Ο ποταμός Έβρος
EUROKINISSI/ΑΝΤΩΝΗΣ ΛΑΜΠΡΟΥ
❞ Αναγκαστήκατε ποτέ να ξενιτευτείτε;
Εγώ, ναι.
Εκείνη την 28η μέρα του Σεπτέμβρη του 2011.
΄Ηταν έξι το πρωί όταν ξεκινήσαμε από την Κωνσταντινούπολη και γύρω στις εννιά φθάσαμε σε μια κωμόπολη κοντά στην Αδριανούπολη. Μείναμε εκεί καμιά ώρα, πίνοντας το τελευταίο μας τσάι στα πάτρια χώματα. Μετά, το αμάξι που θα μας έπαιρνε έφτασε. Όταν αγκάλιασα τον φίλο μου από τη φυλακή για τελευταία φορά, κάτι έσπασε μέσα μου…Καθώς χανόταν στο βάθος η σιλουέτα του, ήταν σαν να ξεμάκραινε κι η ίδια η χώρα μου…
Μετά από μια διαδρομή δεκαπέντε-είκοσι λεπτών, το αυτοκίνητο όπου είχαμε μπει κρυβόταν πίσω από κάτι θάμνους κι εκεί, λίγα λεπτά αργότερα, μας πλησίασε ένα βαν. Η πόρτα του βαν άνοιξε ξαφνικά και ορμήσαμε όλοι μέσα. Το ερμητικά κλειστό όχημα ήταν γεμάτο κόσμο. Ο αέρας λιγοστός και μια βαριά μυρωδιά. Βλέμματα γεμάτα περιέργεια, επιφυλακτικότητα αλλά και παραίτηση εξέταζαν εξονυχιστικά εμάς τους νεοφερμένους. Μισή ώρα αργότερα, το βαν σταμάτησε δίπλα σε κάτι θάμνους. «Αντε, άντε, κάντε γρήγορα!» Τρέξαμε και κρυφτήκαμε πίσω από τους θάμνους με τα πόδια να βυθίζονται στις λάσπες ως τους αστραγάλους. ΄Επρεπε να περιμένουμε εδώ ως το βράδυ για να μπούμε κατόπιν στο ποτάμι, τον ΄Εβρο.
΄Ημασταν δεκαπέντε άτομα. Οι περισσότεροι από τη Συρία, Αραβες και Κούρδοι. Κούρδοι του Ιράκ, ΄Αραβες και Γιαζίντι. Αφγανοί, ένας Ιρανός Αζέρος, δυο Αφρικανοί, από το Σουδάν ή την Αιθιοπία νομίζω, και μια γυναίκα από το Καζακστάν ή το Τουρκμενιστάν παντρεμένη με Κούρδο από το Ιράκ. Αυτοί είχαν και μια μικρή κόρη, τη μασκότ του καραβανιού.
Πόσο εύκολο είναι να εξιστορήσεις το πέρασμα συνόρων;
«Δεκαπέντε παράνομοι μετανάστες φύγαμε στις έξι το πρωί, φτάσαμε γύρω στις δέκα και μισή και κρυφτήκαμε στους θάμνους περιμένοντας να νυχτώσει για να μπούμε στο ποτάμι, τον Εβρο». Για σκεφτείτε όμως όλα αυτά που αφήσαμε πίσω μας…Σκεφτείτε το συναισθηματικό φορτίο που κουβαλούσαμε, μαζί με λιγοστά αντικείμενα, στις αποσκευές μας. Το να αφήνεις τη χώρα σου είναι πολύ βαρύ, αγαπητοί αναγνώστες. Βαρύ τόσο που, για να διαχειριστείς την εσωτερική φωτιά σου, τολμάς να γράψεις ακόμα κι ένα μυθιστόρημα, μολονότι δεν έχεις καμιά εμπειρία. Όπως έκανα εγώ, γράφοντας το «Mekansiz»1 , στο οποίο αφηγήθηκα την τελευταία μέρα που πέρασαν στη χώρα τους δυο εξόριστοι, ένας άντρας και μια γυναίκα. Δυο εξόριστοι που μιλούν για τo τι τους ενέπνευσαν και τι τους θύμισαν οι τόποι που συνάντησαν στο ταξίδι τους ως τα σύνορα. Ένα ταξίδι που στην πραγματικότητα ήταν και για τους δυο τους ένα εσωτερικό ταξίδι, ένα ταξίδι εντός τους.
Τι είδους ιστορίες να είναι άραγε αυτές των δεκαπέντε ανθρώπων που κρυμμένοι πίσω από τους θάμνους περίμεναν να βασιλέψει ο ήλιος; Τι άφηναν πίσω τους; Τί τους περιμένει από εδώ και πέρα;
Φαίνεται πως αυτή η ομάδα μοιραζόταν μια μοίρα κοινή. Το μικρό κορίτσι με αυτό το ιδιαίτερο αισθητήριο που χαρακτηρίζει τα παιδιά, προσαρμόστηκε αμέσως στις ασυνήθιστες συνθήκες. Έπαιζε σιωπηλά. Μας αγνοούσε σε ένα βαθμό, αλλά έπαιζε και με όλους μας κι έκανε αστεία. Το μικρό κορίτσι έγινε το κέντρο της προσοχής μας. Σαν να ήταν το συνδετικό στοιχείο και η ψυχή της ομάδας. Σαν να ήταν η προσωποποίηση της ελπίδας μας και η ενσάρκωση του κοινού μας πεπρωμένου.
Γύρω στις έξι το απόγευμα έπεσε το σκοτάδι. «Άντε, άντε, γρήγορα!» άρχισε να φωνάζει θυμωμένα ο νεαρός διακινητής από τη Θράκη, καθώς φρέναρε απότομα για να στριμώξει στα μπροστινά και τα πίσω καθίσματα του οχήματος «επιβάτες» και αποσκευές. ΄Ημασταν δεκαοκτώ τώρα. Ανάμεσα μας οι δυο διακινητές κι ο οδηγός. Δεν χωράμε με τίποτε. Ο οδηγός ξαπλώνει πέντε-έξι νεαρούς μπρούμυτα στην καρότσα και τραβάει τον μουσαμά. Γίναμε εκεί μέσα ένας γόρδιος δεσμός και μπράβο σ’ όποιον κατάφερνε να τον λύσει.
Ο οδηγός έτρεχε με τόση ταχύτητα στους κακοτράχαλους χωματόδρομους που χτυπιούνταν μεταξύ τους οι αγκώνες και τα κεφάλια μας, έτσι που πληγώναμε ο ένας τον άλλον. Όσο γι’ αυτούς που ήταν ξαπλωμένοι μπρούμυτα στη σκεπασμένη καρότσα μη ρωτάτε καν πώς ήταν…Καθώς οδηγούσε με τρελή ταχύτητα κάθετα προς το ποτάμι, διακρίναμε καθαρά τη σκόνη που άφηνε πίσω του το βαν της Χωροφυλακής, που ερχόταν από τον παράλληλο με το ποτάμι δρόμο. Μ’ ένα απότομο φρενάρισμα, που κόντεψε να μας σκοτώσει, ο οδηγός σταμάτησε το φορτηγό κοντά στους θάμνους. Το μικρό κορίτσι έβαλε τα κλάματα τώρα, για πρώτη φορά απ’ όταν ξεκινήσαμε το ταξίδι…Κανείς μας δεν αντέχει. Ανοίξαμε τις πόρτες και βγήκαμε για να κρυφτούμε μέσα στους θάμνους. Ο διακινητής που μας παρέλαβε από την κωμόπολη της Αδριανούπολης το πρωί μας είχε προειδοποιήσει: «αδέρφια, σας ικετεύω να μη βγάλετε άχνα στα τουρκικά μέχρι να περάσετε στην άλλη μεριά, για να μην καείτε εσείς και κάψετε κι εμένα». Κάθομαι αμίλητος πνίγοντας τον θυμό μου. Το γιατί μας προειδοποίησε είναι σαφές: για τη μεταφορά των μεταναστών μπορεί και να τη γλύτωνε, αλλά για τη δική μας περίπτωση, δηλαδή την περίπτωση καταζητούμενων κομμουνιστών, το μπέρδεμα ήταν μεγάλο…Η διακίνηση ανθρώπων έχει διάφορες φάσεις και οι εμπλεκόμενοι στη μια δεν εμπιστεύονται τους εμπλεκόμενους στην άλλη. Αυτός γνωρίζει πολύ καλά πως εμείς είμαστε πολιτικοί φυγάδες και όχι μετανάστες, αλλά δεν εμπιστευόταν αυτόν που θα μας άφηνε δίπλα στο ποτάμι. Εκείνος μπορούσε να μας παρατήσει δίχως έλεος στην άκρη του δρόμου ή να μας παραδώσει στη χωροφυλακή. Γεγονός που θα τον ωφελούσε καθώς στην επόμενη διακίνηση θα έκαναν, με κάποιον τρόπο, τα στραβά μάτια… Μετά τον Σαμπαχατίν Αλί , η μοίρα των κομμουνιστών σε αυτά τα σύνορα είναι γνωστή. 2
Αυτό το «σενάριο» -ο κίνδυνος δηλαδή να βρεθούμε μπροστά στον χωροφύλακα- επαναλήφθηκε για άλλη μια φορά. Τελικά, το φορτηγό έφτασε στην άκρη του ποταμού με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Όταν φτάσαμε στην όχθη, οι δυο διακινητές που ταξίδευαν μαζί μας άρχισαν να φουσκώνουν τις δυο πλαστικές βάρκες που έβγαλαν από τα σακίδια τους. Βοηθήσαμε στο φούσκωμα όλοι με τη σειρά κι έτσι βρεθήκαμε παστωμένοι μέσα στις δυο βάρκες, στο ποτάμι. Ήμασταν τώρα δεκαεπτά άτομα συνολικά, μεταξύ των οποίων και οι δυο διακινητές. ΄Επιασα ένα από τα κουπιά κι άρχισα να κωπηλατώ με μανία προς την ακτή που έδειχνε ο διακινητής. Δεν χρειάστηκε πολλή ώρα. Σε δέκα-δεκαπέντε λεπτά ήμασταν στην Ελλάδα και η πατρίδα ήταν πια στην απέναντι πλευρά.
Όταν περάσαμε το ανάχωμα δίπλα στο ποτάμι, προλάβαμε να δούμε άλλη μια ομάδα να περιμένει εκεί. Κάπου δεκαπέντε άτομα ήταν αυτοί και έμοιαζαν με Κινέζους. Μπορεί φυσικά και να μην ήταν. Το βέβαιο είναι πως εγώ απλώς τους κατέγραψα έτσι στη μνήμη μου επειδή ήταν σχιστομάτηδες, μικρόσωμοι και χαμογελούσαν σαν γυμνασιόπαιδα. Αυτοί μας υποδέχτηκαν όλο χαμόγελα. Από ανακούφιση μάλλον που είχαν περάσει ένα ακόμα σύνορο.
Μίλησα στον νεαρό διακινητή για πρώτη φορά. «Νόμιζα ότι είσαι μουγγός» μου είπε με τα λίγα τουρκικά του. ΄Ηταν ένας πανέξυπνος νεαρός από το Νότιο Κουρδιστάν (το Κουρδιστάν του Ιράκ). Ευτυχώς και η Σεχνάζ μπορούσε να μιλήσει λίγα κουρδικά κι έτσι καταφέραμε να κάπως να συνεννοηθούμε. Μισή ώρα αργότερα μας ζήτησε να ξαναμπούμε στις βάρκες. «Γιατί;» τον ρωτάω. «Αδερφέ, πρέπει να είμαστε στην εθνική οδό στις έξι το χάραμα και με τόσους γέρους και παιδιά δεν μπορούμε να πάμε με τα πόδια». Θα πάμε γρήγορα ακολουθώντας τη ροή του ποταμού κι ύστερα θα περπατήσουμε λιγάκι. Την περασμένη εβδομάδα, γράφτηκε στις εφημερίδες ότι ένας νεαρός Αφγανός σκοτώθηκε στο ποτάμι από πυρά της Frontex. Δεν μπορούσε να γίνει τίποτε άλλο. ΄Επρεπε να μείνουμε να παρασυρθούμε από το ρεύμα του ποταμού.
Δεν χρειαζόταν καν να κωπηλατήσουμε αφού το ποτάμι μας πήγαινε στον προορισμό μας. Ο κατακόκκινος ήλιος καθρεφτιζόταν στα νερά του ποταμού καθώς βασίλευε. Κανείς δεν μιλούσε. Μια τέλεια γαλήνη έπεφτε στο σούρουπο καθώς εμείς ακολουθούσαμε τα νερά του ποταμού για μιάμιση ολόκληρη ώρα. Οι τέσσερις βάρκες πλησίασαν τις τουρκικές ακτές συνοδεία των Κινέζων. ΄Ημασταν πάλι πίσω! «Μα τί κάνεις;» ρωτάω το αγόρι. «Θα έρθει ένας φίλος» μου λέει. Λίγη ώρα αργότερα ένας άντρας ξεπετάχτηκε από τους θάμνους και είπανε κάτι οι δυο τους. ΄Ημασταν πάλι στον δρόμο και δέκα λεπτά αργότερα ξανά απέναντι. «Δεν φοβάσαι μη σε πιάσουν;» ρωτάω το αγόρι. «Δεν είναι η Τουρκία το πρόβλημα, αδερφέ», μου λέει. « Η Ελλάδα είναι το πρόβλημα, η ελληνική όχθη» … Έγινε κατανοητός.
Αφού ξεκουραστήκαμε λιγάκι, πήραμε ξανά τον δρόμο. Πρώτοι οι Κινέζοι και δέκα-δεκαπέντε λεπτά αργότερα εμείς. Ανεβήκαμε ένα απότομο βουνό στα σκοτεινά. Κάποιοι πέφτανε, κάποιοι σηκώνονταν, κι εμένα το σακίδιο μου βάραινε στην πλάτη μου. (Αν δεν απαλλασσόμασταν από κάποιο φορτίο, ο διακινητής απειλούσε εμένα και τη Σεχνάζ πως θα μας γύριζε στο φορτηγό. «Ναι τσάντα..όχι τσάντα», είπε σε σπαστά τουρκικά κι εμείς πετάξαμε αρκετά πράγματα για να τα χωρέσουμε σε μια τσάντα). Το ενδιαφέρον όλων μας περιστρεφόταν κυρίως γύρω από το παιδί και τη μητέρα του. Στη διάρκεια μιας ανάπαυλας η γυναίκα έδειξε ένα πλαστικό μπουκάλι που κρατούσε στο χέρι της η Σεχνάζ και μετά το παιδί που κρατούσε σφιχτά στην αγκαλιά της. Η μικρή είχε αφυδατωθεί. Η Σεχνάζ της έδωσε αμέσως το μπουκάλι και το καημένο το παιδί ήπιε με βαθιές ρουφηξιές. Η γυναίκα μας έδωσε πίσω το ελάχιστο νερό που είχε απομείνει στο μπουκάλι, μα εμείς δεν το πήραμε.
Επιτέλους η ανάβαση τελείωσε. Σκοντάφτοντας στο σκοτάδι αρχίσαμε την κατάβαση. Λίγο πριν φτάσουμε σε ίσωμα, άνοιξαν μπροστά μας οι πύλες της Αποκάλυψης! Σειρήνες, προβολείς, μπλε και κόκκινα νέον που πέφτουν καταπάνω μας. Οι Κινέζοι που προπορεύονταν έπεσαν σε ενέδρα κι εμείς από πίσω κάνοντας επιτόπου στροφή αρχίσαμε να τρέχουμε προς το βουνό.
Μου κόπηκε η ανάσα. Πότε θα τελείωνε επιτέλους αυτή η τρεχάλα; Για έναν πενηντάρη άντρα με τον ένα πνεύμονα χαλασμένο δεν μπορείς να πεις πως μια τέτοια τρεχάλα στον ανήφορο είναι «άθλημα κατάλληλο για την ηλικία του»… Άρπαξα από το μπράτσο τον διακινητή που είχε βρεθεί δίπλα μου, δεν ξέρω πώς. «Ας σταματήσουμε» του είπα. «Δεν μας πρόσεξαν εμάς! Ακόμα όμως κι αν μας είδαν, είμαστε ήδη πολύ μακριά. Δεν μπορούν να μας βρουν μέσα στα μαύρα σκοτάδια». Φοβόταν πολύ. Καμιά σχέση με το πώς ήταν πριν, στην Τουρκία. Δεν είχε καμιά διάθεση να με ακούσει. Ανηφορίσαμε λίγο ακόμη. Η ομάδα είχε διαλυθεί. Προσπαθήσαμε να ξαναμαζευτούμε φωνάζοντας διακριτικά. Ο διακινητής απομακρύνθηκε λέγοντας: « Περιμένετε εδώ. Θα έρθω σε λίγο». Το μπλουζάκι μου ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα. Το έβγαλα, το έστυψα και το ξαναφόρεσα. Καθώς περιμέναμε στον παγωμένο αέρα, ο ιδρώτας μου έγινε πιο κρύος και η ώρα δεν περνούσε με τίποτε. Προς το πρωί, το κρύο άρχισε να εισχωρεί στα κόκαλα μου κι άρχισα να τρέμω ανεξέλεγκτα. Η υποθερμία δεν ήταν μακριά. Κολλημένος στην πλαγιά του βουνού, μια που αν σηκωνόμουν και κινιόμουν θα αποκαλυπτόταν η τοποθεσία μας …Η Σεχνάζ ήρθε και μ’ αγκάλιασε. Αφγανοί, ΄Αραβες, Κούρδοι, Αζέροι, Αφρικανοί, Γιαζίντι…Ολοι προσπαθούσαν να αποφύγουν την παγωνιά της νύχτας αγκαλιάζοντας ο ένας τον άλλον.
Επιτέλους ήρθε ο διακινητής και βγήκαμε ξανά στο δρόμο. Κόντευε να ξημερώσει πια όταν είδαμε τον αυτοκινητόδρομο. Ο διακινητής μας είπε ότι θα μπαίναμε αργότερα σε αυτοκίνητα χωρισμένοι σε τρεις ομάδες των πέντε-έξι ατόμων με κατεύθυνση την Αθήνα. Εμείς, της πρώτης ομάδας των έξι ορμήσαμε στην άκρη του αυτοκινητόδρομου και περιμέναμε. Περνούσαν κάποια αμάξια μα για μας δεν εμφανίστηκε κανείς. Μισή ώρα αργότερα πήγα στον διακινητή και τον ρώτησα τι συμβαίνει. « Δεν μπορούμε να βρεθούμε» μου λέει. Φαίνεται πως οι διακινητές δεν μπορούσαν να συνεννοηθούν για τον εντοπισμό μας. Το μάτι μου έπεσε σ΄ένα μισογεμισμένο πεντόλιρο μπιτόνι νερού που κρατούσε στα χέρια του ο διακινητής. « Βάλ’το στο πλάι του δρόμου και πες τους να σταματήσουν δίπλα του» του είπα. Του άρεσε η πρόταση μου. Τόσο που σχεδόν μ’ αγκάλιασε… Δέκα λεπτά αργότερα ένα αμάξι σταμάτησε μπροστά στο μπιτόνι. «Τραβάτε, γρήγορα!» μας φώναξε ο διακινητής, που την τελευταία στιγμή με άρπαξε από το χέρι και μου είπε « Αδερφέ, μέχρι να φτάσετε στην Αθήνα μη μιλάς καθόλου τουρκικά! Άντε, στην ευχή του Θεού». Ένευσα καταφατικά το κεφάλι και όρμησα στο αμάξι. Το πόσο χρήσιμη ήταν η προειδοποίηση του διακινητή θα το συνειδητοποιούσα λίγο αργότερα. Ο αυτοκινητόδρομος ήταν σχεδόν έρημος καθώς ελάχιστα αυτοκίνητα τον διέσχιζαν. Ο οδηγός άνοιξε την πίσω πόρτα, αφαίρεσε την πλάτη του καθίσματος και το κατέβασε για να χώσει μέσα στο πορτμπαγκάζ γρήγορα-γρήγορα δυο νεαρούς. Έναν ΄Αραβα κι έναν Κούρδο, 17-18 χρονών. Εμάς μας ζήτησε να ξανασηκώσουμε το πίσω κάθισμα και να μπούμε στο αμάξι. Η Σεχνάζ κάθισε μπροστά, εμείς, τρία άτομα, στο πίσω κάθισμα και τα δυο αγόρια στο πορτμπαγκάζ. Όλα έγιναν μέσα σε δευτερόλεπτα.
Επιτέλους ξεκινήσαμε. Είχε αρχίσει να ξημερώνει πια και οι ελληνικοί κάμποι λούζονταν στο φως.
Ακουμπήσαμε πίσω τα κεφάλια μας κι αρχίσαμε να χαλαρώνουμε, όταν κεραυνοβοληθήκαμε από τη μουσική που έβαλε ο οδηγός στη διαπασών. Ένα σκυλάδικο τραγούδι. «Bas bas paraları Leyla’ya bi daha mı gelicez dünyayaaa» («Βάλε τα λεφτά στη Λεϊλά, και θα έρθουμε ξανά στον ντουνιαά»). «Κλείσ’το ρε» φώναξα σχεδόν αντανακλαστικά. «Αδερφέ, Τούρκος είσαι;» με ρώτησε. « Ναι, κλείσ’ το. Δεν μπορούμε να τ’ αντέξουμε αυτό τώρα». Αυτή ήταν η πρώτη μας σύγκρουση, καθώς η ένταση άρχισε να αυξάνεται στην πορεία. Μιλούσε συνέχεια για το πόσα ταξίδια έχει κάνει, τι έχει περάσει, και πως δεν θα το άντεχε όλο αυτό χωρίς μουσική. Έπινε όλη την ώρα, ως και οκτώ-δέκα ενεργειακά ποτά. Ακόμα και τώρα σιχαίνομαι τη μυρωδιά αυτού του ποτού και απορώ που δεν έσπασαν τότε οι φλέβες του… Ο οδηγός ήταν Βούλγαρος Ρομά που μιλούσε ασταμάτητα στα βουλγάρικα στο τηλέφωνο επαναλαμβάνοντας διαρκώς «ντα, ντα».
Ο καιρός άρχισε να ζεσταίνει και στην αρχή ένιωσα καλά μετά την παγωνιά της νύχτας, αλλά πολύ σύντομα η ζέστη άρχισε να γίνεται αφόρητη. Τα παιδιά στο πορτμπαγκάζ άρχισαν να χτυπούν με τις γροθιές τους το πίσω κάθισμα και να φωνάζουν. Τους τέλειωνε ο αέρας! Τραβώντας την πλάτη του καθίσματός μας άπλωσα το χέρι μου προς το μέρος τους κι εκείνοι το άρπαξαν σφιχτά. «Σταμάτα στην άκρη του δρόμου, θα πεθάνουν τα παιδιά» φώναξα στον οδηγό. «Δεν παθαίνουν τίποτα» μου λέει εκείνος. Συνειδητοποίησα ότι αν κρατούσα την πλάτη του καθίσματος μισογερμένη, τα παιδιά θα μπορούσαν να αναπνέουν, οπότε σταμάτησα να φωνάζω στον οδηγό. Αρκούσε ο αέρας που πέρναγε μέσα, επειδή κρατούσα μπροστά το κάθισμα μέχρι που φτάσαμε στην Αθήνα. Δυο ζωές, αυτά τα δύο παιδιά στο πορτμπαγκάζ, μου κρατούσαν σφιχτά το χέρι, πίεζαν επάνω του τα μάγουλα τους και κάποιες φορές προσπάθησαν να το φιλήσουν. ΄Ενιωσα άσχημα. Ελευθέρωσα το χέρι μου εμποδίζοντας τους, κι ύστερα άρχισα να τους χαϊδεύω τα κεφάλια και τα μάγουλα. Σ’ αυτή την κατάσταση ταξιδέψαμε για ώρες ώσπου φτάσαμε στην Αθήνα.
Ο οδηγός μου φώναζε συνέχεια να τραβήξω το χέρι μου από κει γιατί θα μας έπιαναν εξαιτίας μου. «Α …τίρ»3, είπα. ΄Ολο το ταξίδι ήταν ένας πόλεμος νεύρων. Κάποια στιγμή είπε: «μάζεψε δέκα ευρώ από τον καθένα γιατί πρέπει να βάλω βενζίνη». «Όλοι κοιμούνται», του είπα, «θα τα δώσω εγώ και θα μου τα δώσεις πίσω όταν φτάσουμε». «Εντάξει», είπε, «δώσε μου 70 ευρώ». Του τα έδωσα.
Φτάσαμε τελικά στην Αθήνα γύρω στις έξι το απόγευμα. ΄Ημασταν στο δρόμο για τριάντα έξι ολόκληρες ώρες άυπνοι – ελάχιστα είχαμε κοιμηθεί το βράδυ πριν το φευγιό μας- αλλά και χωρίς φαγητό και νερό μια που το λίγο νερό που είχαμε το είχαμε δώσει για το μικρό παιδί.
Το αυτοκίνητο σταμάτησε σ’ έναν ήσυχο δρόμο. Αφήνοντας τα χέρια των παιδιών τους είπα στα τουρκικά πως φτάσαμε, και για να βεβαιωθούμε ότι το κατάλαβαν είπα στη Σεχνάζ να τους το πει στα κουρδικά. Ηρέμησαν. Μας ζήτησαν να μπούμε γρήγορα- γρήγορα σε μια πολυκατοικία. «Δεν θα μπω χωρίς τα παιδιά» είπα. Το κάθισμα άνοιξε προς τα μέσα και τα παιδιά βγήκαν με τρομερή δυσκολία. Από το πολύωρο τσουβάλιασμά τους στο πορτμπαγκάζ δεν μπορούσαν καν να περπατήσουν. Βάδιζαν μουσκεμένα στον ιδρώτα και τρέμοντας σα νεογέννητα πουλάρια. Πιάσαμε τα χέρια τους. Με αγκάλιασαν από το λαιμό κι άρχισαν να κλαίνε βουβά…
Χωθήκαμε όλοι σ’ ένα υπόγειο μικροσκοπικό διαμέρισμα όπου ήδη συνωστίζονταν εκείνοι που είχαν έρθει πριν από μας, και ενεργοποιήσαμε τα τηλέφωνα για να ολοκληρωθεί η διαδικασία γιατί το σύστημα έχει τον δικό του τρόπο λειτουργίας. Δίνεις τα μισά χρήματα όταν φεύγεις από την Τουρκία και τα άλλα μισά τα αφήνεις σε κάποιον τρίτο που εμπιστεύονται και τα δύο μέρη: διακινητής και μετακινούμενος . Όταν φτάνεις, τηλεφωνείς σ’ αυτό το τρίτο άτομο, τον διαχειριστή, λέγοντας «έφτασα στη θέση μου. Μπορείς να δώσεις τα χρήματα» και με τον τρόπο αυτό δίνονται τα υπόλοιπα μισά χρήματα στους διακινητές στην Κωνσταντινούπολη. Εγώ καθυστέρησα το τηλεφώνημα στην Κωνσταντινούπολη. Πρώτα τηλεφώνησα στον παλιό μου φίλο από τη φυλακή που βρισκόταν στην Αθήνα και του έδωσα να μιλήσει με τον διακινητή για να επιβεβαιώσει την ώρα και τον τόπο της συνάντησης. Είπα στον διακινητή ότι θα τηλεφωνούσα στην Κωνσταντινούπολη αφού πρώτα βρεθώ με τον φίλο μου.
Επρεπε τώρα να πω αντίο στους «συνοδοιπόρους». Το οδυνηρό ταξίδι των 36 ωρών μας είχε φέρει κοντά σαν να μιλούσαμε την ίδια γλώσσα. Το μικρό κορίτσι, η μάνα του, τα νέα αμούστακα παιδιά στο πορτμπαγκάζ. Η κοινή μας γλώσσα – κι ας ήταν στην πραγματικότητα όλες διαφορετικές οι γλώσσες μας - ήταν η γλώσσα των δακρύων, της παγωνιάς, της αγκαλιάς, της θέλησης για ζωή μέσα από το ανάσεμα του αέρα που ερχόταν από ένα ελάχιστο άνοιγμα στο κάθισμα χάρις σε ένα χέρι που το κρατούσε γερμένο. Αποχαιρετιστήκαμε αγκαλιασμένοι.
΄Οσο μείναμε σ’ αυτό το διαμέρισμα ζητούσα από τον διακινητή να μου επιστρέψει τα 70 ευρώ που είχα δώσει για βενζίνη. Κατάλαβα ότι οι διακινητές ήταν πάντοτε απρόθυμοι να τηρήσουν συμφωνίες. Μην το πάρετε στραβά πως τους βλέπω σαν «απατεώνες και γύφτους». Οι διακινητές δεν έχουν ούτε εθνικότητα, ούτε θρησκεία. Στην πραγματικότητα πρόκειται για δίκτυα διαφόρων εθνικοτήτων και θρησκειών, μια Διεθνής θα λέγαμε διακινητών των συνόρων. Στους δρόμους που απλώνονται από την Κωνσταντινούπολη ως την Αθήνα, εμείς περάσαμε από τα χέρια τεσσάρων διαφορετικών αλλά πάντοτε δικτυωμένων και σαφώς αλληλοσυνδεόμενων ομάδων-επιπέδων διακινητών: Τούρκοι από την Κωνσταντινούπολη και τη Θράκη στη διαδρομή από την Κωνσταντινούπολη μέχρι τον Εβρο, Κούρδοι στο πέρασμα από το ποτάμι στον αυτοκινητόδρομο, ένας Ρομά από τη Βουλγαρία στη διαδρομή από τον αυτοκινητόδρομο ως την Αθήνα, ΄Ελληνες όταν φτάσαμε στο υπόγειο σπίτι στην Ελλάδα. Όλα αυτά τα διαφορετικά στοιχεία του δικτύου των διακινητών μοιράζονται τόσο τα χρήματα όσο και τις απάνθρωπες συμπεριφορές.
΄Εφτασε
τελικά η στιγμή που επιτέλους αγκάλιασα τον φίλο μου από τη φυλακή που
είχα να τον δω χρόνια και χρόνια, και ο Βούλγαρος Ρομά πήγε να την
κοπανήσει. « Πού πας;» του λέω. «Φέρε τα 70 ευρώ!» Όχι για άλλο λόγο,
όσο για την πληγωμένη περηφάνια μου.
«Τί 70 ευρώ;» μου απαντά
εκείνος. «Στάσου!» του είπα αρπάζοντάς τον από το μπράτσο και παίρνοντάς
του το κινητό. Άρχισε να παρακαλάει.
«Αδερφέ, δεν έχω λεφτά, δώσε μου μια διεύθυνση και θα σ’τα φέρω αύριο. Να με κάψει το Κοράνι αν δεν το κάνω» «Εντάξει» του είπα. « Ας βρεθούμε εδώ αύριο το βράδυ τέτοια ώρα. Θα φέρεις τα χρήματα και θα πάρεις το τηλέφωνο».
΄Εφυγε βογκώντας. Τη νύχτα χτύπησε το κινητό του. ΄Ηταν ο διακινητής που μας είχε πάει από την κωμόπολη κοντά στην Αδριανούπολη ως το ποτάμι. Ένας κρίκος της αλυσίδας με κύρος, προφανώς. «Αδερφέ, τι έκανες;», μου λέει. «΄Ολοι στο δίκτυο είναι στα κάγκελα! Εγώ θα δώσω τα λεφτά στους φίλους εδώ, θα δώσω κι άλλα, δώσε πίσω το τηλέφωνο. Όλες οι πληροφορίες είναι εκεί, δώσε το τηλέφωνο». «Όχι, δεν θα τα δώσεις εσύ!» του λέω. «Να έρθει εδώ αυτός ο σκύλος να μου δώσει τα λεφτά κοιτάζοντάς με στα μάτια!». «Μας ξέρετε πολύ καλά», λέω, εννοώντας την πολιτική μας ταυτότητα, «δεν είναι τα λεφτά το θέμα. Δεν πάω στην αστυνομία, αλλά δεν θα επιτρέψω σ’ αυτά τα σκυλιά να ποδοπατήσουν την περηφάνια μου». «Εντάξει, αδερφέ» μου λέει και το κλείνει.
Πήγαμε στο ίδιο μέρος το επόμενο βράδυ παρέα μ’ ένα φίλο που γνώριζε την περιοχή. Δεν εμφανίστηκε ψυχή! Φαίνεται πως όντας βέβαιοι πως δεν θα πάμε στην αστυνομία, αποφάσισαν να θυσιάσουν το κινητό… Για να μην εμφανιστούν, φαντάσου τι ιδέα είχαν για την πρόκληση που αποτελούμε και το τι δυνάμεις θεωρούσαν πως βρίσκονται πίσω μας… Ωστόσο εμείς, δυο άτομα, πήγαμε δυο φορές στο ραντεβού, χωρίς να κουβαλάμε τίποτα πάνω μας, εντελώς ακάλυπτοι… Τελικά χάρισα στον Μπουρχάν ένα ωραίο δίκαρτο κινητό που λίγο καιρό μετά το άρπαξαν Αλβανοί πορτοφολάδες στο μετρό.
Δεν ξέρω αν λειτουργήσαμε συνετά. Θα μπορούσαν να μας είχαν κάνει κόσκινο από τις σφαίρες και να μας είχαν πετάξει σε καμιά γωνία…Γι’ αυτούς εξάλλου η ανθρώπινη ζωή είναι σαφώς λιγότερο πολύτιμη από το ενεργειακό ποτό που πίνανε. Πόσα νέα παιδιά άραγε έχουν πεθάνει από ασφυξία στα πορτμπαγκάζ και ύστερα έχουν πεταχτεί στους σκουπιδότοπους της Αθήνας…
Αυτή είναι όμως η αξιακή τους κλίμακα.
Αλλά οι λογαριασμοί όσων «περνούν τα σύνορα» δεν γίνονται με βάση τη ζυγαριά του «ορθού λόγου». Οι λαθρέμποροι είναι μικρές ύαινες. Οι πραγματικές ύαινες όμως είναι τα κράτη που εξαναγκάζουν εκατομμύρια ανθρώπων, των οποίων τις εστίες έχουν τα ίδια καταστρέψει, να «περάσουν τα σύνορα τους». Τα κράτη και οι βαρόνοι του κεφαλαίου.
Λέει ο Μπ. Μπρεχτ : «Τι είναι η ληστεία μιας τράπεζας μπροστά στην ίδρυση μιας τράπεζας;». Σ’ αυτή τη φράση εμείς μπορούμε να προσθέσουμε: «τι είναι τα μικρά δίκτυα των διακινητών μπροστά στα κρατικά δίκτυα;».
Είναι σαφές ότι οι κοινωνίες εξαναγκάστηκαν να προχωρήσουν σ΄αυτές τις μεγάλες αποδράσεις, σ’ αυτές τις «μεταναστευτικές ροές» πέρα από τα σύνορα. Το βέβαιο είναι πως οι τελευταίοι που φέρουν ευθύνη γι’ αυτή την αναστάτωση είναι εκείνα τα νεαρά παιδιά στο πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου και χιλιάδες άλλα όμοιά τους. Αφήστε τα παιδιά! Πιάστε τους ιμπεριαλιστές, τους εμπόρους όπλων και πετρελαίου, τα μικρά και μεγάλα «σεβάσμια» κράτη που έχουν μεταμορφωθεί σε ύαινες.
Από αυτό το σημείο και πέρα, ετούτη εδώ η αφήγηση περί «συνόρων» δεν σηκώνει πολιτική ανάλυση.
Το μόνο που επιδιώκει είναι να σας κάνει να σκεφτείτε.
΄Η μάλλον να σας κάνει να νιώσετε. Αν μπορείτε να νιώσετε…
22 Ιουλίου 2021
*Ναμπί Κιμράν (Nabi Kimran)- Πολιτικός πρόσφυγας από την Τουρκία. Το κείμενο είχε δημοσιευτεί στην τουρκική ηλεκτρονική εφημερίδα Duvar, στις 23/7/21, και μετά μεταφράστηκε στα γαλλικά και στα αγγλικά σε σελίδες του διαδικτύου.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. «Ανέστιος» -εκδόθηκε στα τουρκικά από τις εκδόσεις Kalkedon
2. Πρόκειται για τον Τούρκο κομμουνιστή συγγραφέα (το πιο γνωστό του βιβλίο, που έχουμε και στα ελληνικά, είναι η «Μαντόνα με το γούνινο παλτό»), ο οποίος σκοτώθηκε προσπαθώντας να περάσει τα τουρκοβουλγαρικά συνορα το 1948. Ο θάνατός του οφείλεται κατά πάσα πιθανότητα σε συνεργασία των διακινητών με το τουρκικό κράτος.
3. Σύντμηση του «άι σιχτίρ», σαν να λέει «α…μήσου»
**Τη μετάφραση του κειμένου έκαναν οι Κιαμίλ Γιλντίζ, Αρετή Καλεσάκη και Χρυσούλα Μητσοπούλου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου