Dreamstime.com |
Η ύπαρξη ενός χωριστού κλάδου της κρατικής εξουσίας (της «δικαιοσύνης», όπως συνήθως παραπλανητικά αποκαλείται η δικαστική εξουσία), που ελέγχει τη νομιμότητα και τις υπερβάσεις της εκτελεστικής και της νομοθετικής εξουσίας, αποτελεί κορωνίδα της φιλελεύθερης σκέψης.
Χωρίς να υπεισέλθουμε στον ιδεολογικό χαρακτήρα αυτής της διάκρισης των εξουσιών, είναι βέβαιο ότι η νομιμοποίηση της δικαστικής εξουσίας απαιτεί την έξωθεν καλή μαρτυρία των λειτουργών της, την πεποίθηση δηλαδή της πλειοψηφίας των πολιτών ότι οι δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί διατηρούν την ανεξαρτησία τους από τις υπόλοιπες εξουσίες, ώστε να μπορούν αποτελεσματικά να τις ελέγχουν.
Εδώ βέβαια δεν αρκεί η προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία με την οποία είναι ούτως ή άλλως νομοθετικά θωρακισμένοι οι δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί. Η ίδια η πρακτική τους, τόσο μέσα από τις αποφάσεις τους όσο και μέσα από τον γενικότερο βίο και την πολιτεία τους, πρέπει να πείθει διαρκώς τους πολίτες, σε ένα άτυπο αλλά διαρκές δημοψήφισμα επιβεβαίωσης της ανεξαρτησίας τους και νομιμοποίησης της εξουσίας τους.
Είναι προφανές ότι η νομιμοποίηση της Δικαιοσύνης νοσεί σήμερα βαριά. Δεν χρειάζεται να είναι κάποιος εμβριθής αναλυτής της κοινωνικής πραγματικότητας για να το διαπιστώσει. Η απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου για τους πλειστηριασμούς των funds ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι.
Ας δώσουμε στους ανώτατους και ανώτατες δικαστές του Αρείου Πάγου το ευεργέτημα της επίκλησης του πολιτικού χαρακτήρα της απόφασης που καλούνταν να λάβουν: μια απόφαση, της οποίας το δημοσιονομικό κόστος μπορεί να ανέλθει στα δεκάδες δισεκατομμύρια ευρώ που θα κοστίσει τυχόν κατάπτωση των κρατικών εγγυήσεων του προγράμματος «Ηρακλής», είναι μια κατεξοχήν πολιτική απόφαση, που πρέπει να ληφθεί από το κομμάτι των θεσμών που απολαμβάνει ευθεία δημοκρατική νομιμοποίηση, δηλαδή από τη Βουλή. Η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου έπρεπε κατ’ ουσίαν να επιστρέψει το βάρος λήψης της απόφασης επί της τύχης των εκατοντάδων χιλιάδων πλειστηριασμών πρώτης κατοικίας στον φυσικό της χώρο: στη νομοθετική και εμμέσως στην εκτελεστική εξουσία.
Το πραγματικό ερώτημα ήταν ο τρόπος που το «μπαλάκι» θα επιστρεφόταν στους πολιτικούς. Και εκεί η πλειοψηφία της Ολομέλειας επέλεξε να υποστηρίξει μια δήθεν εσωτερική συνοχή των νόμων του 2003 και του 2015 υπέρ των εταιρειών διαχείρισης του χρέους και κατά των οφειλετών. Η απάντηση της μειοψηφίας, ότι δηλαδή η εσωτερική συνοχή και η λογική ακολουθία θα μπορούσε κατ’ αντιστοιχία να γίνει αντικείμενο επίκλησης υπέρ των οφειλετών, διεκδικεί το βραβείο λεπτότερης ειρωνείας στην ιστορία της ελληνικής νομολογίας. Το αποτέλεσμα σε κάθε περίπτωση θα ήταν το ίδιο: το πολιτικό σύστημα θα καλούνταν να νομοθετήσει. Με την απόφαση της Ολομέλειας του Αρειου Πάγου, οι πλειοψηφήσαντες δικαστές εξέθεσαν –ως μη όφειλαν– την ήδη εύθραυστη νομιμοποίησή τους: γι’ αυτό και η ιστορία θα δικαιώσει τους μειοψηφήσαντες.
Αν θέλει να βρει κανείς πού οικοδομήθηκε αυτή η νοοτροπία αδιαφορίας απέναντι στις πεποιθήσεις της κοινωνίας, δεν έχει παρά να ανατρέξει σε στιγμές όπως η θλιβερή «γνωμοδότηση» του Ισ. Ντογιάκου για τις υποκλοπές, που μετέτρεψε την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου σε παράρτημα της εκτελεστικής εξουσίας, ή στις ανακοινώσεις καταδίκης του «κοινού περί δικαίου αισθήματος», τις οποίες έσπευσε να εκδώσει η νέα πλειοψηφία της Ενωσης Δικαστών και Εισαγγελέων.
Ακόμα και τα όσα αποκαλύπτονται αυτές τις μέρες για τη συμμετοχή ανώτερων και ανώτατων δικαστών σε κοινωνικές εκδηλώσεις δραστήριου δικαστικού επιμελητή είναι ενδεικτικά της ίδιας στάσης αδιαφορίας για την έξωθεν καλή μαρτυρία των συμμετεχόντων, τη στιγμή που χιλιάδες πολίτες αγωνιούν αν κάποιος δικαστικός επιμελητής συνοδεία αστυνομίας θα χτυπήσει ξημερώματα την πόρτα του σπιτιού τους.
Αυτές τις μέρες, το Ευρωκοινοβούλιο συγκλονίζεται από το σκάνδαλο Qatargate και τους καταγγελλόμενους χρηματισμούς ευρωβουλευτών από εγκληματικό κύκλωμα με ιθύνοντα νου τον Antonio Panzerri, υπεύθυνο της Μη Κυβερνητικής Οργάνωσης Fight Impunity. Κάθε δημόσια δράση και κάθε πρωτοβουλία τής εν λόγω οργάνωσης ελέγχεται σήμερα ως αφορμή τέλεσης αξιόποινων πράξεων. Στην Ελλάδα έχουμε το προνόμιο οι τρεις πρόεδροι των ανώτατων δικαστικών σχηματισμών, του Αρείου Πάγου, του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, καθώς και ο υπουργός Δικαιοσύνης, να έχουν συμμετάσχει σε εκδήλωση τής ως άνω οργάνωσης στο πλαίσιο του Οικονομικού Φόρουμ των Δελφών το 2021.
Θα περίμενε κάποιος, με δεδομένο τα όσα αποκαλύπτονται, να έχει υπάρξει, έστω εκ περισσού και για την αποφυγή οποιασδήποτε κακοήθειας, μια δημόσια δήλωση παροχής εξηγήσεων εκείνων που ενέπλεξαν τους ανώτατους δικαστές σε αυτή την εκδήλωση. Ομως, εξηγήσεις ουδέποτε δόθηκαν. Ισως γιατί, όπως ανέφερε πρόσφατα σε δήλωσή της η πρόεδρος της Ενωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, κυρία Στενιώτη, «πρέπει να τεθεί το ζήτημα... του περιορισμού της “απολογητικού χαρακτήρα” αιτιολόγησης των δικαστικών αποφάσεων». Κοινώς, είμαστε στη φάση που ωριμάζει μια γενικότερη στρατηγική αποχαλίνωσης της εξουσίας, σε όλες της τις εκφάνσεις, με κατεύθυνση «έτσι είναι και, αν δεν σας αρέσει, δεν θα απολογηθούμε κιόλας». Για τη Δικαιοσύνη, η στρατηγική αυτή αποτελεί καταστροφικό δρόμο. Οσο γρηγορότερα το αντιληφθούν οι ταγοί της τόσο το καλύτερο.
*Δικηγόρος, τ. μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών με την Εναλλακτική Παρέμβαση-Δικηγορική Ανατροπή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου