Βρετανική πολεμική προπαγάνδα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, απευθυνόμενη στα λαϊκά στρώματα των μετόπισθεν: η νίκη των εθνικών χρωμάτων προϋποθέτει να «τρώτε λιγότερο ψωμί»… | IMPERIAL WAR MUSEUM |
Σκέψεις με αφορμή την επέτειο της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία
Εναν χρόνο μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, κάποια (θλιβερά) συμπεράσματα είναι αναπόφευκτα. Αν μη τι άλλο, ακόμη κι αν η ανθρωπότητα γλιτώσει τον Τρίτο και τελευταίο Παγκόσμιο Πόλεμο της ιστορίας της, οι συνέπειές της στη ζωή των κοινωνιών μας θα είναι απείρως σοβαρότερες –και πιο μακροπρόθεσμες– από την κληρονομιά που μας αφήνει ο υγειονομικός «πόλεμος» που προηγήθηκε.
Ο «αντιφασισμός» ξεπλένει καλύτερα
Το πρώτο συμπέρασμα αφορά το ιδεολογικό βάρος της Ιστορίας, ως μηχανισμού πολιτικής νομιμοποίησης των εκατέρωθεν στρατηγικών επιλογών – με τη μαρξιστική έννοια της ιδεολογίας, ως «ψευδούς συνείδησης» που επικαλείται τα εξιδανικευμένα φαντάσματα του παρελθόντος για να καταστήσει αποδεκτές κάποιες πολιτικές κυνικά ιδιοτελείς. Στην περίπτωση που μας απασχολεί, το φάντασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου κι ενός καταφανώς πλασματικού αντιφασισμού επιστρατεύτηκε κι από τις δύο πλευρές. Από τον Πούτιν, η εκστρατεία κατάκτησης και δορυφοροποίησης μιας ανεξάρτητης χώρας φόρεσε τη στολή μιας αποκριάτικης «αποναζιστικοποίησης». Από τη Δύση, πάλι, η απαίτηση ενός «πολέμου μέχρι τη νίκη» (μόνο με ουκρανικό, προς το παρόν, αίμα), ακόμη και τα σχέδια διάλυσης της «Ρωσικής Αυτοκρατορίας» εικονογραφούνται σαν επανάληψη της πανστρατιάς του προηγούμενου αιώνα για την ανάσχεση του χιτλερισμού.
«Ο πόλεμος στην Ουκρανία, αυτή η τραγωδία, είναι ταυτόχρονα και η θετικότερη εξέλιξη του χρόνου. [...] Η γεωπολιτική ισορροπία στην Ευρώπη θα αλλάξει ριζικά προς το καλύτερο» | Στάθης Καλύβας, «Καθημερινή» 25/12/2022
Φυσικά, ούτε το ένα ούτε το άλλο έχουν και πολλή σχέση με τα γεγονότα που επικαλούνται. Ο ρωσικός εθνικισμός του εικοστού πρώτου αιώνα σε τίποτα δεν θυμίζει το ναζιστικό σχέδιο μιας παγκόσμιας δουλοκτητικής κοινωνίας στη βάση της ιεραρχικής οργάνωσης των ανθρώπινων «φυλών», που κατέληξε στη βιομηχανική εξολόθρευση εκατομμυρίων «υπανθρώπων». Ούτε, όμως, και οποιαδήποτε εκδοχή αντιφασισμού: ως λάβαρά του έχει τους χριστιανορθόδοξους τσάρους του ύστερου Μεσαίωνα, έναν απροκάλυπτο αντικομμουνισμό και την επαγγελία αποκατάστασης των παραδοσιακών αξιών που απειλεί η δυτικόφερτη απελευθέρωση της ομοφυλοφιλίας· εξ ου και οι κατ’ εξοχήν μαχητικές του μονάδες φέρουν τα (όχι και τόσο αντιφασιστικά) ονόματα «Σπάρτη» και «Βάγκνερ»… Στην αντίπερα όχθη, ζήσαμε δε από πρώτο χέρι τη μεταβάπτιση των ναζί του Τάγματος Αζόφ σε μαχητές της παγκόσμιας ελευθερίας από ουκ ολίγες φιλελεύθερες πένες, στη χώρα μας και διεθνώς.
Το πρόβλημα δεν είναι, βέβαια, η ανάδειξη κάθε λογής φασισταριών ως αιχμής του δόρατος μιας καθαρά εθνικιστικής εξόρμησης, ούτε η σχετική ιδεολογική επένδυση της δράσης των εκατέρωθεν Ράμπο· λογικό κι αναμενόμενο, οι ακραίες εκδοχές εθνικισμού να παίρνουν το πάνω χέρι σε τέτοιες συνθήκες. (Στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι εξ Οξφόρδης αξιωματικοί της βρετανικής SOE δεν αναφέρονταν λ.χ. ποτέ στις εκθέσεις τους σε Γερμανούς, αλλά σε «Ούννους».) Το πρόβλημα είναι όταν τα αντίστοιχα ιδεολογήματα αρχίζουν να τα καταπίνουν αμάσητα, έστω και σε πιο λάιτ δόσεις, ακόμη και προοδευτικοί άνθρωποι που ζουν κι εργάζονται εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά από τα πεδία των μαχών.
Γενική δοκιμή
Το δεύτερο συμπέρασμα σχετίζεται με τον πραγματικό χαρακτήρα του πολέμου, ως γενικής δοκιμής για μιαν ακόμη μεγαλύτερη σύγκρουση πλανητικών διαστάσεων, ανάμεσα στους δύο βασικούς ανταγωνιστικούς πόλους του σύγχρονου καπιταλισμού: τη Δύση και την Κίνα. Η πρωτοφανής εικόνα μιας παρατεταμένης γιγαντομαχίας σε ευρωπαϊκό έδαφος έχει τροφοδοτήσει ένα μαζικό κυνήγι εξοπλισμών σε παγκόσμια κλίμακα, αγώνα δρόμου που στην καλύτερη περίπτωση παραπέμπει στο απόγειο του Ψυχρού Πολέμου και στη χειρότερη στη δεκαετία του 1930 ή στην επταετία 1907-1914. Οπως και η Ισπανία του 1936-1939, αλλά δίχως το βαθιά κοινωνικό περιεχόμενο εκείνης της σημαδιακής αναμέτρησης, οι πεδιάδες της Ουκρανίας μετατρέπονται σταδιακά σε πεδίο δοκιμής των νέων οπλικών συστημάτων όπλων – σε συνθήκες μετωπικής αναμέτρησης ισοδύναμων λίγο-πολύ αντιπάλων, πλέον, όχι «ασύμμετρων» συρράξεων σαν τους ιμπεριαλιστικούς πολέμους και την καταστολή της αντίστασης των ιθαγενών στο Ιράκ, το Αφγανιστάν ή την Τσετσενία.
Τον «πολεμικό κεϊνσιανισμό» της διοχέτευσης του κοινωνικού πλεονάσματος στην παραγωγή όπλων συνοδεύει φυσικά η αντίστοιχη ιδεολογική προπαρασκευή όσων θα την υποστούν: επικοινωνιακές ασκήσεις επί χάρτου για να συνηθίσουμε την ιδέα ενός μελλοντικού Αρμαγεδδώνα, προσομοιώσεις πολεμικής οργάνωσης της κοινωνίας κ.ο.κ. Επειδή ακριβώς το στρατηγικό διακύβευμα για τη Δύση δεν είναι η ανάσχεση της οικονομικά ακίνδυνης Μόσχας αλλά του άκρως ανταγωνιστικού κινεζικού καπιταλισμού, οι τάσεις αυτές δεν περίμεναν τη ρωσική εισβολή της 24ης Φεβρουαρίου 2022 για να εκδηλωθούν. Το είδαμε πολύ καλά με την αντίστοιχη αξιοποίηση της αμέσως προηγούμενης ευκαιρίας, της «μάχης» ενάντια στον «αόρατο εχθρό» Covid-19 και τις μεταλλάξεις του.
Η ενημέρωση στο χακί
Ενα τρίτο συμπέρασμα έχει να κάνει με την ολόψυχη στράτευση των περισσότερων ΜΜΕ –έντυπων, ηλεκτρονικών και διαδικτυακών– στην υπηρεσία της οικείας μοναδικής αλήθειας. Δεν περίμενε βέβαια κανείς ιδιαίτερη τόλμη από τα ρωσικά μέσα· σοκαριστική υπήρξε, ωστόσο, η διαχείριση που επιφύλαξαν τα δυτικά ομόλογά τους σε όσες ειδήσεις έθεταν σε (μερική, έστω) αμφισβήτηση το καθ’ ημάς ηγεμονικό στόρι. Επ’ αυτού, δεν υπάρχει πιο εύγλωττη απόδειξη από τη διαμετρικά διαφορετική μεταχείριση που μεγάλα ΜΜΕ επιφύλαξαν στην ερευνητική δουλειά των δημοσιογράφων τους για τα εκατέρωθεν εγκλήματα πολέμου – εγκλήματα απολύτως αναμενόμενα σε οποιαδήποτε τέτοια σύρραξη.
Η τεκμηρίωση των ρωσικών εγκλημάτων στην Μπούτσα προβλήθηκε λ.χ. με κάθε τρόπο, όπως ακριβώς έπρεπε, ενώ τα φρικαλέα βίντεο με τις εν ψυχρώ δολοφονίες και ακρωτηριασμούς αιχμάλωτων Ρώσων φαντάρων από Ουκρανούς πολεμιστές είτε θάφτηκαν εντελώς είτε (στην περίπτωση που συνοδεύονταν από εξίσου υποδειγματική δημοσιογραφική τεκμηρίωση) παρουσιάστηκαν στα ψιλά, με αποκαλυπτικά παραπλανητικούς τίτλους: «Δείχνει άραγε το βίντεο αιχμάλωτους Ρώσους να τουφεκίζονται;», τιτλοφόρησε π.χ. υποκριτικά το BBC ένα εξαιρετικό ρεπορτάζ του (30/3/2022), το οποίο στην πραγματικότητα ταυτοποιούσε πλήρως, με ιατροδικαστική επιμέλεια, ακόμη και τον χώρο του κακουργήματος· το ίδιο άρθρο μάς πληροφορούσε, άλλωστε, ότι το επίμαχο ντοκουμέντο «είναι υπερβολικά παραστατικό για να το δείξουμε στην ολότητά του». Από τη στιγμή που κελαηδάνε (ή ετοιμάζονται να κελαηδήσουν) τα όπλα, έχουμε καταστεί όλοι ανήλικοι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου