Ελβίρα Κριθάρη, Ιωάννα Λουλούδη για το MIIR*
Κάθε χρόνο τέτοια εποχή και ήδη από τα τέλη της άνοιξης, ο Βαγγέλης Γεωργαντζής έφευγε αξημέρωτα μαζί με τη γυναίκα του για το δάσος. Ο έμπειρος ρητινοκαλλιεργητής είχε ζήσει για πέντε χρόνια στην Αθήνα, αλλά μεγαλωμένος καθώς ήταν στα δάση της βόρειας Εύβοιας εγκατέλειψε γρήγορα τους αστικούς ρυθμούς και ορκίστηκε επιστρέφοντας στον τόπο του να μη φτάσει ξανά ούτε μέχρι τη Μαλακάσα. Με 9.000 πεύκα στην κατοχή του, συνέλεγε το ρετσίνι τους από τον Μάρτιο ώς τον Νοέμβριο, κάνοντας -όπως λέει- ένα από τα πιο «βιώσιμα επαγγέλματα». Οι φωτιές του περασμένου Αυγούστου έκαναν στάχτη και το τελευταίο του δέντρο.
❝ Η πυρκαγιά έσβησε, η καταστροφή συνεχίζεται
Η τοπική κοινότητα στους Δήμους Λίμνης-Μαντουδίου-Αγίας Αννας και Ιστιαίας-Αιδηψού στιγματίστηκε σε ορισμένες περιπτώσεις ανεπανόρθωτα από τις φωτιές που έκαψαν 520 χιλιάδες στρέμματα. Σύμφωνα με τον κ. Γεωργαντζή, που είναι πρόεδρος του Σωματείου Ρητινοκαλλιεργητών Ευβοίας, οι αποζημιώσεις που δόθηκαν τον περασμένο Δεκέμβρη καλύπτουν μόνο εν μέρει τα ήδη φτωχά νοικοκυριά της περιοχής, που είδαν και τις υπόλοιπες αγροτικές τους δραστηριότητες να αφανίζονται: καμένα εργαλεία και εξοπλισμός, αλλά και καμένα ελαιόδεντρα και αμπέλια άφησαν τον κόσμο του πρωτογενούς τομέα χωρίς αντικείμενο εργασίας εν μια νυκτί.
Ο κλάδος των ρητινοκαλλιεργητών λαβώθηκε βαριά. Προκειμένου να «πελεκήσουν» ξανά -όπως χαρακτηριστικά αποκαλούν τη συλλογή του ρετσινιού- θα απαιτηθούν τουλάχιστον 20 χρόνια. Από τους 600 ρετσινάδες της Εύβοιας μόνο μια ελάχιστη μειονότητα είναι σήμερα κάτω των 30 ετών και ίσως προλάβει να εκμεταλλευτεί τη νέα χαλέπιο πεύκη που βρίσκεται ακόμα στα σπάργανα. «Εμείς τελειώσαμε», λέει ο κ. Γεωργαντζής. «Αν αφήσουν το δάσος στο έλεός του, σε 50 χρόνια δεν θα υπάρχει κανείς να περάσει το επάγγελμα στις επόμενες γενιές».
Το 2021 υπήρξε μία από τις πλέον καταστροφικές χρονιές για τα δάση σε Ελλάδα και Ευρώπη. Σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Πληροφοριακό Σύστημα Δασικών Πυρκαγιών EFFIS, σημειώθηκαν 84 δασικές πυρκαγιές στη χώρα, αφήνοντας πίσω συνολική καμένη έκταση 1,3 εκατ. τετραγωνικών χιλιομέτρων. Το ίδιο διάστημα κάηκαν περισσότερα από μισό εκατομμύριο εκτάρια γης στην Ε.Ε., επίδοση που αποτελεί τη δεύτερη χειρότερη στην ιστορία της Γηραιάς Ηπείρου.
Οπως και στην περίπτωση της Ελλάδας, οι ειδικοί στην Ιταλία, την Ισπανία και την Κύπρο αποδίδουν μεγάλο μερίδιο ευθύνης στην κλιματική αλλαγή. «Οι μελλοντικές προβλέψεις δείχνουν μια επιβάρυνση της επιρροής της ξηρασίας σε όλη τη Μεσογειακή Ευρώπη. Σε συνδυασμό με την αύξηση των θερμοκρασιών, τη μειωμένη βροχόπτωση και την ενίσχυση της έντασης των ανέμων, αυξάνεται δραματικά ο κίνδυνος πυρκαγιών», τονίζει η Ντονατέλα Σπάνο, μέλος της στρατηγικής επιτροπής του Ευρω-Μεσογειακού Κέντρου για την Κλιματική Αλλαγή και καθηγήτρια Δασικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο του Σάσαρι στην Ιταλία. Μαζί με την πιθανότητα πυρκαγιών, εξηγεί, αλλάζει και το ίδιο το καθεστώς των πυρκαγιών, που μετατρέπονται σε «mega-fires, δηλαδή μεγάλες φωτιές καταστροφικών διαστάσεων».
Τι φταίει που τα δάση καίγονται;
Στη διάρκεια των οκτώ ημερών που η πυρκαγιά έκαιγε το πυκνό δάσος της βόρειας Εύβοιας, όπως και στις υπόλοιπες φωτιές που έπληξαν την Αττική και την Πελοπόννησο, ακούστηκαν πολλά για τον ρόλο της κλιματικής αλλαγής. Ο Γιάννης Μητσόπουλος, γενικός διευθυντής του Οργανισμού Φυσικού Περιβάλλοντος και Κλιματικής Αλλαγής (ΟΦΥΠΕΚΑ), τονίζει πως οι μεγάλου εύρους πυρκαγιές δεν οφείλονται μόνο σε αυτήν.
«Η κλιματική αλλαγή επηρεάζει ως προς το να έχουμε περισσότερα συμβάντα πυρκαγιών. Το αν μια πυρκαγιά όμως εξελιχθεί σε mega-fire δεν έχει να κάνει με αυτό. Εχει να κάνει με την ποιότητα της βλάστησης, την ερήμωση της υπαίθρου, το αν έχει καθαριστεί η περιοχή, με την ετοιμότητα του μηχανισμού. Αν είχαμε έναν καλά οργανωμένο μηχανισμό, δεν θα είχαν την έκταση αυτή οι φωτιές το 2021», τονίζει, προσθέτοντας πως από τη χώρα λείπει ένα εθνικό σχέδιο με μακροπρόθεσμο ορίζοντα σχετικά με τη διαχείριση του δάσους και της καύσιμης ύλης «βάσει του οποίου και των μετρήσεων που έχουμε κάθε χρόνο θα κάνουμε πολύ συγκεκριμένα έργα πρόληψης. Γενικώς δεν κάνουμε πρόληψη στη χώρα. Αν έχουμε 100 ευρώ, τα 80 πηγαίνουν στο να αγοράζουμε αεροπλάνα και στην καταστολή και τα υπόλοιπα στην πρόληψη».
Αίσθηση προκαλεί η παραδοχή από τους δημάρχους των πυρόπληκτων δήμων της βόρειας Εύβοιας ότι τα κονδύλια για την πυροπροστασία του εναπομείναντος δάσους όχι μόνο δεν αυξήθηκαν, αλλά ήταν κατά τι μικρότερα από τις προηγούμενες χρονιές. «Για το 2022 ο δήμος μας έλαβε 70.000 ευρώ για την πρόληψη δασικών πυρκαγιών, ποσό μειωμένο κατά 3.000 ευρώ σε σχέση με πέρυσι», δηλώνει ο Γιώργος Τσαπουρνιώτης, δήμαρχος Λίμνης-Μαντουδίου-Αγίας Αννας, περιοχή όπου κάηκε το 70% των εκτάσεων.
Για μειωμένο προϋπολογισμό πρόληψης σε σχέση με τις προηγούμενες χρονιές κάνει λόγο και ο δήμαρχος Ιστιαίας-Αιδηψού, Γιάννης Κοντζιάς: «Μπορεί να δεχόμαστε ενίσχυση για την πυροπροστασία 90.000 ευρώ τον χρόνο, αλλά δαπανούμε 200 και 300, γιατί όλος ο τόπος αυτός είναι ένα απέραντο δάσος. Και οι πυροσβεστικές δυνάμεις που έχουμε στη διάθεσή μας σαφέστατα είναι και αυτές πιο αδύναμες από ό,τι ήταν».
Οι τελευταίοι υπερασπιστές του δάσους
Ο Νίκος Ενωτιάδης έδωσε μάχη τον περασμένο Αύγουστο μαζί με τα υπόλοιπα μέλη του Συλλόγου Εθελοντικών Δυνάμεων Δασοπροστασίας και Διάσωσης Προκοπίου για να μην περάσει η φωτιά από το δάσος του Προκοπίου. Παρά την εντολή εκκένωσης που δόθηκε στους περίπου χίλιους κατοίκους του χωριού, οι περισσότεροι αποφάσισαν να την αψηφήσουν και να παραμείνουν, βοηθώντας τις ξένες και εγχώριες πυροσβεστικές δυνάμεις που έφτασαν στο πύρινο μέτωπο χωρίς να γνωρίζουν το ανάγλυφο του εδάφους. Σήμερα γύρω από το Προκόπι το φυσικό τοπίο παραμένει πράσινο, ωστόσο υπάρχει έντονη ανησυχία στους κατοίκους γιατί «το δάσος αποτελεί μπαρουταποθήκη».
Ο κ. Ενωτιάδης εξηγεί πως στην Εύβοια το πρόβλημα της ελλιπούς λήψης μέτρων πυροπροστασίας εντείνει η ύπαρξη μεγάλης έκτασης ιδιόκτητων δασών. Οι εθελοντές δασοπυροσβέστες Προκοπίου στέλνουν εδώ και χρόνια επιστολές στις δημοτικές και κρατικές αρχές για την επιτακτική ανάγκη λήψης προληπτικών μέτρων στο ιδιόκτητο δάσος Μπέικερ, όπως είναι γνωστό, από το όνομα της οικογένειας που το συνεκμεταλλεύεται. «Κρούουμε συνέχεια τον κώδωνα, αλλά καμία δημόσια υπηρεσία δεν μπορεί ή δεν θέλει να έρθει σε αντιπαράθεση με τον ιδιώτη», λέει ο κ. Ενωτιάδης. «Φοβόμαστε το καλοκαίρι τι θα γίνει με το δάσος, που είναι 70 ετών, γερασμένο, με μεγάλο φυσικό υπόροφο και ακαθάριστο».
Μερικές δεκάδες χιλιόμετρα πιο βόρεια, το δάσος που περιέβαλλε το χωριό των Παππάδων κάηκε. Οι 160 κάτοικοί του δεν έχουν πλέον άμεσο αντικείμενο απασχόλησης, όπως εξηγεί ο πρόεδρος της κοινότητας, Γιώργος Αντωνίου. Οι χωριανοί, που ήταν πευκάδες, κτηνοτρόφοι, μελισσάδες και ελαιοπαραγωγοί, δεν έχουν πια τι να κάνουν. «Πρώτη φορά δόθηκε εντολή “εκκενώστε τα χωριά και αφήστε τα σπίτια”. Η φωτιά έφτασε εδώ 3.30 τη νύχτα, δεν είχαμε ρεύμα, δεν υπήρχαν πυροσβεστικές δυνάμεις» λέει ο ίδιος.
Στους Παππάδες μαζί με το δάσος κάηκε μία κατοικία, αλλά και μέρος του Δασικού Χωριού, που αποτελούσε πόλο επισκεπτών στην περιοχή. Ο Κώστας Μαραγγέλης, που άφησε τη δουλειά του σε πολυεθνική στην Αθήνα για να επιστρέψει στην Εύβοια και να αναλάβει το 2020 με την οικογένειά του τη διαχείριση του δημοφιλούς χώρου εστίασης και διαμονής, είδε τη φωτιά να καταβροχθίζει 5 από τα 20 οικήματα και το εστιατόριο που είχε πασχίσει να ανακαινίσει. Το Δασικό Χωριό διέθετε σύστημα πυρόσβεσης, ωστόσο δεν υπήρχε πυροσβέστης να το λειτουργήσει. Μέχρι σήμερα ο κ. Μαραγγέλης δεν έχει λάβει κάποια αποζημίωση, ενώ ήδη κάποιοι από τους ντόπιους μόνιμους υπαλλήλους που απασχολούνταν στην τουριστική επιχείρηση έχουν εγκαταλείψει την περιοχή για να αναζητήσουν αλλού εργασία.
«Οι επιπτώσεις της καταστροφής του φυσικού περιβάλλοντος είναι άμεσες και έμμεσες. Στις άμεσες συνέπειες περιλαμβάνονται η εξάλειψη των θέσεων απασχόλησης των ρητινεργατών και των υλοτόμων, η καταστροφή σημαντικών καλλιεργειών και εγκαταστάσεων και η απώλεια εισοδήματος για τους αγρότες και τους κτηνοτρόφους, καθώς και η δραματική μείωση του τουρισμού στις πυρόπληκτες περιοχές», λέει η δρ Φαίη Μακαντάση, διευθύντρια ερευνών της ΜΚΟ έρευνας και ανάλυσης διαΝΕΟσις, που στο πλαίσιο της επιτροπής ανασυγκρότησης της Β. Εύβοιας έχει αναλάβει την εκπόνηση μελετών σχετικά με την ενεργοποίηση των κοινωνικών δικτύων, αλλά και τις δράσεις στήριξης και ανάπτυξης του ανθρώπινου δυναμικού της περιοχής.
«Οι περισσότερες από αυτές τις απώλειες έχουν μακροχρόνιο χαρακτήρα. Για παράδειγμα, η εκμετάλλευση της ρητίνης εκτιμάται ότι θα χρειαστεί 20-30 χρόνια για να επανέλθει, οι αγροτικές δενδρώδεις καλλιέργειες (κυρίως ελιές) χρειάζονται μια πενταετία για να αποδώσουν, ενώ η επάνοδος του τουρισμού στα προ πυρκαγιών επίπεδα θα εξαρτηθεί από τον χρόνο αναγέννησης του δάσους και εξαφάνισης του καμένου τοπίου, συνήθως 3 έως 5 χρόνια» μας εξηγεί.
Μπορεί η «Μόρντορ» να ξαναγίνει πράσινη;
Στη βόρεια Εύβοια η άνοιξη άλλαξε μερικώς την εικόνα που συναντά όποιος ταξιδεύει στο ταλαιπωρημένο επαρχιακό της δίκτυο. «Εχει βγει από κάτω η πρασινάδα, έχει ένα εκτυφλωτικό πράσινο, είναι μια κούκλα, αλλά εξακολουθούν να υπάρχουν όρθια καμένα δέντρα σαν κρεμασμένοι άνθρωποι. Για να μας θυμίζουν ότι εδώ τελέστηκε ένα έγκλημα», λέει η Ντέπυ Κουρέλλου, συνιδιοκτήτρια του φιλοζωικού σωματείου Rancheros, που λειτουργεί και ως οικο-τουριστική επιχείρηση ήπιας μορφής. «Είναι η “Μόρντορ” εδώ. Γιατί ο μέσος Ελληνας, που είναι σκληρά εργαζόμενος και έχει 15 μέρες άδεια, να δώσει τα λεφτά που αποταμίευσε με τόσο κόπο σε ένα μέρος πραγματικά κατεστραμμένο;» αναρωτιέται η ίδια.
Παρότι για τις τουριστικές επιχειρήσεις της περιοχής η καταστροφή φάνταζε εξαρχής ικανός λόγος για δραματική μείωση στις ταξιδιωτικές ροές, ο δήμαρχος Μαντουδίου-Λίμνης-Αγίας Αννας, Γιώργος Τσαπουρνιώτης, εμφανίζεται αισιόδοξος ότι υπάρχει ικανός όγκος κρατήσεων για τη φετινή σεζόν, που βέβαια ανέκαθεν για την Εύβοια ήταν μικρής διάρκειας. «Μας έχει εκπλήξει αυτό το τεράστιο κύμα αλληλεγγύης, με αποτέλεσμα να το έχουν πάρει εγωιστικά οι κάτοικοι και να βλέπουμε νέα παιδιά, τα οποία ήταν έτοιμα να φύγουν για τα αστικά κέντρα, να μένουν εδώ και να το πολεμούν ακόμα και με την ξύλευση καμένης γης, ώστε να παραμείνουν στον τόπο μας».
Παρά την αισιοδοξία του δημάρχου ωστόσο, τα δεδομένα δείχνουν πως τα πράγματα θα είναι δύσκολα. Τα απογραφικά στοιχεία που συνέλεξε η διαΝΕΟσις φανερώνουν πως η δημογραφική «αιμορραγία» στη βόρεια Εύβοια ήταν ήδη εν εξελίξει όταν ξέσπασε η περσινή φωτιά (39.286 κάτοικοι το 1991, 33.128 το 2011 και 28.500 κάτοικοι το 2021).
Η δρ Φαίη Μακαντάση εξηγεί πως θα είναι δύσκολη η αντιμετώπιση των καταστροφικών συνεπειών της πυρκαγιάς σε μια περιοχή με «υψηλό δείκτη γήρανσης του πληθυσμού - σχεδόν διπλάσιο από τον μέσο όρο της χώρας, όπου το επίπεδο εκπαίδευσης και κατάρτισης του ανθρώπινου δυναμικού είναι χαμηλό (μόλις 8%-9% είναι απόφοιτοι Ανώτατης Εκπαίδευσης), όπου τα ποσοστά ανεργίας και μακροχρόνιας ανεργίας είναι υψηλά, ενώ και το επίπεδο εισοδήματος είναι χαμηλό συγκριτικά με τον μέσο όρο της χώρας (ανέρχεται στο 65%). Αναμένεται σημαντική άμεση και έμμεση συρρίκνωση της απασχόλησης και μια σημαντική ύφεση στην οικονομία αν δεν ληφθούν, πέρα από τα μέτρα άμεσης ανακούφισης, μακροχρόνια μέτρα ανάπτυξης».
Το σχέδιο αποκατάστασης στη βόρεια Εύβοια, με συνολική δημοσιονομική επιβάρυνση 300 εκατ. ευρώ, έχει ξεκινήσει να υλοποιείται, αν και με αργούς ακόμη ρυθμούς, όπως τονίζουν οι κάτοικοι των πυρόπληκτων περιοχών. Για τους ρητινοκαλλιεργητές ειδικά έχει προβλεφθεί η απορρόφησή τους ως δασεργατών με 800 ευρώ τον μήνα για την επόμενη επταετία. Είναι αυτό όμως αρκετό για να μείνουν και να εργαστούν στον τόπο τους;
«Θα φύγουν οι ρετσινάδες και δεν μπορώ να πιστέψω ότι θα βρεθούν νέοι άνθρωποι να ζήσουν εδώ», λέει ο συνταξιούχος δασάρχης Λίμνης, Ηλίας Καπράλος. Στη μεγάλη πυρκαγιά του 1977 ο ίδιος είχε δει τις πύρινες φλόγες να καίνε περίπου 120.000 στρέμματα δάσους στα σημεία που κάηκαν ξανά το 2021. «Τότε τα μέσα πυρόσβεσης, οχήματα ή εναέρια, ήταν ελάχιστα. Τη φωτιά την αντιμετώπισαν οι ίδιοι οι κάτοικοι, με τα πρωτόγονα μέσα που είχαν στη διάθεσή τους τότε. Το ’77 εμείς οι άνθρωποι του δασαρχείου οργανώσαμε τους κατοίκους. Και πέρυσι υπήρχε συμμετοχή, αλλά όχι οργάνωση». Για τον έμπειρο δασολόγο θα έπρεπε η πολιτεία να ρίξει το βάρος της στην πρόληψη και στην εκπαίδευση του τοπικού πληθυσμού στις περιοχές υψηλού κινδύνου. «Οι εξαγγελίες για νέες μονάδες δασοπυροσβεστών που θα βρίσκονται σε άλλο τόπο και θα έρχονται με ελικόπτερο να σβήσουν τις φωτιές στα δάση της Εύβοιας είναι κούφιες και δεν θα προσφέρουν τίποτα. Η στρατηγική πυρόσβεσης τα τελευταία 20 χρόνια απέτυχε» υποστηρίζει.
Ο κ. Καπράλος ασχολείται τα τελευταία χρόνια με τη μελισσοκομία και εξηγεί ότι το δάσος που καταστράφηκε ήταν το μεγαλύτερο μελισσοκομικό πάρκο για την παραγωγή του πευκόμελου, προσελκύοντας παραγωγούς από άλλες περιοχές της χώρας. «Ολο αυτό το εργοστάσιο παραγωγής μελιού έχει εξαφανιστεί, θα λείψουν τουλάχιστον 3.000-4.000 τόνοι μέλι από την εθνική παραγωγή. Η βλάστηση που θα έρθει μετά την πυρκαγιά είναι πολύ καλή για τη μέλισσα, όμως για καιρό η ντόπια μελισσοκομία δεν θα έχει παραγωγή», τονίζει.
Η παραμονή των κατοίκων στον τόπο της καταστροφής αποτελεί πλέον το μεγαλύτερο στοίχημα για να αναγεννηθεί η βόρεια Εύβοια από τις στάχτες. «Κλειδί» σε αυτό θα αποτελέσει η αναγέννηση του δάσους από το οποίο εξαρτάται η ευημερία του τοπικού πληθυσμού, τονίζει ο Γιάννης Μητσόπουλος. «Το δάσος θα ξαναγεννηθεί μόνο του, αρκεί να το προστατεύσουμε από καταπατήσεις και από τη βόσκηση. Θα πάρει όμως 20-25 χρόνια. Θα υπάρξουν γενιές που δεν θα το προλάβουν» λέει.
Στη βόρεια Εύβοια οι κάτοικοι το γνωρίζουν πλέον καλά και εύχονται τουλάχιστον να μη σημειωθούν φέτος νέες πυρκαγιές που θα αποτελειώσουν ό,τι γλίτωσε πέρυσι.
16% των πόρων για πρόληψη, 84% για καταστολή!
Η υποβάθμιση της πυροπροστασίας και της πρόληψης των δασικών πυρκαγιών σε σχέση με την καταστολή αποτελεί χρόνια «πληγή» για την Ελλάδα. Πρόσφατη έρευνα του WWF σε συνεργασία με το Mεσογειακό Ινστιτούτο Ερευνητικής Δημοσιογραφίας καταδεικνύει την τεράστια ανισοκατανομή πόρων μεταξύ καταστολής και πρόληψης, αλλά και τα κενά στη λογοδοσία για την κατανομή δημόσιων πόρων. Ενδεικτικά, για την πενταετία 2016-2020 το 83,95% των συνολικών κρατικών πόρων κατευθύνθηκε προς την καταστολή και μόλις το 16,05% προς την πρόληψη, δίχως επαρκή αιτιολόγηση, αλλά ούτε και απολογισμό στη λήξη κάθε αντιπυρικής περιόδου.
Στα προβλήματα προστίθεται και η δυσκολία στην απορρόφηση των σχετικών πόρων του ΕΣΠΑ, που μετά βίας ξεπέρασε το 50%, αλλά και το ότι την τελευταία 20ετία το προσωπικό της Δασικής Υπηρεσίας μειώθηκε κατά 53% και οι πόροι που διατέθηκαν σε αυτήν κατά 80%. Την ίδια ώρα, η Ελλάδα θα δαπανήσει τουλάχιστον 80 εκατομμύρια ευρώ φέτος για τις μισθώσεις εναέριων μέσων πυρόσβεσης μέσω του ΝΑΤΟϊκού οργανισμού NSPA, ποσό αυξημένο κατά 30% σε σχέση με πέρυσι, ενώ ταυτόχρονα γίνεται προσπάθεια να αξιοποιηθεί για τον ίδιο σκοπό κονδύλι 4 εκατομμυρίων ευρώ, διαθέσιμο μέσω του ευρωπαϊκού μηχανισμού RescEU.
Ολα αυτά συμβαίνουν την ώρα που η τελευταία έκθεση του Περιβαλλοντικού Προγράμματος του ΟΗΕ κάνει έκκληση προς τις κυβερνήσεις να διαθέτουν το 45% του προϋπολογισμού τους για την πρόληψη και την ετοιμότητα, το 35% για την καταστολή των πυρκαγιών και το 20% για την αποκατάσταση.
🔴 Το άρθρο αυτό αποτελεί μέρος διασυνοριακής έρευνας που υλοποιήθηκε με τη στήριξη του Journalismfund.eu και στην οποία συμμετέχουν οι δημοσιογραφικές ομάδες των MIIR- Μεσογειακό Ινστιτούτο Ερευνητικής Δημοσιογραφίας- (Ελλάδα), VoxEurop (Ε.Ε.), CIVIO (Ισπανία) και οι δημοσιογράφοι Chloe Emmanouilidis (Κύπρος), Davide Mancini και Marcello Rossi (Ιταλία).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου