Γράφει ο Θέμης Τζήμας
Δεν θα μείνουμε στα προφανή: ότι το επιτελικό κράτος σκόρπισε, ότι δεν μπορούσαν ούτε νερά στην Αττική οδό να μοιράσουν παρά μόνο αφού πέρασαν 8 ώρες, ότι δεν έκλεισε μόνο η Αττική οδός αλλά όλοι οι δρόμοι, όλοι οι σιδηρόδρομοι, όλα τα αεροδρόμια, όπου χιόνισε, ότι για ώρες δεν υπήρχε η παραμικρή παρουσία του κράτους και ότι τελικά, με τα χίλια ζόρια, διετάχθησαν να κινηθούν κάποιες λίγες μονάδες του στρατού. Δεν θα πούμε ότι απέτυχε –ξανά – η κυβέρνηση, η περιφερειακή και τοπική αυτοδιοίκηση και φυσικά ο ιδιωτικός τομέας, ο οποίος μας απομυζά κάθε μέρα, όπου μπορεί.
Δεν θα σταθούμε στο ότι μιλάμε για την ίδια κυβέρνηση, η οποία κατά τα λοιπά είναι ικανή μόνο να χαριεντίζεται, μοιράζοντας λεφτά σε κάθε πιθανό και απίθανο εκδότη, καναλάρχη, «δημοσιογράφο» – μερικοί εκ των οποίων ασκούνταν και σε ιδιαιτέρως αρχαία επαγγέλματα μάλιστα, για να το πούμε ευγενικά – προκειμένου να αγοράζει «ειδήσεις» και ρεπορτάζ.
Θα σταθούμε σε κάτι πιο δομικό: η παρούσα κυβέρνηση είναι μία ακόμα από αυτές που έχουν αναγάγει τις ιδιωτικοποιήσεις της δημόσιας περιουσίας σε δόγμα. Ακολουθώντας μια παράδοση η οποία ξεκινά από το ΠΑΣΟΚ του Σημίτη και η οποία ακολούθως επιταχύνθηκε – δεδομένου ότι λαϊκές αντιστάσεις κάμφθηκαν – όλες οι κατοπινές κυβερνήσεις, ιδίως δε εν μέσω μνημονίων, συνδιαμόρφωσαν από κοινού με τα εξαγορασμένα ΜΜΕ μια απλοϊκή, μανιχαϊστική κατασκευή: το κράτος υπάρχει για να καταστέλλει, να εισπράττει φόρους, να μοιράζει επιδόματα και για την εθνική άμυνα.
Όλα τα υπόλοιπα πρέπει να μεταφερθούν στους ιδιώτες – ή σε επιχειρήσεις κρατικές, ξένων κρατών – οι οποίες υποτίθεται πως ξέρουν καλύτερα από το τεμπέλικο κράτος πώς να διαχειριστούν τα ζητήματα τα οποία ανακύπτουν. Εδώ φτάσαμε, χάρη στον κ. Χατζηδάκη, υπερασπιστή όλων των ληστρικών ιδιωτικών μονοπωλίων, ακόμα και στον στενό πυρήνα των κρατικών λειτουργιών πλέον να έχουμε ιδιώτες- εργολάβους- στον υπολογισμό των συντάξεων.
Πρόκειται για την τυπική νεοφιλελεύθερη στρατηγική και διαχείριση: επειδή οι πραγματικές επενδύσεις έχουν υψηλό ρίσκο, οι ιδιωτικές εταιρείες αποκτούν χάρη και στην εξαγορά πολιτικών προσώπων, έτοιμες κρατικές υποδομές ή δημόσια μονοπώλια, ανεβάζουν το κόστος της παροχής υπηρεσιών και επομένως έχουν χωρίς ουσιαστικό κόστος επένδυσης, εγγυημένα υπέρ- κέρδη, διαμορφώνοντας μια τεχνητή αγορά, εκεί όπου δεν υπάρχει κανένας λόγος να υφίσταται.
Πριν από μερικές δεκαετίες, θα ήταν εντελώς παράλογο να υπάρχει χρηματιστήριο ρύπων ή ενέργειας. Θα ήταν εντελώς παράλογο να φτιάξει το κράτος έναν δρόμο αλλά να εισπράττει τα λεφτά από αυτόν ένας ιδιώτης. Και παραμένει όντως παράλογο. Το μόνο το οποίο έχει μεταβληθεί είναι ότι ο συσχετισμός ισχύος επιτρέπει τώρα και στην πραγματικότητα επιβάλλει τέτοιες παρασιτικές αγορές.
Το πρόβλημα λοιπόν είναι ότι το νεοφιλελεύθερο μοντέλο είναι θεμελιωδώς παρασιτικό, αποεπενδυτικό και διαχειριστικώς χαοτικό. Παρασιτικό διότι φτιάχνει αγορές εκεί που δεν υπάρχει κανένας λόγος να λειτουργεί αγορά διότι μιλούμε για κοινωφελή αγαθά. Επομένως αυτό το οποίο θα έπρεπε να προσφέρεται σε όλους βάσει των φόρων τους, καθίσταται ζήτημα επιπλέον αγοραπωλησίας εις βάρος όλων εκείνων, που έχουν πληρώσει ήδη το αντίτιμο για τα εν λόγω αγαθά. Αποεπενδυτικό, διότι μια δημόσια, δηλαδή λαϊκή επένδυση αφαιρείται, μαζί με τα όποια κέρδη της, από όλους όσοι κατέβαλαν το αντίτιμο προκειμένου να πραγματοποιηθεί.
Και φυσικά, διαχειριστικώς χαοτικό διότι εκεί που θα έπρεπε και θα μπορούσε να υπάρχει μία μόνο αρμόδια δημόσια υπηρεσία, συλλειτουργούν, χωρίς συνήθως ξεκάθαρη κατανομή αρμοδιοτήτων, μια ιδιωτική εταιρεία, αρκετοί υπεργολάβοι και τρεις- τέσσερις δημόσιες αρχές. Η ίδια η ύπαρξη μιας ιδιωτικής εταιρείας σημαίνει ότι ο κρατικός έλεγχος αρκείται σε έναν εν γένει εποπτικό ρόλο, ο οποίος φυσικά πάντα και σε κάθε κράτος που εφαρμόζει το ίδιο νεοφιλελεύθερο πρότυπο, υπακούει σε τόσους ελέγχους, όσους επιτρέπουν οι μίζες προς αρμοδίους δημοσίους λειτουργούς. Συνήθως πολύ περισσότερο δεν πρόκειται παρά για έναν εργολάβο, ο οποίος αναθέτει την δουλειά σε λογής υπεργολάβους.
Δίπλα σε αυτά φυσικά λείπει κάθε έννοια δημοσίου σχεδιασμού ως προς το μέγεθος και τη βιωσιμότητα του αστικού ιστού: σε μια χώρα σαν την Ελλάδα, με τις δεδομένες δημόσιες δομές, το νεοφιλελεύθερο πρότυπο κυρίαρχο και διαφορετικών μορφών κρίσεις να ανακύπτουν – εδώ που τα λέμε το τι είναι κρισιακό φαινόμενο και τι φυσιολογικό αποτελεί θέμα διαρκούς, χοντροκομμένης προπαγάνδας – αστικοί ιστοί πολύ μικρότεροι από εκείνον του Λεκανοπεδίου της Αττικής αποδεικνύονται ευάλωτοι. Είναι ξεκάθαρο ότι έχουμε μη λειτουργικές πόλεις καθημερινώς, συνθήκη η οποία απλώς αποδεικνύεται πέρα από κάθε αμφιβολία όταν ένα πιο έντονο φαινόμενο ανακύπτει, ανθρωπογενές ή φυσικό.
Φυσικά, δεν υπάρχει καμία διάθεση για στρατηγικό σχεδιασμό ως προς τις πόλεις μας. Κάτι τέτοιο θα ήταν αναγκαστικώς δημόσιο και επομένως θα περιόριζε τον νεοφιλελεύθερο παρασιτισμό. Αντιθέτως, το χάος έχει καλύτερες αποδόσεις. Με ένα διχίλιαρο κάθε 10 χρόνια για παράδειγμα, μπορείς να ξεζουμίζεις τους οδηγούς κάθε μέρα και να έχεις φίλους σε κάθε κυβέρνηση. Δεν ακούγεται άσχημα.
Κεντρική φωτογραφία: Κωνσταντίνος Ζήλος
-ΔΙΑΒΑΣΤΕ κι ένα σχετικό σχόλιο της Δήμητρας Μυρίλλα:
Μην προσβάλλετε τον Λαό!
2.000 ευρώ… στο γέροντα, στην έγκυο, στον εργαζόμενο, στον γονιό, στο παιδί, που πάγωσε, πείνασε, δίψασε, εγλκωβίστηκε, ξενύχτησε, ξημέρωσε στην Αττική Οδό μέσα στον χιονιά, για τον οποίο επί μία βδομάδα ο κρατικός μηχανισμός προετοιμαζόταν για να αποδειχθεί ότι δεν προετοίμαζαν απολύτως τίποτα. Τόσο τίποτα που εντυπωσιάζει, τόσο τίποτα που ξαφνιάζει για την ξεδιαντροπιά του. Απλώς έφτιαχναν κλίμα τρόμου και επικοινωνιακό προφίλ σούπερ-μαν εν μέσω Αρμαγεδδώνα.
Μόνο που, ο Αρμαγεδδώνας είναι εκείνοι οι ίδιοι και ό, τι πρεσβεύουν και ό, τι υπηρετούν.
2.000 ευρώ στάχτη. Αλλά και κάτι ακόμα χειρότερο. 2.000 ευρώ το αντίτιμο της βαθιάς περιφρόνησης που αισθάνονται για τον λαό και τον άνθρωπο.
Διότι, μόνο αν περιφρονείς βαθιά, αν μισείς ανίατα το λαό, αν αδιαφορείς επιδεικτικά για τον άνθρωπο, τολμάς με ύφος 99 Λουδοβίκων να πετάς στα μούτρα του ταλαιπωρημένου ανθρώπου 2000 ευρώ.
Και είναι το ίδιο σαν να του λες… πάρ’ τα και μη μιλάς, πάρ’ τα και σκάσε, πάρ’ τα και υποτάξου.
Εγώ ειμί ο άριστος αυτοκράτορας.
Ναι, αυτή ακριβώς είναι η λογική από την οποία εμφορούνται οι πράξεις τους. Η ψευδαίσθηση του πεφωτισμένου μονάρχη ενώπιον ταπεινών, βουβών, σκυμμένων, υπάκουων υπηκόων.
2.000 ευρώ χυδαία και βαρύτατα, βαθύτατα προσβλητικά για τον λαό και για τον καθένα ξεχωριστά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου