Μεγάλες Ιδέες, μικροσκοπικά σύμβολα
Αν η ιδεολογική λειτουργία των γραμματοσήμων, η αξιοποίησή τους δηλαδή από τις εκδότριες κρατικές αρχές για τη διατύπωση και διάδοση κάθε λογής μηνυμάτων με συνθήματα και παραστάσεις, έχει κατά καιρούς απασχολήσει τους ιστορικούς, δεν ισχύει το ίδιο για μιαν άλλη, εξίσου κρίσιμη διάσταση της χρήσης τους: την κυκλοφορία τους ως τεκμήριο κι αποκρυστάλλωση της κρατικής κυριαρχίας, συμβολικής ή/και πραγματικής, πάνω σε μια δεδομένη επικράτεια.
Το πρόσφατο βιβλίο του καθηγητή του ΠΑΜΑΚ Κωνσταντίνου Τσιτσελίκη, «Σύνορα – Κυριαρχία – Γραμματόσημα. Οι μεταβολές του ελληνικού εδάφους, 1830-1947» (Αθήνα 2021, Ιδρυμα Αικατερίνης Λασκαρίδη) έρχεται έτσι να καλύψει ένα αξιοσημείωτο κενό, όχι μόνο της ελληνικής αλλά και της διεθνούς βιβλιογραφίας. Σε μια συγκυρία, μάλιστα, που οι εξελίξεις στην Ουκρανία φαίνεται να θέτουν ξανά επί τάπητος ζητήματα όπως τα σύνορα και η κρατική κυριαρχία, τα οποία είχαμε συνηθίσει εδώ και αρκετές δεκαετίες να θεωρούμε πως ανήκαν (όσον αφορά την Ευρώπη) οριστικά στο παρελθόν.
Το ακορντεόν της κυριαρχίας
Ο κύριος όγκος του βιβλίου καταπιάνεται με τη λεπτομερή ανασύσταση των κατά καιρούς μεταβολών των συνόρων του ελληνικού κράτους, από τη δημιουργία του το 1830 μέχρι την πιο πρόσφατη μεγέθυνσή του, με την ενσωμάτωση των Δωδεκανήσων την επαύριο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου (1947). Λειτουργεί έτσι ως μια εύχρηστη, συνοπτική «εγκυκλοπαίδεια» για μια πλευρά της νεότερης ελληνικής ιστορίας που συνήθως παραμένει διάσπαρτη στις υποσημειώσεις των μεγάλων αφηγήσεων.
Κάποιες απ’ αυτές τις μεταβολές είναι πασίγνωστες, σε όσους τουλάχιστον έχουν βγάλει το Λύκειο: ειρηνική ενσωμάτωση των Επτανήσων (1864), της Θεσσαλίας και της Αρτας (1881)· απόσπαση της Ηπείρου, της νότιας Μακεδονίας και των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου με τους Βαλκανικούς Πολέμους (1913), της Δυτικής Θράκης ως αποτέλεσμα του Α’ Παγκοσμίου (1919)· επίσημη προσάρτηση το 1913 της Κρήτης, που από το 1898 υφίστατο ως αυτόνομο διεθνές προτεκτοράτο κάτω από την τυπική επικυριαρχία του σουλτάνου («Κρητική Πολιτεία»), και της Σάμου, που από το 1832 απολάμβανε ένα παρεμφερές καθεστώς αυτονομίας.
❝ «Το γραμματόσημο είναι η ιδανική προπαγάνδα. Πάει από χέρι σε χέρι και από πόλη σε πόλη, φτάνει στα πιο απομακρυσμένα σημεία της χώρας και στις πιο μακρινές χώρες του κόσμου» | Κάρλος Στέτζερ, «Postal Stamps as Propaganda» (1953)
Ορισμένες άλλες, μικρότερης εμβέλειας, παραμένουν λίγο-πολύ άγνωστες: όχι μόνο οι (αρνητικές για την Ελλάδα) συνοριακές διαρρυθμίσεις στρατηγικού χαρακτήρα στη Θεσσαλία μετά τον καταστροφικό πόλεμο του 1897, η επιστροφή της Ιμβρου και της Τενέδου το 1923 στην Τουρκία ύστερα από μια δεκαετία ελληνικής κυριαρχίας, αλλά και η βραχύβια συμπερίληψη στην ελληνική επικράτεια 8 σλαβόφωνων κι 6 αλβανόφωνων χωριών της Πρέσπας μεταξύ 1913 και 1925, προτού παραχωρηθούν οριστικά στην Αλβανία.
Ακόμη λιγότερο γνωστές είναι οι περιπέτειες ακριτικών σημείων, όπως η σημερινή νοτιοανατολική εσχατιά της ελληνικής επικράτειας: το Καστελόριζο, θυμίζει ο συγγραφέας, έζησε διαδοχικά μια μονοήμερη ιταλική κατοχή (11.5.1912), μερικούς μήνες εκ νέου οθωμανικής κυριαρχίας (1912), μια ιδιότυπη τριετή αυτονομία με διαδοχική ανατροπή τριών Ελλήνων διοικητών από εξεγέρσεις των κατοίκων και την κυβέρνηση Βενιζέλου να αρνείται επίμονα -για στρατηγικούς λόγους- την πλήρη ενσωμάτωσή του στο ελληνικό κράτος (1912-1915), έξι χρόνια γαλλικής στρατιωτικής κατοχής (1915-1921), είκοσι δύο χρόνια ιταλικής διοίκησης (1921-1943), τρεις βρετανικές κατοχές (τριήμερη το 1941, δίμηνη το 1943 και τριετή το 1944-1947), μια τετράμηνη γερμανική (1943-1944) και τρεισήμιση μήνες μεταβατικής ελληνικής στρατιωτικής διοίκησης πριν από την επίσημη τελική ενσωμάτωσή του στην Ελλάδα (σ.170-5).
Σημεία αναφοράς του μεταπολεμικού ελληνικού αλυτρωτισμού, οι περίοδοι προσωρινής ελληνικής κατοχής (στρατιωτικής ή/και πολιτικής) περιοχών που τελικά έμειναν εκτός ελληνικών συνόρων αποτελούν την άλλη πλευρά του νομίσματος. Η Νότια Αλβανία («Βόρεια Ηπειρος») έζησε έναν περίπου χρόνο κατοχής από τα ελληνικά στρατεύματα (1913-1914), δέκα μήνες ένοπλης αυτονομίας με παραστρατιωτική στήριξη από την Ελλάδα (1914), μια δεύτερη ελληνική κατοχή (1914-1916), προσαρτήθηκε επίσημα τον Μάρτιο του 1916 δίχως την παραμικρή διεθνή αναγνώριση κι εγκαταλείφθηκε τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς, για να περάσει σε ιταλική κατοχή ώς το 1918 (και σε γαλλική, στην περίπτωση της Κορυτσάς, ώς το 1920), προτού παραχωρηθεί οριστικά στην Αλβανία· ιταλική κτήση μετά τη στρατιωτική εισβολή του 1939, γνώρισε, τέλος, μια τρίτη και τελευταία «προσωρινή» ελληνική κατοχή το 1940-1941.
Στη Μικρά Ασία, η ενδοχώρα της Σμύρνης καταλήφθηκε στρατιωτικά το 1919-1920 με συμμαχική εντολή και πρόσχημα τη διαφύλαξη της τάξης, παραχωρήθηκε δε προσωρινά (για μια 5ετία) στην Ελλάδα, εν όψει οριστικού διακανονισμού του μελλοντικού καθεστώτος της με δημοψήφισμα. Ο ελληνοτουρκικός πόλεμος οδήγησε όμως σε de facto πενταπλασιασμό της κατεχόμενης έκτασης, μέχρι την «απεργία πολέμου» και κατάρρευση του ελληνικού στρατού το καλοκαίρι του 1922.
Ποιοτικά διαφορετική, από την άποψη του νομικού καθεστώτος, υπήρξε η περίπτωση της Ανατολικής Θράκης· περιοχής που ενσωματώθηκε de jure στο ελληνικό βασίλειο το 1920 και οι κάτοικοί της μετείχαν κανονικά στις βουλευτικές εκλογές του Νοεμβρίου εκείνης της χρονιάς, για να εκκενωθεί εσπευσμένα (βάσει της ανακωχής του Μούδρου) τον Σεπτέμβριο του 1922 και να παραχωρηθεί οριστικά στην Τουρκία με τη συνθήκη της Λωζάννης (1923). Υπήρξε, έτσι, το μόνο υπολογίσιμο τμήμα της ελληνικής επικράτειας, κατοικούμενο (και) από συμπαγείς ελληνικούς πληθυσμούς, που πέρασε μόνιμα σε ξένη κυριαρχία.
Διαφορετικής τάξης φαινόμενο υπήρξαν οι περίοδοι ξένης κατοχής του συνόλου ή τμημάτων της ελληνικής επικράτειας. Κατοχής άλλοτε «συμμαχικής» κι άλλοτε απροκάλυπτα εχθρικής, είτε στη βάση μιας διακηρυγμένης έκτακτης προσωρινότητας είτε με ρητή πρόθεση μόνιμης απόσπασης των επίμαχων εδαφών. Στην πρώτη κατηγορία εντάσσονται η σταδιακή κατοχή μεγάλου τμήματος της χώρας από τα στρατεύματα της Αντάντ κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο (1915-1919), η βρετανική στρατιωτική παρουσία το 1941 και ξανά το 1944-1949 (με πολεμική δράση κατά του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ στη διάρκεια των Δεκεμβριανών), αλλά και η παρουσία συμμαχικών σερβικών και βουλγαρικών μονάδων στη Θεσσαλονίκη κι άλλες περιοχές της Μακεδονίας κατά τον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο (1912-1913).
Στη δεύτερη κατηγορία, εκτός από την πασίγνωστη τριπλή Κατοχή του Αξονα στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και τη βουλγαρική της Ανατολικής Μακεδονίας κατά τον Α’ Παγκόσμιο (1916-1918), μπορούν επίσης να υπαχθούν «τιμωρητικές» επεμβάσεις όπως η αγγλογαλλική κατοχή του Πειραιά στη διάρκεια του Κριμαϊκού Πολέμου (1854-1855) ή η ιταλική της Κέρκυρας (1923).
Επισημάνσεις με σημασία
Στο πλαίσιο αυτό, η κυκλοφορία μιας απίστευτης ποικιλίας γραμματοσήμων από διάφορα κέντρα εξουσίας αξιοποιείται από τον συγγραφέα διττά: και ως χειροπιαστή εικονογράφηση αυτών των μεταβολών, που επιφυλάσσει στους γεωγραφικούς χάρτες έναν συμπληρωματικό απλώς ρόλο, αλλά και ως πρωτογενή τεκμήρια της εικόνας που τα ίδια τα εμπλεκόμενα μέρη είχαν στο μυαλό τους για τις στρατηγικές στοχεύσεις και τον χαρακτήρα της παρουσίας τους στον συγκεκριμένο τόπο τη δεδομένη στιγμή.
Μια αξιοσημείωτη διάκριση, που επανέρχεται διαρκώς σε πολλά σημεία του βιβλίου, είναι αυτή ανάμεσα στη χρήση «κανονικών» γραμματοσήμων του κράτους στο οποίο ανήκαν οι εκάστοτε ταχυδρομικές υπηρεσίες και στην ειδική κυκλοφορία «επισημασμένων» εκδόσεων, με την επίθεση σε γραμματόσημα της μιας ή της άλλης χώρας μιας σφραγίδας που πιστοποιούσε την έκτακτη κυκλοφορία τους από κάποιο πολιτικό ή στρατιωτικό μηχανισμό. Στην πρώτη περίπτωση, υποδηλώνεται η (πραγματική ή επιδιωκόμενη) σταθερή και μόνιμη κρατική κυριαρχία πάνω στη συγκεκριμένη περιοχή.
Στη δεύτερη, ένα καθεστώς προσωρινής κατοχής· άλλοτε στη βάση μιας διακηρυγμένης προσωρινότητας, δίχως προθέσεις μονιμότερης κυριαρχίας, και άλλοτε ως μεταβατική φάση, εν όψει της τελικής διευθέτησης του εδαφικού καθεστώτος της περιοχής από τη διεθνή διπλωματία. Τα «θολά και εύθραυστα όρια» μεταξύ κυριαρχίας και απλής κατοχής (σ.316) υπογραμμίζει δε η υβριδική λύση της έκδοσης ειδικών γραμματοσήμων με τοπική ισχύ και σήμανση.
Στις περισσότερες περιπτώσεις, το ελληνικό κράτος κατέφυγε για τα ταχυδρομεία του των κατεχόμενων στρατιωτικά περιοχών στην επισήμανση υφιστάμενων γραμματοσήμων (είτε ελληνικών είτε των ξένων που ίσχυαν τοπικά μέχρι την κατάληψή τους από τον ελληνικό στρατό). Ειδικές σειρές εκδόθηκαν (και κυκλοφόρησαν παράλληλα με τα επισημασμένα γραμματόσημα) στους Βαλκανικούς Πολέμους, με την επιγραφή «Εκστρατεία 1912» κι εθνοπρεπώς αισιόδοξες παραστάσεις (σ.137-8), αλλά και από το πλοίο «Αβέρωφ» στο λιμάνι του Δεδέαγατς (σημ. Αλεξανδρούπολη) το 1913 (σ.178).
Περισσότερο δημιουργικές, για αυτονόητους λόγους, αποδείχθηκαν σ’ αυτό το πεδίο κάποιες αυτοτελείς τοπικές διοικήσεις, με ή χωρίς την τεχνική σύμπραξη της επίσημης Αθήνας. Η «Ελευθέρα Πολιτεία Ικαρίας» που προέκυψε από την επανάσταση του Ιουλίου του 1912 τύπωσε δικά της γραμματόσημα στην Αθήνα τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς (σ.146-7). Η «Προσωρινή Κυβέρνηση» της Β. Ηπείρου τύπωσε μέσα στο 1914 τρεις σειρές στην Κέρκυρα και την Αθήνα (η μία με το κεφάλι του βασιλιά Κωνσταντίνου), οι δε τοπικές αρχές της Χιμάρας, της Ερσέκας και της Κορυτσάς εξέδωσαν αυτοσχέδια δικά τους (σ.191-5). Δικά της γραμματόσημα με οθωμανική γραφή, παράλληλα με την επισήμανση παλιότερων ελληνικών, οθωμανικών ή βουλγαρικών, θα εκδώσει το φθινόπωρο του 1913 και η βραχύβια «Προσωρινή Κυβέρνηση Δυτικής Θράκης», προτού η περιοχή προσαρτηθεί επίσημα για μια εξαετία στη Βουλγαρία (σ.179-81). Ακόμη και η βενιζελική επανάσταση του Θερίσου, το 1905, δεν παρέλειψε να τυπώσει δικά της γραμματόσημα με αμφίσημο περιεχόμενο, κυρίως ως μέσο αυτοχρηματοδότησης (σ.279-80).
Μοναδική εξαίρεση στον παραπάνω κανόνα αποτέλεσε η προσωρινή (νομικά και ουσιαστικά) κατοχή της Μικράς Ασίας: «Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον», τονίζει ο συγγραφέας, «ότι στη ζώνη κατοχής της Σμύρνης, πριν και μετά την εξουσιοδότηση της τελικά ανίσχυρης Συνθήκης των Σεβρών, κυκλοφόρησαν κοινά ελληνικά γραμματόσημα χωρίς επισήμανση και μάλιστα σε δραχμές. […] Τα ελληνικά ταχυδρομεία λειτούργησαν περισσότερο σε ένα πλαίσιο νομιζόμενης άσκησης κυριαρχίας επί της τυπικά αναγνωρισμένης επικυριαρχίας της οθωμανικής κυβέρνησης, σαν σε έδαφος υπό οιονεί προσάρτηση». Δεν ήταν, άλλωστε, τα μόνα: «Οπως και τα ελληνικά, έτσι και τα ξένα ταχυδρομεία της Σμύρνης, το αγγλικό, το γαλλικό και το ιταλικό, δεν έθεσαν οθωμανικές αξίες στα γραμματόσημά τους, αλλά στο δικό τους νόμισμα. Αποτελούν ένα πολύ ενδιαφέρον παράδειγμα άσκησης εξουσίας σε έδαφος που είχε χαρακτηριστικά σχεδόν terra nullius εν αναμονή της τελικής διευθέτησης του νομικού του καθεστώτος» (σ.212-3).
Σε ανάλογους συνδυασμούς κατέφυγαν και οι κατά καιρούς ξένες κατοχικές δυνάμεις ελληνικών εδαφών, με βάση τις δικές τους κάθε φορά στρατηγικές βλέψεις και τεχνικές δυνατότητες. Τον κανόνα αποτέλεσαν κι εδώ οι επισημάνσεις υφιστάμενων γραμματοσήμων, αλλά δεν έλειψαν και ειδικές εκδόσεις – άλλοτε ως απόρροια εδαφικών βλέψεων (όπως στην περίπτωση ενός αναμνηστικού γραμματοσήμου για την ιταλική κατοχή στο Λασίθι, που τυπώθηκε μεν αλλά τελικά δεν κυκλοφόρησε) και άλλοτε απλώς για λόγους ιμπεριαλιστικού γοήτρου (π.χ. γαλλικό γραμματόσημο επί Κρητικής Πολιτείας).
Ξένος ταχυδρομικός δάκτυλος
Η τελευταία αυτή περίπτωση μας φέρνει μπροστά σε μιαν άλλη, εν πολλοίς ξεχασμένη σήμερα, πραγματικότητα: αυτή της λειτουργίας ξένων ταχυδρομείων στο εσωτερικό της οθωμανικής επικράτειας, αποτέλεσμα του ημιαποικιακού καθεστώτος των «διομολογήσεων»: «Παράλληλα με τα κρατικά οθωμανικά ταχυδρομεία λειτουργούσαν τα ταχυδρομεία της Γαλλίας, της Βρετανίας, της Αυστροουγγαρίας, της Ιταλίας, της Γερμανίας και της Ρωσίας. Επίσης, για συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα, λειτούργησαν δικά τους ταχυδρομεία η Αίγυπτος, η Πολωνία, η Ρουμανία και η Ελλάδα. […] Συχνά τα ξένα ταχυδρομεία λειτούργησαν με κεντρικό φορέα διαχείρισης ναυτιλιακές εταιρείες, όπως η αυστριακή Λόυντ και η ρωσική ΡΟΠΙΤ. […] Τα γραμματόσημα που χρησιμοποιήθηκαν από τις Δυνάμεις κατά την εποχή αυτή ήταν γενικές ή ειδικές σειρές με επισήμανση Levant». Αρχικά, «η αξία ήταν στο νόμισμα του κάθε ταχυδρομείου», αλλά «από το 1883/84 τα ξένα ταχυδρομεία υποχρεώθηκαν να έχουν στα γραμματόσημά τους αξίες σε οθωμανικό νόμισμα» (σ.118-121).
Η παράδοση αυτή θα κληροδοτηθεί στην αυτόνομη Κρητική Πολιτεία του 1898-1912 και, βραχυπρόθεσμα, σε όλες τις Νέες Χώρες που απέσπασε η Ελλάδα με τους Βαλκανικούς Πολέμους. Τερματίστηκε δε οριστικά μόλις την Πρωτοχρονιά του 1915, μ’ εξαίρεση το ρωσικό ταχυδρομείο του Αγίου Ορους, που εξακολούθησε να λειτουργεί και το 1916 «για λόγους που έχουν να κάνουν με την αβεβαιότητα ως προς το εδαφικό καθεστώς της αθωνικής μοναστικής κοινότητας» (σ.124).
Μεταγενέστερες αναβιώσεις αυτής της πρακτικής συναντάμε στη διακίνηση της αλληλογραφίας ξένων στρατιωτικών αποστολών, όπως τα βρετανικά στρατεύματα τη δεκαετία του 1940 ή οι αμερικανικές βάσεις κατόπιν. Γι’ αυτές τις τελευταίες, το βιβλίο μάς πληροφορεί πως ακόμη και σήμερα χρησιμοποιούν αμερικανικά μεν γραμματόσημα για τις επιστολές προς τις ΗΠΑ, ελληνικά δε στις υπόλοιπες περιπτώσεις (σ.252).
Για την αντίθετη πάλι όψη του νομίσματος, μαθαίνουμε, τέλος, πως οι ελληνικές στρατιωτικές αποστολές στο εξωτερικό, από τη συμβολική «Ελληνική Στρατιωτική Αποστολή» στο Βερολίνο (1945-1990) μέχρι τα εκστρατευτικά αποσπάσματα υπό την αιγίδα του ΟΗΕ στην Κορέα (1950-1953), την Αλβανία (1997), τη Βοσνία, το Αφγανιστάν (2001-2008) και αλλού, χρησιμοποίησαν κατά κανόνα τις ταχυδρομικές υπηρεσίες (και γραμματόσημα) των ΗΠΑ ή της Βρετανίας (σ.231-2). Μόνη εξαίρεση αποτέλεσε η «Ελληνική Δύναμη Κοσόβου», που επί μια τετραετία (1999-2003) χρησιμοποιούσε «ελληνικά γραμματόσημα με αξία εσωτερικού», προτού καταφύγει κι αυτή τελικά στις «ταχυδρομικές υπηρεσίες άλλων συμμάχων» (σ.232).
Ελληνικά σύνορα, κυριαρχία, γραμματόσημα
Τα σύνορα, το έδαφος και η εδαφική κυριαρχία συνιστούν καταστατικά στοιχεία των κρατών και συνεχές διακύβευμα για την πολιτική εξουσία, τις ανθρώπινες κοινωνίες και το κάθε άτομο ξεχωριστά. Τα σύνορα της Ελλάδας, όπως αναπτύχθηκαν από το 1830 μέχρι το 1947, δεν ήταν καλά, ιδανικά, δίκαια ή άδικα˙ αποτέλεσαν απλά μια καθοριστική όψη της πραγματικότητας. Σε κάθε περίπτωση η χάραξη της ελληνικής μεθορίου υπήρξε προϊόν στρατιωτικής βίας ή πολιτικών συμβιβασμών, διπλωματικής διαπραγμάτευσης ή επιβολής των συσχετισμών ισχύος των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής.
Από την άλλη πλευρά, ο ελληνικός αλυτρωτισμός υπήρξε η εσωτερική κινητήρια δύναμη για την έκφραση των επιδιώξεων και των προσδοκιών για εδαφική ή εθνική ολοκλήρωση μέσω της εδαφικής επέκτασης της Ελλάδας. Ανάλογα με τη συγκυρία, και στο πνεύμα της εποχής του ρομαντικού και βίαιου εθνικισμού, ο αλυτρωτισμός πέτυχε τους στόχους του, ψαλιδίστηκε ή συγκρούστηκε μετωπικά με το ανέφικτο σε μια πολυπαραγοντική εξίσωση συμφερόντων, πολιτικών και ιδεολογιών που ασκήθηκαν επί του εδάφους μέσω της κυριαρχίας και της εξουσίας.
Αναπάντεχα, στο τοπίο αυτό, τα γραμματόσημα μπορούν να ρίξουν φως ή να αποτελέσουν αφετηρία για την αναζήτηση των σχέσεων εξουσίας επί του εδάφους. Το γραμματόσημο αποτελεί μαρτυρία της εδαφικής μεταβολής, μέσο άσκησης κυριαρχίας και αντανάκλαση της αισθητικής της εξουσίας, καθώς παρακολουθεί άμεσα και την παραμικρή μεταβολή κυριαρχίας στο έδαφος. Εν τέλει αποτελεί έναν εύγλωττο δείκτη της προσωρινής αβεβαιότητας του εδαφικού καθεστώτος. Στο πλαίσιο της ρευστότητας των εδαφικών μεταβολών και της αμφισβητούμενης εξουσίας, το γραμματόσημο λειτούργησε ως φορέας ενός ιδεολογικά φορτισμένου μηνύματος επιχειρώντας να επιτελέσει έναν συγκεκριμένο σκοπό, καθώς ταξίδευε εντός και εκτός των ορίων της επικράτειας: να διαδώσει μηνύματα και να νομιμοποιήσει τις επιδιώξεις του εκδότη του.
Οι μεταβάσεις που συντελέστηκαν μέσα από τις εδαφικές και τις συνοριακές μεταβολές της Ελλάδας οδήγησαν και στην επαναδιαμόρφωση της κατάστασης πραγμάτων που δεν είχε μόνο δικαιικά χαρακτηριστικά αλλά και πολιτικά, οικονομικά, κοινωνικά ή εθνικά. Οι εδαφικές μεταβολές που συνθέτουν τη γενεαλογία των ελληνικών συνόρων (πετυχημένες προσαρτήσεις: Ιόνια νησιά, Θεσσαλία/Αρτα, Νέες Χώρες, Δωδεκάνησα˙ αποτυχημένες προσαρτήσεις ή κατοχές: Β. Ηπειρος, Αν. Θράκη, ζώνη της Σμύρνης) συσχετίστηκαν πάντα με το πρόγραμμα της εθνικής ομογενοποίησης και της εθνικής ολοκλήρωσης, το οποίο αφορούσε όχι μόνο τους νέους κατοίκους της επικράτειας, αλλά έστελνε και ηχηρά μηνύματα και εκτός. Οι αντίρροπες προσδοκίες που δημιουργούσαν οι νέες μεταβολές, όπως και η βούληση για τη διατήρηση της ισχύουσας τάξης πραγμάτων, σημάδεψαν τους κατοίκους εντός και εκτός των συνόρων, συχνά προβάλλοντας διχαστικά μηνύματα. Αλλά και πάλι, τα νέα σύνορα δημιουργούσαν ζώνες επαφής και άρα νέων σχέσεων μέσα και έξω από την οριογραμμή της κάθε εδαφικής επικράτειας, της ελληνικής και εκείνης του γείτονα.
Εν τέλει, τα σύνορα στην πορεία του χρόνου αναγνωρίζονται ή αμφισβητούνται ως κρίσιμο διακύβευμα στρατηγικό, οικονομικό, πολιτικό και πρωτίστως εθνικό. Ασφαλώς, τα ελληνικά σύνορα αποτέλεσαν και αποτελούν ταυτόχρονα και σύνορα των γειτόνων. Ετσι, οι εδαφικές επικράτειες των κρατών μεταβλήθηκαν ως ένα αμοιβαία μετακινούμενο και αμφίπλευρα αποκλειόμενο σύστημα σε έναν χορό κυριαρχίας που καθορίστηκε από τον ρυθμό της Ιστορίας και του οποίου κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει τα επόμενα βήματα. Οι κανόνες διεθνούς δικαίου σμίλευσαν τις μεταβολές των συνόρων, αλλά και αυτοί οι ίδιοι μεταβλήθηκαν στην πορεία της βίαιης πραγματικότητας του πρώτου μισού του 20ού αιώνα. Σήμερα πλέον, δεν επιτρέπουν νομικά τη μεταβολή των συνόρων με τη βία. Η περίπτωση της παράνομης εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία θέτει για μιαν ακόμα φορά το ερώτημα της νομιμότητας των μεταβολών της εδαφικής επικράτειας με κρίσιμο και κυνικό τρόπο για την πορεία των πραγμάτων διεθνώς.
*καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου