Για λόγους ιστορικούς και σε αντίθεση με τις ευρωπαϊκές χώρες, στη χώρα μας η ιδιοκτησία της γης μέχρι και τις αρχές του 21ου αιώνα ανήκε αφ' ενός στα εκατομμύρια των μικρομεσαίων πολιτών της και αφ' ετέρου στο Ελληνικό Δημόσιο, το οποίο διέθετε μια από τις μεγαλύτερες κτηματικές περιουσίες στην Ευρώπη.
Στον ευρωπαϊκό χώρο, η παλιά φεουδαρχική διαίρεση της γης σε τεράστιες ιδιοκτησίες που ανήκαν στους φεουδάρχες είχε αποτέλεσμα, μετά τις γνωστές πολιτικο-οικονομικές αλλαγές που οργάνωσαν τη νεωτερικότητα, η ιδιοκτησία της γης (στην οποία δεν περιλαμβάνονταν μόνο οι κατοικημένες και καλλιεργούμενες εκτάσεις αλλά και τα βουνά και τα δάση και οι λίμνες) να καταλήξει να ανήκει σε μεγάλους οικονομικούς οργανισμούς ιδιωτικού Δικαίου (τράπεζες, ΝΠΙΔ κ.λπ.) οι οποίοι μπορούν να εκμεταλλεύονται κατά το δοκούν τις ιδιοκτησίες τους, οργανώνοντάς τες είτε για αστική χρήση είτε για γεωργική είτε για βιομηχανική και ενοικιάζοντάς τες στους –συνήθως ακτήμονες– πολίτες.
Σήμερα, στις ευρωπαϊκές χώρες, τα διαμερίσματα που προσφέρονται για κατοίκηση, ανήκουν συνήθως σε μεγάλες εταιρείες που τα διαχειρίζονται συνολικά, ρυθμίζοντας αντίστοιχα τις τιμές των ενοικίων.
Αντίθετα, στην Ελλάδα υπήρξε πάντα, μετά την Τουρκοκρατία, τις προσφυγικές εισροές και τις αντίστοιχες πολιτικές που ακολουθήθηκαν ιστορικά, μια σταθερή σύνδεση των πολιτών με ένα κομμάτι γης που τους ανήκε κατά πλήρη κυριότητα, διαχρονικά, είτε για καλλιέργεια είτε για κατοίκηση είτε και για τα δυο.
Τα ποσοστά ιδιοκτησίας ακίνητης περιουσίας στην Ελλάδα είναι μέχρι και αυτή τη στιγμή από τα υψηλότερα (με μεγάλες διαφορές) στην Ευρώπη. Περίπου 80% των Ελλήνων φορολογουμένων είναι ιδιοκτήτες, οι περισσότεροι βέβαια μικρομεσαίας ιδιοκτησίας2. Αντίστοιχα, τα εδάφη που δεν χρησιμοποιούνταν για κατοίκηση ή καλλιέργεια, όπως τα βουνά και τα δάση, κατά κανόνα αποτέλεσαν την κτηματική περιουσία του Ελληνικού Δημοσίου.
Η επέλαση των μνημονιακών ρυθμίσεων στη χώρα μας είχε βασικό αποτέλεσμα τη δημιουργία των συνθηκών που επιτρέπουν τη μαζική διείσδυση ξένων κεφαλαίων στον τομέα της κυριότητας της γης3, τόσο της ιδιωτικής όσο και της δημόσιας. Πρόκειται για μια τεράστια, ιστορικής σημασίας αλλαγή στο ιδιοκτησιακό καθεστώς της χώρας, που είναι πολύ λιγότερο γνωστό απ' ό,τι οι επιπτώσεις των μνημονιακών πολιτικών στο εισόδημα, στην εργασία και στο δημόσιο χρέος, αλλά που θα έχει βαθύτατες και βαρύτατες επιπτώσεις στην κοινωνικο-πολιτική σύσταση της χώρας.
Στις ευρωπαϊκές χώρες η στέγη για τον μέσο Ευρωπαίο λειτουργεί σταθερά ως μέσο πλουτισμού των μεγάλων Νομικών Προσώπων Ιδιωτικού Δικαίου που κατέχουν γη και ακίνητα (γαιοκτήτες/landlords). Ομως ταυτόχρονα η υψηλή παραγωγικότητα των χωρών αυτών αρχικά στη βιομηχανία, έπειτα στις υπηρεσίες, στην τεχνολογία, στην έρευνα κ.λπ. έδινε τη δυνατότητα υψηλών μισθών που αντιστάθμιζαν για ευρύτατα κοινωνικά στρώματα την ανυπαρξία της ιδιοκτησίας με τη δυνατότητα να πληρώνουν υψηλά ενοίκια για τη στέγασή τους.
Ακόμα και όταν τις τελευταίες δεκαετίες η παραγωγικότητα των ευρωπαϊκών οικονομιών έχασε σημαντικό μέρος της δυναμικότητάς της, η χρηματοπιστωτική πολιτική που ασκήθηκε από τις χώρες της Δύσης, ορίζοντας και ελέγχοντας το παγκόσμιο εμπόριο, επέτρεψε και ενθάρρυνε μέσω της δανειοδότησης την υψηλή καταναλωτική δυνατότητα των λαών της Κεντρικής Ευρώπης και συνεπώς και τη δυνατότητα των μικρομεσαίων στρωμάτων να πληρώνουν ενοίκια για τη στέγασή τους ή άλλες χρήσεις της γης4.
Αντίθετα στην Ελλάδα, η μικροϊδιοκτησία έχει πάντα χρησιμεύσει ως αντιστάθμισμα των χαμηλών εισοδημάτων. Οι οικογένειες μπόρεσαν να επιβιώσουν ακόμα και σε εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες, όπως οι πόλεμοι ή οι χρεοκοπίες του κράτους και η τεράστια μαζική ανεργία που τις συνόδευε, ακριβώς εξαιτίας αυτής της σχέσης με τη μικρή ιδιοκτησία τους, αστική ή αγροτική, ακόμα και όταν οποιαδήποτε χρηματική εισροή από μισθωτή εργασία, παραγωγική δραστηριότητα ή κρατικές ενισχύσεις ήταν ανύπαρκτη.
Παράλληλα βέβαια, στην Ελλάδα ουδέποτε αναπτύχθηκε η βιομηχανία ή άλλοι κερδοφόροι κλάδοι αντίστοιχοι των ευρωπαϊκών. Είναι γνωστό ότι δυσανάλογα μεγάλο μέρος της οικονομικής δραστηριότητας της χώρας μας καταλαμβάνεται από τους κλάδους που σχετίζονται με την οικοδομή και τον τουρισμό, δυο κλάδους δηλαδή που συνδέονται με τη βασική ελληνική «προίκα», τη γη. Αυτό που προκύπτει ως ανησυχητικό ερώτημα είναι το εξής: Ποια θα είναι η τύχη των μικρομεσαίων στρωμάτων αν χάσουν τις ιδιοκτησίες τους σε μια χώρα όπου ουσιαστικά δεν θα υπάρχει καμιά δυνατότητα αντιστάθμισης του εισοδήματός τους από έναν ισχυρά κερδοφόρο παραγωγικό ιστό;
Παράλληλα βέβαια αναδύονται εξίσου σοβαρά ερωτήματα όσον αφορά την κυριότητα και τη χρήση των εδαφών της χώρας που διαχρονικά απαρτίζουν τη δημόσια κτηματική περιουσία. Και εδώ το πρόβλημα είναι διπλό: γιατί δεν αφορά μόνο το ιδιοκτησιακό καθεστώς αλλά και το είδος της χρήσης που επιφυλάσσεται σε αυτά τα εδάφη, τα οποία πολύ περισσότερο από πηγή εισοδήματος αποτελούν αναγκαίο για τη ζωή πόρο – αποτελούν κοινά αγαθά. Σε ποιο βαθμό θα σεβαστούν αυτή την ιδιότητα του κοινού αγαθού εκείνοι οι ιδιοκτήτες που ενδιαφέρονται γι' αυτά μόνο για λόγους κερδοσκοπίας και συχνά δεν κατοικούν καν σε αυτή τη χώρα;
Βέβαια αυτά τα ερωτήματα δεν απασχολούν τους «νέους ιδιοκτήτες» της χώρας μας, δηλαδή τα μεγάλα (διεθνή και εγχώρια) funds που ήδη συναγωνίζονται στην τεράστια διείσδυσή τους στην αγορά της ελληνικής γης και των ελληνικών ακινήτων και υποδομών. Εκείνους τους απασχολεί η αναμενόμενη κερδοφορία τους. Η προοπτική περαιτέρω φτωχοποίησης ή ακόμα και εξαθλίωσης εκτεταμένων στρωμάτων της ελληνικής κοινωνίας, όχι μόνο δεν αποτελεί αιτία ανησυχίας, αλλά είναι ένα ακόμα δέλεαρ, αφού θα τους προσφέρει ακόμα ευκολότερα φτηνό και πολυάριθμο εργατικό δυναμικό.
Η πρόσφατη ανεπάρκεια ενοικιαζόμενης μικρομεσαίας στέγης σε όλη τη χώρα, την ίδια ώρα που προχωρά ακάθεκτη η οικοδόμηση τεράστιων πανάκριβων κατοικιών και οικιστικών συγκροτημάτων5 (που φυσικά δεν προορίζονται να καλύψουν ανάγκες μικρομεσαίων στρωμάτων και συχνότατα απευθύνονται κυρίως σε ξένους αγοραστές και χρήστες), αποτελεί μόνο ένα σύμπτωμα της γενικότερης αποστράγγισης των μικρομεσαίων ελληνικών στρωμάτων και του ελληνικού κράτους από την ιδιοκτησία ακίνητης περιουσίας προς όφελος της ελληνικής και ξένης ολιγαρχίας.
Οι γνωστοί «μνημονιακοί» νόμοι που:
Α. επιβαρύνουν δραματικά την κατοχή μικρομεσαίας ιδιωτικής ακίνητης περιουσίας (ΕΝΦΙΑ, φόροι μεταβίβασης, αύξηση αντικειμενικών αξιών σε περιοχές μικρομεσαίας κατοικίας/μείωση σε ακριβές περιοχές, πώληση των «κόκκινων» δανείων σε funds, Golden Visa κ.λπ.), αλλά και
Β. παραχωρούν (με διάφορους τρόπους) την ιδιοκτησία του δημόσιου κτηματικού πλούτου και υποδομών (ΤΑΙΠΕΔ, Ελληνική Εταιρεία Συμμετοχών και Ακινήτων, Ελληνικό, Καλαμαριά, Πειραιάς, Ηγουμενίτσα κ.λπ.) αλλά και τη χρήση κάθε είδους κοινού αγαθού (δάση, παραλίες, θάλασσες, πηγές, νερά κ.λπ.) σε κάθε «ενδιαφερόμενο», συνήθως οριζόμενο ως «στρατηγικό επενδυτή», έχουν ήδη επιταχύνει δραματικά την αλλαγή προς αυτή την κατεύθυνση. Οι επιπτώσεις γίνονται όλο και πιο αισθητές, παρότι είμαστε ακόμα στην αρχή.
Ομως, πέραν αυτών των ρυθμίσεων που συνειδητά δρομολογούν την αλλαγή ιδιοκτησίας και χρήσης της ελληνικής γης, ένα ακόμα όπλο υπέρ αυτής της ανόσιας μεταβίβασης είναι η έλλειψη ολοκλήρωσης και εφαρμογής του χωροταξικού σχεδιασμού στη χώρα. Παλιότερα η έλλειψη αυτή χρησίμευσε σε μεγάλο βαθμό στην εξυπηρέτηση της εγχώριας ολιγαρχίας αλλά και πολλών μικροσυμφερόντων. Τώρα συμβάλλει στην εγκατάλειψη της ελληνικής γης σε κάθε είδους επιβουλή όχι μόνο εγχώριας αλλά και διεθνούς πλέον προέλευσης.
Ειδικά τα τελευταία δυο χρόνια όλες οι νομοθετικές πρωτοβουλίες που σχετίζονται με τη χρήση της γης, την ίδια ώρα που επαγγέλλονται την επίλυση (πραγματικών) χρόνιων προβλημάτων (όπως η εκτός σχεδίου δόμηση, η έλλειψη δασικών χαρτών, οι απειλές ενάντια στη βιοποικιλότητα, η ανάγκη της ενεργειακής μετάβασης κ.λπ.), στην πραγματικότητα δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να ενισχύουν τις δυναμικές εκείνες που θα εντείνουν τη μαζική εκχώρηση δημόσιας και μικρομεσαίας ιδιωτικής περιουσίας σε αλλότρια συμφέροντα αποξενώνοντας από αυτά τον φυσικό ιδιοκτήτη και χρήστη που είναι ο Ελληνας πολίτης.
Το θέμα θα πρέπει να απασχολήσει –όσο είναι ακόμα καιρός– τις ελληνικές πολιτικές δυνάμεις που ενδιαφέρονται γι' αυτά ακριβώς τα πολυπληθή στη χώρα μας στρώματα των μικρομεσαίων ιδιοκτητών. Οι ελληνικές αριστερές δυνάμεις που, ακολουθώντας την ευρωπαϊκή τάση, για δεκαετίες εστιάζουν στο επίπεδο της μισθωτής εργασίας και την προστασία της, αφήνοντας ανυπεράσπιστη τη μικρομεσαία ιδιοκτησία, που συχνά τη φαντάζονται και εχθρική προς τα συμφέροντα των πολλών, θα πρέπει να αναλύσουν και να ερμηνεύσουν αυτό που συμβαίνει και βέβαια να αντισταθούν δυναμικά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου