Dreamstime.com |
Τον περασμένο Νοέμβριο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» το άρθρο «Ιδιωτικά ΑΕΙ: Πώς κέρδισαν τα Κυπριακά Πανεπιστήμια», ενδεικτικό μιας συγκεκριμένης οπτικής υπονόμευσης του Ελληνικού Δημόσιου Πανεπιστημίου. Στο άρθρο περιλαμβάνονται αποσπάσματα τριών συνεντεύξεων Ελλήνων πανεπιστημιακών, στις οποίες «απαντούν» στο ερώτημα –και μάλλον και στη θέση της εφημερίδας– για το πόσο χρήσιμα ή απαραίτητα είναι τα Ιδιωτικά Πανεπιστήμια.
Στην πρώτη συνέντευξη, καθηγήτρια στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών συγκρίνει έναν φοιτητή της Σχολής της στην Αθήνα με εκείνον ενός Ιδιωτικού Πανεπιστημίου της Κύπρου:
«Σκεφθείτε δύο νέα παιδιά: Το ένα, με πολύ κόπο και διάβασμα και ίσως λίγη τύχη, δίνει Πανελλαδικές Εξετάσεις και περνάει στη Νομική Αθηνών… Επειτα από πολλαπλές περιόδους εξετάσεων, ενίοτε καταλήψεις και τριήμερες αργίες, κάποια στιγμή προς το τέλος του πέμπτου έτους θα πάρει το πτυχίο του… Στο μεταξύ, το άλλο παιδί, που ίσως δεν διάβασε τόσο και ίσως δεν ήταν τόσο τυχερό, παρακολουθεί πρόγραμμα Ελληνικού δικαίου σε ιδιωτικό πανεπιστήμιο εκτός Ελλάδος, στο οποίο απλώς ενεγράφη. Σε τρία χρόνια, με την ίδια ύλη, τα ίδια βιβλία, ενίοτε και με τους ίδιους καθηγητές έχει ολοκληρώσει τις σπουδές του και όταν έρχεται το πρώτο να γραφτεί στον δικηγορικό σύλλογο ως ασκούμενος, εκείνο τελειώνει ήδη τις επαγγελματικές του εξετάσεις. Ποιο είναι άραγε το πιο τυχερό;…».
Ενα πρώτο σχόλιο είναι αναγκαίο, δηλωτικό της άγνοιας της καθηγήτριας για τις σπουδές Νομικής στα κυπριακά Πανεπιστήμια. Τα προγράμματα Ελληνικού Δικαίου εκεί είναι τουλάχιστον τετραετή, με δίδακτρα της τάξης των 10.000 ευρώ ετησίως!
Οντως, είναι τυχερά τα παιδιά που οι γονείς τους μπορούν να διαθέσουν τις κάποιες χιλιάδες ευρώ για να σπουδάσει το παιδί τους σε Ιδιωτικό Πανεπιστήμιο της Κύπρου.
Ακολουθούν οι αντιφάσεις ανάμεσα στην ιδεοληψία της καθηγήτριας και στην πραγματικότητα.
Αντίφαση πρώτη: «…το άλλο παιδί, που ίσως δεν διάβασε τόσο …». Ομως, η πρόσφατα νομοθετημένη, και υποστηριγμένη από πολλούς πανεπιστημιακούς, θέση για την «ελάχιστη βάση εισαγωγής» στο Πανεπιστήμιο υπονοεί ότι όσα παιδιά αποτυγχάνουν στις πανελλαδικές εξετάσεις δεν είναι ικανά ή κατάλληλα για ανώτατες σπουδές. Εκτός, βέβαια, αν έχουν οικονομική ευχέρεια να εγγραφούν σε ιδιωτικό Κυπριακό Πανεπιστήμιο, σε σχολές ιδιαίτερα ανταγωνιστικές όπως της Νομικής, και να ολοκληρώσουν τις σπουδές σε χρόνο-ρεκόρ [3 χρόνια (sic!)].
Αντίφαση δεύτερη: «…και ίσως δεν ήταν τόσο τυχερό…». Η έννοια του «τυχερού», μάλλον, αναφέρεται στην επιτυχία στις πανελλαδικές εξετάσεις, τα αποτελέσματα των οποίων είναι και θέμα τύχης κατά την καθηγήτρια. Οπότε; Μήπως να συνδυαστούν και με κάποια κλήρωση; Εκτός και αν «τυχερό» θεωρεί το παιδί που η οικογένειά του έχει τις οικονομικές δυνατότητες να το στείλει για σπουδές στην Κύπρο.
Επονται σε μια φράση οι γνωστοί μύθοι με τους οποίους επιχειρείται συστηματικά η απαξίωση των Ελληνικών Δημόσιων Πανεπιστημίων.
«Επειτα από πολλαπλές περιόδους εξετάσεων, ενίοτε καταλήψεις και τριήμερες αργίες, κάποια στιγμή προς το τέλος του πέμπτου έτους θα πάρει το πτυχίο του με δόξα και τιμή και θα ξεκινήσει τη μακρά επαγγελματική πορεία του νομικού...»
Μύθος πρώτος: οι πολλές περίοδοι εξετάσεων. Τα Ελληνικά Πανεπιστήμια έχουν τρεις εξεταστικές περιόδους (Ιούνιο, Σεπτέμβριο και Φεβρουάριο), οι οποίες ορίζονται από την ολοκλήρωση των δύο εξαμήνων σπουδών ανά έτος, όπως στα περισσότερα πανεπιστήμια στον κόσμο, τα οποία διενεργούν εξετάσεις όταν ολοκληρώνεται μια περίοδος σπουδών.
Μύθος δεύτερος: οι καταλήψεις και οι αργίες. Οι καταλήψεις των Πανεπιστημίων είναι μια μορφή «πολιτικού μύθου», ο οποίος αναπαράγεται συστηματικά, χωρίς να τεκμηριώνεται πραγματολογικά. Εμείς που διδάξαμε στα Ελληνικά Πανεπιστήμια περισσότερα από 30 χρόνια, από τα οποία τα μισά στο ΕΚΠΑ, στο οποίο διδάσκει και η καθηγήτρια της συνέντευξης, όλα αυτά τα χρόνια δεν έχουμε ζήσει παρά ελάχιστες μέρες καταλήψεων και δεν ξέρουμε παρά ελάχιστους φοιτητές και φοιτήτριες να έχουν καθυστερήσει τη λήψη του πτυχίου τους εξαιτίας καταλήψεων ή απεργιών. Οσο για τις αργίες, και μάλιστα «τριήμερες» των Ελληνικών Πανεπιστημίων, κάθε σχόλιο περιττεύει.
Την επιχειρηματολογία υπέρ των Ιδιωτικών Κυπριακών πανεπιστημίων συμπληρώνει πανεπιστημιακός, ο οποίος εργάστηκε στην Κύπρο ως πρύτανης, ο οποίος αφού επαναλάβει τις γνωστές κοινοτοπίες για τα Ελληνικά Πανεπιστήμια καταλήγει: «Τα ιδιωτικά κυπριακά ΑΕΙ πάσχουν στο κομμάτι της έρευνας». Η δήλωση αυτή για την έλλειψη ερευνητικών δραστηριοτήτων στα ιδιωτικά πανεπιστήμια ακυρώνει τη μία από τις δύο συστατικές διαστάσεις κάθε Πανεπιστημίου: σπουδές και έρευνα. Υπάρχει άραγε Πανεπιστήμιο χωρίς έρευνα; Η απάντηση είναι φυσικά αρνητική.
Η σύγχυση, όμως, που χαρακτηρίζει όλες τις δηλώσεις, και μάλλον και τις απόψεις, όσων απαξιώνουν το Ελληνικό Δημόσιο Πανεπιστήμιο είναι η αδυναμία ή η άρνησή τους να δουν ένα πραγματικό μειονέκτημα του Ελληνικού Δημόσιου και την αιτία του.
Κατά την άποψη μας ένα σοβαρό μειονέκτημα και πηγή πολλών προβλημάτων των Ελληνικών Πανεπιστημίων είναι η απουσία ακαδημαϊκής ζωής. Αυτή η απουσία διαφοροποιεί τα Ελληνικά Πανεπιστήμια από τα Πανεπιστήμια του εξωτερικού και όχι το διδακτικό ή ερευνητικό τους έργο, το οποίο στις διεθνείς κατατάξεις κατακτά, σε σχέση με τη χρηματοδότησή του, σχετικά υψηλές θέσεις.
Η έλλειψη οργανωμένων πανεπιστημιουπόλεων, βιβλιοθηκών, χώρων συνάντησης και αναψυχής, εστιατορίων και χώρων φιλοξενίας και όλων των υποδομών και παροχών που δημιουργούν αυτό που ονομάζεται «ακαδημαϊκή ζωή» συντελεί καθοριστικά στην υποβάθμιση της συμμετοχής φοιτητών, διδασκόντων και ερευνητών στην καθημερινότητα του Πανεπιστημίου και επιτρέπει εκτροπές ή και παραβάσεις βασικών ακαδημαϊκών κανόνων. Σε αυτά πρέπει να προστεθεί και η δυσανάλογη αριθμητική σχέση ανάμεσα σε διδάσκοντες και φοιτητές, η οποία δεν επιτρέπει ουσιαστικές και παραγωγικές εκπαιδευτικές, ακαδημαϊκές κοινωνικές σχέσεις, επίσης συστατικές της «ακαδημαϊκής ζωής».
Στη αντιμετώπιση των προβλημάτων αυτών, όμως, το τελευταίο που συμβάλλει είναι η μεροληπτική και ιδεοληπτική απαξίωση των Ελληνικών Πανεπιστημίων. Θα ήταν θετικότερο εάν απαριθμούσαμε τα προβλήματα ξεκινώντας από την ελάχιστη χρηματοδότηση και την ανυπαρξία υποδομών. Οι οποίες δεν επιτρέπουν τη χορήγηση υποτροφιών, την οργάνωση συνεδρίων, τη συνεργασία με τη διεθνή επιστημονική κοινότητα και άλλα πολλά και πολύ γνωστά σε όσους και όσες εργάζονται στα Ελληνικά Πανεπιστήμια.
*Ομότιμοι καθηγητές ΕΚΠΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου