Το μικρό Κυκλαδονήσι μοιάζει να επιπλέει μέσα στην απεραντοσύνη του μπλε. Το περίγραμμά του διαγράφεται καθαρά στο φόντο του αχνού απαλού καλοκαιριάτικου ουρανού. Η κορυφογραμμή του λες και αναδύεται μυστηριωδώς μέσα από το νερό, ανηφορίζει μέχρι την κορυφή του πελώριου κοκκινωπού βράχου, κατηφορίζει λίγο, ανεβαίνει ξανά και μετά πέφτει για να βουτήξει και να χαθεί μέσα στη θάλασσα, ακολουθώντας μια ακανόνιστη μακριά καμπύλη.
Είναι απομεσήμερο. Ο ήλιος έχει γείρει και το φως πέφτει λοξά, κάνοντας τις σκιές να μακραίνουν. Αναδεικνύονται τώρα λεπτομέρειες που πριν από λίγο ήταν αθέατες στο ηλιόλουστο τοπίο. Ψηλοί βράχοι, ρεματιές, φαράγγια ξεπροβάλλουν μέσα από τις εναλλαγές φωτός-σκιάς, έτσι που τώρα μπορείς να αντιληφθείς τις πραγματικές αναλογίες των πραγμάτων. Το τοπίο μπροστά σου αποκτά σιγά σιγά κλίμακα. Οι σκιές ως αντίστιξη μέσα στο άπλετο και κυρίαρχο φως που εξαΰλωνε τα πάντα είναι αυτές που μαρτυράνε ό,τι κρυβόταν, φανερώνουν ό,τι βρισκόταν μπροστά σου και τόση ώρα δεν το έβλεπες. Είναι οι σκουρόχρωμες περιοχές που δίνουν όγκο και η ύλη αποκτά επιτέλους υπόσταση. Μικρές και μεγαλύτερες εσοχές και εξοχές δίνουν μορφή στο άμορφο, θαρρείς και η ύπαρξη γεννιέται μέσα από την αντίθεση.
Κι όσο περνάει η ώρα, τόσο τα χρώματα αλλάζουν, τονίζονται, αποκτώντας τις χαμένες αποχρώσεις τους που τις διέλυσε και εκμηδένισε το εκτυφλωτικό φως του μεσημεριού. Φαίνονται καθαρά οι ώχρες, όλες οι διαβαθμίσεις του γκρι, τα ανοιχτά και σκουρότερα χοντροκόκκινα, τα χρυσοκίτρινα των ξερών χόρτων, οι καφετιές και σταχτιές περιοχές, οι λαδοπράσινες στίξεις των θάμνων, τα λιγοστά λευκά που κατά τόπους φωτίζουν σαν προβολείς το έδαφος. Κι ολοένα και περισσότερο τα χρώματα μεταβάλλονται, όπως και οι σχέσεις μεταξύ τους, σαν το χέρι ενός φανταστικού ζωγράφου να προσθέτει διαρκώς νέες πινελιές.
Πέτρινα φίδια ελίσσονται καθώς κατρακυλάνε πάνω στη βραχώδη ξερή πλαγιά των αρχέγονων βράχων, οι ξερολιθιές. Είναι σαν να κρυσταλλοποιήθηκε κάποια στιγμή ο χρόνος και να πέτρωσε η στιγμή που χέρι ανθρώπου τις έχτισε μια για πάντα. Γραμμές λιτές και απέριττες που διαχωρίζουν το τοπίο σε επιμέρους επικράτειες, χαρακιές πάνω στην επιφάνεια της άνυδρης στέρφας γης. Κι άλλες που τρέχουν οριζόντια, σχεδόν παράλληλα η μία στην άλλη, να φαντάζουν από μακριά με ρυτίδες πάνω στο γέρικο ηλιοκαμένο πρόσωπό της και στέκονται εκεί, σάμπως να υπήρχαν από πάντα και η φύση κι όχι χέρια ανθρώπων να τις δημιούργησε. Το φως τις τονίζει και τις κάνει να ξεχωρίζουν από τη σκιερή πλευρά τους που διαγράφει την παρουσία τους στο ωχρογκρίζο περιβάλλον του εδάφους.
Αναρωτιέσαι: Πώς είναι δυνατόν μέσα σ’ αυτήν την απόλυτη γυμνότητα να κρύβεται τόση ομορφιά! Ανεμοδαρμένα, άνυδρα, ξερά στέκουν αιώνες τώρα καταμεσής του Αιγαίου τα Κυκλαδονήσια. Είναι το βαθύ ultramarine της θάλασσας που αλλάζει τόσο γρήγορα αποχρώσεις, που τα ξεχωρίζει μεταξύ τους, αλλά και τα ενώνει όλα ένα γύρω, σε μια ενότητα. Κι ανάλογα με την ατμόσφαιρα, άλλοτε στέκουν πολύ μακριά το ένα από το άλλο, έτσι που δυσκολεύεσαι να τα διακρίνεις, κι άλλοτε τα βλέπεις τόσο καθαρά, λες και είναι δίπλα σου κι αν απλώσεις το χέρι σου μπορείς να τα ακουμπήσεις. Κι όταν το χρώμα της θάλασσας γίνεται ένα και ταυτίζεται μ’ αυτό του ουρανού, αυτά μοιάζουν να αιωρούνται πανάλαφρα στο κενό, αφού εξαφανίστηκε ο ορίζοντας που ξεχώριζε τον ουρανό με τη γη, το πάνω με το κάτω.
Βράχοι πανάρχαιοι, φέρουν πάνω στο σώμα τους ίχνη που αποκαλύπτουν σε μας σήμερα τον τιτάνιο αγώνα γενεών ανθρώπων να τιθασεύσουν την αγριότητα της φύσης και να ζήσουν στα αφιλόξενα σταχτιά βράχια του Αιγαίου. Γιατί οι ξερολιθιές που περιτριγυρίζουν τις πλαγιές αυτό πιστοποιούν, αυτό υποδηλώνουν, αυτό αφηγούνται. Τον διαρκή αγώνα του ανθρώπου να καλλιεργήσει με απίστευτο μόχθο και θυσίες το άγονο έδαφος, να κρατηθεί και να στεριώσει με υπεράνθρωπη προσπάθεια σ’ αυτόν τον κακοτράχαλο τόπο. Πετρώδη αρχιτεκτονημένα τοπία, κατάφορτα από απολιθωμένες μνήμες αμέτρητων ανθρώπινων βιωμάτων που μόνο να τα φανταστούμε μπορούμε, αφού τα έχει κυριεύσει προ πολλού η λήθη «στην οποία είμαστε όλοι καταδικασμένοι»1 όπως έλεγε ο Γουίλιαμ Φόκνερ.
Σ’ αυτά τα κυκλώπεια βράχια γεννήθηκαν στο παρελθόν -σαν από θαύμα- πολιτισμοί μεγάλοι, πανάρχαιοι, σπάνιας λεπτότητας. Πάνω σ’ αυτήν τη σκληρότητα, η τέχνη μεγαλούργησε δημιουργώντας μοναδικά επιτεύγματα, θαρρείς και τα σμίλευσε ο αέρας, τα πελέκησε το κύμα. Γλυπτά του Αιόλου και του Ποσειδώνα, που εκφράζουν μια βαθιά ιερότητα∙ την ιερότητα του πεπρωμένου της στοιχειωμένης ανθρώπινης θνητότητας.
*Αρχιτέκτων-ομότιμος καθηγητής Σχολής Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ
--------------
1. Γουίλιαμ Φόκνερ, «Αβεσσαλώμ, Αβεσσαλώμ!», μτφρ. Μ. Ζαχαριάδου, Gutenberg, Αθήνα 2021
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου