Ο Πρίμο Λέβι |
Η σελίδα 86 του βιβλίου «Πιπέρι και σπασμένες γραμμές», πάνω-πάνω, μας ξεναγεί σ’ έναν από τους ιδιοφυείς αφορισμούς του Λίχτενμπεργκ:
Σύγκριση ενός ιεροκήρυκα και ενός κλειδαρά: Ο πρώτος: «Δεν πρέπει να κλέβεις», κι ο άλλος: «Δεν πρέπει να μπορείς να κλέβεις».
Εν όψει των προσεχών εκλογών και λαμβανομένης υπόψιν της αισθητικής (κυρίως) απειλής να κατέβει στις εκλογές το «Εθνικό κόμμα Έλληνες», ο πρωθυπουργός προανήγγειλε στα μέσα του Γενάρη, ότι θα μπλοκάρει τυχόν είσοδό του στη Βουλή.
Έτσι, η κυβέρνηση κατέληξε στην απόφαση να προτείνει νομοθετική ρύθμιση που θα περιορίζει τη δυνατότητα συμμετοχής στις εκλογές κομμάτων τα οποία, όπως αποδεικνύουν δικαστικές αποφάσεις, έχουν συγκροτηθεί ως μανδύες εγκληματικών οργανώσεων.
Η πρωτοβουλία αυτοαναιρείται από το γεγονός ότι η προτεινόμενη ρύθμιση έχει αναιτιολόγητα ευρύ πεδίο εφαρμογής, ενώ αναθέτει στον Άρειο Πάγο την απόλυτη εξουσία να εγκρίνει ή να απορρίπτει εκλογικούς συνδυασμούς, κάνοντας χρήση μια σειράς ασαφών κριτηρίων. Με δυο λόγια, βρίθει γενικόλογων ρυθμίσεων και είναι γεμάτη παρεξηγήσιμες ασάφειες.
Ας είμαστε ειλικρινείς κι ας κοιταχτούμε στον καθρέπτη:
Γενική είναι η διαπίστωση πως έτσι κι αλλιώς η απαγόρευση καθόδου ενός κόμματος στις εκλογές που μάλιστα στις δημοσκοπήσεις φέρεται να υπερκαλύπτει το 3%, κυμαινόμενο ίσως και πέραν του 4% ή 5%, είναι «τραβηγμένο», πολύ μάλιστα, και δοκιμάζει τις αντοχές του συστήματος. Αν προσθέσουμε δε και τις επικρίσεις που έχει δεχθεί η κυβερνητική νομοθετική πρωτοβουλία για τις παρεξηγήσιμες ασάφειες του νομοθετήματος και τις γενικόλογες ρυθμίσεις που καταλήγουν να αναθέτουν στην δικαστική κρίση το λύσιμο του Γόρδιου Δεσμού, βρισκόμαστε μπροστά στην επανάληψη της σύγκρισης:
Αυτή την φορά έχουμε μια σύγκριση με παρεμφερές ερώτημα, την σύγκριση ενός εκπαιδευτικού συστήματος και ενός πολιτικού συστήματος. Το πρώτο: «Δεν πρέπει να ψηφίζεις Κασιδιάρη», και το άλλο: «Δεν πρέπει να μπορείς να ψηφίζεις Κασιδιάρη».
Πρόσφατα, για την Παγκόσμια Ημέρα Μνήμης του Ολοκαυτώματος την 27η Ιανουαρίου η ανακοίνωση του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών ήταν ιδιαίτερα εύστοχη και παραστατική:
«Καθώς μάλιστα θα λιγοστεύουν οι αυτόπτες μάρτυρες από δίπλα μας, αποτελεί ιστορικό και ηθικό καθήκον όλων, την ημέρα αυτή αλλά και κάθε ημέρα, να θυμόμαστε με δέος τις σκοτεινές εκείνες στιγμές της Ευρώπης, να συνεχίζουμε να ερευνούμε σε βάθος το παρελθόν αυτό και, σιγά σιγά, να περνούμε τη σκυτάλη της μνήμης, όπως είναι και ο τίτλος των φετινών εκδηλώσεων, στις νέες γενιές»
«Για να εξασφαλίσουμε ένα μέλλον ειρηνικό, δημοκρατικό και ελεύθερο από ρατσιστικό μίσος, από εκφάνσεις αντισημιτισμού και άλλες διακρίσεις κατά συνανθρώπων μας. Έτσι θα μεταλαμπαδεύσουμε τη γνώση και τη μνήμη αλλά και έτσι θα αντιμετωπίσουμε όποιον δεν θέλει να γνωρίζει ή να θυμάται, ώστε τέτοια συμφορά να μη μπορέσει να συμβεί ποτέ ξανά».
Και πως θα μπορέσουμε «να περνούμε τη σκυτάλη της μνήμης……στις νέες γενιές»;
«Ο φασισμός θεραπεύεται διαβάζοντας και ο ρατσισμός θεραπεύεται ταξιδεύοντας», μας θυμίζει Μιγέλ ντε Ουναμούνο.
Στα μαθήματα της Μικροοικονομικής και της Μακροοικονομικής που δίδαξα, έσμιγαν στοιχεία Ιστορίας και Λογοτεχνίας και με αφορμή τα διάφορα οικονομικά υποδείγματα έβρισκαν τον χώρο και τον χρόνο τους, στιγμές της Ιστορίας και λογοτεχνικές δημιουργίες με αφηγήσεις και συζητήσεις.
Ξεπρόβαλαν ιστορικές στιγμές, γεγονότα συγγραφείς και βιβλία, κι ανάμεσά τους ο Πρίμο Λέβι με το «Εάν αυτό είναι ο Άνθρωπος». Κι όταν η εμπλουτισμένη με αποσπάσματα αφήγηση έβρισκε ανταπόκριση, «Το καθήκον της μνήμης» και το «Αυτοί που βούλιαξαν κι αυτοί που σώθηκαν» συμπλήρωναν την εισαγωγική τριλογία για το Ολοκαύτωμα.
Η αφήγηση έφτανε στο τέλος της με μία εικονική επίσκεψη στο Κέντρο Πρίμο Λέβι στην Νέα Υόρκη και στο Διεθνές Κέντρο Σπουδών Πρίμο Λέβι στο Τορίνο.
Το «Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος», που στις πρώτες απόπειρες που έγιναν να εκδοθεί έβρισκε πόρτες κλειστές γιατί όλος ο κόσμος ήθελε να ξεχάσει, τελικά εκδόθηκε την άνοιξη του 1947. Στην Ιταλία από τη δεκαετία του ’60 διδάσκεται στα σχολεία και αποτελεί βασικό ανάγνωσμα στα μαθήματα της Ιστορίας και της Λογοτεχνίας.
Εδώ, γιατί όχι;
Με τόση δόση εμφανούς ή αφανούς καθημερινού πολιτικού-αισθητικού «χρυσαυγιτισμού» σ’ αυτή τη χώρα, η υποδειγματική προτροπή του ελληνικού ΥΠΕΞ «……αποτελεί ιστορικό και ηθικό καθήκον όλων, την ημέρα αυτή…… και κάθε ημέρα, να θυμόμαστε….να συνεχίζουμε να ερευνούμε…..να περνούμε τη σκυτάλη της μνήμης……στις νέες γενιές», απευθύνεται κυρίως προς το Υπουργείο Παιδείας.
Οφείλει το Υπουργείο Παιδείας να ενσωματώσει προσθήκη του «Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος» ως βασικό ανάγνωσμα στα μαθήματα της Ιστορίας και της Λογοτεχνίας.
Κάπως έτσι θα μπορέσουμε «να περνούμε τη σκυτάλη της μνήμης……στις νέες γενιές»
Δεν μπορείς από την μια να νομοθετείς στηριζόμενος και επαφιόμενος στην λογική : «Δεν πρέπει να μπορείς να ψηφίζεις Κασιδιάρη» και να αγνοείς την ανάγκη που υπάρχει εδώ και χρόνια για ένα βαθύτερο σκάψιμο που εκφράζεται με τον εμπλουτισμό της διδασκαλίας της περιόδου του Ολοκαυτώματος μέσα από τις αφηγήσεις του εμβληματικού Πρίμο Λέβι. Κάπως έτσι επιτυγχάνεται το πέρασμα της σκυτάλης στις νέες γενιές, σταδιακά και σε βάθος χρόνου.
Σιγά-σιγά, με τον τρόπο αυτό θεραπεύεται ο φασισμός ή όποια καρικατούρα του, όταν οι ψηφοφόροι δεν θα έχουν ανάγκη το νομοθετικά έωλο «δεν πρέπει να μπορείς», καθώς θα έχουν ενστερνισθεί ως αδιαπραγμάτευτη συμπεριφορά το «Δεν πρέπει να ψηφίζεις Κασιδιάρη».
Στο οπισθόφυλλο του του βιβλίου «Πιπέρι και σπασμένες γραμμές», διαβάζουμε την κριτική του Κάρλ Κράους για το έργο του Λίχτενμπεργκ:
«Ο Λίχτενμπεργκ σκάβει πιο βαθιά από κάθε άλλον,
αλλά δεν ξανανεβαίνει στην επιφάνεια.
Μας μιλάει κάτω από τη γη.
Τον ακούει μόνο εκείνος που κι o ίδιος σκάβει βαθιά.»
Το
ερώτημα είναι αν η Κυβέρνηση και το Υπουργείο Παιδείας έχουν σκοπό να
σκάψουν βαθιά, να ενσκήψουν στην ουσία του προβλήματος και να περάσουν
την μνήμη στις επόμενες γενιές ή να ελιχθούν περιστασιακά, επιδερμικά,
με βραχυπρόθεσμο ορίζοντα και με αμφίβολα αποτελέσματα.
*Kαθηγητής Τμήματος Διοίκησης Τουρισμού στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου