Ο διεθνής τύπος από την έναρξη κιόλας του πολέμου στην Ουκρανία αναφέρεται στην απειλούμενη επιδείνωση της παγκόσμιας διατροφικής επισφάλειας ενώ τελευταία δημοσιεύματα του γαλλικού Τύπου έχουν αρχίσει να παρουσιάζουν συγκεκριμένα στοιχεία για χώρες της Αφρικής και της Μέσης Ανατολής, τις σχετικές απόψεις ειδικών, και την θέση του αγροτικού γαλλικού λόμπι. Έτσι στις 9 Μαΐου 2022 δημοσιεύτηκε στη διαδικτυακή έκδοση της Εναλλακτικής Οικονομίας (Alternatives Économiques) το παρακάτω άρθρο:
Μετάφραση-απόδοση Αντωνία Πάνου
Πέρα από τις –πολύ διαφοροποιημένες– επιπτώσεις που έχει ο πόλεμος στην Ουκρανία επάνω στις φτωχές χώρες, πάνω από όλα αποκαλύπτει τη μονιμότητα της απειλής του παγκόσμιου λιμού.
«Με τη ρωσική εισβολή, αντιμετωπίζουμε τον κίνδυνο επικείμενου λιμού σε περισσότερα μέρη σε όλο τον κόσμο», προειδοποίησε ο Michael Fakhri, ειδικός εισηγητής του ΟΗΕ για το δικαίωμα στη διατροφή. Τι άραγε μπορεί να υπονοεί; Μήπως ότι οι ελλείψεις τροφίμων συνδέονται με το γεγονός ότι η Ρωσία και η Ουκρανία έχουν γίνει, τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, οι γίγαντες των παγκόσμιων αγροτικών εξαγωγών;
Αυτές οι δύο χώρες αντιπροσώπευαν το 2018-2020 αντίστοιχα το 24% και 10% των παγκόσμιων εξαγωγών σιταριού, 14% και 13% κριθαριού, 2% και 15% καλαμποκιού, 23% και 50% ηλιελαίου. Για να μην αναφέρουμε τα λιπάσματα: η Ρωσία καλύπτει το 15% της παγκόσμιας αγοράς σε αζωτούχα λιπάσματα και το 17% σε ποτάσα.
Μάλιστα, μετά τις 24 Φεβρουαρίου, οι τιμές των σιτηρών στις διεθνείς αγορές αυξήθηκαν, κατά περίπου 20% μεταξύ Ιανουαρίου-Φεβρουαρίου και Μαρτίου. Οι σχολιαστές του άρθρου επισημαίνουν τα πολύ υψηλά ποσοστά εξάρτησης πολλών φτωχών χωρών από το ουκρανικό και το ρωσικό σιτάρι. Ο FAO (Διεθνής Οργανισμός Τροφίμων και Γεωργίας) του ΟΗΕ απαριθμεί περίπου τριάντα χώρες όπου το ποσοστό αυτό ξεπερνά το 30%. Όλες βρίσκονται στην Αφρική, τη Μέση Ανατολή ή την Κεντρική Ασία.
Στην Αίγυπτο, τον Λίβανο ή τη Μαδαγασκάρη, το 75% των προμηθειών
σιταριού εξαρτάται από τις δύο εμπόλεμες χώρες. Στην Ερυθραία το 100%.
Επαρκή αποθέματα
Είναι απαραίτητο, μπροστά σε αυτά τα στοιχεία, να κυριαρχεί η λογική. Όσον αφορά τις φυσικές ποσότητες, ο Φρανσουά Λουγκενό, ειδικός και σύμβουλος της αγοράς σιτηρών, χαρακτηρίζει την εικόνα: «Τα κύρια λιμάνια της Ουκρανίας είναι αποκλεισμένα και ναρκοθετημένα. Έμειναν στα σιλό της χώρας 6 εκατομμύρια τόνοι σταριού για εξαγωγή και 15 εκατομμύρια τόνοι καλαμποκιού, συν κριθάρι και ηλίανθος (ηλιόσποροι). Σχετικά με το σιτάρι, τα αποθέματα που λείπουν μπορούν να αντισταθμιστούν χωρίς μεγάλη δυσκολία. Η Ινδία, η οποία έχει σημαντικά αποθέματα προς διάθεση, δήλωσε ότι ήταν σε θέση να εξάγει περίπου 8-10 εκατομμύρια τόνους σταριού. Ακόμα υπάρχει πλούσια συγκομιδή στην Αυστραλία».
Πιο ανησυχητική είναι η επάρκεια αγροτικών προϊόντων για το 2022-2023. Η επόμενη συγκομιδή στην Ουκρανία θα μειωθεί μοιραία από τον πόλεμο.
Όσον αφορά τις ποσότητες καλαμποκιού, κριθαριού και ηλίανθου, αυτές προορίζονται κυρίως προς τις πλούσιες χώρες, για τη διατροφή του ευρωπαϊκού ζωϊκού κεφαλαίου ή για την παραγωγή του περιζήτητου ηλιέλαιου. Από ρωσικής πλευράς και μέχρι στιγμής, τα σχετικά φορτία εξάγονται, παρόλο που το κόστος μεταφοράς και ασφάλισης έχει εκτιναχθεί στα ύψη.
Πιο ανησυχητική, συνεχίζει ο ειδικός, είναι η επάρκεια αγροτικής παραγωγής για το 2022-2023. Η επόμενη ουκρανική σοδειά θα μειωθεί μοιραία από τον πόλεμο: « Θα είναι πιο περίπλοκη η διαχείριση εάν υπάρχει έλλειψη 15 εκατομμυρίων τόνων σιταριού και 25 εκατομμυρίων τόνων καλαμποκιού στην παγκόσμια αγορά μεταξύ των μέσων του 2022 και των μέσων του 2023».
Είναι πολύ αργά για να αυξηθούν οι καλλιέργειες σε άλλες περιοχές, καθώς έχει περάσει η περίοδος φύτευσης. Όμως, «εκτός κι αν τύχει μια μεγάλη μετεωρολογική καταστροφή, τα αποθέματα είναι επαρκή, υποθέτοντας ότι τα κράτη που τα κατέχουν, με επικεφαλής την Κίνα, θα τα διαθέσουν. Από την άλλη, οι τιμές θα είναι υψηλές» [1]
Οι χώρες εισαγωγής είναι λίγο ως πολύ εκτεθειμένες
Στη συνέχεια, είναι απαραίτητο να αναλυθεί η πραγματική έκθεση στην
επισιτιστική κρίση των χωρών εισαγωγής. Η επισήμανση των ποσοστών
εξάρτησης από το εισαγόμενο σιτάρι δεν έχει νόημα εάν δεν εξεταστεί,
αφενός τι αντιπροσωπεύει το σιτάρι στις δίαιτες αυτών των χωρών και,
αφετέρου την ικανότητα μιας χώρας να αντέξει μια αύξηση της τιμής. Ο
Nicolas Bricas, ερευνητής στο CIRAD (γαλλικός οργανισμός γεωργικής
έρευνας και διεθνούς συνεργασίας για τη βιώσιμη ανάπτυξη τροπικών και
μεσογειακών περιοχών) και κάτοχος της Παγκόσμιας Έδρας Τροφίμων της
Unesco, πραγματοποίησε αυτήν την ανάλυση για τις χώρες της Αφρικής και
της Μέσης Ανατολής.
Οι χώρες που πραγματικά είναι σε δυσμενή θέση περιλαμβάνουν την Αίγυπτο, την Τυνησία, το Μαρόκο, τον Λίβανο και την Υεμένη.
Σε 25 χώρες της υποσαχάριας Αφρικής (Καμερούν, Τσαντ, Ουγκάντα, Μοζαμβίκη κ.λπ.), το σιτάρι αντιπροσωπεύει λιγότερο από το 10% των θερμίδων που καταναλώνονται. Σε περίπου δεκαπέντε άλλα υποσαχάρια κράτη με συνολικό πληθυσμό 400 εκατομμυρίων, το σιτάρι είναι συμπληρωματική τροφή (μεταξύ 10% και 33% των θερμιδικών αναγκών) και μπορεί να αντικατασταθεί εν μέρει από τοπικά τρόφιμα (μπιζέλι, σόργο, μανιόκα, γιαμ κ.λπ.). Μεταξύ αυτών των χωρών συμπεριλαμβάνονται η Νιγηρία (200 εκατομμύρια κάτοικοι) και η Αγκόλα (33 εκατομμύρια), δύο μεγάλοι εξαγωγείς πετρελαίου που επωφελούνται πλήρως από την άνοδο των τιμών του μαύρου χρυσού και διαθέτουν τα μέσα για να αντιμετωπίσουν την κρίση στο σιτάρι.
Όσον αφορά τις πολύ εξαρτημένες χώρες (όπου το σιτάρι αντιπροσωπεύει το ένα τρίτο ή περισσότερο της καθημερινής πρόσληψης θερμίδων και όπου περισσότερο από το 50% εισάγεται), ορισμένες είναι επίσης μεγάλες χώρες παραγωγής πετρελαίου, όπως η Αλγερία ή το Ιράκ. Εκείνες που βρίσκονται σε πολύ κακή κατάσταση είναι η Αίγυπτος, η Τυνησία, το Μαρόκο, ο Λίβανος και η Υεμένη. Το δίχτυ ασφαλείας που εγκαθίσταται, για να προληφθούν οι ταραχές από την έλλειψη τροφίμων –όπως συμβαίνει στην περίπτωση της Αιγύπτου όπου το ψωμί επιδοτείται μαζικά– αυτή τη στιγμή βαραίνει πολύ τους δημόσιους προϋπολογισμούς.
«Ένας ακόμη παράγοντας»
Στις πολλές φτωχές χώρες που δεν εξαρτώνται πολύ από το ρωσικό ή ουκρανικό σιτάρι αλλά είναι πολύ ευάλωτες, οι αυξήσεις των τιμών που προκαλούνται από την τρέχουσα ουκρανική σύγκρουση (επηρεάζοντας κυρίως την αγοραστική δύναμη μέσω των τιμών της ενέργειας και λιγότερο, προς το παρόν, την τιμή των βασικών τροφίμων), επιδεινώνουν μόνο τις προϋπάρχουσες –εδώ και πολύ καιρό– δραματικές καταστάσεις. «Είναι ένα επιπλέον παράγοντας», συνοψίζει ο Jean-René Cuzon, στο τμήμα Γεωργίας του Γαλλικού Οργανισμού Ανάπτυξης επισημαίνοντας την περίπτωση της Δυτικής Αφρικής.
Ο αριθμός των ανθρώπων σε επισιτιστική κρίση στη Δυτική Αφρική υπολογίστηκε, στο τέλος του 2019, σε 9,4 εκατομμύρια. Ένα χρόνο αργότερα, είχε αυξηθεί στα 16,7 εκατομμύρια. Στη συνέχεια, στο τέλος του 2021, στα 23,7 εκατομμύρια, ενώ η πρόβλεψη για τον Ιούλιο-Αύγουστο 2022, ήταν 33,4 εκατομμύρια. Η νέα πρόβλεψη για το φετινό καλοκαίρι, με ημερομηνία τον περασμένο Μάρτιο, είναι 38,3 εκατομμύρια, εκ των οποίων τα 2,7 εκατομμύρια θα χρειάζονται επείγουσα επισιτιστική βοήθεια –στο προτελευταίο στάδιο πριν τον λιμό.
Στα επαναλαμβανόμενα καιρικά πλήγματα προστέθηκε το 2020 η κρίση του
Covid, με όλες τις συνέπειές της, συμπεριλαμβανομένων –στη φάση της
ανάκαμψης– των αυξήσεων στις τιμές των καυσίμων και άλλων εισαγόμενων
αγαθών. Παρόλα αυτά, υπογραμμίζει ο Jean-René Cuzon, από όλες αυτές τις
πηγές πείνας, το κυριότερο είναι η ένοπλη βία και η ανασφάλεια που
επικρατεί στην περιοχή.
Απειλή για επείγουσα βοήθεια
Στη Γαλλία, πολιτικοί και αγροτικοί ηγέτες πιέζουν επί του παρόντος για επανεξέταση των αγρο-οικολογικών στόχων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (τη λεγόμενη στρατηγική «από το αγρόκτημα στο πιρούνι») με το σκεπτικό ότι οι εξαγωγικές της ικανότητες για να «θρέψει τον κόσμο στον πλανήτη» πρέπει, αντίθετα, να ενισχυθούν. «Ο καλύτερος τρόπος για να μειώσουμε γρήγορα την πίεση στις τιμές των γεωργικών προϊόντων είναι να μειώσουμε την παραγωγή αγροκαυσίμων και την κατανάλωση κρέατος, καθόσον οι ζωοτροφές στις χώρες μας, είναι εκείνες που αντιπροσωπεύουν το μεγαλύτερο μέρος της ζήτησης για σιτηρά», αντιτίθεται ο Nicholas Bricas.
Η επείγουσα ανάγκη για τις φτωχές χώρες «είναι να ενισχύσουν τις τοπικές αγροτικές τους παραγωγικές ικανότητες και τους πόρους αποθήκευσης», λέει ο Jean-René Cuzon
Από την πλευρά του, ο Ζαν Ρενέ Κουζόν φοβάται ότι βραχυπρόθεσμα δεν θα είναι δυνατόν να παρασχεθεί η επείγουσα επισιτιστική βοήθεια. Από τη μια οι ανάγκες έχουν αυξηθεί. Από την άλλη πλευρά, οι τιμές του σιταριού έχουν εκτοξευθεί τόσο πολύ που χωρίς την ενίσχυση των απαιτούμενων πόρων από τα κράτη δωρητές, η βοήθεια του Παγκόσμιου Επισιτιστικού Προγράμματος και τα αποθέματα διατροφικής ασφάλειας που έχουν δημιουργηθεί για τις ευάλωτες χώρες θα εξυπηρετούν ολοένα λιγότερους ανθρώπους.
Τέλος, προσθέτει, η απαραίτητη βοήθεια προς την Ουκρανία κινδυνεύει να μεταφραστεί σε λιγότερη βοήθεια από τους Δυτικούς προς τον Νότο. Όσον αφορά μακροπρόθεσμα, είναι επείγουσα ανάγκη για τις φτωχές χώρες, εκτός από την επιστροφή της ασφάλειας, «να ενισχυθούν οι τοπικές αγροτικές παραγωγικές τους ικανότητες και τα μέσα-τρόποι αποθήκευσης των αγροτικών προϊόντων για την αντιμετώπιση κρίσεων». Και όχι η μετάβαση από την εξάρτηση από το ρωσικό ή το ουκρανικό σιτάρι στο γαλλικό σιτάρι, επισημαίνοντας τον απεχθή καιροσκοπισμό του γαλλικού αγροτικού λόμπι και των ακολούθων του.
*Η Αντωνία Πάνου είναι αρχιτέκτων - ερευνήτρια
[1] Το 2020-2021, η Ουκρανία εξήγαγε 17 εκατομμύρια τόνους σιταριού (από 190 εκατομμύρια τόνους που εξήχθησαν παγκοσμίως) και 24 εκατομμύρια τόνους καλαμποκιού (από 298 εκατομμύρια). Τα παγκόσμια αποθέματα υπολογίστηκαν σε 278 και 276 εκατομμύρια τόνους αντίστοιχα (128 και 191 για την Κίνα).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου