31 Μαρτίου 2023

Προκλήσεις και αβεβαιότητες την επόμενη μέρα των εκλογών - Των Σάββα Γ. Ρομπόλη - Βασιλείου Δ. Μπέτση*

Οι απαιτήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σημαίνουν περικοπές των δαπανών του Κρατικού Προϋπολογισμού του 2024 κατά τέσσερα δισ. ευρώ και μείωση του δημόσιου χρέους κατά 40% μέχρι το 2032.

Σάββας Γ. Ρομπόλης - Βασίλειος Δ. Μπέτσης

Το τραγικό σιδηροδρομικό δυστύχημα με 57 νεκρούς στα Τέμπη ανέδειξε, μεταξύ άλλων, την επιφανειακή, επίπλαστη και εικονική έκφραση των οξυμένων κοινωνικών και οικονομικών προβλημάτων της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας.

Ειδικότερα ανέδειξε με τον πιο τραγικό τρόπο τις ενδογενείς παθογένειες των ιδιωτικοποιήσεων δημόσιων επιχειρήσεων και οργανισμών, οι οποίες, κατά βάση, βασίζονται, εκτός από την αλλαγή του ιδιοκτησιακού καθεστώτος, σε διαχειριστικού και απλουστευτικού τύπου διοίκηση κόστους-οφέλους.

Στις συνθήκες αυτές ανατρέπεται τόσο η ιδιοκτησιακή σχέση των περιουσιακών στοιχείων μεταξύ του κράτους και του κεφαλαίου, όσο και μεταξύ της κοινωνίας και του κράτους, με αποτέλεσμα η παραγωγή των δημόσιων αγαθών και υπηρεσιών (ενέργεια, νερό, συγκοινωνίες, υγεία, εκπαίδευση, κοινωνική ασφάλιση, κ.λ.π.) να εμπορευματοποιείται και να τιμολογείται.

Στην πορεία αυτή βυθίζεται στην αδράνεια κάθε αναδιαρθρωτικού και εξυγιαντικού χαρακτήρα επιλογή, με αποτέλεσμα να υλοποιείται σε όρους εφαρμοσμένης πολιτικής η στρατηγική οργάνωσης της Αγοράς στα δημόσια αγαθά και τις υπηρεσίες με στόχο την ανταγωνιστικότητα-κόστους και όχι την ανταγωνιστικότητα-τιμής. Έτσι, η ικανοποίηση των πραγματικών αναπτυξιακών, τεχνολογικών και κοινωνικών αναγκών υποτάσσεται στην επικρατούσα νεοφιλελεύθερη θεώρηση και επιλογή, η οποία ως φορέας των ασκούμενων πολιτικών παρεμποδίζει θεσμικά την δημόσια παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών.

Στην κατεύθυνση αυτή της ανταγωνιστικότητας - κόστους δεσπόζουσα θέση της ασκούμενης πολιτικής κατέχει, με το επιχείρημα της ενδυνάμωσης των συνθηκών ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, η ευελιξία της αγοράς εργασίας και της απασχόλησης (αύξηση(267%) της μερικής απασχόλησης της μισθωτής εργασίας από 11,05% το 2002 σε 29,8% στα τέλη της δεκαετίας του 2010) καθώς και της διατήρησης σε χαμηλό επίπεδο του μισθού των επισφαλών εργαζομένων, του κατώτατου και του μέσου μισθού. Έτσι οι υποτιμαριθμικές αυξήσεις των τελευταίων ετών έναντι των πληθωριστικών πιέσεων της προσφοράς και των εταιρικών κερδών ήταν αδύνατον να καλύψουν τις απώλειες της αγοραστικής δύναμης.

Παράλληλα παρατηρείται ότι η μείωση της ανεργίας (10,8%, Ιανουάριος 2023) οφείλεται λιγότερο στην αύξηση της απασχόλησης και περισσότερο στην μεταφορά των «ανέργων» σε θέσεις ημιαπασχόλησης (μέσος μηνιαίος μισθός 360 ευρώ, ενώ το όριο φτώχειας είναι 437,6 ευρώ), καθώς και στον μη ενεργό πληθυσμό.

Επιπλέον, σε αντίθετο αποτέλεσμα από το στόχο, κατά το 2022, σημειώθηκε αύξηση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών στο επίπεδο των 20,1 δις ευρώ (10% του ΑΕΠ), γεγονός που εγκυμονεί τον κίνδυνο επιλογής περιοριστικών πολιτικών την επόμενη μέρα των εκλογών.

Οι προκλήσεις και οι αβεβαιότητες αυτές στην ελληνική οικονομία, σε συνδυασμό με την ακρίβεια, τις ανισότητες, την φτωχοποίηση και τον πληθωρισμό, θα συναντηθούν, μεταξύ άλλων, με την αύξηση του βασικού επιτοκίου (4,5%) το φθινόπωρο του 2023 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ).

Ακριβώς σ’ αυτό το περιβάλλον θα συντελεσθεί η επιστροφή στην δημοσιονομική πειθαρχία, με την καθοδήγηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της ελληνικής οικονομίας μετά το τέλος της περιόδου αναστολής της ενισχυμένης εποπτείας (ρήτρα διαφυγής), σηματοδοτώντας την απαίτηση της Επιτροπής για επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων 2% του ΑΕΠ για το 2024 και μείωση του δημοσίου χρέους ως ποσοστό που ΑΕΠ κατά (1/20 ή 5%) κάθε έτος. Κι’ αυτό επειδή, σύμφωνα με την ανακοίνωση της Επιτροπής, «οι δημοσιονομικές πολιτικές το 2024 θα πρέπει να διασφαλίζουν τη μεσοπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους και να προωθούν τη βιώσιμη και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη σε όλα τα κράτη-μέλη».

Όμως, οι απαιτήσεις αυτές της Επιτροπής σημαίνουν περικοπές των δαπανών του Κρατικού Προϋπολογισμού του 2024 κατά τέσσερα δις ευρώ και μείωση του δημόσιου χρέους κατά 40% μέχρι το 2032, γεγονός που σημαίνει ότι σε οκτώ χρόνια το δημόσιο χρέος από 188% του ΑΕΠ (2022) θα πρέπει να μειωθεί στο 120% του ΑΕΠ το 2032. Με άλλα λόγια, αν θεωρήσουμε ότι το δημόσιο χρέος ως ποσό 410 δις ευρώ (188% του ΑΕΠ) παραμείνει σταθερό και δεν αυξηθεί περαιτέρω θα πρέπει το ΑΕΠ στην Ελλάδα να αυξάνεται 5% κάθε χρόνο μέχρι το 2032.

Αν λάβουμε υπόψη στους υπολογισμούς μας και το κόστος μετάβασης (78 δις ευρώ μέχρι το 2070) του Ταμείου Επικουρικής Κεφαλαιοποιητικής Ασφάλισης (ΤΕΚΑ), το οποίο όσο θα περνούν τα χρόνια και θα μειώνονται οι νέοι που θα εισφέρουν στο υπάρχον διανεμητικό σύστημα επικουρικής ασφάλισης, τότε το ΑΕΠ θα πρέπει να αυξάνεται κατά 5,25% τον χρόνο.

Στην προοπτική αυτή αναδεικνύεται ότι τόσο στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όσο και στα κράτη-μέλη η μακροοικονομική και δημοσιονομική αβεβαιότητα και πειθαρχία δεν αφορά μόνο τη παρούσα συγκυρία. Αφορά, όπως προκύπτει από τα ποσοτικά και ποιοτικά στοιχεία της εργασίας μας, την Ελλάδα και άλλα κράτη-μέλη, τουλάχιστον κατά τα επόμενα 2023-2032 χρόνια. Από την άποψη αυτή αξίζει να σημειωθεί ότι σ’ αυτή την χρονική περίοδο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θεωρεί ότι το ΑΕΠ στη χώρα μας θα αυξάνεται κατά μέσο όρο ετησίως με ένα ρυθμό της τάξης του 1,5%. Ο πληθυσμός της χώρας μας θα μειωθεί οριακά κάτω από 10 εκατομ. κατοίκους. Το εργατικό δυναμικό θα μειωθεί κατά 150.000 άτομα (4,5 εκατομ. άτομα από 4,650 τον Ιανουάριο του 2023). Το ποσοστό απασχόλησης θα αυξηθεί μόλις έξι ποσοστιαίες μονάδες ( από 56% το 2023 στο 62% το 2032) και η ανεργία δεν θα μειωθεί κάτω από το 9,5% από πραγματική αύξηση της απασχόλησης.

Οι απασχολούμενοι εκτιμάται ότι θα είναι 4 εκατομ. άτομα από 4,150 εκατομ. που είναι το 2023 και οι συνταξιούχοι θα είναι 2,5 εκ. άτομα από 2,450 που είναι το 2023. Στην προοπτική αυτή αναδεικνύονται με τον πιο σαφή τρόπο οι προκλήσεις και οι αβεβαιότητες που επιφυλάσσονται στην χώρα μας κατά την επόμενη δεκαετία μετά την επόμενη μέρα των εκλογών.

Επιπλέον, στις συνθήκες αυτές η ισορροπία μεταξύ της ασκούμενης πολιτικής, της οικονομίας και της κοινωνίας καθίσταται επισφαλής και αβέβαιη ιδιαίτερα μετά τη προσαρμογή (λιτότητα) των 185 δις ευρώ που επιβλήθηκε στις συντάξεις και τους μισθούς, καθώς και στις κοινωνικές δαπάνες, την δημόσια περιουσία, τα δημόσια αγαθά, τις υποδομές, την αγορά εργασίας, τις εργασιακές σχέσεις, κ.λ.π κατά την απελθούσα δεκαετία 2010-2019.

*Ο Σάββας Γ. Ρομπόλης είναι Ομότ. Καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου-Ο Βασίλειος Γ. Μπέτσης είναι Δρ. Παντείου Πανεπιστημίου

ΠΗΓΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου