Αραγε ο εορτασμός της 28ης Οκτωβρίου συνιστά πλέον αναχρονισμό; Η συγκεκριμένη εθνική επέτειος έχει βέβαια μια αδιαφιλονίκητη αγωνιστική προϊστορία, άμεσα συνδεδεμένη με τις εκδηλώσεις μαζικής αντίστασης του 1941-1944 κατά της γερμανοϊταλικής κατοχής.
Σε αντίθεση με την 25η Μαρτίου, που θεσπίστηκε το 1837 επί Οθωνα για να νομιμοποιήσει μέσω της θρησκείας (γιορτή του Ευαγγελισμού) μια ανεξαρτησία που στα μάτια πολλών ιθαγενών έμοιαζε όλο και λιγότερο δικαιωμένη (με τους Βαυαρούς να έχουν διαδεχθεί τους Οθωμανούς, πολλούς αγωνιστές να βολοδέρνουν μεταξύ πείνας και ληστείας και τη μετεπαναστατική δικαιοταξία εξίσου ξένη και καταπιεστική με την προηγούμενη), η 28η Οκτωβρίου επιβλήθηκε αγωνιστικά από τα κάτω, τον πρώτο ήδη χρόνο της Κατοχής, με διαδηλώσεις κι άλλες γενναίες πράξεις δημόσιας περιφρόνησης του κατακτητή. Ακόμη και το 1943, όταν η Ιταλία είχε πάψει πια να αποτελεί κατοχική δύναμη, ο συλλογικός εορτασμός της μπορούσε να οδηγήσει στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, όπως συνέβη με τους οργανωτές του μνημοσύνου των υπαλλήλων της Εθνικής Τράπεζας για τους πεσόντες συναδέλφους τους του Ελληνοϊταλικού Πολέμου.
❝ «Η ιστορική έρευνα δεν είναι αρμόδια για να μεταφέρει στο έτος 2022 τις αντιπαλότητες του έτους 1942» | Ευάγγελος Χεκίμογλου, «Γνωμοδότηση: Αθανάσιος Χρυσοχόου» (για λογαριασμό του Δήμου Θεσσαλονίκης, 2022)
Η μαχητική αυτή παράδοση εξηγεί και τον διττό χαρακτήρα που η επέτειος αυτή απέκτησε στα μεταπολεμικά χρόνια. Αν το κράτος των εθνικοφρόνων γιόρταζε «το ΟΧΙ του Μεταξά», η αντίπερα όχθη τιμούσε την ίδια μέρα την πολύμορφη αντίσταση στη φασιστική και χιτλερική κατοχή. Στη Μεταπολίτευση, η πάλη για την επίσημη αναγνώριση της ΕΑΜικής αντίστασης θα περιλάβει έτσι την ομαδική προσπάθεια των (μεσήλικων και ηλικιωμένων, πλέον) βετεράνων της να μετάσχουν με τα δικά τους λάβαρα στις επίσημες παρελάσεις − γευόμενοι συχνά τις «περιποιήσεις» της Χωροφυλακής και των νεοσύστατων ΜΑΤ, με έναν νεκρό (τον 76χρονο Τάσο Μαγκλαρίδη) από τα αστυνομικά ρόπαλα στη Θεσσαλονίκη κατά την επέτειο του 1980.
Ολα τα πράγματα έχουν όμως ένα τέλος. Αν στα μεταπολεμικά χρόνια ακόμη και οι πιο εκτεθειμένοι δωσίλογοι ήταν υποχρεωμένοι να συσκοτίζουν τα κατοχικά ανδραγαθήματά τους προκειμένου να επιβιώσουν (ή να σταδιοδρομήσουν) στο πλαίσιο της κυρίαρχης τότε εθνικοφροσύνης, οι σημερινές συνθήκες είναι πια πολύ διαφορετικές. Υστερα από δυο δεκαετίες συστηματικών προσπαθειών πολιτικής αποκατάστασης των Ταγμάτων Ασφαλείας από το «μεταναθεωρητικό» ρεύμα των Καλύβα - Μαραντζίδη, οι τεκτονικές μεταβολές που επέφεραν στην εγχώρια συλλογική συνείδηση οι πολιτικοκοινωνικές εξελίξεις της δεκαετίας του 2010 επιτρέπουν πλέον την πανηγυρική θεώρηση ακόμη και της επιτελικής στελέχωσης του κατοχικού κρατικού μηχανισμού σαν «πατριωτικής» επιλογής, αξιακά ισοδύναμης με (ή και ηθικά ανώτερης από) τη συμμετοχή στην Αντίσταση. Με όρους και επιχειρήματα, μάλιστα, που αμφισβητούν εμμέσως πλην σαφώς τον ίδιο τον σκληρό πυρήνα της χθεσινής επετείου.
Μια κρίσιμη γνωμοδότηση
Αυτό τουλάχιστον διαπιστώνουμε από την πρόσφατη γνωμοδότηση του διδάκτορα Οικονομικής Ιστορίας Ευάγγελου Χεκίμογλου, βάσει της οποίας το συμβούλιο της Ε΄ Δημοτικής Κοινότητας Θεσσαλονίκης ανακάλεσε τον περασμένο μήνα τη μετονομασία της οδού Αθανασίου Χρυσοχόου σε Αλμπέρτου Ναρ. Η υπόθεση είναι γνωστή στους αναγνώστες της «Εφ.Συν.» από σειρά δημοσιευμάτων του συναδέλφου Απόστολου Λυκεσά, οπότε δεν χρειάζεται να επεκταθούμε. Αρκεί να θυμίσουμε πως ο στρατηγός Χρυσοχόου χρημάτισε επί Κατοχής γενικός επιθεωρητής νομαρχιών Μακεδονίας, φρούραρχος Θεσσαλονίκης και γενικός διοικητής Μακεδονίας και πως η επίμαχη μετονομασία του 2018 προσβλήθηκε από τους απογόνους του στο Συμβούλιο της Επικρατείας (2019), που με τη σειρά του παρέπεμψε την υπόθεση στο Διοικητικό Εφετείο Θεσσαλονίκης (2020) κι αυτό το τελευταίο έκρινε τη σχετική απόφαση «πλημμελώς αιτιολογημένη», μ’ ένα σκεπτικό που ουσιαστικά δικαίωνε τόσο τους προσφεύγοντες όσο και τον πρόγονό τους.
Ακολούθησε η ανάκληση της μετονομασίας από τη σημερινή δεξιά πλειοψηφία της Δημοτικής Κοινότητας (5/9/2022), εκκρεμεί δε αγωγή των απογόνων σε βάρος τριών αντιστασιακών, για όσα αυτοί είχαν καταλογίσει στον κατοχικό φρούραρχο στο πλαίσιο του σχετικού δημόσιου διαλόγου· σε πρώτο βαθμό, το αρμόδιο δικαστήριο επιφυλάχθηκε (26/6/2019) να αποφασίσει μετά την ολοκλήρωση της διοικητικής διαδικασίας. Για την ουσία της υπόθεσης, την κατοχική πολιτεία του στρατηγού, ο αναγνώστης μπορεί να ανατρέξει σε παλιότερο σχετικό αφιέρωμά μας («“Ολίγον” δωσίλογος;», «Εφ.Συν.», 17/3/2018).
Στη γνωμοδότησή του, που διαβιβάστηκε από το Βαφοπούλειο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Θεσσαλονίκης, ο δρ Χεκίμογλου δεν προσφέρει πάντως το παραμικρό καινούργιο στοιχείο περί Χρυσοχόου. Μάλλον λογικό, αφού η ειδίκευσή του αφορά την οικονομική ιστορία και η διδακτορική διατριβή με την οποία απέκτησε τον τίτλο του («Ιστορικότητα και χωρικότητα του πλεονάσματος», ΑΠΘ 1986) είναι μια καθαρά θεωρητική μαρξιστική επισκόπηση των μορφών εκμετάλλευσης στην Ελλάδα του 19ου αιώνα.
Τη θέση του κατά της μετονομασίας τη στηρίζει, ως εκ τούτου, σχεδόν αποκλειστικά στο έργο ενός άλλου συγγραφέα:
«Με τη δράση του Α. Χρυσοχόου κατά την περίοδο της γερμανικής κατοχής ασχολήθηκε σε βάθος ο ιστορικός Δρ Βάιος Καλογρηάς (Πανεπιστήμιο Μάιντς), αρχικώς με το άρθρο του “Αντίσταση και συνεργασία. Η περίπτωση του συνταγματάρχη Αθανασίου Χρυσοχόου 1941-1944” (στο συλλογικό έργο “Εχθρός εντός των τειχών”, Αθήνα 2008) και εν συνεχεία –και αναλυτικότερα– στο βιβλίο του “Το αντίπαλο δέος. Οι εθνικιστικές οργανώσεις αντίστασης στην κατεχόμενη Μακεδονία”, Θεσσαλονίκη 2012. Ο κ. Καλογρηάς χρησιμοποίησε ελληνικά, γερμανικά και αγγλικά αρχεία και δημοσιευμένες πηγές, όπως και ογκώδη βιβλιογραφία, και έδειξε στο βιβλίο του “Το αντίπαλο δέος” πόσο πολύπλοκη και αντιφατική υπήρξε η περίοδος της ξενικής κατοχής στον μακεδονικό χώρο. […] Το βασικό συμπέρασμα του Καλογρηά είναι ότι “η πολιτική του [Χρυσοχόου] δεν αποσκοπούσε στην εξυπηρέτηση γερμανικών συμφερόντων, αλλά στη διατήρηση του κρατικού μηχανισμού και στη διαφύλαξη του ελληνικού εθνικού χαρακτήρα της Μακεδονίας”. Οποιαδήποτε προσπάθεια να συμπληρώσει κάποιος την κοπιώδη εργασία του Καλογρηά χωρίς να πραγματοποιήσει πολύμηνη έρευνα σε ελληνικά και ξένα αρχεία, θα συνιστούσε επιστημονική αστοχία, αν όχι και ελαφρότητα» (σ. 4-5).
Πάνω από τις μισές σελίδες της γνωμοδότησης (47 σε σύνολο 93) αποτελούνται έτσι –δίκην παραρτήματος– από φωτοτυπίες της δημοσιευμένης διατριβής του Καλογρηά, που με τη σειρά του βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στους αυτοβιογραφικούς ισχυρισμούς του ίδιου του Χρυσοχόου (βλ. «Εφ.Συν.», 17/3/2018)· κεντρική ιδέα του βιβλίου του είναι, άλλωστε, πως οι κατοχικές κυβερνήσεις και ο μηχανισμός τους διεξήγαγαν –μαζί με την «κοινωνία»– «νόμιμη αντίσταση» στον κατακτητή (σ. 151-178), σε αντίθεση με «τις αντικρατικές ενέργειες του ΕΛΑΣ» (σ. 415), και πως οι ταγματασφαλίτες που πολέμησαν στο πλευρό της Βέρμαχτ «δεν ήταν λιγότερο πατριώτες απ’ ό,τι τα μέλη του ΕΛΑΣ» (σ. 415).
Στο ίδιο ακριβώς μήκος κύματος, ο Χεκίμογλου αποφαίνεται πως «ο Αθανάσιος Χρυσοχόου συνεισέφερε στην ιστορική επιστήμη επτά τόμους με τεκμήρια για την περίοδο της ξενικής κατοχής στη Μακεδονία» (σ. 5). Στην πραγματικότητα, οι επίμαχοι τόμοι δεν περιέχουν οποιοδήποτε «τεκμήριο» αλλά την αμήχανη αυτοδικαιολόγηση του συγγραφέα τους, με συστηματική κατασυκοφάντηση όλων όσων κράτησαν διαφορετική στάση εκείνα τα χρόνια.
Το δίκιο της «δημοσιοϋπαλληλίας»
Το ενδιαφέρον της κατάθεσης του δόκτορος Χεκίμογλου δεν βρίσκεται ως εκ τούτου σε όσα αυτός ισχυρίζεται περί Χρυσοχόου, αλλά στο πολιτικοϊδεολογικό περίβλημα που επιστρατεύει για να νομιμοποιηθούν πολιτικά και ηθικά τα πεπραγμένα του στρατηγού.
Ευθύς εξαρχής, ο συντάκτης της γνωμοδότησης διακηρύσσει πως, όσον αφορά την Κατοχή, «κανένας δεν έχει δίκιο και κανένας δεν έχει άδικο»: «Γεννάται εν προκειμένω το ερώτημα της αρμοδιότητας (ποιος κρίνει και με τι κριτήρια) και της αντικειμενικής δυνατότητας μιας επιστημονικής βιογραφικής έρευνας. Μπορεί να διερευνηθεί η προσωπικότητα του Αθανασίου Χρυσοχόου, ακολουθώντας επιστημονικούς κανόνες, κατά τρόπο που να θεωρηθεί ως αντικειμενική; Οι απλοϊκές προσεγγίσεις του τύπου “ήρωες”-“δωσίλογοι” είναι μεν εύπεπτες, αλλά ξένες προς την ιστορική έρευνα, η οποία προσπαθεί να κατανοήσει την κάθε εποχή και τον πολυσύνθετο χαρακτήρα της και δεν είναι αρμόδια για να μεταφέρει στο έτος 2022 τις αντιπαλότητες του έτους 1942. Υπό την οπτική της ιστοριογραφίας κανένας δεν έχει δίκιο και κανένας δεν έχει άδικο. Ολα τα ζητήματα είναι ανοιχτά» (σ. 3).
Η ονοματοδοσία οδών δεν συνιστά βέβαια αποστασιοποιημένη επιστημονική προσέγγιση, αλλά πανηγυρική απόδοση φόρου τιμής – και, από ιστοριογραφική άποψη, συμπύκνωση της εικόνας που επικρατεί σε κάθε εποχή για ανθρώπους και γεγονότα του παρελθόντος. Ο δρ Χεκίμογλου το γνωρίζει, φυσικά, και λίγο παρακάτω επικαλείται σαν αποδεικτικό στοιχείο της σχετικοποίησης που επιχειρεί τις μετεμφυλιακές εκλογικές επιλογές των εγχώριων εθνικοφρόνων: «Δεν πρέπει να λησμονείται ότι στις δημοτικές εκλογές Θεσσαλονίκης του έτους 1954 (β΄ γύρος), ο επί Κατοχής υπουργός Οικονομικών Σωτήριος Γκοτζαμάνης (1941-42), που είχε καταδικαστεί ερήμην σε θάνατο το 1945, αλλά η καταδίκη του είχε παραγραφεί το 1951, έλαβε ποσοστό 43% των ψήφων, ενώ ειδικώς στο κέντρο της Θεσσαλονίκης ξεπέρασε το 60%. Αν ο Δήμος Θεσσαλονίκης είχε τα σημερινά του όρια (χωρίς τις προσφυγικές και προσηλωμένες στην Αριστερά κοινότητες), ο Γκοτζαμάνης θα είχε εκλεγεί δήμαρχος, μόνον και μόνον διότι αντιμετώπιζε αριστερό αντίπαλο» (σ. 4). Με την ίδια λογική, θα έπρεπε φυσικά να στήσουμε αγάλματα στον Πήλιο Γούση και τον Νενέκο, αφού κι εκείνοι εξέφρασαν με τη στάση τους τη νομιμόφρονα μερίδα των τότε συμπατριωτών τους.
Σ’ αυτό το πλαίσιο, δωσιλογισμός και αντίσταση εξομοιώνονται πλήρως πολιτικά και ηθικά, με μια ευδιάκριτη συμπάθεια για τον πρώτο: «Ο Α. Χρυσοχόου εντάχθηκε ενεργά σε μία από τις αντιμαχόμενες πλευρές της κατοχικής περιόδου. Εδρασε εναντίον του ΚΚΕ, το οποίο κατηγόρησε για πατριδοκαπηλία, συνεργασία με τους Βούλγαρους και σκευωρία κατά του έθνους. Αντίστοιχα, το ΚΚΕ τον κατηγόρησε για προδοσία και συνεργασία με τους Γερμανούς. Οπως το ΚΚΕ κατά την κατοχή, έτσι και η παράταξη του Α. Χρυσοχόου ανήκουν σε μια εποχή για την οποία χωρούν ριζικά διαφορετικές ερμηνείες» (σ. 7).
Οι διακριτικές συμπάθειες επιβεβαιώνονται παρακάτω, με τη μεταχείριση που η γνωμοδότηση επιφυλάσσει στην αντικατοχική αντίσταση, γενικώς, με βασικό επιχείρημα τη «συνέχεια του κράτους» ακόμη και σε συνθήκες ξένης (και δη ναζιστικής) κατοχής:
● «Η ανάπτυξη του ανταρτικού κινήματος είχε ως συνέπεια εκατόμβες θυμάτων από τα γερμανικά αντίποινα» (σ. 8).
● «Είναι αντιφατικό από τη μία πλευρά να υπογραμμίζεται (ορθώς) η έκδοση πλαστών ταυτοτήτων από την Αστυνομία Πόλεων, η οποία έσωσε χιλιάδες διωκόμενους, και από την άλλη να ελεεινολογείται η λειτουργία της Χωροφυλακής στη διάρκεια της κατοχής και να θεωρούνται ως “εθνική αντίσταση” οι δολοφονικές επιθέσεις εναντίον χωροφυλάκων και αστυνομικών σταθμών» (σ. 17-18). Τι κι αν ο ίδιος ο Παπανδρέου, στον περίφημο λόγο του της Απελευθέρωσης, στιγμάτισε ειδικά τη Χωροφυλακή για δωσιλογισμό μιας μεγάλης μερίδας της;
● «Η πολιτική μερίδα που εφάρμοζε την στρατηγική της “νόμιμης αντίστασης” [όσοι επάνδρωσαν και στήριξαν, δηλαδή, τον κατοχικό μηχανισμό] θεωρούσε ότι ακόμη και η δράση μη κομουνιστικών ένοπλων ομάδων μπορούσε να αποβεί επιζήμια, διότι έθιγε την πολιτική της “νομιμότητας” έναντι των Γερμανών και κατά συνέπεια περιόριζε τις δυνατότητες άσκησης αντιβουλγαρικής προπαγάνδας. Για τον λόγο αυτόν, ο Α. Χρυσοχόου ήρθε σε διάσταση με την αποτελούμενη κυρίως από αξιωματικούς οργάνωση “Υπερασπισταί Βορείου Ελλάδος” (ΥΒΕ), που το 1942 μετονομάστηκε “Πανελλήνιος Απελευθερωτική Οργάνωσις” (ΠΑΟ), όταν αυτή επιχείρησε να βγάλει ένοπλες ομάδες στην ύπαιθρο» (σ. 22).
Δεν λείπει και μια πρωτόλεια ταξική ανάλυση, διά της εκτίμησης πως «ο Α. Χρυσοχόου εξέφρασε την οπτική της αστικής τάξης και της δημοσιοϋπαλληλίας του μακεδονικού χώρου απέναντι στη γερμανική κατοχή», των οποίων «άμεσες προτεραιότητες ήταν η συνέχιση της λειτουργίας του ελληνικού κράτους και η αποτροπή της απόσχισης τμημάτων της ελληνικής επικράτειας προς όφελος της Βουλγαρίας» (σ. 6-7).
Από τη Μακεδονία περνάμε κατόπιν σε όλη την επικράτεια: «Από περίπου 40 ανώτατους και 300 ανώτερους αξιωματικούς, λίγοι προσχώρησαν στις ένοπλες ομάδες. Τον Απρίλιο του 1941 υπήρχαν 4.390 εν ενεργεία μόνιμοι αξιωματικοί και περίπου 8.700 έφεδροι, οι οποίοι αποστρατεύτηκαν. Από τους 13.000 συνολικά αξιωματικούς (στην συντριπτική πλειονότητα κατώτερους), στα τέλη του 1943, περί τους 1.900 υπηρετούσαν στον ΕΛΑΣ. Περίπου 2.500 (σταδιακά) βρίσκονταν στη Μέση Ανατολή, 1.200 κατατάχθηκαν στον ΕΔΕΣ, 1.000 στα Τάγματα Ασφαλείς, 200 στην “Χ” (την οργάνωση του συνταγματάρχη Γρίβα). Οι λοιποί –6.000 περίπου, μεταξύ των οποίων οι ανώτεροι και ανώτατοι– παρέμειναν στην υπηρεσία και αποσπάστηκαν σε θέσεις του Δημόσιου Τομέα εκτελώντας τις εντολές της κυβέρνησης των Αθηνών» (σ. 13-14).
Αν οι θεσμοί του επίσημου κράτους, Τοπική Αυτοδιοίκηση και Δικαιοσύνη, πάρουν οριστικά τοις μετρητοίς μια τέτοια ανάλυση, δεν θα ’πρεπε τότε αυτό να προχωρήσει και στην ολοσχερή κατάργηση του επετειακού εορτασμού της 28ης Οκτωβρίου, σαν αναχρονιστικής συντήρησης «απλοϊκών προσεγγίσεων» και αδόκητης «μεταφοράς στο έτος 2022 των αντιπαλοτήτων του 1940-1944»;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου