριέρα με τη δημοφιλή τριλογία «Η λατρεία του εγώ» (1888-1891), έργο που εξέφρασε όσο λίγα την αντισυμβατική χρυσή νεολαία της εποχής, παλινδρομώντας «ανάμεσα σε έναν ακραία ατομικιστικό και ελιτίστικο εγωτισμό, σε αναφορές σε έναν ασαφή αναρχισμό ή σοσιαλισμό και στην αναζήτηση μιας δυναμικής βοναπαρτιστικής απάντησης στην κοινοβουλευτική παρακμή» (σ.19). Λίγα χρόνια μετά, το 1897-1902, θα περάσει με την «τριλογία της εθνικής ενέργειας» σ’ ένα εντελώς διαφορετικό διανοητικό σύμπαν: την εκκοσμικευμένη θρησκεία μιας νέας συλλογικότητας, βασισμένης στη «Λατρεία της Γης και των Νεκρών» και στην «αποδοχή ενός ντετερμινισμού», σύμφωνα με τον οποίο το άτομο, οι επιλογές του οποίου έχουν προκαθοριστεί από τη γεωγραφία και τους προγόνους, οφείλει ν’ αναζητήσει τις «ρίζες» του και να υποταχθεί στα (υποτιθέμενα) κελεύσματά τους.

Παρόμοια διαδρομή, από τον «εγωτισμό» στον εθνικισμό, θ’ ακολουθήσουν και πολλοί από τους μαθητές του, όπως οι ίδιοι εξηγούν στις επιστολές ή σε άλλα γραπτά τους (επιβεβαιώνοντας με τον τρόπο τους έναν διαφορετικού είδους, ταξικά επικαθορισμένο ντετερμινισμό). Ο Μπαρές επέδρασε πάνω τους περισσότερο ως λογοτέχνης παρά ως θεωρητικός· όπως διαπιστώνει ο Ματάλας, η καθαρά θεωρητική παραγωγή του υπήρξε εξαιρετικά φτωχή, καθώς περιορίζεται σ’ ένα και μοναδικό από τα 56 συνολικά βιβλία του − μια συλλογή ετερόκλητων κειμένων με τίτλο «Σκηνές και θεωρίες του εθνικισμού» (1902). Ο ίδιος ο Μπαρές ονειρευόταν να γίνει ένας Ουγκό της κοσμοθεωρίας του, τον ίδιο δρόμο επέλεξαν δε και πολλοί μαθητές του: «Αν η συγκρότηση του έθνους τον 19ο αιώνα εκφράστηκε κυρίως μέσα από μεγάλες ιστορικές αφηγήσεις, ο νέος εθνικισμός στο γύρισμα του αιώνα θέλει να εκφραστεί μέσα από μια μοντερνιστική λογοτεχνία που επιχειρεί να βρει ένα νέο κοινό» (σ.15-16).

Σε αντίθεση με τη συνήθη επικέντρωση της μελέτης του εθνικισμού στο περιεχόμενο (και τη σύγκριση) των κατά τόπους σχετικών κηρυγμάτων, ο συγγραφέας επικεντρώνεται έτσι εδώ «στις άμεσες, συγκεκριμένες και πραγματικές σχέσεις» που καθόρισαν τη διάχυση αυτής της ιδεολογίας στην αυγή του εικοστού αιώνα, αναζητώντας «τα υπερεθνικά δίκτυα και τους συγκεκριμένους δρόμους, μέσα από τους οποίους οι εθνικιστικές ιδέες γεννιούνται, εξελίσσονται, ταξιδεύουν και μετασχηματίζονται μέσα στον χρόνο και στα ποικίλα κοινωνικά, πολιτικά και πολιτισμικά περιβάλλοντα» (σ.27-8). Παρακολουθώντας τις ζυμώσεις του Μπαρές με τους «μαθητές» του, οι «Κοσμοπολίτες εθνικιστές» σκιαγραφούν ένα πλούσιο πανόραμα της (σχεδόν ταυτόχρονης) διάδοσης της εθνικιστικής σκέψης στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα: από την Ιταλία και την Ιβηρική ή τα Βαλκάνια ίσαμε τη Λατινική Αμερική και την οθωμανική Μέση Ανατολή, με νοερό πάντα κέντρο το Παρίσι, παγκόσμια -τότε- πρωτεύουσα της τέχνης και της διανόησης. Ο ρόλος του «δασκάλου» είναι κομβικός, όχι μόνο ως διανοητή αλλά και ως διαύλου, μέσω του οποίου αναδείχτηκαν διεθνώς σχήματα και ιδέες ορισμένων από τους τοπικούς συνομιλητές του.

Μέσω της επαφής του με Ισπανούς ομοϊδεάτες του όπως ο Φρανθίσκο Ναβάρο, διευθυντής του μουσείου του Τολέδο, και ο ζωγράφος Ιγνάθιο Θουλοάγα, ο Μπαρές θ’ αναδείξει λ.χ. το τοπίο του Τολέδο και το έργο του Γκρέκο ως τα κατεξοχήν σύμβολα μιας «ισπανικότητας» που αποκρυσταλλώνει τον θρίαμβο της Reconquista, τη συντριβή και κατοπινή απορρόφηση των ηττημένων Αράβων και Εβραίων σε μια ιδιότυπη εκδοχή δυτικοευρωπαϊκής «Ανατολής» (σ.119-131).

Το διεθνές κύρος του επιστρατεύεται πάλι συχνά ως δυνητικό έρεισμα για την προσωπική καταξίωση κάποιων φιλόδοξων οπαδών του στην παρισινή αγορά των ιδεών (σ.83-4), στο περιφερειακό πολιτικό σκηνικό (σ.141-2), αλλά και για τη στήριξη πιο εύθραυστων εγχειρημάτων. Ο πιο αγαπημένος μαθητής του, ο Γκαραμπέτ Μπιλεζικτσί, που μέσα από την επαφή του με την μπαρεσική σκέψη εξελίχθηκε από νομιμόφρων Οθωμανός στον (κατά φαντασίαν) Αρμένιο εθναπόστολο Τιγράν Γεργάτ, θα του ζητήσει μάλιστα «να γίνει ο Βύρωνας της αρμενικής ανεξαρτησίας» ακολουθώντας τον στη σχεδιαζόμενη εκστρατεία του στην Κιλικία. Πρόταση που ο Μπαρές φρόντισε ν’ απορρίψει ευγενικά, με το επιχείρημα πως «θα ήταν αστείο» να μετατραπεί σε εθνομάρτυρα ενός ξένου πατριωτισμού (σ.186-8).

Ο πραγματικός ρόλος του ως πολιτικά ενεργού στελέχους της γαλλικής αντιδραστικής Δεξιάς θα επιβεβαιώσει άλλωστε επανειλημμένα τη βασική αντινομία του εθνικισμού. Παρά τη διεθνή εμβέλεια και αναπαραγωγή των ιδεών του, ο Μπαρές λειτουργούσε στην πραγματικότητα ως Γάλλος εθνικιστής με μια ικανή δόση αποικιοκρατικής και ιμπεριαλιστικής υπεροψίας. Οχι μόνο δεν θα δημιουργήσει την (αντικειμενικά ατελέσφορη) «Διεθνή» των εθνικιστών που ονειρεύονταν πολλοί οπαδοί του, αλλά στην πορεία -ιδίως στα χρόνια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου- θα σνομπάρει επίσης άγρια όλους όσοι απ’ αυτούς είχαν την ατυχία ή έκαναν την επιλογή να βρεθούν στο «λάθος» διεθνές στρατόπεδο. Σνομπάρισμα που θα βιώσουν αρκετά τραυματικά τόσο η Βουλγάρα θαυμάστριά του Ναντέζντα Στάντσοβα, κόρη Βούλγαρου διπλωμάτη και Γαλλίδας αριστοκράτισσας (σ.172-5), όσο και ο Τούρκος διπλωμάτης Ρεσίτ Σαφέτ Αταμπινέν (σ.217-26) ή ο αντιβενιζελικός Ιων Δραγούμης (σ.298-311).

Εκδοχές του εσωτερικού εχθρού

Οπως ήδη αναφέρθηκε, σημείο εκκίνησης του «εθνικισμού των εθνικιστών» υπήρξε η αναζήτηση μιας αποτελεσματικής απάντησης στον εσωτερικό εχθρό που απειλούσε την κυρίαρχη τάξη πραγμάτων και τη δική τους θέση σ’ αυτή: στο σοσιαλιστικό κίνημα και τις επαγγελίες του για κοινωνική χειραφέτηση των κατώτερων τάξεων. Η εξήγηση αυτή επανέρχεται τακτικά τόσο στην αλληλογραφία των «μαθητών» με τον Μπαρές όσο και στα δικά τους -απολογιστικά ιδίως- κείμενα. «Εγινα σοσιαλιστής από την ανάποδη: αποδέχθηκα την πάλη των τάξεων» εξηγεί λ.χ. το 1913 ο Τζοβάνι Παπίνι. «Αλλά μια πραγματική πάλη -τον πόλεμο, στην κυριολεξία-, όχι απλώς επίθεση των αποθρασυμένων πεινασμένων (του λαού) στα ψοφοδεή και συμβιβασμένα αφεντικά. Πάλη των τάξεων: δηλαδή άμυνα της τάξης που έχει επικρατήσει ενάντια στην τάξη που θέλει να την κάνει να παραιτηθεί πρόωρα. Αστική άμυνα: χωρίς πολύ οίκτο· σιδηρά πολιτική· και όλες οι συναφείς ιδέες: επεκτατισμός (δηλαδή εθνικισμός – στρατός και ναυτικό!)» (σ.63).

Καταθέτοντας στον Μπαρές την ανησυχία του «μπροστά στη δημοκρατική διάλυση» κι αηδιασμένος από «τη νοσηρή ιδέα ενός κόσμου ομοιόμορφου και διαβρωμένου από τη Διεθνή», ο Ρολάο Πρέτο -κατοπινός βασικός εκπρόσωπος του φασισμού στην Πορτογαλία- οραματίζεται πάλι το 1916 «μια τάξη πραγμάτων που θα επιλύσει το εργατικό πρόβλημα μέσω του έθνους και μέσα στο έθνος» (σ.140).

Στο πλαίσιο της ίδιας συλλογιστικής ο Ενρίκο Κοραντίνι -στέλεχος αργότερα του μουσολινικού καθεστώτος- θα επινοήσει το 1910 την ιδέα του «προλεταριακού έθνους», που αντικαθιστά την ταξική πάλη με την πάλη ανάμεσα στα έθνη και «τη βούληση για τον νικηφόρο πόλεμο» (σ.75).

Μαζί με το σοσιαλιστικό κίνημα και τον διεθνισμό η μπάλα παίρνει φυσικά και οτιδήποτε άλλο οι εθνικιστές συγκαταλέγουν στους συνοδοιπόρους τους: δημοκρατία, ιδέα της ισότητας, ανθρωπιστικές ιδέες, πασιφισμό, αντιμιλιταρισμό και, πάνω απ’ όλα, τους «διανοούμενους», όρο που πρώτος ο Μπαρές φορτίζει με καθαρά αρνητικό περιεχόμενο: «από καθέδρας αναρχικοί», «μεταφυσικοί της κοινωνιολογίας» κ.ο.κ. (σ.24-5). Μετά το σφαγείο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, τη ρωσική και τη γερμανική επανάσταση, ο βασικός όγκος των μαθητών και οπαδών του Μπαρές θα περάσει στην ακόμη καθαρότερη αποκρυστάλλωση αυτών των ιδεών, τον φασισμό: «Ο Νασιοναλισμός εξαφανίζεται και συνάμα ανασταίνεται με βαθυτέραν συγχρονισμένην ζωήν, μέσα στους κόλπους του Φασισμού» θα διαπιστώσει έτσι το 1926 στη Ρώμη ο Νίκος Καζαντζάκης (σ.105) –«μαθητής» κι αυτός του Μπαρές όπως αποδεικνύεται περίτρανα στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου (σ.326-41).

Με βάση τη σημερινή εμπειρία εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης η αφετηρία της ιδεολογικής μεταστροφής του Μπαρές μόλις δύο χρόνια μετά την ολοκλήρωση της «εγωτιστικής» τριλογίας του: μια σειρά άρθρων στη Figaro, με τίτλο «Ενάντια στους ξένους» (1893), με στόχο τους Βέλγους και Ιταλούς εργάτες που «εισέβαλαν» στη Γαλλία «παίρνοντας τις δουλειές» των ντόπιων ομολόγων τους σε αλυκές και ανθρακωρυχεία. Ο εμπνευστής του σύγχρονου εθνικισμού θα διαγνώσει στις πρώτες ξενόφοβες αντιδράσεις των άμεσα θιγόμενων το σπέρμα μιας ελπιδοφόρας (για τη δική του τάξη) υποκατάστασης της ταξικής πάλης από μια νέα μορφή εθνικής ενότητας, ικανής ν’ αποκαταστήσει την κοινωνική συνοχή σε βάρος της πιο ευάλωτης μερίδας των από κάτω: «Απ’ όλες τις εργατικές διεκδικήσεις», γράφει, «αυτή εδώ, η τόσο ενεργητική, είναι ταυτόχρονα και η πιο προσφιλής· ταιριάζει με το πατριωτικό αίσθημα όλων των τάξεων και επίσης με τα συμφέροντα πολλών ανθρώπων με αστικά επαγγέλματα. […] Η φιλόξενη Γαλλία είναι σίγουρα ωραία λέξη, αλλά ας φιλοξενήσουμε πρώτα τους δικούς μας» (σ.30).

Αντιμεταναστευτικός αυτοχθονισμός και εθνικισμός θα βαδίσουν έτσι ευθύς εξ αρχής χέρι χέρι με επιμέρους προσαρμογές στις τοπικές ιδιαιτερότητες και συσχετισμούς. Ακόμη και σε μια χώρα που υπήρξε προϊόν εποικισμού, όπως η Αργεντινή, οι μαθητές του Μπαρές, Μανουέλ Γκάλβεζ και Ρικάρντο Ρόχας, θα εντοπίσουν π.χ. τον εθνικό εχθρό πρωτίστως στο πρόσωπο της (νέας) ευρωπαϊκής μετανάστευσης που νόθευε τη ράτσα μιας ιστορικά κληρονομημένης «λατινικότητας» (σ.161-3). «Λατινικότητας» που, όπως έχει εύστοχα επισημανθεί, στην πραγματικότητα ισοδυναμούσε με οικειοποίηση -από τους λευκούς απογόνους των κονκισταδόρες- της ένδοξης αρχαιότητας μιας άλλης περιοχής του κόσμου, προκειμένου ν’ απωθηθεί η υπαρκτή ιστορική παράδοση του περιφρονημένου εγχώριου «Αλλου» (των ιθαγενών λαών της Αμερικής) και να νομιμοποιηθούν ιδεολογικά οι σχέσεις κυριαρχίας που είχαν οικοδομηθεί πάνω σ’ αυτή την περιφρόνηση (σ.170-2). Η επιβίωση αυτής της «καστιλιάνικης» παρακαταθήκης απέναντι στη διάβρωση από «τις κατώτερες κάστες», εξηγεί λ.χ. στον Μπαρές το 1918 ο Περουβιανός οπαδός του Φρανσίσκο Γκαρσία Καλντερόν, θα κρινόταν από «τον θρίαμβο του λευκού ανθρώπου πάνω στον μιγάδα, τον νέγρο και τον Ινδιάνο» (σ.166).

Εξίσου αποικιοκρατικό υπήρξε το βλέμμα και των περισσότερων από τους «κοσμοπολίτες εθνικιστές» που προέρχονταν από (και ονειρεύονταν να «εκπολιτίσουν» διά της κυριαρχίας τους) την οθωμανική Ανατολή. Δεν είναι μόνο ο Κοραντίνι που στο αποκορύφωμα του ιταλοτουρκικού πολέμου διακηρύσσει (1912) ότι «στην ιστορία του κόσμου επικρατεί η βούληση των ανώτερων λαών» (σ.85). Ο Τιγράν Γεργάτ έγραφε κι αυτός, το 1896, πως οι Αρμένιοι συγκροτούν «ένα έθνος της άριας φυλής, εστία πολιτισμού στην καρδιά της δυτικής Ασίας» (σ.184).

Προέκταση της ίδιας συλλογιστικής και σημείο συνάντησης με την αντιδραστική σκέψη των φουτουριστών ήταν η λατρεία του πολέμου σαν «ευλογημένης αναγέννησης» (Πρέτο, σ.141), «εξυγιαντικού» αγώνα για τον αγώνα, όπου «είναι αδιάφορο αν το λάφυρο θα είναι ένα κομματάκι γης ή μια γυναίκα» (Δραγούμης, σ.288), «εσωτερικής εμπειρίας» που εξυψώνει τους απλούς άντρες σε «μαχητές» (Γιούνκερ, σ.332), «ευλογημένο δώρο ενός αιμοβόρου θεού» που απαλλάσσει με «φρικαλέο» αλλά ηδονικό τρόπο τους ανθρώπους από «τη συνήθεια, την αδιαφορία, τη ρουτίνα» (Καζαντζάκης, σ.333), ακόμη και ως «γενικές εξετάσεις στις οποίες η ιστορία καλεί κάθε τόσο τους λαούς» (Πρετσολίνι, σ.67).

Μια χρήσιμη κατασκευή

Παρά τη συχνή προσφυγή του ίδιου και των οπαδών του σε ερμηνευτικά σχήματα και εργαλεία του φυλετισμού, ο ίδιος ο Μπαρές παρέμεινε πάντως (ως Γάλλος και όχι Γερμανός εθνικιστής) πολύ πιο κοντά στο μοντέλο του Ρενάν, που τόνιζε τον πολιτικό κατά βάση χαρακτήρα της εθνικής οικοδόμησης. Στο θεωρητικό πόνημά του ξεκαθαρίζει έτσι, «μια για πάντα», πως «είναι ανακριβές να μιλάμε για γαλλική φυλή με τη στενή έννοια. Δεν είμαστε φυλή αλλά Εθνος, ένα έθνος που εξακολουθεί να δημιουργεί τον εαυτό του κάθε μέρα» (σ.21). Την ίδια ακριβώς προσέγγιση υιοθετεί το 1897 απέναντι στην ελληνική εθνογένεση: «Εκείνο που συνιστά την ελληνική εθνικότητα δεν είναι, ασφαλώς, η φυλή, μετά από τόσους αιώνες και αναμίξεις! Είναι ένα ιδεώδες, η πίστη στον ελληνισμό. Και η δύναμη αυτού του μικρού λαού, σήμερα, είναι αυτό το αίσθημα υπερδιεγερμένο. Είναι το Πανεπιστήμιο της Αθήνας αυτό που φτιάχνει την εθνική ενέργεια και αναστατώνει τον κόσμο» (σ.190).

Στην ταύτισή του με τα συμφέροντα του γαλλικού κράτους θα πρέπει ν’ αποδοθεί και μια λιγότερο θεαματική αλλά εξίσου κρίσιμη ιδεολογική μετατόπισή του. Μέσα στη δεκαετία του 1890 ο Μπαρές θα περάσει από το φεντεραλιστικό όραμα ενός έθνους που θα ενσωμάτωνε επιμέρους «μικρές πατρίδες», δίνοντας «έμφαση στις τοπικές ιδιαιτερότητες και στην πολιτική αυτοδιοίκηση των επιμέρους περιοχών της Γαλλίας» (σ.21), στην υπεράσπιση του συγκεντρωτικού εθνικού κράτους απέναντι στις περιφερειακές φυγόκεντρες τάσεις –μετατόπιση που απογοητεύει βαθιά τους Καταλανούς, ιδίως, οπαδούς του (σ.115-9). Οπως εξηγεί ο Ματάλας, «ο (γαλλικός) εθνικισμός του ευνοούσε τις τοπικές ταυτότητες στο βαθμό που αυτές θα ενίσχυαν την πρόσδεση με τη γη και την κοινή πατρίδα, δεν ήταν όμως δυνατόν να ανεχθεί τοπικισμούς που θα ανέπτυσσαν αυτονομιστικές τάσεις» (σ.117).

Εξίσου εύστοχες είναι οι επισημάνσεις που διατρέχουν όλο το βιβλίο, σε σχέση με τα ειδοποιά χαρακτηριστικά επιμέρους «εθνικισμών των εθνικιστών», όπως αυτοί διαμορφώθηκαν βάσει συγκεκριμένων κάθε φορά γενεσιουργών συνθηκών και αντιθέσεων. Σκιαγραφώντας λ.χ. την έμμεση πνευματική σχέση ηγετικών μορφών της ιδρυτικής γενιάς των σιωνιστών με τη σκέψη του Μπαρές, αλλά και την άμεση σχέση που ανέπτυξαν μαζί του διάφορα στελέχη του ίδιου κινήματος, ο συγγραφέας διαπιστώνει πως «ο σιωνισμός, λόγω του ιδρυτικά διεθνούς χαρακτήρα του και της εξαρχής επινόησης μιας πατρίδας, αποτελεί την πιο χαρακτηριστική εκδήλωση της κοσμοπολίτικης φύσης του εθνικισμού. Συνιστά ένα σχέδιο μετάπλασης μιας θρησκευτικής φαντασιακής κοινότητας σε εθνική, που είναι ανάλογο με άλλα, όπως το ελληνικό, και έχει όλες τις αντιφάσεις που τα χαρακτηρίζουν, πιο έντονες όμως εδώ, λόγω του εξαιρετικά διεσπαρμένου, ανομοιογενούς, αποεδαφικοποιημένου χαρακτήρα αυτής της θρησκευτικής κοινότητας. Αντίπαλοί του είναι τα εναλλακτικά σχέδια χειραφέτησης των Εβραίων: από τη μια, η φιλελεύθερη προοπτική της αστικής αφομοίωσης των Εβραίων στα έθνη-κράτη όπου ζούσαν και, από την άλλη, η ριζοσπαστική, ταξική και διεθνιστική αντίθεση σε κάθε εθνικισμό. […] Οι πρωτεργάτες του σιωνισμού, ο Χερτσλ, ο Νορντάου, ο Jabotinsky, ήταν όλοι τυπικοί άθρησκοι κοσμοπολίτες, και ο εθνικισμός τους είχε, αρχικά τουλάχιστον, τη σφραγίδα ενός τυπικού αστικού δυτικοευρωπαϊκού κοσμοπολιτισμού, ιμπεριαλιστικής νοοτροπίας, που φιλοδοξεί να κατακτήσει και να “εκπολιτίσει” την Ανατολή» (σ.207).

Διαφορετική διαδρομή θα χαράξει ο σαλονικιός Σαμουέλ Λεβή: από τη λατρεία του για τον Μπαρές, υπαγορευμένη σε μεγάλο βαθμό από τη γαλλική παιδεία του, θα περάσει στην απογοήτευση μετά τη ζωντανή επαφή του με τον αντισημιτισμό των παρισινών πατριωτικών κύκλων και τη στάση του ίδιου του Μπαρές στην υπόθεση Ντρέιφους, για να καταλήξει, τέλος, σ’ έναν οθωμανικό πατριωτισμό, που βλέπει στο σιωνιστικό κίνημα το απευκταίο ενδεχόμενο «η Παλαιστίνη να γινόταν μια δεύτερη Μακεδονία» (σ.211).

Η Ελλάδα του Μπαρές

Με δεδομένο τον κομβικό ρόλο της αρχαιοελληνικής κληρονομιάς στη διαμόρφωση της νεότερης ευρωπαϊκής σκέψης και ταυτότητας, αυτονόητες καθίστανται τόσο η χρήση αυτής της κληρονομιάς από τον Μπαρές όσο και η επίδραση αυτού του τελευταίου πάνω στον καθ’ ημάς «εθνικισμό των εθνικιστών». Το ένα τρίτο των «Κοσμοπολιτών εθνικιστών» καταπιάνεται ως εκ τούτου μ’ αυτή τη σύζευξη, ιχνηλατώντας τις σχέσεις του Γάλλου διανοητή με την Ελλάδα και κάθε λογής Ελληνες θαυμαστές του, αρκετοί από τους οποίους πήραν τελικά διαμετρικά αντίθετο δρόμο. Τη μερίδα του λέοντος αποσπά φυσικά η εξονυχιστική επισκόπηση της διαδρομής του κατεξοχήν εκπροσώπου του «μπαρεσισμού» εν Ελλάδι, Ιωνα Δραγούμη, από την ανακάλυψη του προτύπου του μέχρι την τελική απομάγευση, όταν στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο ο Μπαρές εξυμνεί με κάθε ευκαιρία τον σύμμαχο Βενιζέλο (σ.247-319). Πρόκειται αναμφίβολα για τις απολαυστικότερες σελίδες του βιβλίου, καθώς αποτυπώνουν ευδιάκριτα και γαργαλιστικά το παχύ κράμα εγωτισμού και άκρως ανασφαλούς ταξικής υπεροψίας, ναρκισσισμού και αυτοϋποτίμησης, μέσα από το οποίο ξεπήδησαν τα κηρύγματα του διαχρονικού ινδάλματος των Ελλήνων εθνικιστών.

Εξίσου ενδιαφέρουσα αποδεικνύεται η ανίχνευση της στάσης του ίδιου του Μπαρές απέναντι στα κατάλοιπα της ελληνικής αρχαιότητας, όπως αποτυπώθηκε στο δημοφιλέστατο οδοιπορικό του «Ταξίδι στη Σπάρτη» (1906) που ουδέποτε εκδόθηκε στα ελληνικά. Απεχθάνεται την Αθήνα, βλέποντας σ’ αυτήν όχι την πόλη του Περικλή, αλλά την ελληνιστική αναπαράστασή της όπως τη «διάβασαν» οι Ευρωπαίοι ανθρωπιστές που ο ίδιος μισεί. Ενθουσιάζεται απεναντίας με τη Σπάρτη και τον Καιάδα της, «ένα σημείο της υφηλίου όπου προσπάθησαν να δημιουργήσουν ένα ανώτερο ανθρώπινο είδος» και μια «αρχηγική φυλή» (σ.232). Την οικουμενική χροιά της υπόκλισης στην ευγονική και της εχθρότητας προς τον ανθρωπισμό επισφραγίζει ωστόσο (και ταυτόχρονα υπονομεύει) η θέαση του τοπίου μέσα από το πρίσμα ενός άλλου εθνικισμού − εν προκειμένω, του γαλλικού: η Ακρόπολη απωθεί τον Μπαρές επειδή έχει αποψιλωθεί από την εκκλησία / τζαμί που ο Παρθενώνας στέγασε στους ενδιάμεσους αιώνες, αλλά και από τους «φράγκικους» πύργους της (σ.229)· στον Μυστρά, αντίθετα, τα ίχνη του μεσαιωνικού παρελθόντος των Βιλεαρδουίνων λειτουργούν ως συμπληρωματική πηγή έμπνευσης (σ.234).

Ο χώρος δεν επαρκεί, δυστυχώς, για εκτενέστερη αναφορά στο ελληνικό σκέλος της καινοτόμας αυτής πραγματείας. Θα ήταν, άλλωστε, ίσως καλύτερα για τον αναγνώστη να το απολαύσει κατευθείαν από το πρωτότυπο…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου