Πιλάρ (Αργεντινή). Κενοτάφιο για τους πεσόντες αξιωματικούς και φαντάρους στον πόλεμο του 1982 | AP Photo |
Ελάχιστοι πλέον θυμούνται εκείνον τον πόλεμο. Στις 2 Απριλίου 1982 η Αργεντινή αποβιβάζει στρατεύματα σ’ ένα νησιωτικό σύμπλεγμα κοντά στην Ανταρκτική, 300 μίλια από τη στεριά της και 340 από το Ακρωτήριο Χορν (Χιλή). Τα νησιά ανήκουν στη Μεγάλη Βρετανία και την πρωτοβουλία της απόβασης για την κατάληψή τους παίρνει ο στρατηγός Γκαλτιέρι, επικεφαλής της στρατιωτικής χούντας η οποία τα προηγούμενα έξι χρόνια μάχεται με λύσσα στο εσωτερικό της χώρας για να την «απελευθερώσει» από συνδικαλιστές, ανθρώπινα δικαιώματα, κομμουνιστές, αριστερούς περονιστές και λοιπά «ανατρεπτικά» στοιχεία.
Την ίδια περίοδο στη Μεγάλη Βρετανία κυβερνά (εκλεγμένη με τις ψήφους του λαού) η Μάργκαρετ Θάτσερ, που έχει επίσης βάλει μπρος μια μεγάλη επιχείρηση «απελευθέρωσης» της πατρίδας της από πολλά βαρίδια του παρελθόντος που φρενάρουν την ανάπτυξή της, όπως πολλά εργατικά δικαιώματα. Οφείλει με ηρωισμό μιας σουπεργούμαν (δεν ξέρω αν έχει απεικονιστεί ποτέ έτσι σε τούρτα γενεθλίων) να ξηλώσει εργατικά δικαιώματα, οποιαδήποτε κοινωνική παροχή του κράτους στους οικονομικά αδικημένους, να διαλύσει τον δημόσιο τομέα της οικονομίας, σιδηροδρόμους, ανθρακωρυχεία κ.λπ. Δίνει σκληρή μάχη εναντίον «εκβιαστών» απεργών που απειλούν την ελευθερία και τη δημοκρατία – και είμαστε ακόμα στην αρχή της μεγάλης νεοφιλελεύθερης «επανάστασης» στην Ευρώπη και την Αμερική.
❝ «Πάψαμε να είμαστε ένα έθνος σε υποχώρηση» | Μάργκαρετ Θάτσερ, 3.7.1982
Στα νησιά κατοικούν 1.500 άνθρωποι, περίπου, που έχουν βρετανική υπηκοότητα και καμιά διάθεση να τη χάσουν για να γίνουν πολίτες της Αργεντινής. Αλλά μ’ αυτούς δεν ασχολείται κανένας, ούτως ή άλλως. Τα ζητήματα που συζητιούνται είναι οι φυσικοί πόροι της περιοχής, ποιος θα τους εκμεταλλεύεται και τα σχετικά προβλήματα «γεωστρατηγικής» και «γεωπολιτικής». (Οι δύο όροι δεν είχαν καθιερωθεί τότε τόσο στο λεξιλόγιο των ΜΜΕ, ούτε άλλωστε υπήρχε τότε και τέτοια πληθώρα ενημερωτικών μέσων και μηχανισμών μετάδοσης της πληροφορίας.) Αυτά δεν εντάσσονται στο θέμα του παρόντος κειμένου, τα μελετούν άλλωστε οι «ειδικοί», όπως και όλα τα αντίστοιχα στην εποχή μας.
Οι μη «ειδικοί» έχουμε λόγο ν’ ασχοληθούμε, όμως, με το πώς αντιμετωπίστηκε αυτός ο πόλεμος στο εσωτερικό των δύο αντίπαλων χωρών, ποιες ήταν οι συνέπειές του και τι επίδραση είχε στην τότε διεθνή πολιτική αντιπαράθεση. Με άλλα λόγια, να εστιάσουμε στη σχέση των απλών πολιτών, των πιο χαμηλών κοινωνικών στρωμάτων, των πιο αδικημένων, των πιο καταπιεσμένων με έναν εθνικιστικό πόλεμο. Ποιοι ήθελαν να πολεμήσουν και εναντίον ποιων; Πώς έζησαν τον πόλεμο και τι αποτελέσματα είχε στη ζωή τους;
Από τον κοινωνικό πόλεμο στον εθνικό
Την εποχή εκείνη στο εσωτερικό των χωρών υπήρχε (ακόμα) ένα φαινόμενο που ονομαζόταν πόλεμος των κοινωνικών τάξεων ή κοινωνικός πόλεμος, μια μάχη των εξουσιαζόμενων κατά της εξουσίας και αντιστρόφως, μια διαρκής σύγκρουση των καταπιεζόμενων και οικονομικά αδικημένων κοινωνικών ομάδων με τους «έχοντες και κατέχοντες» τα πλούτη και τα εργαλεία. Σήμερα, στον πόλεμο αυτόν μοιάζει να έχει μείνει μόνο η μία πλευρά, η εξουσία και οι ισχυροί, να πολεμούν μόνοι τους κάποια φαντάσματα που τα κατασκευάζουν οι ίδιοι, προκειμένου να μην απομείνει στους ηττημένους ούτε καν η τελευταία ελπίδα ή κάποια ουτοπική φαντασίωση. (Ας θυμηθούμε και μια γελοιογραφία του Αλτάν, με τον εργάτη Τσιπούτι που, όταν του ανακοινώνουν ότι «τελείωσε η ταξική πάλη», απαντάει: «Να το πούμε τότε και στο αφεντικό να μην παλεύει μόνος του, σαν μαλάκας».)
Τότε υπήρχαν ακόμα η Δεξιά και η Αριστερά και μάλιστα σε σύγκρουση, δεν ήταν όλοι κεντρώοι, κεντροδεξιοί και κεντροαριστεροί ομόψυχα αφοσιωμένοι όλοι στο έθνος, στην πατρίδα, την τάξη και την ασφάλεια. Οσοι απεχθάνονταν την πολιτική και τους πολιτικούς χωρίζονταν σε δύο κατηγορίες: ή έκαναν πραξικοπήματα και επέβαλλαν στρατιωτικό νόμο ή κρύβονταν βαθιά.
Στις άλλες χώρες, η πολιτική σύγκρουση καθόριζε τις αποφάσεις για τη διοίκηση των κρατών, κάτι που απέχει αρκετά από τη σημερινή εξαφάνιση της πολιτικής, με τους περισσότερους πολίτες να αναθέτουν σε ειδικούς τεχνοκράτες τη διοίκηση και να μας κυβερνούν τελικώς κάποιοι… αλγόριθμοι, για τους οποίους κανένας δεν έχει την ευθύνη, αλλά λειτουργούν ως απόλυτοι νόμοι, κάτι σαν τις 10 εντολές του Θεού, και εφαρμόζονται πάση θυσία, χωρίς κανένας να αποφασίζει και χωρίς κανένας να έχει δικαίωμα ή διάθεση να αμφισβητεί.
Στην Αργεντινή και τη Βρετανία το 1982 μαίνεται ακόμα ο εσωτερικός πόλεμος, οπότε οι ηγεσίες και των δύο κρατών βλέπουν ως εξαιρετική ευκαιρία έναν εξωτερικό πόλεμο που θα τους απαλλάξει από την εσωτερική αμφισβήτηση. Οπως σε κάθε εθνικιστικό πόλεμο, οι «από κάτω» χάνουν την μπάλα και τον μπούσουλα, ενώ τα «παιδιά που αγαπούν τα στρατιωτάκια, τα αλογάκια και τα ξύλινα σπαθιά» βρικολακιάζουν, παίρνουν μπρος μυστικές υπηρεσίες, πράκτορες και αντιπράκτορες, κατάσκοποι, προβοκάτορες, προπαγανδιστές και σία και σμίγει «η Παρθένα με τον Σατανά».
Στην Αργεντινή, ο αρχιβασανιστής δολοφόνος Λεοπόλδο Φορτουνάτο Γκαλτιέρι, βαστώντας σφιχτά στην αγκαλιά του το ουίσκι και την εξουσία, ξεκινάει τη μάχη εναντίον του ιμπεριαλισμού και της αποικιοκρατίας. Εχει πάρει τη σκυτάλη της στρατιωτικής χούντας από τον πρωτεργάτη της, στρατηγό Χόρχε Ραφαέλ Βιντέλα, που είχε προλάβει να κάνει ταυτοχρόνως δύο απίστευτους άθλους: από τη μια να δολοφονήσει δεκάδες χιλιάδες αριστερούς, συνδικαλιστές, φοιτητές και μαθητές, κι από την άλλη να έχει την ανοχή (αν όχι και την υποστήριξη) πολλών ευρωπαϊκών κομμουνιστικών κομμάτων και της σοσιαλιστικής Σοβιετικής Ενωσης.
Ο Βιντέλα είχε παραδώσει στον Γκαλτιέρι (όπως κάπου αλλού ο Παπαδόπουλος στον Ιωαννίδη) και η εθνική ενότητα ήταν πάλι το ζητούμενο. Η επιλογή μιας στρατιωτικής εξόρμησης ήταν μια πολύ καλή ιδέα, δοκιμασμένη πολλές φορές. Λέγεται ότι ο Χένρι Κίσινγκερ σφύριξε στο αυτί του Γκαλτιέρι να το κάνει, για να τον πουλήσει φυσικά στο άψε σβήσε, όπως τον πούλησε και ο γείτονας δικτάτορας Πινοτσέτ που προτίμησε να πάει με τους Αγγλους για παν ενδεχόμενο.
Ακολούθησε η μεγαλύτερη εθνική συσπείρωση στην Αργεντινή μετά την ανεξαρτησία: ποτέ πριν καμία κυβέρνηση δεν είχε πετύχει τέτοια εθνική συναίνεση, με τη μεσαία τάξη να παραληρεί από πατριωτικό ενθουσιασμό, καθώς επιτέλους οι εθνικοί μύθοι των σχολικών βιβλίων θα γίνονταν πραγματικότητα. Οπως όμως σε όλους τους εθνικιστικούς πολέμους, οι μεγαλύτεροι πατριώτες δεν πηγαίνουν οι ίδιοι στον πόλεμο αλλά στέλνουν τους πιο φτωχούς, οι οποίοι μάλλον δεν έχουν και πολλά περιθώρια ν’ ασχοληθούν με τα εθνικά δίκαια.
Από την Αριστερά της Αργεντινής, αρκετοί «τσίμπησαν» το δόλωμα. Είπαν «είναι ένας πατριωτικός πόλεμος παρότι τον κάνει ένας δικτάτορας» και κατά κάποιο τρόπο υποστήριξαν την πατρίδα τους, που είχε δίκιο να κατέχει τα νησιά στη μέση του ωκεανού αφού είναι πιο κοντά, κι ό,τι είναι κοντά πρέπει να είναι δικό μας. Στον γειτονικό δικτάτορα Πινοτσέτ δεν άρεσε αυτή η λογική τού «κοντά» επειδή, στον Νότο, η Γη του Πυρός είναι χωρισμένη: μισή είναι στην Αργεντινή και μισή στη Χιλή, οπότε κι εκεί όλοι είναι «κοντά», και φοβήθηκε άλλες εξελίξεις (τις οποίες –απ’ ό,τι λέγεται– είχε ήδη σκεφτεί και ο Γκαλτιέρι).
Στην Αργεντινή, όμως, υπήρξαν κάποιοι στην Αριστερά και στα επαναστατικά κινήματα που είπαν «όχι, αυτός ο πόλεμος δεν είναι δικός μας». Ακόμα κι αν δέχονταν ότι είχε δίκιο ο Γκαλτιέρι (κάθαρμα η Θάτσερ, κάθαρμα κι ο Γκαλτιέρι, αλλά τουλάχιστον ο ένας είναι δικό μας παιδί), παρ’ όλα αυτά δεν θέλησαν να πολεμήσουν και κατάγγειλαν τον πόλεμο ως παγίδα της δικτατορίας προκειμένου να εξασφαλίσει συμμαχίες στο εσωτερικό. Ναι, αλλά τα ίδια επιχειρήματα εναντίον του Γκαλτιέρι τα έλεγε και η Θάτσερ. (Μήπως είστε με τη Θάτσερ, σύντροφοι;)
Η σιδερένια Θάτσερ, από την πλευρά της, τεκμηρίωνε το δίκαιο των Βρετανών να κατέχουν τα νησιά στην άλλη άκρη του κόσμου με την Ιστορία και τα καθιερωμένα διεθνή δίκαια και συμβάσεις. Αλλωστε στα νησιά κατοικούν Βρετανοί που μιλούν Αγγλικά και δεν θέλουν καμία σχέση με την Αργεντινή. Επιπλέον οι Αγγλοι είχαν δημοκρατία ενώ στην Αργεντινή δικτατορία. Ωστόσο ήταν πολύ αντιφατικό ένα καθεστώς, όπως της Θάτσερ, τόσο βαθιά προσηλωμένο στο οικονομικό laissez-fair και τόσο μαχητικά εναντίον του κράτους και της δημόσιας διοίκησης (όπως έλεγε ο Ρόναλντ Ρέιγκαν, «η δημόσια διοίκηση δεν είναι η λύση, είναι το πρόβλημα»), να ήταν ταυτοχρόνως τόσο «βαθύτατα εθνικιστικό, από την κορφή μέχρι τα νύχια» (Ερικ Χομπσμπάουμ).
Κι έτσι η Θάτσερ κάλεσε τους αριστερούς, που οργάνωναν απεργίες για εργατικά δικαιώματα, να τα αφήσουν αυτά τώρα και να υπερασπίσουν την πατρίδα και την ελευθερία, που απειλείται από μεθύστακες δικτάτορες του Νότου. Κι εκεί «τσίμπησαν» μερικοί αριστεροί κι έδωσαν μεγάλη άνεση κινήσεων στη σιδερένια κυρία που τους μαστίγωνε αλύπητα. Σίγουρα πίστευαν ότι δεν πρέπει να αφήνουν τον κάθε δικτάτορα να εισβάλλει στα εδάφη τους. (Μήπως είστε με τον βασανιστή Γκαλτιέρι, σύντροφοι;)
Και τότε οι νεοφιλελεύθεροι, που θα απελευθέρωναν την οικονομία από την κρατική φορολογία, έφτασαν να επιβάλουν πολλαπλάσια φορολογία από τους προκατόχους. (Πόλεμος πατήρ πάντων.) Εμεινε παροιμιώδης η ταλάντευση της Αριστεράς με τη φράση «British Left Waffles on Falklands»: επειδή το waffle μπορεί να θεωρηθεί ρήμα, οπότε η φράση σημαίνει «Η βρετανική Αριστερά αοριστολογεί για τα Φόκλαντς», ή ουσιαστικό, οπότε διαβάζεται ως «η Βρετανία άφησε βάφλες στα Φόκλαντς».
Με τη συναίνεση της αντιπολίτευσης των Εργατικών και τα χουλιγκάνικα ταμπλόιντ που δημιουργούσαν πολεμικό κλίμα, η Θάτσερ μέσα σε λίγες μέρες μετράπηκε σε ίνδαλμα, ενώ μέχρι τότε ήταν η πιο αντιδημοφιλής πρωθυπουργός της βρετανικής ιστορίας. Η επίσημη Αριστερά μπήκε σύσσωμη στον πόλεμο στο πλευρό της και την επόμενη χρονιά, το 1983, με τη στρατιωτική νίκη στο ενεργητικό της, η Θάτσερ σάρωσε στις εκλογές.
Κάποιοι ωστόσο είπαν «όχι, δεν είναι δικός μας πόλεμος αυτός, ο δικός μας πόλεμος είναι για να έχουμε αξιοπρεπείς μισθούς, συντάξεις, υγειονομική περίθαλψη και τα άλλα κοινωνικά δικαιώματα», που έκοβε η Θάτσερ το ένα μετά το άλλο με καταιγιστικό ρυθμό. Στο κάτω-κάτω, «αφού πάντα η ιδιωτική εταιρεία είναι καλύτερη από το κράτος, ας πολεμήσει η ιδιωτική εταιρεία για την εθνική υπερηφάνεια». (Αργότερα θα γίνει κι αυτό στους πολέμους, με μισθοφόρους και εργολάβους.)
Στον υπόλοιπο πλανήτη ο κόσμος παρακολουθούσε τον πόλεμο σαν ένα ντέρμπι στον τελικό του Μουντιάλ, Αργεντινή - Βρετανία και άλλοι ήταν με τους Αγγλους άλλοι με τους Αργεντινούς. Μόνο που το ντέρμπι αυτό είχε δραματικές συνέπειες για τους παίκτες στο γήπεδο. Τα αποτελέσματα, σύμφωνα με τη Wiκιpedia, είχαν ως εξής. Αργεντινή: 649 νεκροί, 1.657 τραυματίες, 11.313 αιχμάλωτοι· Μεγάλη Βρετανία: 255 νεκροί, 755 τραυματίες, 315 αιχμάλωτοι. Στην ισπανόφωνη Wikipedia προστίθεται ακόμα μία ενδιαφέρουσα πληροφορία, που τεκμηριώνεται από συγκεκριμένες μελέτες: 350-454 αυτοκτονίες στην Αργεντινή και 264 στη Βρετανία.
«Οι Τυφλοπόντικες» και η επίσημη μνήμη
Οι Βρετανοί, παρότι η χώρα τους απείχε από το πεδίο της μάχης, είχαν την υπεροπλία και τα φονικά αεροπλάνα «Χάριερ» που σάρωναν. Οι Αργεντίνοι στρατιώτες ήταν αναλώσιμοι για την ηγεσία τους: πεινούσαν, κρύωναν, δεν υπάκουαν, λιποτακτούσαν κι εξεγείρονταν, ενώ οι αξιωματικοί εφάρμοζαν σε βάρος τους βασανιστήρια και θανατικές ποινές. Εβλεπαν τους Βρετανούς αντιπάλους τους άψογα εφοδιασμένους, άνετους, επαγγελματίες. Αν έπεφτε κανένας Αγγλος πιλότος, οι Αργεντίνοι έβλεπαν το τι είχε πάνω του από εφόδια και λεφτά και ήθελαν να αυτομολήσουν. Ετρεχαν να παραλάβουν τα έγγραφα παράδοσης από τους Αγγλους στρατιώτες και να γίνουν αιχμάλωτοι πολέμου. Επιπλέον, το φοβερό κρύο άρχισε να πιέζει τους επιτιθέμενους· τα νησιά είναι κοντά στον Νότιο Πόλο, ο χειμώνας βαρύς κι αρχίζει νωρίς τον Μάιο.
Οι σκηνές που διαδραματίστηκαν ήταν αντάξιες του Πρώτου Παγκοσμίου και των πολέμων των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα. Και όπως για την εποχή εκείνη ο Ανρί Μπαρμπίς έγραψε το ανυπέρβλητο μυθιστόρημα «Φωτιά», που λησμονήθηκε γιατί δεν ήταν με κανέναν από τους εμπόλεμους, έτσι και στην Αργεντινή υπάρχει ένα σχεδόν ξεχασμένο μυθιστόρημα του Αργεντίνου συγγραφέα Rodolfo Fogwil, με τίτλο «Los Pichiciegos» («Οι Τυφλοπόντικες», σε ελεύθερη απόδοση).
Περιγράφει τον πόλεμο στις Μαλβίνες όπως τον βλέπει μια ομάδα Αργεντινών στρατιωτών που έχουν λιποτακτήσει και κρύβονται σε ένα υπόγειο καταφύγιο περιμένοντας να τελειώσει ο πόλεμος: αδιαφορώντας παντελώς για το ιμπεριαλισμό και τη μάχη εναντίον του, αδιαφορώντας για γεωπολιτικές και στρατηγικά συμφέροντα, πετρέλαια, ορυκτά και εθνική κυριαρχία, μακριά από κάθε ηρωισμό, φροντίζουν μόνο να σώσουν το σαρκίο τους και συζητούν για την προηγούμενη ζωή τους στα μηχανουργεία και τα εργοστάσια, για συνδικαλισμό και αντάρτες, για τους πολιτικούς και στρατιωτικούς της χώρας τους, για τους γείτονες και τους συγχωριανούς τους, για τον κοινωνικό πόλεμο που βίωναν από παιδιά. Η ηρωική μάχη που δίνουν είναι να βρουν τρόφιμα και ποτά, τσιγάρα και μπαταρίες, βγαίνοντας τη νύχτα στα πεδία των μαχών και κλέβοντας τους εμπόλεμους ή «πουλώντας» κατά κάποιο τρόπο πτώματα και τραυματίες που περισυλλέγουν. Είναι αυτοί που δεν θα φανούν ποτέ ούτε στα δελτία ειδήσεων ούτε στα ιστορικά δοκίμια και διατριβές ούτε στα περισσότερα μυθιστορήματα. Οπως ο Αρχίλοχος ο Πάριος ο ρίψασπις, που κάποτε πέταξε την ασπίδα του σ’ έναν θάμνο κι έσωσε τη ζωή του χωρίς να ντρέπεται καθόλου γι’ αυτό, οι «Τυφλοπόντικες» ξεφτιλίζουν έναν πόλεμο που δεν είναι ο δικός τους: καθημερινός, αληθινός πόλεμος που ν’ αφορά τις υλικές συνθήκες της ζωής τους κι όχι έντεχνα κι επίμονα κατασκευασμένες κοινωνικές ταυτότητες για «υπηκόους». Στους εθνικιστικούς πολέμους των ηγεμόνων, μόνο οι λιποτάκτες έχουν δίκιο.
Σήμερα στην Αργεντινή η διεκδίκηση των νησιών Μαλβίνες είναι ακόμα ζωντανή, καθώς έχει τροφοδοτηθεί από δεξιά και αριστερά. Υπάρχουν μουσεία όπου μπορείς να δεις σε κουτάκι χώμα από τις Μαλβίνες και οι νεκροί αποκαλούνται ήρωες, ενώ οι βετεράνοι κάνουν παρελάσεις και άλλες παράτες. Ενας τέτοιος «ήρωας», ο πρώτος νεκρός αξιωματικός στην απόβαση των Αργεντινών στις Μαλβίνες το1982, έγινε αφορμή για την πρώτη μαχητική εμφάνιση μιας φασιστικής ομάδας στην πόλη Μαρ δε Πλάτα, την κατοπινή άνοδο και τη δίκη της.
Πριν από λίγα χρόνια αποκαλύφθηκε πως αυτός ο «ήρωας» του πολέμου στις Μαλβίνες, το πορτρέτο του οποίου κοσμούσε την αίθουσα του δημοτικού συμβουλίου της πόλης, ήταν ένας από τους εγκληματίες βασανιστές της δικτατορίας. Το γεγονός αποδείχτηκε στις δίκες κατά των βασανιστών, οπότε το δημοτικό συμβούλιο της πόλης αποφάσισε να κατεβάσει το πορτρέτο. Οι φασιστές εισέβαλαν στο δημαρχείο, διαμαρτυρόμενοι για την αντιπατριωτική συμπεριφορά των Αρχών, κι ακολούθησαν αμέτρητες βίαιες επιθέσεις και πογκρόμ. Οι εξελίξεις και η δίκη τους καταγράφονται στο ντοκιμαντέρ «El Credo» («Το Πιστεύω») του Alan Sasiain.
Στον υπόλοιπο κόσμο ελάχιστοι θυμούνται σήμερα εκείνον τον πόλεμο και τις συνέπειές του. Ακόμα λιγότεροι θυμούνται τους αρνητές του, τους λιποτάκτες και τους αντικαθεστωτικούς – εκείνη τη μειονότητα που εκπροσωπούσε την πλειονότητα όσων είχαν συντριβεί στον εσωτερικό κοινωνικό πόλεμο στις δύο χώρες.
* Μεταφραστής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου