Από τότε που η πανδημία κοροναϊού άρχισε να έχει επιπτώσεις στην Ευρώπη, τα δημόσια χρέη στην ευρωζώνη αυξήθηκαν κατά μέσο όρο σχεδόν κατά 20%. Η αιτία είναι απλή: αντί να φορολογήσουν με 1% τους πιο πλούσιους και τις μεγάλες επιχειρήσεις όπως το ζητούσαν η CADTM (Επιτροπή για την κατάργηση των άνομων χρεών) και άλλοι (https://el.covidtax.org/), οι κυβερνήσεις προτίμησαν να προσφύγουν στο δανεισμό. Αυτό δημιούργησε ένα νέο άνομο χρέος που προστίθεται στα προηγούμενα.
Στα 40 χρόνια νεοφιλελευθερισμού, και σε κάθε οικονομική κρίση, βλέπουμε να διευρύνεται το χάσμα μεταξύ πλούσιων και εργαζομένων και να αυξάνονται τα δημόσια χρέη, μέσα σε μια διαδικασία συσσώρευσης του κεφαλαίου που δεν σταματάει ποτέ. Είναι ψέμα να λένε ότι η πανδημία του κοροναϊού απειλεί εξίσου τις διάφορες κοινωνικές τάξεις. Οι μεγάλες επιχειρήσεις όπως και εκείνες του GAFAM (Google, Amazon, Facebook, Apple, Microsoft) έβγαλαν τεράστια κέρδη χάρη στο lock-down, οι μεγάλες φαρμακευτικές όπως οι Pfizer, Moderna, AstraZeneca, Johnson & Johnson, Curevax, Merck, πραγματοποίησαν αστρονομικά κέρδη χάρη στην πανδημία πουλώντας εμβόλια και θεραπείες σε εξωφρενικές τιμές, οι μεγάλες τράπεζες και τα επενδυτικά ταμεία οφελήθηκαν επίσης σε μεγάλο βαθμό χάρη στις βοήθειες των Κρατών, το ίδιο και οι μεγάλες επιχειρήσεις που ειδικεύονται στα ορυκτά καύσιμα όπως το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο.
Η άρνηση να επιβάλλουν ένα φόρο Covid στους πολυδισεκατομμυριούχους και στις μεγάλες επιχειρήσεις όχι μόνο αύξησε τις ανισότητες αλλά και προκάλεσε μεγάλη αύξηση του χρέους, και τρανό παράδειγμα είναι η Ευρώπη. Το συνολικό δημόσιο χρέος της ευρωζώνης φτάνει τα 12.000 δισεκατομμύρια ευρώ. Μεταξύ της αρχής του 2020 και του Ιουλίου 2021, το χρέος πέρασε από το 86% του Εγχώριου Ακαθάριστου Προϊόντος της ευρωζώνης στο 100%. Πρόκειται για ένα μέσο όρο. Πολλές χώρες έχουν ένα υψηλότερο ποσοστό. Το δημόσιο χρέος του Βελγίου και της Γαλλίας φτάνει σχεδόν το 120% του ΑΕΠ. Εκείνο της Ισπανίας φτάνει το 125%. Της Πορτογαλίας το 140% Της Ιταλίας το 160%. Όσο για το δημόσιο χρέος της Ελλάδας αυτό φτάνει το 210% ενώ στη χειρότερη στιγμή της κρίσης του ελληνικού χρέους έφτανε το 180% και η Τρόϊκα διαβεβαίωνε ότι θα έπεφτε.
H ΕΚΤ (Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα) κατέχει ένα σημαντικό μέρος του δημόσιου χρέους της ευρωζώνης. Την ώρα που γράφονται αυτές οι αράδες, η ΕΚΤ κατέχει πάνω από 3.900 δισεκατομμύρια € κρατικών τίτλων της ευρωζώνης, δηλαδή πάνω από το 30% του συνολικού χρέους που φτάνει, όπως το είπαμε, τα 12.000 δισεκατομμύρια €. Οι λεπτομέρειες των αριθμών κατά χώρες είναι προσβάσιμες στην ιστοσελίδα της ΕΚΤ. Η ΕΚΤ αγοράζει τους κρατικούς τίτλους των χωρών της ευρωζώνης μέσω δύο προγραμμάτων : 1. Του Pandemic emergency purchase programme (PEPP) που μπορούμε να μεταφράσουμε ως πρόγραμμα « Πανδημία » επειγουσών αγορών, και 2. του public sector purchase programme (PSPP) που μπορούμε να μεταφράσουμε ως αγοραστικό πρόγραμμα του δημόσιου τομέα.
Μερικά παραδείγματα : η ΕΚΤ κατέχει περίπου 140 δισεκατομμύρια € του χρέους του Βελγίου, 730 δισεκατομμύρια του χρέους της Γαλλίας, 360 δισεκατομμύρια του χρέους της Ισπανίας, 675 δισεκατομμύρια του χρέους της Ιταλίας.
Η ΕΚΤ αγόρασε από τις ιδιωτικές τράπεζες τους εν λόγω τίτλους επειδή δεν δανείζει κατευθείαν στα Κράτη μέλη της ευρωζώνης. Αντίθετα, τα Κράτη αποπληρώνουν στην ΕΚΤ τους τίτλους που αυτή κατέχει.
Από
το 2020 μέχρι σήμερα πολλοί οικονομολόγοι και πολλά κοινωνικά κινήματα
ζητούν την ακύρωση των χρεών που κατέχει η ΕΚΤ, βλέπε ειδικότερα το
ελεύθερο βήμα που υπογράφεται από πάνω από 150 οικονομολόγους της
Ευρώπης ( tribune signée par plus de 150 économistes) που δημοσίευσαν διάφορες μεγάλες καθημερινές εφημερίδες το Φλεβάρη του 2021 (https://www.cadtm.org/
Η διεύθυνση της ΕΚΤ και οι ευρωπαΪκές κυβερνήσεις απέρριψαν αυτή τη πρόταση επειδή τάσσονται υπέρ της αύξησης του χρέους.
Ωστόσο, η ΕΚΤ μπορεί να ακυρώσει στον ισολογισμό της τα χρέη των χωρών της ευρωζώνης που κατέχει. Αυτό γίνεται με μια δημιουργική λογιστική, με μια λογιστική εργασία που δεν συνεπάγεται κανένα πρόβλημα καθώς μια κεντρική τράπεζα δεν χρεωκοπεί.
Στο κοντινό μέλλον, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και αρχές θα αλλάξουν πολιτική. Αφού πριν διαβεβαίωναν ότι τα Κράτη μπορούσαν να αυξήσουν τα χρέη τους, αύριο θα πουν πως πρέπει να μειώσουν τις δαπάνες, να μειώσουν τις επενδύσεις του Κράτους, να πάρουν νέα διαρθρωτικά μέτρα στον τομέα των συντάξεων και της κοινωνικής ασφάλειας, να επαναφέρουν τον κανόνα του ελέγχου του ελλείμματος, που προς το παρόν έχει ανασταλεί αλλά δεν έχει σε καμιά περίπτωση εξαλειφθεί. Με άλλα λόγια: επιστροφή στη λιτότητα, που δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι έχει καταγραφεί στις ευρωπαϊκές συνθήκες…
Σε όλη τη διάρκεια αυτής της παρατεταμένης περιόδου πανδημίας, είδαμε πώς τα δικαιώματα και δημόσιες ελευθερίες ανεστάλησαν με το πρόσχημα της πάλης ενάντια στον ιό. Η ακύρωση του δημόσιου χρέους που είναι στα χέρια της ΕΚΤ πρέπει να είναι ένα μέτρο κατεπείγουσας ανάγκης για τη δημόσια υγεία. Αν ακυρώναμε τώρα το χρέος που κατέχει η ΕΚ, θα μειώναμε με μιας το χρέος των Κρατών της ευρωζώνης περίπου κατά 30%. Η αποπληρωμή του χρέους θα γινόταν λιγότερο ογκώδης και οι δημόσιες αρχές θα μπορούσαν να αυξήσουν τις δαπάνες για την υγεία, για την βοήθεια στα άτομα που την έχουν περισσότερο ανάγκη, να αυξήσουν τις δαπάνες για την πάλη ενάντια στην οικολογική κρίση και την κλιματική αλλαγή. Είναι ουσιαστικό να υπερισχύσουν μια και καλή τα συλλογικά συμφέροντα των λαών της Ευρώπης πάνω στην τυραννία των αγορών.
Ένα πρόσθετο πλεονέκτημα της ακύρωσης των χρεών που κατέχει η ΕΚΤ συνίσταται στο γεγονός ότι αυτή θα έχανε το εργαλείο με το οποίο εκβιάζει τα Κράτη για να τους επιβάλλει τη νεοφιλελεύθερη ατζέντα της. Πράγματι, επειδή η ΕΚΤ διατηρεί απαιτήσεις επί των Κρατών της ευρωζώνης, για αυτό μπορεί ανά πάσα στιγμή να απειλεί εκείνα που δεν είναι υπάκουα στα νεοφιλελεύθερα κελεύσματα να μην αγοράσει τα χρέη τους ή να τα αρνηθεί ως εγγύηση, πράγμα που θα αύξανε το κόστος των νέων δανείων τους. Είναι ακριβώς αυτό που η ΕΚΤ έκανε με την Ελλάδα το 2015, και αυτό που άρχισε να κάνει με την ιταλική κυβέρνηση την άνοιξη του 2019.
Η αφαίρεση αυτού του εκβιαστικού μέσου από τα χέρια των διευθυντών της ΕΚΤ θα συνιστούσε νίκη.
Όμως, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως στην περίπτωση που δεν θα κατέληγε η πάλη για την ακύρωση των χρεών που κατέχει η ΕΚΤ, μια λαϊκή κυβέρνηση μπορεί να αποφασίσει μονομερώς να αναστείλει την αποπληρωμή του χρέους στην ΕΚΤ, γεγονός που θα ανάγκαζε την Τράπεζα να διαπραγματευτεί και να κάνει παραχωρήσεις. Αυτό θα ενθάρρυνε άλλες κυβερνήσεις να κάνουν το ίδιο. Είναι για αυτό που η εμπλοκή των πολιτών είναι καθοριστικής σημασίας στην υποστήριξη και οικοδόμηση του λαϊκού κινήματος για τον έλεγχο όλων των χρεών ως στοιχείου κλειδιού για τον καθορισμό του άνομου, παράνομου, απεχθούς και/ή δυσβάσταχτο χρέους, προκειμένου να τα ακυρώσει. Πρόκειται για ένα ακόμα στρατηγικό στοιχείο σήμερα.
Σε όλους και όλες εκείνες που λένε ότι αν υπάρχει ακύρωση, οι χρηματοπιστωτικές αγορές και οι διάφοροι ιδιώτες δανειστές θα απαιτούσαν υψηλότερα επιτόκια για να συνεχίσουν να χρηματοδοτούν τα Κράτη, πρέπει να απαντήσουμε ότι ο ισχυρισμός τους δεν έχει καμιά βάση. Κάθε Κράτος που απέσπασε μια σημαντική μείωση του χρέους του μπόρεσε να αποκτήσει πρόσβαση σε δάνεια λιγότερο ακριβά από όσο πριν από την ακύρωση. Πράγματι, όταν έχουν να κάνουν με μια χώρα της οποίας το χρέος μειώθηκε δραστικά, οι δανειστές εκτιμούν ότι αυτή έχει γίνει περισσότερο φερέγγυα και κλείνουν να της κάνουν πίστωση.
Φυσικά, μια ακύρωση χρέους δεν συνιστά πανάκεια, καθώς είναι απαραίτητα και άλλα μέτρα όπως: η υψηλότερη φορολόγηση του πλουσιότερου 1 % και των μεγάλων επιχειρήσεων όπως το ζητήσαμε από την αρχή της πανδημίας. Η πάλη ενάντια στη μεγάλη φοροδιαφυγή με επιβολή μεγάλων προστίμων στους παραβάτες, η αναστολή της τραπεζικής άδειας για τις τράπεζες που παίζουν τον μεσάζοντα για τη φοροδιαφυγή, η εξάλειψη των ευρωπαϊκών φορολογικών παραδείσων, η κοινωνικοποίηση των τομέων κλειδιά της οικονομίας… Η αύξηση της φορολόγησης των πλουσίων πρέπει να συνδυαστεί με μείωση των άμεσων και έμμεσων φόρων που βαραίνουν την πλειοψηφία του πληθυσμού. Πρέπει να μειωθεί ριζικά ο φόρος επί της προστιθέμενης αξίας των βασικών προϊόντων και υπηρεσιών, ειδικά επί της ενέργειας. Οι φόροι επί των προϊόντων πολυτελείας θα έπρεπε να αυξηθούν.
Η αντιμετώπιση της κοινωνικής κρίσης που βιώνουμε περνάει αναπόφευκτα από την πάλη ενάντια στις ανισότητες. Πρέπει να πολεμήσουμε τις αυξανόμενες, πολλαπλές και αλληλοσυνδεδεμένες ανισότητες, παρεμβαίνοντας στις πραγματικότητες που είναι η πηγή και η αντανάκλαση αυτών των ανισοτήτων, όπως η φορολογία, η επισφάλεια, η λιτότητα και η εξουσία των επιχειρήσεων. Συνοπτικά, πρέπει να βάλουμε στο επίκεντρο της συζήτησης την αναδιανομή του πλούτου και των πόρων ως κεντρικού άξονα ενός οικοσοσιαλιστικού προγράμματος. Επειδή οι ζωές μας αξίζουν περισσότερο από τα κέρδη τους, ας βάλουμε τέλος στο ζουρλομανδύα του χρέους.
Μετάφραση: Γιώργος Μητραλιάς
Στηρίζουν και υπογράφουν:
- Éric Toussaint, spokesperson for CADTM International
- Miguel Urban, MEP, member of Anticapitalistas
- Cristina Quintavalla (ATTAC-CADTM Italy)
- Paul Murphy, member of the Irish parliament People Before Profit
- Andrej Hunko (Die Linke), member of the Bundestag and the Council of Europe
- Jean-François Tamellini, Secretary General of the trade union FGTB Wallonia
- Catherine Samary, economist, member of the Scientific Council of ATTAC France
- Anne-Marie Andrusyszyn, Director of CEPAG
- Olivier Bonfond, economist CEPAG
- Christine Mahy, General and Political Secretary of the Walloon Anti-Poverty Network (RWLP)
- Fred Mawet, ATTAC Brussels activist
- Maria Bolari, former Member of the Greek Parliament
- Maja Breznik, sociologist, Slovenia
- Christine Pagnoulle, honorary lecturer at the University of Liège, secretary of ATTAC Liège
- Eric Coquerel (France Insoumise) deputy at the National Assembly
- Brigitte Ponet, militant of CADTM Belgium
- Sonia Mitralias, feminist activist, former member of the Commission for the Truth about the Greek debt
- Peter Wahl, economist, co-founder of Attac Germany
- Stathis Kouvelakis, philosopher, Revue Contretemps
- Daniel Richard, regional secretary of the trade union FGTB Verviers &
- German-speaking Community
- Rastko Mocnik, sociologist, Slovenia
- Jean-François Ramquet, regional secretary of the trade union FGTB Liège-Huy-Waremme
- Herman Michiel, editor of Ander Europa
- Manon Aubry, MEP, France Insoumise
- Carlos Sánchez Mato, Professor of Applied Economics. Complutense University of Madrid. Responsible for the development of the Izquierda Unida programme
- Manuel Garí Ramos, economist and activist of Anticapitalistas
- Mikel Noval and Janire Landaluze (ELA trade union, Basque Country)
- Fátima Martín, journalist, promoter of the digital media FemeninoRural.com
- Jaime Pastor, Viento sur magazine
- Paul Émile Dupret, lawyer, A contre-courant
- Christine Poupin, NPA
- Corinne Gobin, political scientist FNRS/ Université Libre Bruxelles
- Tijana Okić, Crvena association, Sarajevo
- Alexis Cukier, philosopher, Attac, CGT, Let’s join
- Angela Klein review SOZ, Germany
- Felipe Van Keirsbilck, secretary general of the Centrale Nationale des Employés (Belgium)
- Leïla Chaibi, MEP, France Insoumise
- Riccardo Petrella, professor emeritus, UCL, Agora des Habitants de la Terre
- Jan Malewski, editor of the magazine Inprecor
- Pierre Khalfa, Copernic Foundation
- Michael Lowy, emeritus researcher, CNRS
- Ludo De Brabander, spokesman for Vrede vzw (Belgium)
- Pierre Delandre, Sociologist of money, executive, associate researcher at Etopia
- Nicolas Dufrêne, director of the Rousseau Institute
- Gaël Giraud, director of research at the CNRS and honorary president of the Rousseau Institute
- Noël Lechat, General Secretary of the CGT Federation of Research Companies
- Danièle Obono, (France Insoumise) member of the National Assembly
- Patrick Saurin, trade unionist in the banking sector, Sud Solidaires
- Penelope Duggan, editor of the magazine International Viewpoint (France)
- Martine Orange, journalist Mediapart
- Anne-Sophie Bouvy, researcher in public law at the University C. Louvain
- Stavros Tombazos, Professor of Political Economy, University of Cyprus
- Pierre Galand, honorary senator, association activist (Belgium)
- Raoul Hedebouw, president of the PTB, federal deputy (Belgium)
- Ida Dequeecker, feminist activist (Belgium)
- Willem Bos, editor of Grenzeloos
- Costas Lapavitsas, Professor of Economics at SOAS and former member of the Greek Parliament
- Yorgos Mitralias, journalist, former member of the Commission for the Truth about the Greek debt
- Alda Sousa, former Member of the European Parliament, Bloco de Esquerda, Portugal
- Ludivine Bantigny, historian (France)
- Roseline Vachetta, former Member of the European Parliament, NPA activist
- Mauro Gasparini, Gauche anticapitaliste (Belgium)
- Thomas Weyts, SAP (Belgium)
- Véronique Danet, CGT bank trade unionist (France)
- Raquel Freire, writer and film-maker (Portugal)
- Rui Viana Pereira, CADTM activist in Portugal
- Eulàlia Reguant, member of the Catalan parliament
- Ugo Palheta, sociologist, University of Lille, co-director of Contretemps
- Franck Gaudichaud, academic, co-president of France Amérique Latine
- Pierre Rousset, co-publisher of the website Europe solidaires sans frontières (ESSF)
- Teresa Rodríguez, former MEP, member of the Andalusian Parliament and spokesperson for Adelante Andalucía;
- José María Gonzalez Santos, Mayor of Cádiz;
- María Dantas, (Esquerra Republicana de Catalunya, ERC) Member of the Spanish Parliament;
- Alice Picard, spokesperson Attac France;
- Raphaël Pradeau, spokesperson Attac France; Ana Podvrsic, researcher, Austria;
- Alex Callinicos, Emeritus Professor of European Studies, King’s College London;
- Raymonde Poncet Monge, senator, Europe Écologie Les Verts;
- Jérôme Gleizes, economist, vice-president of the Paris Ecologist Group, Europe Écologie Les Verts;
- Bríd Smith, member of the Irish parliament People Before Profit;
- Richard Boyd Barrett, member of the Irish parliament People Before Profit;
- Gino Kenny, member of the Irish parliament People Before Profit;
- Raquel Varela, history researcher at UNL (Lisbon), president of the International Association Strikes and Social Conflicts;
- Philippe Poutou, NPA, municipal councillor of Bordeaux, presidential candidate in France;
- Olivier Besancenot, NPA, former presidential candidate in France;
- Justin Turpel, former deputy dei Lénk - La Gauche, Luxembourg ;
- Giorgos Galanis, Goldsmiths, University of London;
- Stelios Foteinopoulos, International public policy expert and justice campaigner & former European Parliament Policy advisor on Economic and Financial Affairs and justice campaigner;
- Tassos Anastassiadis, member of General Council of POESY (Federation of greek journalists);
- CADTM Italy;
- ATTAC Italy
- José Gusmão, member of the European Parliament, The Left Bloc (Portugal)
- Franziska Hildebrand, International solidarity: stop austerity! activist, Die Linke.SDS Hamburg, Germany;
- Elias Gläsner, International solidarity: stop austerity! activist, Die Linke.SDS Hamburg, Germany;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου