16 Νοεμβρίου 2022

Η συνεχής απαξίωση της εργασίας στην Ελλάδα και πώς να την σταματήσουμε





Αυτή είναι η ιστορία κάποιου που πέφτει από την κορυφή ενός κτιρίου πενήντα ορόφων. Καθώς πέφτει, ο άνδρας επαναλαμβάνει για να καθησυχάσει τον εαυτό του: μέχρι εδώ όλα πηγαίνουν καλά, μέχρι εδώ όλα πηγαίνουν καλά. Το σημαντικό όμως δεν είναι η πτώση, αλλά η πρόσκρουση.

Mathieu Kassovitz, Το μίσος (1995)

Η απαξίωση της εργασίας στην Ελλάδα…

Η αγοραστική δύναμη του μέσου μισθού στην Ελλάδα το 2009 ήταν κατά 25,8% υψηλότερη σε σύγκριση με το 2015. Στην διάρκεια της κυβέρνησης Σύριζα μειώθηκε περαιτέρω κατά 5,8% έναντι του 2015. Μέχρι το τέλος του 2022 είχε χάσει ακόμη 1,6%, και μόνο μέσα στο 2023 προβλέπεται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ότι θα μειωθεί περαιτέρω κατά 2,5%. Έτσι, η μείωση της αγοραστικής δύναμης του μέσου μισθού κατά το 2023 θα ανέρχεται σε 28,2% έναντι του 2009.

Η μείωση αυτή αντανακλάται και στο μερίδιο του προϊόντος (ΑΕΠ) που ιδιοποιείται ο κόσμος της εργασίας ως εισόδημα: ενώ το 2011 ανερχόταν σε 54,9% του ΑΕΠ, θα ανέλθει σε 47,4% το 2023 (πρόβλεψη Ευρωπαϊκής Επιτροπής). Η διαφορά είναι 7,5% του ΑΕΠ και αντιστοιχεί σε αγοραστική δύναμη περίπου 15 δισεκατομμυρίων ευρώ που χάνεται για τις εργαζόμενες τάξεις, όχι εφάπαξ αλλά ετησίως. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, μάλιστα, προβλέπει ότι το μερίδιο της εργασίας στο προϊόν θα μειωθεί περαιτέρω κατά το 2024 σε 47,0%. Τότε πια, μόνο η Ουγγαρία, η Πολωνία και η Ρουμανία μεταξύ των 27 χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα παρουσιάζουν μερίδιο εργασίας μικρότερο από την Ελλάδα.

Υπάρχει και χειρότερο: η εν λόγω μείωση του μεριδίου της εργασίας, που βρίσκεται σε εξέλιξη, δεν οφείλεται σε αύξηση του ποσοστού ανεργίας, ούτε τώρα ούτε θα οφείλεται κατά το 2023-2024, για τον πολύ απλό λόγο ότι το ποσοστό ανεργίας θα παραμείνει σταθερό (πάλι με βάση τις προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής). Εάν οφειλόταν σε αύξηση της ανεργίας, η μείωση του μεριδίου της εργασίας θα ήταν πρόσκαιρη και μεταβατική, η αιτία της θα ήταν το πέρασμα από την ύφεση, και όταν ερχόταν η ανάκαμψη της οικονομίας, θα αυξανόταν πάλι το μερίδιο της εργασίας. Αυτό όμως δεν πρόκειται να συμβεί, και αν συμβεί, οι απώλειες εισοδήματος του κόσμου της εργασίας δεν πρόκειται να αναπληρωθούν.

Τώρα λοιπόν, τα πράγματα είναι πολύ σοβαρά, διότι η μείωση του μεριδίου που βρίσκεται σε εξέλιξη, αφού δεν οφείλεται στην ανεργία, οφείλεται αναγκαστικά σε κάτι άλλο, πολύ πιο στενόχωρο: σηματοδοτεί μείωση της αξίας της εργασιακής δύναμης, απαξίωση της εργασίας, μείωση που δεν έχει πρόσκαιρο και μεταβατικό χαρακτήρα αλλά έρχεται ως σταθερή, δυσκατάπαυστη αλλαγή, από εκείνες τις αλλαγές που ονομάζουμε διαρθρωτικές αλλαγές, που αναφέρονται στον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η αγορά εργασίας («απελευθερωμένη» εν προκειμένω από τα δεσμά των ρυθμίσεων που προστατεύουν την εργασία).

…και πώς να την σταματήσουμε

Η απαξίωση της εργασίας έχει προχωρήσει ήδη εξαιτίας του πληθωρισμού και εάν τα πράγματα συνεχίσουν όπως έρχονται, τίποτα δεν πρόκειται να τη σταματήσει, ούτε βραχυπρόθεσμα (δηλαδή σε ορίζοντα ενός έτους) για όσο καιρό ο πληθωρισμός θα διατηρείται ακόμη υψηλός ούτε μεσοπρόθεσμα (δηλαδή σε ορίζοντα μερικών ετών) όταν ο μεν πληθωρισμός θα υποχωρεί, η δε ανεργία θα αυξάνεται λόγω της ύφεσης και θα συμπιέζει τους ονομαστικούς μισθούς, και το χειρότερο από όλα, επειδή θα συνεχίζονται οι νεοφιλελεύθερες διαρθρωτικές αλλαγές στην αγορά εργασίας που μετατρέπουν τις μειώσεις των μισθών σε πάγιες κατακτήσεις του κεφαλαίου.

Όποιος νομίζει ότι η ανάκαμψη που θα ακολουθήσει την ύφεση θα αντισταθμίσει τις απώλειες της αγοραστικής δύναμης των μισθών αυταπατάται. Η επαναφορά του μισθού στα προ της ύφεσης επίπεδα πραγματοποιείται μόνο όταν η αγορά εργασίας διατηρεί αμετάβλητα τα διαρθρωτικά της χαρακτηριστικά. Βρισκόμαστε, όμως, ήδη από το 2010 σε διαδικασία διαρκούς, συνεχιζόμενης, απορρύθμισης της αγοράς εργασίας και αποδυνάμωσης της διαπραγματευτικής δύναμης των μισθωτών. Το αποτέλεσμα είναι ότι κάθε επιδείνωση των μισθών που επέρχεται στην ύφεση δεν διορθώνεται στη διάρκεια της ανάκαμψης της οικονομίας, και κάθε υποτίμηση της εργασίας που υπό κανονικές συνθήκες θα ήταν πρόσκαιρη, μετατρέπεται σε μόνιμη μείωση, δηλαδή σε απαξίωση της εργασίας.

Με αυτά τα δεδομένα, πώς να σταματήσουμε την απαξίωση της εργασίας που τίποτα δεν φαίνεται ότι μπορεί να την σταματήσει υπό τις παρούσες συνθήκες;

Τίποτα δεν μπορούμε να κάνουμε, κανένα άλλο τρόπο και καμιά ελπίδα δεν έχουμε, εκτός από την οργάνωση των δυνάμεών μας, συνδικαλιστικών και πολιτικών σε αντίστοιχες ανταγωνιστικές, δηλαδή αντικαπιταλιστικές, οργανώσεις. Εάν δε αυτές που έχουμε είναι ανεπαρκείς, θα πρέπει να ιδρύσουμε νέες, και αυτό μάλιστα θα πρέπει να συμβεί χωρίς αργοπορία. Αλλιώς, σαν τον ήρωα του Κασοβίτς που πέφτει από τον ουρανοξύστη, θα παρακολουθούμε την πτώση μας, και σε κάθε όροφο που περνάμε θα λέμε μέχρι εδώ όλα πηγαίνουν καλά, μέχρι εδώ όλα πηγαίνουν καλά.

1 Υπάρχουν βέβαια και άλλοι παράγοντες που προσδιορίζουν το ύψος της απόδοσης κεφαλαίου, αυτό όμως δεν αναιρεί την σχέση αιτιότητας μεταξύ των επιτοκίων και των αποδόσεων κεφαλαίου που είναι επενδεδυμένα σε κλάδους εκτός του χρηματοπιστωτικού τομέα.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου