22 Ιουλίου 2022

«Ομηρίες» για κάθε γούστο: Οταν η εφημερίδα της οικογένειας Μητσοτάκη πανηγύριζε για την «ανομία» όσων βρίσκονταν στη σωστή πλευρά της πανεπιστημιακής ιστορίας.

Από τις πρόσφατες κινητοποιήσεις στο Πολυτεχνείο Κρήτης ενάντια στη δίωξη των οκτώ συνδικαλιστών φοιτητών

Τάσος Κωστόπουλος

Οταν πριν από ενάμιση χρόνο προειδοποιούσαμε από τις στήλες τούτης εδώ της εφημερίδας (8/2/2021), με βάση μια προσεκτική απλώς ανάγνωση του νομοσχεδίου Χρυσοχοΐδη-Κεραμέως για την πανεπιστημιακή αστυνομία, ότι κεντρικό στόχο αυτού του τελευταίου δεν αποτελεί η πάταξη της όποιας ποινικής παραβατικότητας στους πανεπιστημιακούς χώρους αλλά η δραστική περιστολή της ελευθερίας του λόγου και της συνδικαλιστικής δράσης των φοιτητών, δεν περιμέναμε πως οι σχετικές πειθαρχικές διατάξεις θα ενεργοποιούνταν προτού καν οι νέες μονάδες πατήσουν το πόδι τους στα ελληνικά ΑΕΙ.

Κι όμως, αυτό ακριβώς συνέβη με τις πρόσφατες διώξεις φοιτητών του Πανεπιστημίου Κρήτης· διώξεις που ξεκίνησαν για το «αδίκημα» της ανάρτησης μιας χειρόγραφης ενημερωτικής αφίσας και κλιμακώθηκαν, κατ’ εντολήν της υπουργού Παιδείας, με την τερατώδη κακουργηματική κατηγορία της «αρπαγής» για μια απλή παράσταση διαμαρτυρίας στην Κοσμητεία της Σχολής Ηλεκτρολόγων Μηχανικών Υπολογιστών.

Η αφίσα και το «κακούργημα»


Τα γεγονότα είναι λίγο-πολύ γνωστά στους αναγνώστες της «Εφ.Συν.», από σχετικές ανταποκρίσεις του συναδέλφου Μάριου Διονέλλη. Στις 12 του περασμένου Οκτωβρίου, φοιτητές αντέδρασαν στο ξήλωμα μιας χειρόγραφης αφίσας τους (κολλημένης στον τοίχο με σελοτέιπ) από τον εκεί καθηγητή (και μέλος της Κοσμητείας) Αγγελο Μπλέτσα. Ο καθηγητής ζήτησε τα ονόματά τους «για να προχωρήσει σε καταγγελία αφισορρύπανσης»· σύμφωνα δε με τους φοιτητές, η απαίτηση αυτή συνοδεύτηκε από την απειλή πειθαρχικής δίωξης («θα σε διώξω από το Πολυτεχνείο», «θα φας πειθαρχικό και θα σε στείλω σπίτι σου για 6 μήνες» κ.ο.κ.).

«Το θέμα της ασφάλειας ταλανίζει το ελληνικό Πανεπιστήμιο εδώ και δεκαετίες, ιδιαίτερα από τη Μεταπολίτευση και μετά» | Βασίλης Διγαλάκης (βουλευτής Ν.Δ., τ. υφυπουργός Παιδείας), «ΣΚΑΪ» 18/1/2022

Υπενθυμίζουμε εδώ ότι, σύμφωνα με τον νόμο Κεραμέως-Χρυσοχοΐδη (Ν. 4777/2021, άρθρο 23§2.ε΄-ζ΄), κάθε «χρήση των στεγασμένων ή ανοικτών χώρων του ιδρύματος χωρίς την άδεια των αρμόδιων οργάνων του», καθώς και «η υπαίτια και με οποιονδήποτε τρόπο ρύπανση των στεγασμένων ή ανοικτών χώρων του ιδρύματος, συμπεριλαμβανόμενης και της ηχορρύπανσης», συνιστούν πειθαρχικά αδικήματα που μπορούν να επιφέρουν ακόμη και απομάκρυνση των φοιτητών από το Πανεπιστήμιο για διάστημα 1-24 μηνών, με αποκλεισμό τους από τους πανεπιστημιακούς χώρους και τις εξετάσεις, αφαίρεση της φοιτητικής ταυτότητας κι εκδίωξή τους από τις φοιτητικές εστίες (άρθρο 24). Η δε επίμαχη αφίσα ενημέρωνε τους φοιτητές ότι στην επόμενη συνεδρίαση της Συγκλήτου επρόκειτο να συζητηθεί η επιβολή μέτρων ελέγχου στις εισόδους του ιδρύματος.

Τρεις περίπου ώρες μετά το φραστικό αυτό επεισόδιο, ο πρόεδρος του φοιτητικού συλλόγου του τμήματος δέχτηκε e-mail από τον κοσμήτορα Γιώργο Καρυστινό, με το οποίο του ζητούσε «να επιβεβαιώσει την ακρίβεια» της αναφοράς του καθηγητή εις βάρος του, «καθώς το ζήτημα θα συζητηθεί στην επόμενη συνεδρίαση της Κοσμητείας της Σχολής» (για τη δρομολόγηση, προφανώς, πειθαρχικής δίωξης). Η επέκταση μάλιστα των κατηγοριών, πέρα από το αρχικό «αδίκημα» της αφισοκόλλησης στα πλημμελήματα της «εξύβρισης» (επειδή η καταστροφή της αφίσας χαρακτηρίστηκε «ασφαλίτικη» και «φασισμός») και της «απειλής» (πως ενδεχόμενη δίωξη θα επέφερε επώνυμη καταγγελία του υπεύθυνου καθηγητή με νέες αφίσες «σε όλο το Πολυτεχνείο»), άνοιγε βάσει του ίδιου νόμου τον δρόμο ακόμη και για οριστική εκδίωξη του συνδικαλιστή φοιτητή από το ίδρυμα (άρθρα 23§2.θ΄ και 24§3).

Οπως ήταν αναμενόμενο, οι φοιτητές αντέδρασαν δυναμικά σ’ αυτή την πρωτοφανή ενεργοποίηση των πειθαρχικών διατάξεων του νόμου για την πανεπιστημιακή αστυνομία προκειμένου να περιοριστεί δραστικά η συνδικαλιστική δραστηριότητά τους. Με απόφαση των τεσσάρων φοιτητικών συλλόγων του ιδρύματος, τις επόμενες μέρες πραγματοποιήθηκαν δύο ομαδικές παραστάσεις διαμαρτυρίας, αρχικά στη Σύγκλητο (13/10) και κατόπιν στην Κοσμητεία (14/10), ζητώντας ν’ αποσυρθεί η απειλή πειθαρχικών διώξεων.

Η Σύγκλητος θεώρησε το ζήτημα λήξαν· μετά τη δεύτερη κινητοποίηση, έστειλε μάλιστα σ’ όλη την πανεπιστημιακή κοινότητα e-mail τονίζοντας ότι «στο Πολυτεχνείο Κρήτης δεν θα πρέπει να έχουν θέση προσβλητικές και βίαιες συμπεριφορές, ενώ θα πρέπει να αναπτύσσεται πολιτικός λόγος και συνδικαλιστικές δράσεις ελεύθερα χωρίς το φόβο πειθαρχικών διώξεων και αποκλεισμών».

Υστερα από μια ολόκληρη εβδομάδα, κι ενώ στο Πολυτεχνείο Κρήτης η κατάσταση είχε πλήρως εκτονωθεί, η Κοσμητεία εξέδωσε ανακοίνωση (20/10), περιγράφοντας το ομαδικό διάβημα των φοιτητών σαν τετράωρη «ομηρία» του κοσμήτορα στο γραφείο του από «ομάδα 20-30 ατόμων», «σε αποπνικτική ατμόσφαιρα και υπό συνεχείς ύβρεις», ισχυριζόμενη πως οι φοιτητές «του απαγόρευσαν να βγει από το γραφείο» απαιτώντας φορτικά «να υπογράψει δήλωση» πως δεν θα υπάρξουν διώξεις. Η περίεργα καθυστερημένη αυτή «είδηση» αναπαράχθηκε αστραπιαία από φιλοκυβερνητικούς ιστότοπους (όπως το protothema.gr)· επισυνάπτοντας τρία τέτοια δημοσιεύματα, η υπουργός Παιδείας προχώρησε δε τις επόμενες μέρες στην υποβολή μήνυσης «κατά παντός υπευθύνου», ζητώντας «την άσκηση ποινικής δίωξης και την ποινική καταδίκη» των στοχοποιούμενων φοιτητών.

Η εισαγγελέας Πρωτοδικών διέταξε προκαταρκτική εξέταση για «αρπαγή» (ΠΚ 322§1, κακούργημα που αφορά απαγωγές με πλήρη «αποστέρηση [των θυμάτων] από την προστασία της πολιτείας» κι επιφέρει ποινές κάθειρξης 5-20 χρόνων!) κι οκτώ φοιτητές (τρεις πρόεδροι κι άλλα πέντε μέλη Δ.Σ. συλλόγων) που κατονομάστηκαν από τον κοσμήτορα σαν πρωτοστατούντες κλήθηκαν σε απολογία. Στα υπομνήματα που κατέθεσαν, αρνούνται πως απαγορεύτηκε η έξοδος του κοσμήτορα από το γραφείο του ή η επικοινωνία του με συναδέλφους του, επικαλούμενοι τις καταθέσεις καθηγητών μαρτύρων αλλά και τα SMS που ο ίδιος κατέθεσε στην ανάκριση.

«Το μεγαλύτερο πρόβλημα»

Οπως ήταν φυσικό, οι εξελίξεις αυτές προκάλεσαν θύελλα στο Πολυτεχνείο Κρήτης. Φοιτητές προχώρησαν σε διαδηλώσεις υποστήριξης προς τους διωκόμενους συναδέλφους τους και 34 καθηγητές του ιδρύματος εξέδωσαν ανακοίνωση ότι διαφωνούν με την άσκηση ποινικής δίωξης «για ζητήματα που η ίδια η ενδιαφερόμενη ακαδημαϊκή κοινότητα και τα νόμιμα θεσμικά της όργανα θεώρησαν ως λήξαντα», καλώντας την κ. Κεραμέως «να αποσύρει τη μηνυτήρια αναφορά που κατέθεσε».

Θα μπορούσε ίσως κανείς να θεωρήσει το όλο συμβάν σαν απόρροια ενός μίγματος άτσαλης καθηγητικής αυθαιρεσίας κι ακόμη πιο άτσαλης εκδήλωσης συναδελφικής αλληλεγγύης, αν η όλη συγκυρία, η ίδια η υπουργική παρέμβαση κι ορισμένα άλλα στοιχεία δεν οδηγούσαν σε πολύ διαφορετικά συμπεράσματα.

Η καθυστερημένη ανακοίνωση της Κοσμητείας, με την οποία τέθηκε σε κίνηση ο μηχανισμός της δίωξης, δεν περιορίζεται λ.χ. στην αποκάλυψη της υποτιθέμενης «ομηρίας» του κ. Καρυστινού, αλλά προχωρά και σε στρατηγικότερες διακηρύξεις για τα όρια -τεχνικά κι ουσιαστικά- της επιτρεπτής ελευθερίας έκφρασης στο εσωτερικό της σχολής: όχι μόνο «η αφισοκόλληση εκτός των πινάκων ανακοινώσεων αποτελεί αφισορρύπανση και θα αντιμετωπίζεται με την ίδια σταθερή και αυστηρή στάση», αλλά και «η ανειλικρινής παρουσίαση και διαστρέβλωση των συμβάντων» (η απόκλιση, τουτέστιν, από την εικόνα που προβάλλει για κάποια γεγονότα η ίδια η Κοσμητεία) «αποτελούν πράξεις που υποσκάπτουν τον ακαδημαϊκό χαρακτήρα και την ελεύθερη διακίνηση ιδεών εντός του Πολυτεχνείου Κρήτης» (διατύπωση που υπαινίσσεται ακόμη και τη δυνατότητα οριστικής αποβολής των «ενόχων», βάσει των άρθρων 23-24 του Ν. 4777/2021).

Για τις προθέσεις κάποιων πανεπιστημιακών ν’ αξιοποιήσουν τον νέο νόμο ως όπλο για την πάταξη του ενοχλητικού φοιτητικού συνδικαλισμού, εξαιρετικά αποκαλυπτικό είναι επίσης ένα άρθρο του προέδρου του Τμήματος Ιστορίας-Αρχαιολογίας του ΑΠΘ, καθηγητή Βασίλη Γούναρη, που δημοσιεύθηκε καλοκαιριάτικα πέρσι στην «Καθημερινή» (26/7/21021), υποδεικνύοντας ως επικείμενο στόχο τους συνδικαλιστές και τα μέλη της ΕΑΑΚ· αριστερής παράταξης που απέσπασε το 16% των ψήφων στις πρόσφατες φοιτητικές εκλογές και στην οποία ανήκουν οι διωκόμενοι συνδικαλιστές των Χανίων. Τα σχήματα της ΕΑΑΚ, διακήρυξε, «αποτελούν το δεύτερο μεγαλύτερο πρόβλημα λειτουργίας των ΑΕΙ, μετά το κοινό ποινικό έγκλημα, και τον βασικότερο λόγο της επιχειρούμενης αστυνόμευσής τους». Σύμφωνα μάλιστα με τον ίδιο πάντα πανεπιστημιακό δάσκαλο, οι ζωηροί αυτοί φοιτητές (που «μονοπώλησαν σχεδόν την “επαναστατικότητα”, εξέφρασαν τον αγανακτισμένο λαϊκισμό στον χώρο των φοιτητών» κι αρνούνται την εκπροσώπησή τους «από μεμονωμένα άτομα ή από συγκεκριμένη ιεραρχία») «ξεπέρασαν το πρόβλημα του κοινού ποινικού εγκλήματος εντός των ΑΕΙ, αφού το δεύτερο μπορούσε να διωχθεί -και διώκεται- χωρίς πολλές περιπλοκές», με βάση την υφιστάμενη νομοθεσία· εξ ου και «η ανάλογη του προβλήματος νομοθετική πρωτοβουλία, της τακτικής αστυνόμευσης των ΑΕΙ» από την κυβέρνηση Μητσοτάκη.

Ξεχάστε, μ’ άλλα λόγια, ό,τι σας ποτίζουν τόσα χρόνια ο ΣΚΑΪ και οι παραφυάδες του, για τη «βαριά εγκληματικότητα» που (υποτίθεται ότι) μαστίζει τους πανεπιστημιακούς μας χώρους. Το πρόβλημα είναι οι επίγονοι του μεταπολιτευτικού φοιτητικού ριζοσπαστισμού –και δη όσοι δεν έχουν «συγκεκριμένη ιεραρχία», για να ξεμπερδέψεις μια και καλή μαζί της μέσω εξατομικευμένης πίεσης ή προσωπικής διαπραγμάτευσης...

Η αναγόρευση μιας απλής φοιτητικής διαμαρτυρίας, στη διάρκεια της οποίας διάφοροι καθηγητές μπαινόβγαιναν ανενόχλητα στο γραφείο του κοσμήτορα, σε κακουργηματική «απαγωγή» θα καταρρεύσει προφανώς στο δικαστήριο. Στις προανακριτικές καταθέσεις τους, τρία από τα επτά μέλη της Κοσμητείας που υπέγραψαν την περίφημη ανακοίνωση/καταγγελία περί «ομηρίας» ξεκαθαρίζουν άλλωστε ότι δεν ήταν παρόντες στα συμβάντα, ενώ δύο άλλοι περιγράφουν την κατάσταση στο γραφείο του κοσμήτορα σαν «ήρεμη» κι «ελεγχόμενη».

Από την ίδια την επίσημη εκδοχή είναι επίσης προφανές ότι πρώτος κατέφυγε σε υλική και ψυχολογική βία ο καθηγητής που κατέβασε την αφίσα και απείλησε τους διαμαρτυρόμενους φοιτητές με πειθαρχικές διώξεις· ενέργεια που ενστερνίστηκε κι επισημοποίησε με το e-mail του ο κοσμήτορας. Παρόμοιες στιγμές έντασης δεν είναι βέβαια καθόλου ασυνήθιστες ούτε στα ελληνικά ούτε στα ξένα ΑΕΙ, η εύρυθμη λειτουργία των οποίων προϋποθέτει την έγκαιρη εκτόνωσή τους. Ο,τι προσπάθησε να κάνει, δηλαδή, στη συγκεκριμένη περίπτωση η Πρυτανεία και τίναξε στον αέρα με τη μήνυσή της η κυρία Κεραμέως.

Τον καιρό των ΠΣΕ


Ειδικά το Πολυτεχνείο Κρήτης, ένα από τα καλύτερα και διεθνώς πιο αναγνωρισμένα ελληνικά ΑΕΙ, έχει πίσω του μια μακρά παράδοση εσωτερικών εντάσεων και συγκρούσεων, από την εποχή των αλήστου μνήμης «Προγραμμάτων Σπουδών Επιλογής» (ΠΣΕ). Προϊστορία που επιφυλάσσει μάλιστα στον ανυποψίαστο αναγνώστη μια διδακτικότατη έκπληξη: ορισμένα επεισόδιά της, παρεμφερή με τα τωρινά, είχαν γίνει δεκτά με πανηγυρισμούς από το επίσημο δημοσιογραφικό όργανο της οικογένειας Μητσοτάκη (τον χανιώτικο «Κήρυκα»). Σε κάποιες άλλες περιπτώσεις, πάλι, ο «Κήρυξ» κατήγγειλε σαν (συμ)πρωταγωνιστή της (κακής) βίας τον σημερινό βουλευτή Χανίων της Ν.Δ., Βασίλη Διγαλάκη − πρόεδρο της Διαρκούς Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής κι επί μια διετία υφυπουργό Παιδείας του Κυριάκου, αρμόδιο για την τριτοβάθμια εκπαίδευση (2019-2021)!

Μορφή έμμεσης ιδιωτικοποίησης του δημόσιου Πανεπιστημίου, τα ΠΣΕ θεσμοθετήθηκαν με τον Ν.2525/1997 του Γεράσιμου Αρσένη ως «παράλληλα» προγράμματα σπουδών με εισακτέους κατά παράκαμψη των πανελληνίων εξετάσεων, οι μεγαλύτερες ηλικίες των οποίων κατέβαλλαν εξαρχής δίδακτρα· οι σπουδές όσων ήταν κάτω των 25 χρηματοδοτούνταν προσωρινά -για μια διετία- από ευρωπαϊκά κονδύλια, την εξάντληση των οποίων, όπως εύστοχα επισήμαινε τότε η «Καθημερινή» (11/11/1998), θ’ ακολουθούσε μοιραία η γενίκευση της επιβολής διδάκτρων, «φυτεύοντας ένα ιδιωτικό Πανεπιστήμιο μέσα στους κόλπους του δημοσίου». Αψηφώντας τις έντονες αντιδράσεις μεγάλου μέρους της πανεπιστημιακής κοινότητας, ο Αρσένης ενέκρινε 32 τέτοια προγράμματα, από τα οποία λειτούργησαν τελικά τα 25 (11 σε ΑΕΙ και 14 σε ΤΕΙ) − ώσπου το 2000 καταργήθηκαν με απόφαση του διαδόχου του και το 2011 οριστικά διά νόμου.

Τρία ΠΣΕ λειτούργησαν στο Πολυτεχνείο Κρήτης, με κριτήρια εισαγωγής κυρίως τον βαθμό απολυτηρίου και τα «έτη μεταλυκειακής εκπαίδευσης» σε κάποιο ΙΕΚ (ΦΕΚ 1997/Β/197, Υ.Α. Β1/138-140). Ο αγώνας των φοιτητών και μιας μερίδας καθηγητών του ιδρύματος για την κατάργησή τους υπήρξε παρατεταμένος και πολύμορφος, με προσφυγές στο ΣτΕ, πεντάμηνη φοιτητική κατάληψη και δυναμική παρεμπόδιση των προσπαθειών της τότε πρυτανείας να επιβληθεί μέσω παράνομων συνθέσεων της Συγκλήτου.

Στην απέναντι όχθη, τα ΠΣΕ υποστηρίχθηκαν από μια συμμαχία του βαθέος τοπικού ΠΑΣΟΚ με τη μητσοτακική τοπική Ν.Δ. και το κομμάτι εκείνο της τοπικής κοινωνίας που έβλεπε την αύξηση του φοιτητικού πληθυσμού μέσω ΠΣΕ σαν ιδεώδες χειμερινό υποκατάστατο του καλοκαιρινού τουρισμού. Στο αποκορύφωμα της αναμέτρησης, η πρυτανεία προσέλαβε μια δεκαριά «φουσκωτούς» που άρχισαν να καταδιώκουν (και να ξυλοκοπούν) τους «σεσημασμένους» φοιτητές σε όλη την πόλη, αναγκάζοντας τα πιο εκτεθειμένα στελέχη του κινήματος να περάσουν σε μια ιδιότυπη ημιπαρανομία. Τελικά, η νέα πρυτανική αρχή που εξελέγη το 1999 κατάργησε τα ΠΣΕ, τα ιδρυτικά διατάγματα των οποίων κηρύχθηκαν την ίδια χρονιά από το ΣτΕ αντισυνταγματικά.

Μπροστάρης στην υπεράσπιση των ΠΣΕ, ο μητσοτακικός «Κήρυξ» δεν μάσαγε τα λόγια του όταν έπιανε στην πένα του τους αντιφρονούντες. «Μία χούφτα χουλιγκάνων μ’ επικεφαλής τον καθηγητή Γρυσπολάκη έκανε γυαλιά-καρφιά πάλι το Πολυτεχνείο», διαβάζουμε π.χ. στο πρωτοσέλιδο της 24/10/1998, μια μέρα μετά τη διάλυση συνεδρίασης της Συγκλήτου με παράνομη σύνθεση. Ακόμη γλαφυρότερο αποδεικνύεται ένα μεταγενέστερο φωτορεπορτάζ της εφημερίδας από τα ίδια γεγονότα (27/1/2000), όταν οι «ταραξίες» του 1998 είχαν εκλεγεί πλέον ως νέα πρυτανική αρχή:

«Οι μελλοντικοί επιστήμονες με τη χρήση ειδικού εργαλείου υψηλής τεχνολογίας, που κατά τον Αρχιμήδη έχει καθιερωθεί ως σιδηρούς μοχλός δευτέρας τάξεως αλλά κατά την κοινή γλώσσα των διαρρηκτών αποκαλείται απλά “λοστός εργασίας”, επιδίδονται στη διάνοιξη της εισόδου των γραφείων της πρυτανείας. Ο επίκουρος καθηγητής κ. Βασίλης Διγαλάκης (με μαύρο γυαλί) έχει μόλις απολαύσει το σπάσιμο με λοστό της πόρτας της Πρυτανείας και μπουκάρει μαζί με τους φοιτητές. [...]

Πέντε καθηγητές (μέλη ΔΕΠ) σε αγαστή συνεργασία ορμούν και μπουκάρουν. Διακρίνεται ο τωρινός αντιπρύτανης και πανταχού παρών στις τότε κινητοποιήσεις κ. Γρυσπολάκης. Κάνει την εμφάνισή του την κατάλληλη στιγμή για να δρέψει τις δάφνες του αγωνιστή. Κοντά του οι επίκουροι καθηγητές κ.κ. Διγαλάκης και Τριανταφύλλου. Με την πλάτη προς τον φακό οι κ. Χριστοδουλάκης και δίπλα του ο κ. Πουλιέζος. Οι “φοιτητές” με τους καθηγητές τους εν δράσει».

Οταν «άσπρισε» ο Γρυσπολάκης

Μέχρι εδώ όλα μπορούν να θεωρηθούν λίγο-πολύ αναμενόμενα, ακόμη και οι (καθόλου σπάνιες) δραστικές μεταστροφές στην πολιτικοκοινωνική καριέρα κάποιων πανεπιστημιακών. Οι αξιοσημείωτες εκπλήξεις αρχίζουν όταν, μετά τη νίκη του κινήματος κατά των ΠΣΕ, τη σκυτάλη της «ανομίας» παρέλαβαν τα πουλέν του φιλελευθερισμού: οι φοιτητές των ΠΣΕ (που βρέθηκαν ξαφνικά μετέωροι) και οι γονείς τους (που έσπευσαν να συστήσουν «Εταιρεία για την προστασία και διατήρηση των ΠΣΕ του Πολυτεχνείου Κρήτης», καλώντας τον υπουργό Παιδείας να υπερασπιστεί με κάθε μέσο το δημιούργημά του).

Στις 23/8/1999, σπουδαστές των ΠΣΕ και γονείς εισέβαλαν λ.χ. στη νέα Σύγκλητο, ματαιώνοντας την πρώτη συνεδρίασή της μετά τις πρυτανικές εκλογές. «Ηταν ουσιαστικά μία ανταλλαγή κραυγών, φωνών και σε ένα βαθμό ύβρεων και επιθέτων», περιέγραψε τη σκηνή στις εφημερίδες ο νέος πρύτανης Γιάννης Φίλης («Χανιώτικα Νέα», 24/8/1999)· ο «Κήρυξ» των Μητσοτάκηδων, απ’ την πλευρά του, αποφάνθηκε χαιρέκακα στον τίτλο του πως «η νέα πρυτανεία του Πολυτεχνείου Κρήτης κοιμάται όπως έστρωσε...».

Τρεις μέρες μετά, η Σύγκλητος αποφάσισε την κατάργηση των ΠΣΕ. Σύμφωνα με τα «Χανιώτικα Νέα» (28/8/1999), «έξω από την κεντρική είσοδο παρέμεναν καθόλη τη διάρκεια της συνεδρίασης φοιτητές των συμβατικών τμημάτων, για να αποτρέψουν τυχόν απόπειρα των σπουδαστών των ΠΣΕ να μπουν στην αίθουσα». Μόλις η πόρτα άνοιξε για να μπει ο πρόεδρος της εταιρείας των γονέων και να εκθέσει τις απόψεις του, «όρμησαν μέσα στην αίθουσα κάποιοι σπουδαστές των ΠΣΕ χωρίς να έχουν προσκληθεί»· ακολούθησε «μικροεπεισόδιο» και η συνεδρίαση συνεχίστηκε κεκλεισμένων των θυρών. Οταν ολοκληρώθηκε, δεκάδες σπουδαστές των ΠΣΕ και γονείς «συγκεντρώθηκαν έξω από το γραφείο του κ. Φίλη, ζητώντας να τους κοινοποιήσει την απόφαση που έλαβε η Σύγκλητος για τα Προγράμματα Σπουδών Επιλογής. Στην αρχική άρνηση του πρύτανη αντέδρασαν άσχημα, φωνάζοντας -βρίζοντας ορισμένοι- και χειρονομώντας με έντονο ύφος».

Ακολούθησε ένα επεισόδιο που, με τη λογική της σημερινής Κοσμητείας και της κ. Κεραμέως, άνετα μπορεί να χαρακτηριστεί επίσης «ομηρία»: «Ορισμένοι από τους σπουδαστές μαζί με έναν-δυο γονείς μπήκαν παρά τη θέληση του πρύτανη στο γραφείο του, όπου βρισκόταν και ο [αντιπρύτανης] κ. Σαριδάκης, και αφού κλείδωσαν την πόρτα, ζητούσαν εξηγήσεις για την απόφαση, την οποία είχαν ήδη πληροφορηθεί».

Προς υπεράσπιση των αρχών έσπευσαν οι κανονικοί φοιτητές του Ιδρύματος, που «θεώρησαν ότι ο πρύτανης βρισκόταν υπό καθεστώς ομηρίας» κι έσπασαν την πόρτα για να τον απελευθερώσουν. Η κλιμάκωση αποτράπηκε ωστόσο χάρη στην ψυχραιμία του κ. Φίλη, που φρόντισε να εκτονώσει την κατάσταση με μια έκκληση προς το υπουργείο Παιδείας, να βρει μια «δίκαιη λύση» στο «κοινωνικό πρόβλημα των υφιστάμενων σπουδαστών των ΠΣΕ».


Για τον «Κήρυκα» της ίδιας μέρας, που ειρωνεύτηκε τους ισχυρισμούς «των γνωστών φοιτητών του Ιδρύματος» περί ομηρίας του πρύτανη, η «παρατεταμένη ανταλλαγή ύβρεων» και η εισβολή «15 περίπου εκπροσώπων των ΠΣΕ [που] εισήλθαν βίαια στο γραφείο του Πρύτανη, κλειδώνοντας μάλιστα πίσω τους την πόρτα» δεν αποτελούσαν, φυσικά, καταδικαστέες πρακτικές, καθώς εκπορεύονταν από τη σωστή πλευρά της ιστορίας. Οι κραυγές του της προηγούμενης χρονιάς, υπέρ της άμεσης ποινικής δίωξης όσων μελών της πανεπιστημιακής κοινότητας διατάρασσαν τη λειτουργία των (έστω και παράνομων) οργάνων, ανήκαν -προς το παρόν- στο μακρινό παρελθόν. Με ενθουσιασμό υποδέχτηκε επίσης η καλή εφημερίδα την απόφαση της γενικής συνέλευσης σπουδαστών και γονέων «να υποβληθούν μηνύσεις στα μέλη της Συγκλήτου που πήραν θέση υπέρ της παύσης των ΠΣΕ», ψηφίζοντας κατά συνείδηση κατά τη νόμιμη άσκηση των καθηκόντων τους.

Στις 2/9 οι φοιτητές των ΠΣΕ προχώρησαν σε «συμβολική» κατάληψη της πρυτανείας για δύο τουλάχιστον εικοσιτετράωρα. Ο «Κήρυξ», που κάτω από άλλες συνθήκες θα χάλαγε τον κόσμο για την παρεμπόδιση της λειτουργίας του ιδρύματος, αντιμετώπισε το συμβάν με φιλικότατη ψυχραιμία: «Οι διοικητικοί υπάλληλοι της Πρυτανείας που πήγαν το πρωί στα γραφεία τους αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν, χωρίς ωστόσο να δημιουργηθούν επεισόδια ή αντεγκλήσεις». Ζητούμενο δεν ήταν άλλωστε πια η «τάξη» αλλά η νίκη της σωστής πλευράς πάση θυσία: «Οι επτακόσιοι φοιτητές των ΠΣΕ και οι γονείς τους είναι αποφασισμένοι να δώσουν τη μάχη που θα τους εξασφαλίσει την απρόσκοπτη συνέχιση των σπουδών τους. [...] Το κύμα της λαϊκής αγανάκτησης των Χανιωτών κοντεύει να πνίξει τους άλλοτε λαοπρόβλητους Γρυσπολάκηδες που λυμαίνονται ασύστολα το Ιδρυμα».

Η επικρότηση της ενδοπανεπιστημιακής «ανομίας» από την εφημερίδα της οικογένειας Μητσοτάκη κορυφώθηκε στις 30/9/1999, μ’ ένα ενθουσιώδες ρεπορτάζ για τον προπηλακισμό και το γιαούρτωμα, την προηγούμενη μέρα, του αντιπρύτανη του Πολυτεχνείου από φοιτητές των ΠΣΕ.

Κάτω από τον σκαμπρόζικο τίτλο «“Aσπρισε” χθες ο Γρυσπολάκης, και όχι μόνον από το γιαούρτωμα», διαβάζουμε τα εξής:

«Εσπερνε ανέμους και τώρα εισπράττει θύελλες ο γνωστός καθηγητής του Π.Κ. κ. Μάκης Γρυσπολάκης. Αν τώρα οι θύελλες έχουν μια γεύση από γιαούρτι, αυτό θα έπρεπε να το περιμένει ο κ. αντιπρύτανης. Εκείνος πρώτος άλλωστε “ήρξατο χειρών αδίκων...”. Χθες ο κόμπος έφτασε στο χτένι για τους φοιτητές των ΠΣΕ. Η αγανάκτησή τους μετά την απόφαση της Συγκλήτου για την κατάργηση των ΠΣΕ έκαμε το ποτήρι να ξεχειλίσει. Εξαγριωμένοι φοιτητές των ΠΣΑΕ επιτέθηκαν στον Αντιπρύτανη του ιδρύματος και πρωταγωνιστή της κρίσης που μαστίζει το Πολυτεχνείο Κρήτης κ. Ιωακείμ Γρυσπολάκη και σε μέλη της Επιτροπής Ερευνών που συνεδρίαζαν στην Πολυτεχνειούπολη. Φοιτητές των ΠΣΕ και ο πρώην Αντιπρύτανης του Πολυτεχνείου κ. Δημήτρης Χριστοδούλου μπήκαν στην αίθουσα της συνεδρίασης και δεν επέτρεπαν στα μέλη της να εξέλθουν. [...] Οι φοιτητές πέταξαν γιαούρτια στον κ. Αντιπρύτανη, ενώ όπως ο ίδιος δήλωσε ο κ. Χριστοδούλου τον έδειρε. [...] Οπως δήλωσε στον “Κ” ο κ. Χριστοδούλου, αφορμή για τη δυναμική αυτή επέμβαση αποτέλεσε το έγγραφο που έστειλε ο κ. Γρυσπολάκης στο Στρατολογικό Γραφείο Χανίων, σύμφωνα με το οποίο οι άνδρες φοιτητές των ΠΣΕ δεν είναι μέλη του Πολυτεχνείου και γι’ αυτό πρέπει να στρατολογηθούν και να παρουσιαστούν, διακόπτοντας την αναβολή τους. Ο κ. Γρυσπολάκης επικαλέστηκε την απόφαση του ΣτΕ για κατάργηση των ΠΣΕ, την οποία φυσικά παρερμήνευσε. [...] Οπως κατήγγειλε ο κ. Χριστοδούλου, ο κ. Γρυσπολάκης τον απείλησε ότι θα τον καταγγείλει στο πειθαρχικό του Ιδρύματος με το ερώτημα της απομάκρυνσής του. Μάλλον ο κ. Γρυσπολάκης πρέπει να απομακρυνθεί από το Ιδρυμα».

Οι δυναμικές αντιδράσεις των θιγόμενων έφεραν πάντως αποτέλεσμα: με ειδική νομοθετική διάταξη (άρθρο 2 του Ν. 2752), επιτράπηκε τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς στους ήδη φοιτητές των ΠΣΕ του Πολυτεχνείου Κρήτης -και μόνο σ’ αυτούς- η ολοκλήρωση των σπουδών τους. Οπως και σε ουκ ολίγες άλλες περιπτώσεις, η μαμή της ιστορίας αποδείχθηκε τελικά κι εδώ αρκούντως αποτελεσματική. Μ’ ένα πολύτιμο χεράκι, βέβαια, απ’ όσους δεν έχουν πάψει να ευαγγελίζονται την αμείλικτη πάταξη πάσας βίας και πάσας ανομίας εντός των ελληνικών ΑΕΙ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου