Βρισκόμαστε στα 1992, το Τείχος του Βερολίνου αποτελεί παρελθόν εδώ και μια τριετία, ενώ εδώ και ένα χρόνο το πάλαι ποτέ απόρθητο κάστρο του σοσιαλισμού βρίσκεται στα χέρια των δυνάμεων της ελευθερίας. Ο καπιταλισμός έχει νικήσει. Η Δύση επικρατεί τελικά της Ανατολής.
Μέσα σε αυτό το κλίμα, το υπουργείο Εθνικής Άμυνας των ΗΠΑ περιγράφει συνοπτικά τους στρατηγικούς του στόχους για τη μετασοβιετική περίοδο. Έχοντας απαλλαγεί από την απειλή μιας σύγκρουσης με τον αιώνιο εχθρό, οι ιθύνοντες του αμερικανικού Πενταγώνου ανακοινώνουν τη νέα γραμμή πλεύσης της εναπομείνασας αυτοκρατορίας. Η στρατηγική πλέον θα συνίσταται στην «παρεμπόδιση της εμφάνισης κάθε δυνητικού ανταγωνιστή στην παγκόσμια σκηνή», διαβάζουμε στο αρχείο των Times της Νέας Υόρκης, με τους στρατηγικούς σχεδιαστές του γεωπολιτικού και στρατιωτικού πλάνου των ΗΠΑ να μην αφήνουν καμία αμφιβολία για τους στόχους αυτού, την παγίωση δηλαδή της συντριπτικής υπεροχής των αμερικανικών δυνάμεων πυρός και τη διατήρηση ενός αρραγούς μετώπου έμπιστων συμμάχων.
Αυτό ήταν το στρατηγικό φύλλο πορείας που κληρονόμησε η κυβέρνηση Ομπάμα, το 2008, αλλά και αυτή του Τραμπ το 2016 (ακόμη κι αν ο ίδιος έδειχνε ελάχιστο ενδιαφέρον για ζητήματα γεωπολιτικής). Αυτό κληρονόμησε και η κυβέρνηση Μπάιντεν το 2021. Όπως δήλωνε το 2018 ο τότε υπουργός Άμυνας, Τζ. Μάτις, ενώπιον της Επιτροπής Ενόπλων Δυνάμεων της Γερουσίας των ΗΠΑ: ο «ανταγωνισμός των μεγάλων δυνάμεων» καθίσταται προτεραιότητα για την Ουάσιγκτον. Σε αυτή την κούρσα, εξηγούσε ο Μάτις, προκειμένου να αποκατασταθεί η αμερικανική υπεροχή, είναι αναγκαία η αύξηση της αγοράς οπλικών συστημάτων και η ανάπτυξη προηγμένων στρατιωτικών τεχνολογιών.
Μην ανησυχείτε που ο Μάτις δεν είναι πλέον στην πολιτική ηγεσία του αμερικανικού ΥΕΘΑ. Το πολιτικό του κληροδότημα είναι παρόν, ακόμη κι αν άλλος βυθίζεται στη θέρμη της καρέκλας του υπουργείου Άμυνας των Ηνωμένων Πολιτειών. Μια ματιά στον «Ενδιάμεσο Στρατηγικό Οδηγό Εθνικής Ασφάλειας» που δημοσιεύθηκε τον Μάρτιο του 2021 είναι αρκετή για να πειστείτε ότι πρωταρχικός στόχος και της νυν αμερικανικής κυβέρνησης είναι η διατήρηση του στρατιωτικού και τεχνολογικού πλεονεκτήματος έναντι του Πεκίνου και της Μόσχας (η σειρά δεν είναι τυχαία).
Επομένως, για να απαντήσουμε στο ερώτημα που υποβόσκει από την αρχή αυτού του σημειώματος: Γιατί ο πόλεμος στην Ουκρανία είναι ευκαιρία για τις ΗΠΑ να διατηρήσουν τη στρατιωτική τους υπεροχή;· Αυτό που μπορούμε να πούμε με απόλυτη βεβαιότητα είναι γιατί με αυτόν τον τρόπο, οι Αμερικανοί επανανοηματοδοτούν την ύπαρξή τους ως ακρογωνιαίο λίθο της δυτικής στρατιωτικής συμμαχίας, απαντώντας παράλληλα με πυγμή έναντι οποιουδήποτε νέου κινδύνου για την αμερικανική πρωτοκαθεδρία.
Το αμέσως επόμενο ερώτημα είναι τι κερδίζουν οι Ευρωπαίοι από όλο αυτό;
Τι κερδίζει, ας πούμε η Γερμανία, η οποία μετά την ρωσική προσάρτηση της Κριμαίας το 2014, παραμένει ο μεγαλύτερος χορηγός του καθεστώτος της Ουκρανίας μαζί με τις ΗΠΑ;
Ενδεχομένως κάποιος να σημείωνε εδώ ότι το ενδιαφέρον μας για την ατμομηχανή της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι το ίδιο όψιμο με το εκείνο που δείχνουν τα ΜΜΕ της «πετσομένης» παραπληροφόρησης για τα τεκταινόμενα στο εσωτερικό άλλων χωρών, σφυρίζοντας αδιάφορα για την εμπλοκή της χώρας μας σε αυτόν τον βρώμικο πόλεμο (λες και υπάρχει καθαρός, μεταξύ ιμπεριαλιστών) και τις επακόλουθες επιπτώσεις που έχει αυτή η επιλογή στην δική μας καθημερινότητα· στην καθημερινότητα των μη προνομιούχων.
Θα μας επιτρέψετε να διαφωνήσουμε. Καθώς, σε ό,τι αφορά τη στήλη, ο λόγος που στρέφουμε αυτή τη φορά το βλέμμα μας στη χώρα του Ρήνου δεν είναι άλλος από αυτόν που βλέπει τις επιπτώσεις των επιλογών της πολιτικής ηγεσίας, ως το απείκασμα των μελλούμενων στο σύνολο των χωρών της ΕΕ και της ευρωζώνης.
Ξέρουμε, δηλαδή ότι όταν είσαι μία από τις χώρες που έχουν χρηματοδοτήσει με γενναίο τρόπο την αγορά όπλων από την ουκρανική κυβέρνηση, όταν κανείς στροφή στην εξωτερική σου πολιτική και την πολιτική ασφαλείας, καλυπτόμενος δήθεν από νομικές δικλείδες ασφαλείας, όπως η γνωμοδότηση της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Γερμανικής Βουλής, είτε είσαι αφελής να πιστεύεις ότι δεν θα υποστείς σκληρά αντίμετρα ή αυτό που διακυβεύεται είναι πολύ πιο σημαντικό για την ελίτ της χώρας, από ό, τι η ραγδαία αύξηση του κόστους ζωής των πολιτών σου και των σχετικών δεικτών της μιζέριας: ανεργία, φτώχεια, κ.λπ.
Ό, τι και να ισχύει, το ζήτημα είναι ότι η κεκαλυμμένη συμμετοχή της ΕΕ στον ρωσοουκρανικό πόλεμο έχει αυξήσει τις πιθανότητες η οικονομία της ευρωζώνης να παρουσιάσει συρρίκνωση, με τη Γερμανία να είναι μεταξύ αυτών που απειλούνται ευθέως, ως άμεσα εκτεθειμένη σε ενδεχόμενη διακοπή των προμηθειών σε φυσικό αέριο από τη Ρωσία,. Ακόμη κι αν άνοιξαν τελικά οι κάνουλες του Nord Stream 1, «η γερμανική οικονομία ήδη φαίνεται να ανακόπτει ταχύτητα και η γενικότερη τάση είναι καθοδική», επισημαίνει σε πρόσφατη έρευνα του Bloomberg ο αναλυτής στρατηγικής της Rabobank, Ερικ-Γιαν βαν Χαρν. O ίδιος μάλιστα προβλέπει πως αν επανέλθει στο προσκήνιο το σενάριο της πλήρους διακοπής, αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα -στην καλύτερη- οι απώλειες για το Βερολίνο να φτάσουν το 1% του ΑΕΠ. Την ίδια ώρα, ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας προειδοποιούσε ότι ακόμη και με τις αποθήκες φυσικού αερίου γεμάτες στο 90% και με έναν αγωγό Nord Stream να λειτουργεί όλο το καλοκαίρι, η Ε.Ε. θα εξακολουθούσε να είναι ευάλωτη σε χειμερινές διαταραχές σε περίπτωση που η Gazprom έκλεινε εκ νέου τις κάνουλες παροχής.
Φυσικά, κάθε χώρα έχει τη δική της μοναδικότητα και τα δικά της ισχυρά συμφέροντα που επιχειρούν να πλασαριστούν όσο πιο δυναμικά γίνεται στο τραπέζι της κερδοφορίας. Παρόλα αυτά, εκείνο που παραμένει αμετάβλητο από χώρα σε χώρα εντός της ΕΕ είναι η διαχρονική πάλη ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία, με τη δεύτερη να πληρώνει το μάρμαρο της συμμετοχής στη σύρραξη της Ουκρανίας, ως άμεσο απότοκο της επιλογής της πλειοψηφίας των ευρωπαϊκών ηγεσιών να προσδεθούν στο άρμα των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ, βρίσκοντας έτσι τον τρόπο να καλύψουν τη στρατιωτική μειονεξία ΕΕ, αλλά και έναν «μπράβο» για τη διαφύλαξη της κερδοφορίας των δικών τους ισχυρών οικονομικών παραγόντων.
Έτσι, φτάσαμε στο σημείο, κι ενώ αρχικά κέρδιζε έδαφος η ιδέα να τεθεί σε ισχύ το άρθρο 122 της ΕΕ ώστε να μπουν ανώτατα όρια κατανάλωσης σε περίπτωση διακοπής παροχής φυσικού αερίου (δελτίο), οι επικεφαλής των γερμανικών επιχειρήσεων να ζητούν ούτε λίγο ούτε πολύ να αλλάξει η ομοσπονδιακή νομοθεσία που έδινε προτεραιότητα σε νοικοκυριά, νοσοκομεία και γηροκομεία και γενικότερα σε υποδομές κρίσιμες για την επιβίωση της οικονομίας, σε περίπτωση επιβολής δελτίου. Μιλώντας στους Financial Times , ο Καρλ Χάουσγκεν, επικεφαλής της ένωσης γερμανικών βιομηχανιών μηχανολογικού εξοπλισμού VDMA, τόνιζε πως όλοι πρέπει να «μειώσουν την κατανάλωση, συμπεριλαμβανομένων και των νοικοκυριών- καθώς- δεν δουλεύει αυτή η προσέγγιση, ότι τα νοικοκυριά έχουν προτεραιότητα και η βιομηχανία όχι- αφού- η βιομηχανία είναι υπαρξιακά σημαντική για την κοινωνία».
Αυτό σημαίνει ότι θα αφεθούν οι Γερμανοί και κατ’ επέκταση οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι να παγώσουν στα σπίτια τους; Όχι, δα. Είμαστε πολιτισμένοι εδώ στη Δύση. Απλώς, η ιδέα ότι θέλουμε τα δωμάτια του σπιτιού μας να έχουν μια συγκεκριμένη θερμοκρασία, ίσως θα έπρεπε να επανεξεταστεί. Τουλάχιστον αυτό πρότεινε στους Γερμανούς πολίτες, ο νυν υπουργός Οικονομίας και προστασίας του Κλίματος, κ. Χάμπεκ που συμμερίζεται όπως όλα δείχνουν την… αγωνία των γερμανικών βιομηχανιών.
Βέβαια, δεν ξέρω αν έχει την ίδια αγωνία για την ακρίβεια που καλπάζει στη χώρα του και για τον συναγερμό που χτυπά στα θεμέλια της κοινωνικής ζωής η κατάσταση που κατέγραφε πρόσφατο δημοσίευμα της Deutsche Welle. «Όλο και περισσότεροι άνθρωποι δεν μπορούν πλέον να αγοράσουν τα απαραίτητα, όπως επαρκή τρόφιμα», λέει στους δημοσιογράφους ο Γιοχεν Μπρυλ, πρόεδρος του Tafel Deutschland, με τους συντάκτες της DW να επισημαίνουν ότι σε αυτούς συμπεριλαμβάνονται και άνθρωποι που κερδίζουν λίγα χρήματα, αλλά δεν χρειάζονταν βοήθεια μέχρι πρόσφατα. «Πριν τα έβγαζαν πέρα, τώρα δεν μπορούν πλέον να αντέξουν οικονομικά τις υψηλές τιμές για τρόφιμα, καύσιμα και ενέργεια», προσθέτει ο κ. Μπρυλ, υπογραμμίζοντας τη σοβαρότητα της κατάστασης των τραπεζών τροφίμων, η οποία είναι πιο τεταμένη από ποτέ.
Ενόψει ενός τέτοιου εφιαλτικού παρόντος και με τις προβλέψεις για το εγγύς μέλλον να είναι σκέτος ζόφος, τα σχέδια έκτακτης ανάγκης που εκπονεί ο «προοδευτικός» συνασπισμός της Καγκελαρίας για την αντιμετώπιση του ενεργειακού προβλήματος και τις επιπτώσεις του στη γερμανική οικονομία δεν πείθουν ακόμη και τους «δικούς τους» (βλ. διαφωνίες ακόμη και των εκ των ένδων-SPD). Η πιο έντονη και χαρακτηριστότερη διαφωνία όλων όμως ήταν αυτή της Σάρα Βάνγκεκνεχτ, που διαχώρισε τη θέση της από τη γερμανική Αριστερά και κατηγόρησε την ηγεσία της χώρα ότι η τρομακτική αυτή κατάσταση στον τομέα της ενέργειας προέκυψε λόγω των οικονομικών κυρώσεων της ΕΕ, κατά της Ρωσίας, λόγων των οποίων «καταστρέφεται η Γερμανία, ενώ η τιμωρούμενη Ρωσία δεν υφίσταται σχεδόν τίποτε».
Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι η Ρωσία δεν θα πρέπει να υποστεί συνέπειες, έπειτα από την καταδικαστέα εισβολή της στην Ουκρανία. Ωστόσο, είναι άλλο πράγμα να συμπαρίστασαι στον Ουκρανικό λαό, προωθώντας παράλληλα την επίλυση των καυτών ζητημάτων μέσω της διπλωματικής οδού κι είναι άλλο πράγμα ο πολιτικός τυχοδιωκτισμός σου να υποδαυλίζει τη συνέχιση του πολέμου, επειδή αυτή είναι η βούληση των γερακιών της Ουάσιγκτον. Γιατί, ακολουθώντας αυτή την κοντόφθαλμη πολιτική δημιουργείς οριακές καταστάσεις για την πλειονότητα των Ευρωπαίων πολιτών. Καταστάσεις που, όπως δήλωσε πρόσφατα ο καγκελάριος Σολτς, μπορεί να οδηγήσουν σε «κοινωνική έκρηξη» εξαιτίας του πληθωρισμού και της ενεργειακής κρίσης.
Ας το έχουν κατά νου κι οι δικοί μας. Η μαυρίλα των λογιών-λογιών «pass» ως μέτρο αντιμετώπισης της ταχύτατης υποβάθμισης του βοιωτικού μας επιπέδου δεν θα είναι πάντα ανεκτή…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου