Ακόμα τέσσερα ιδρύματα, το Πολυτεχνείο της Αθήνας, το Πάντειο Πανεπιστήμιο, το Γεωπονικό και το Ελληνικό Μεσογειακό Πανεπιστήμιο με ανακοινώσεις των Συγκλήτων τους απορρίπτουν σημεία η ολόκληρο το νομοσχέδιο Κεραμέως
Απανωτά είναι πλέον τα «αδειάσματα» που δέχεται η κ.Κεραμέως για το υπό διαβούλευση νομοσχέδιό της για τα ΑΕΙ, εν αναμονή λήξης της διαβούλευσης στις; 19 Ιουνίου.
Καθημερινά, Σύγκλητοι ιδρυμάτων όπως έγινε ήδη στα Πανεπιστήμια Ιωαννίνων και Πολυτεχνείο Κρήτης, αλλά και σύλλογοι διδασκόντων και διοικητικοί υπάλληλοι από πολλά ιδρύματα εκδίδουν ανακοινώσεις ζητώντας την απόσυρση του νομοσχεδίου.
Χτες, ακόμα τέσσερα ιδρύματα, το Πολυτεχνείο της Αθήνας, το Πάντειο πανεπιστήμιο, το Γεωπονικό και το Ελληνικό Μεσογειακό Πανεπιστήμιο πρόσθεσαν με ανακοινώσεις των Συγκλήτων τους, τη φωνή τους με τα υπόλοιπα, εστιάζοντας ιδίως στο θέμα της επιλογής Πρυτανη από τα Συμβούλια Διοίκησης, που κατά το ΕΜΠ «φαλκιδεύει» το θεσμό. Το Πάντειο μάλιστα τονίζει ότι το νομοσχέδιο « απαξιώνει την αρχή της δημοκρατικής οργάνωσης, απομειώνει την ακαδημαϊκότητα, περιστέλλει την ακαδημαϊκή ελευθερία και το αυτοδιοίκητο του Πανεπιστημίου, ενώ ταυτοχρόνως πολλαπλασιάζει την γραφειοκρατία, χωρίς να μεριμνά για τις αναγκαίες προϋποθέσεις εφαρμογής του». Οι ανακοινώσεις των Συγκλήτων:
Η ανακοίνωση του Ε.Μ.Πολυτεχνείου
Το Σχέδιο Νόμου του ΥΠΑΙΘ με τίτλο «Νέοι Ορίζοντες στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα» ανταποκρίνεται μερικώς, με επί μέρους εκσυγχρονιστικές ρυθμίσεις, στις προσδοκίες για βελτίωση της λειτουργίας των Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων. Η υλοποίηση πολλών εκ των θετικών αλλαγών, κυρίως αυτών που αφορούν στην κινητικότητα και την ευελιξία στις επιλογές των φοιτητών σε σχέση με το πρόγραμμα των σπουδών τους, χρειάζεται πρόσθετα φίλτρα και παραμετροποιήσεις αλλά κυρίως απαιτεί πόρους, ανθρώπινους και άλλους, οι οποίοι είναι ωστόσο πολύ περιορισμένοι λόγω της παρατεταμένης υποχρηματοδότησης των πανεπιστημίων. Και επιπλέον, μείζονα προβλήματα των Πανεπιστημίων, όπως είναι η υποστελέχωση και η ανεπαρκής αναπλήρωση των μελών ΔΕΠ που αφυπηρετούν, δεν επιλύονται αλλά αντιμετωπίζονται σε αντίθετη κατεύθυνση.
Ο φιλόδοξος στόχος του καθορισμού ενιαίου πλαισίου οργάνωσης και λειτουργίας των Α.Ε.Ι. για ενίσχυση της ποιότητας, της αριστείας, της αποτελεσματικότητας, της διαφάνειας και του αυτοδιοίκητου χαρακτήρα τους, δεν θα μπορέσει να εφαρμοσθεί επειδή το σχέδιο νόμου έχει αναλωθεί σε πληθωρικές, αναλυτικές και επικαλυπτόμενες εξειδικεύσεις που δεν επιτρέπουν τη διαμόρφωση του ικανού και αναγκαίου μεταρρυθμιστικού περιβάλλοντος για τη επιτυχή υλοποίησή του.
Στο θεσπιζόμενο μοντέλο διοίκησης, το Συμβούλιο είναι μια υπερ-εκτελεστική θεσμική οντότητα, με υπέρογκη ύλη ενασχόλησης, σε βάρος του ρόλου χάραξης στρατηγικής ανάπτυξης και εξωστρέφειας. Σε συνδυασμό με αυτό, η συμμετοχή μεγάλου αριθμού εξωτερικών συμβούλων, που δεν μπορεί να έχουν ζωντανό ενδιαφέρον για τα άμεσα προβλήματα του κάθε Α.Ε.Ι., αποσπά την κεφαλή από το σώμα προσφέροντας έδαφος για αναποτελεσματικές διαχειριστικές επιλογές και ατελέσφορη διοίκηση. Η κλιμάκωση των κανονιστικών διατάξεων για κάθε διοικητική, ακαδημαϊκή και εκπαιδευτική διαδικασία, με επίκληση αντικειμενικά εκφρασμένων κριτηρίων, δεν απελευθερώνει τις δημιουργικές δυνάμεις του Πανεπιστημίου, αντίθετα τις εγκλωβίζει σε ένα συγκεντρωτικό, δυσλειτουργικό και γραφειοκρατικό κυκεώνα. Η φυσιογνωμία του Συμβουλίου ελάχιστα αναδεικνύει τον ρόλο θεσμικού αντίβαρου.
Η ισχύς και το κύρος του Πρύτανη, τα οποία είναι απαραίτητα για την αντιμετώπιση των σοβαρών προβλημάτων των πανεπιστημίων, αντλούνται σήμερα από την ισχυρή εντολή του εκλογικού σώματος. Στο σχέδιο νόμου, η εκλογή του Πρύτανη από τη βάση είναι φαλκιδευμένη: δεν αποτελεί δηλαδή ανόθευτη έκφραση της βούλησης της πλειοψηφίας γιατί αυτή δεν εκλέγει Πρύτανη, αλλά μέλη στο Συμβούλιο που θα επιλέξουν έμμεσα τον Πρύτανη με δευτερογενή αφετηρία υποψηφίων. Επιπλέον, ο Πρύτανης αναλαμβάνει πολλά εκτελεστικά καθήκοντα, με αποτέλεσμα να προκύπτει αντίφαση: ο ελεγχόμενος και λογοδοτών -- ως ασκών την εκτελεστική εξουσία – Πρύτανης, προεδρεύει του οργάνου που, μεταξύ άλλων, τον ελέγχει. Και πέρα από όλα αυτά, η Σύγκλητος περιθωριοποιείται, οι αντιπρυτάνεις υποβαθμίζονται και οι κοσμήτορες ορίζονται αντί να εκλέγονται.
Χωρίς αμφιβολία, η κάθετη και λεπτομερής διασύνδεση πολλών και επάλληλων διαδικασιών θα αδρανοποιήσει μεγάλο μέρος των λειτουργικών μηχανισμών των Α.Ε.Ι. και για μεγάλο χρονικό διάστημα επιβάλλοντας διαδοχικές τροποποιήσεις και ακυρώσεις διατάξεων του νέου θεσμικού πλαισίου. Η προγραμματική απλούστευση των διαδικασιών και η ενίσχυση του αυτοδιοίκητου χαρακτήρα των Α.Ε.Ι. αναδεικνύονται σε απλά ρητορικά σχήματα αφού παραμένει το περιοριστικό πλαίσιο και πολλά από τα άρθρα του νόμου παραπέμπουν τελικά στην Κεντρική Διοίκηση, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη διατήρηση του ασφυκτικού πλαισίου για την Έρευνα.
Για όλους αυτούς τους λόγους, και με κύριο στόχο τη βελτίωση της λειτουργίας των Α.Ε.Ι. με ένα εκσυγχρονιστικό πλαίσιο οργάνωσης και λειτουργίας που θα επιτρέψει στο Ελληνικό Δημόσιο Πανεπιστήμιο να κινηθεί με όλες τις δημιουργικές δυνάμεις του σε Νέους Ορίζοντες, η Σύγκλητος του ΕΜΠ κρίνει ότι είναι αναγκαία η συνολική και ταυτόχρονα αναλυτική επεξεργασία του σχεδίου νόμου κατά κεφάλαιο, με ενεργό συμμετοχή της ακαδημαϊκής κοινότητας στην οποία απευθύνεται, διαδικασία που κάθε άλλο παρά διευκολύνεται με τον προτεινόμενο χρόνο διαβούλευσης.
Η ανακοίνωση του Παντείου
Η Σύγκλητος του Παντείου Πανεπιστημίου διαπιστώνει ότι το νομοσχέδιο για την τριτοβάθμια εκπαίδευση που τέθηκε προς διαβούλευση απαξιώνει την αρχή της δημοκρατικής οργάνωσης, απομειώνει την ακαδημαϊκότητα, περιστέλλει την ακαδημαϊκή ελευθερία και το αυτοδιοίκητο του Πανεπιστημίου, ενώ ταυτοχρόνως πολλαπλασιάζει την γραφειοκρατία, χωρίς να μεριμνά για τις αναγκαίες προϋποθέσεις εφαρμογής του. Απουσιάζουν το όραμα για το Πανεπιστήμιο και η εμπιστοσύνη στα μέλη της ελληνικής ακαδημαϊκής κοινότητας συνολικά. Η Σύγκλητος εκτιμά ότι ακόμη κι αν υπάρχουν ρυθμίσεις που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν με στόχο την ανάπτυξη του Πανεπιστημίου, η υλοποίησή τους απαιτεί επαρκείς πόρους (ανθρώπινους και υλικούς), που δεν προβλέπονται από το νομοσχέδιο. Η Σύγκλητος διαπιστώνει με ανησυχία ότι η διδασκαλία σε μεταπτυχιακό επίπεδο δεν συνυπολογίζεται στις διδακτικές υποχρεώσεις των μελών ΔΕΠ και η πλήρης κατάργηση κρατικής χρηματοδότησης των μεταπτυχιακών σπουδών οδηγεί στην υποχρεωτική επιβολή διδάκτρων. Το νομοσχέδιο δημιουργεί ρευστότητα στη συνολική οργάνωση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, εισάγοντας ελαστικές εργασιακές σχέσεις για τα μέλη ΔΕΠ, ΕΔΙΠ, ΕΤΕΠ, ΕΕΠ και τους διοικητικούς υπαλλήλους καθώς και διαφορετικά πτυχία που υπονομεύουν την αναγνώριση επαγγελματικών δικαιωμάτων στους αποφοίτους. Το νομοσχέδιο περιγράφει ένα Πανεπιστήμιο κλειστό και αφιλόξενο για τους/τις νέους/νέες επιστήμονες.
Η Σύγκλητος θεωρεί θεμελιώδες πρόβλημα το νέο υπερσυγκεντρωτικό σύστημα Διοίκησης που δίνει υπερεξουσίες στον/την Πρύτανι, περιθωριοποιεί τους Αντιπρυτάνεις και μεταφέρει ενισχυμένες αρμοδιότητες σε ένα ολιγομελές όργανο, το Συμβούλιο Διοίκησης, το οποίο δεν έχει νομιμοποιηθεί στο σύνολό του από την ακαδημαϊκή κοινότητα. Η Σύγκλητος, η οποία αποτελεί σήμερα το βασικό όργανο για τη λειτουργία και τη στρατηγική ανάπτυξη του Πανεπιστημίου, υποβαθμίζεται. Αντίθετα, κρίσιμες αποφάσεις ακόμη και ακαδημαϊκού περιεχομένου, όπως τα μητρώα γνωστικών αντικειμένων και, η συγκρότηση των εκλεκτορικών σωμάτων, θα λαμβάνονται από πρόσωπα που δεν θα έχουν καμία σχέση ούτε γνώση του ακαδημαϊκού χώρου. Αποτέλεσμα του νέου μοντέλου διοίκησης είναι να μην υπάρχει δημοκρατική νομιμοποίηση των οργάνων διοίκησης από την πανεπιστημιακή κοινότητα ενώ ελλοχεύει ο κίνδυνος για αδιαφανείς διαδικασίες, διαπλοκή και πελατειακές εξαρτήσεις. Απουσιάζουν επίσης τα θεσμικά αντίβαρα και οι ελεγκτικοί μηχανισμοί, ώστε να υπάρχει λογοδοσία της διοίκησης. Η Σύγκλητος θεωρεί ότι ένα νομοσχέδιο για την τριτοβάθμια εκπαίδευση, που προβλέπει ριζική αναδιάρθρωση της λειτουργίας των πανεπιστημίων, προϋποθέτει ουσιαστικό διάλογο με τα μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας και συναίνεση τουλάχιστον στις βασικές αρχές του. Ζητεί συνεπώς την άμεση απόσυρση του παρόντος νομοσχεδίου.
Η ανακοίνωση του Γεωπονικού
Η Σύγκλητος του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών στη συνεδρία 595/9-6-22 θεωρεί ότι το νέο νομοσχέδιο, ένα νομοσχέδιο 400 σελίδων και 345 άρθρων, είναι υπερρυθμιστικό και αντί να οδηγεί σε μεταρρύθμιση, δημιουργεί ένα ασφυκτικό καθεστώς λειτουργίας στα Πανεπιστήμια.
Παρά την κοινή επιθυμία και διαχρονική προσπάθεια της ακαδημαϊκής κοινότητας για τη βελτίωση της ποιότητας σπουδών στα ελληνικά ΑΕΙ, η Σύγκλητος διαπιστώνει σοβαρά προβλήματα δυσλειτουργιών στο παρόν νομοσχέδιο που υπονομεύουν την εφαρμογή ακόμη και καλών προβλέψεων και τα οποία αδικούν τα θετικά σημεία του νομοσχεδίου, ειδικά αυτά τα οποία αφορούν την ενίσχυση της εξωστρέφειας, της διεπιστημονικότητας των σπουδών και της κινητικότητας των φοιτητών, καθώς και το καθεστώς λειτουργίας των Εταιρειών Αξιοποίησης και Διαχείρισης Περιουσίας. Ωστόσο και για τις θετικές αυτές πτυχές δεν υπάρχει πρόβλεψη για την εφαρμογή τους, ειδικά όσον αφορά τη διαθεσιμότητα των απαραίτητων πόρων και τη δέσμευσή της Πολιτείας ως προς τη εξασφάλιση αυτών, ενώ δεν διασφαλίζεται η θετική επίπτωση στους φοιτητές και αποφοίτους.
Το Νομοσχέδιο καταργεί στην πράξη το αυτοδιοίκητο των Πανεπιστημίων μέσω της πρόβλεψης του άρθρου 21 σύμφωνα με την οποία η ίδρυση, συγχώνευση και κατάργηση ακαδημαϊκής μονάδας πραγματοποιείται με προεδρικό διάταγμα χωρίς τη σύμφωνη γνώμη της Συγκλήτου. Ιδιαίτερα εκφράζεται ο προβληματισμός για την πρόβλεψη της μη δυνατότητας μονιμοποίησης των Επίκουρων Καθηγητών. Παράλληλα, υποβαθμίζεται η εκπαιδευτική αποστολή των ΑΕΙ μέσω της αφαίρεσης της υποχρέωσης διδασκαλίας σε ΠΜΣ από τις κατ’ ελάχιστον διδακτικές απαιτήσεις των διδασκόντων. Επίσης, δημιουργούνται ελαστικές συνθήκες εργασίας για το προσωπικό, ιδιαίτερα τους συμβασιούχους των ΕΛΚΕ.
Αποτελεί ουσιαστικό πρόβλημα το νέο υπερσυγκεντρωτικό σύστημα διοίκησης που δίνει υπερεξουσίες στον Πρύτανη, υποβαθμίζει τον ρόλο των Αντιπρυτάνεων και μεταφέρει ενισχυμένες αρμοδιότητες σε ένα ολιγομελές όργανο, το Συμβούλιο Διοίκησης. Η Σύγκλητος, η οποία αποτελεί σήμερα το βασικό όργανο για τη λειτουργία και τη στρατηγική ανάπτυξη του Πανεπιστημίου, υποβαθμίζεται. Αποτέλεσμα του νέου μοντέλου διοίκησης είναι να μην υπάρχει δημοκρατική νομιμοποίηση από την πανεπιστημιακή κοινότητα των οργάνων διοίκησης ενώ ελλοχεύει ο κίνδυνος για αδιαφανείς διαδικασίες και διαπλοκή.
Η Σύγκλητος του ΓΠΑ ζητά την απόσυρση συνολικά του νομοσχεδίου, την άμεση εφαρμογή του ν. 4692/20 για άμεση εκλογή Πρυτανικών Αρχών και Κοσμητόρων και διεύρυνση της βάσης του εκλογικού σώματος. Τα θετικά σημεία τα οποία προαναφέρθηκαν μπορούν να ενσωματωθούν σε ένα μελλοντικό νομοσχέδιο με πιθανή πρόβλεψη ενός Συμβουλίου Στρατηγικού Σχεδιασμού, με εσωτερικά και εξωτερικά μέλη εκλεγμένα από την Σύγκλητο, το οποίο θα επικουρεί τις Πρυτανικές Αρχές στη διαμόρφωση του αναπτυξιακού πλάνου του Ιδρύματος με αρμοδιότητες ευθύνης στην δημιουργία και θεμελίωση συνεργασιών με την ευρύτερη κοινωνία και των παραγωγικών και άλλων φορέων και θεσμών στην Ελλάδα και διεθνώς.
Η ανακοίνωση του Ελληνικού Μεσογειακού Πανεπιστημίου
Η Σύγκλητος του Ελληνικού Μεσογειακού Πανεπιστημίου στην έκτακτη συνεδρίασή της με αρ. πράξης 85/09-06-2022 συζήτησε επί του σχεδίου νόμου του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων με τίτλο «Νέοι Ορίζοντες στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα: Ενίσχυση της ποιότητας, της λειτουργικότητας και της σύνδεσης των ΑΕΙ με την κοινωνία και άλλες διατάξεις» και αποφάσισε τα εξής:
Επισημαίνουμε αρχικά ότι, παρά την παράταση που ανακοινώθηκε στη δημόσια διαβούλευση για μια εβδομάδα, έως την Κυριακή 19/6, ο διαθέσιμος χρόνος δεν επαρκεί για μια ουσιαστική συζήτηση επί των 345 άρθρων και των 408 σελίδων του σχεδίου νόμου. Ζητάμε να δοθεί ο απαραίτητος χρόνος για μια ουσιαστική και όχι προσχηματική διαβούλευση, ώστε να κατατεθούν και να ληφθούν υπόψη οι απόψεις των συλλογικών οργάνων των Πανεπιστημίων, καθώς και των συλλόγων εργαζομένων στα ΑΕΙ, επί του σχεδίου νόμου.
Όσον αφορά στις εκ βάθρων αλλαγές που εισηγείται το σχέδιο νόμου για την Ανώτατη Εκπαίδευση της χώρας μας, ενδεικτικά, παραθέτουμε παρακάτω τις θέσεις μας για ορισμένα θέματα που θεωρούμε ιδιαιτέρως σημαντικά:
1) Στο άρθρο 21 του Κεφαλαίου Α΄ αναφέρεται ότι «η ίδρυση, συγχώνευση, κατάτμηση γνωστικού αντικειμένου, μεταβολή έδρας και η κατάργηση ακαδημαϊκής μονάδας, επιπέδου Σχολής ή Τμήματος ΑΕΙ πραγματοποιείται με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται ύστερα από πρόταση των Υπουργών Παιδείας και Θρησκευμάτων, Οικονομικών και Εσωτερικών…, καθώς και γνώμη της Συγκλήτου του ΑΕΙ και της ΕΘΑΑΕ...».
Η άρση της απαιτούμενης σύμφωνης γνώμης της Συγκλήτου για τη συγχώνευση, μεταβολή έδρας ή ακόμη και κατάργηση ακαδημαϊκής μονάδας επιπέδου Σχολής ή Τμήματος αποτελεί παραβίαση του αυτοδιοίκητου των Πανεπιστημίων, μια λογική που διαπνέει σε μεγάλο βαθμό το εν λόγω σχέδιο νόμου.
2) Με τις ρυθμίσεις του Κεφαλαίου Β΄ (άρθρα 7-19) ανατρέπεται στο σύνολό της η δημοκρατική δομή διοίκησης και λειτουργίας του ελληνικού δημόσιου Πανεπιστημίου. Θεσμοθετείται το Συμβούλιο Διοίκησης (ΣΔ), ένα εκτελεστικό όργανο με υπερ-αρμοδιότητες, το οποίο αποτελείται από έξι εσωτερικά μέλη και πέντε εξωτερικά μέλη. Το ΣΔ θα επιλέγει τον Πρύτανη, τους Αντιπρυτάνεις και τους Κοσμήτορες! Τα μονοπρόσωπα όργανα διοίκησης του Πανεπιστημίου δεν θα εκλέγονται πλέον από την ακαδημαϊκή κοινότητα, αλλά θα ορίζονται από ένα όργανο με εξω-πανεπιστημιακά μέλη.
Το επιχείρημα ότι δημιουργείται ένα πλαίσιο ελέγχου και λογοδοσίας του Πρύτανη καταρρίπτεται άμεσα, καθώς στο ολιγομελές Συμβούλιο Διοίκησης (όργανο ελέγχου) συμμετέχει και ο Πρύτανης (ελεγχόμενος) με ιδιαίτερα αυξημένες αρμοδιότητες. Με τον προτεινόμενο τρόπο εκλογής των εσωτερικών μελών στα ΣΔ (ταξινομική ψήφος, μη αντιπροσωπευτική εκπροσώπηση Σχολών ανάλογα με τον αριθμό μελών ΔΕΠ που διαθέτουν κ.α.) και επιλογής από αυτά των εξωτερικών μελών είναι πολύ πιθανό να επικρατήσουν μηχανισμοί συναλλαγής και διαπλοκής στα Πανεπιστήμια, με αντάλλαγμα μια θέση στο Συμβούλιο Διοίκησης. Ειδικά, σε μικρά περιφερειακά Πανεπιστήμια, ενδέχεται με το «νέο» μοντέλο διοίκησης να ανακύψει Πρύτανης που θα έχει λάβει ελάχιστες ψήφους από τα μέλη ΔΕΠ ως υποψήφιο εσωτερικό μέλος του ΣΔ.
Η Σύγκλητος που αποτελείται, μέχρι σήμερα, από εκλεγμένα μονοπρόσωπα όργανα διοίκησης (Πρύτανη, Αντιπρυτάνεις, Κοσμήτορες Σχολών, Προέδρους Τμημάτων), αλλά και τους εκπροσώπους των εργαζομένων (ΕΔΙΠ, ΕΤΕΠ, ΔΥ) και των φοιτητών, απονευρώνεται πλήρως, καθώς της αφαιρούνται σημαντικές αρμοδιότητες οι οποίες μεταφέρονται στο Συμβούλιο Διοίκησης. Αξίζει να σημειωθεί ότι, από τα όργανα διοίκησης απουσιάζουν πλέον πλήρως οι εκπρόσωποι των διοικητικών υπαλλήλων, μιας μεγάλης κατηγορίας εργαζομένων στα Πανεπιστήμια.
Με το παρόν σχέδιο νόμου καταργείται επίσης ο επιτυχημένος θεσμός του Πρυτανικού Συμβουλίου. Είναι απορίας άξιο πως η πολιτική ηγεσία του ΥΠΑΙΘ, ενώ πριν από μόλις δύο χρόνια νομοθέτησε με τον ν. 4692/2020 την εκλογή των πρυτανικών αρχών από την ακαδημαϊκή κοινότητα, ως σχήμα μάλιστα Πρύτανη-Αντιπρυτάνεων, έρχεται σήμερα να καταργήσει τον νόμο που η ίδια ψήφισε και να νομοθετήσει ακριβώς το αντίθετο, χωρίς καμία εξήγηση. Το «νέο» μοντέλο διοίκησης των Πανεπιστημίων, δεν είναι προφανώς καθόλου νέο. Έχει δοκιμαστεί, σε μια ηπιότερη έκδοσή του, στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα της χώρας κατά το διάστημα 2011-2013 (ν. 4009/2011, Υπ. Διαμαντοπούλου) και απέτυχε παταγωδώς. Οδήγησε σε σημαντικά προβλήματα λειτουργίας στα Πανεπιστήμια και επί της ουσίας καταργήθηκε μόλις δύο-τρία χρόνια μετά την εφαρμογή του.
Συνεπώς, κατά τη γνώμη μας, με το παρόν σχέδιο νόμου καταστρατηγείται το αυτοδιοίκητο των Πανεπιστημίων, καθώς οι πρυτανικές αρχές (Πρύτανης, Αντιπρυτάνεις) και οι Κοσμήτορες δεν θα εκλέγονται πλέον άμεσα από την ακαδημαϊκή κοινότητα, αλλά θα επιλέγονται από ένα ολιγομελές Συμβούλιο Διοίκησης με εξω-πανεπιστημιακά μέλη, ενώ οι αρμοδιότητες του ανώτατου συλλογικού οργάνου διοίκησης του Πανεπιστημίου, της Συγκλήτου, υποβαθμίζονται δραστικά και μεταφέρονται στο ΣΔ. Είναι η πρώτη φορά στην ιστορία της Μεταπολίτευσης, και ειδικά μετά τον νόμο πλαίσιο του 1982, που θίγεται σε τέτοιο βαθμό το αυτοδιοίκητο και η δημοκρατική λειτουργία των δημόσιων Πανεπιστημίων, όπως προβλέπεται από την παράγραφο 5 του άρθρου 16 του Συντάγματος που αναφέρει ότι «…η Ανώτατη Εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση…».
Έστω και την ύστατη ώρα, το «νέο» μοντέλο διοίκησης των Πανεπιστημίων πρέπει να αποσυρθεί. Οι πρυτανικές αρχές (Πρύτανης - Αντιπρυτάνεις) και οι Κοσμήτορες των Σχολών είναι αναγκαίο να συνεχίσουν να εκλέγονται από την ακαδημαϊκή κοινότητα, ενώ η Σύγκλητος ως ανώτατο, δημοκρατικά εκλεγμένο συλλογικό όργανο του Πανεπιστημίου επιβάλλεται να συνεχίσει να έχει ουσιαστικές αρμοδιότητες για την ανάπτυξη και τη λειτουργία του, διασφαλίζοντας τη διαφάνεια, την αξιοκρατία και το αυτοδιοίκητο των Πανεπιστημίων.
3) Η δυνατότητα που παρέχεται σε φοιτητές του πρώτου κύκλου σπουδών να επιλέγουν να παρακολουθούν και να αξιολογούνται σε μαθήματα ή εκπαιδευτικές δραστηριότητες άλλων Τμημάτων του ίδιου ΑΕΙ (άρθρο 66, Κεφάλαιο Ζ΄), λαμβάνοντας ως ανώτατο αριθμό πιστωτικών μονάδων το 10% του συνολικού αριθμού των πιστωτικών μονάδων (ECTS) που απαιτούνται για την επιτυχή ολοκλήρωση του προγράμματος σπουδών, κρίνεται ως θετική. Tα μαθήματα αυτά θα πρέπει όμως να έχουν πρώτα ενταχθεί στο πρόγραμμα σπουδών του Τμήματος με απόφαση της Συνέλευσής του.
4) Στο άρθρο 73 του Κεφαλαίου Η΄ προβλέπεται η δημιουργία Τμημάτων Εφαρμοσμένων Επιστημών και Τεχνολογίας, τα οποία μπορούν να οργανώνουν προγράμματα εφαρμοσμένων επιστημών και τεχνολογίας που «κατ’ εξαίρεση δύνανται να έχουν διάρκεια επτά (7) ακαδημαϊκών εξαμήνων και οι εκπαιδευτικές τους δραστηριότητες αντιστοιχούν κατ’ ελάχιστον σε 210 πιστωτικές μονάδες…», ενώ η ολοκλήρωσή τους θα οδηγεί στην απονομή τίτλου σπουδών επιπέδου έξι (6) σύμφωνα με το Εθνικό και Ευρωπαϊκό Πλαίσιο Προσόντων. Επίσης, «Τα Τμήματα Εφαρμοσμένων Επιστημών και Τεχνολογίας δύνανται να οργανώνουν προγράμματα δεύτερου κύκλου σπουδών, αλλά δεν δύνανται να οργανώνουν προγράμματα τρίτου κύκλου σπουδών.».
Διαφωνούμε κατηγορηματικά με τη δημιουργία Τμημάτων Εφαρμοσμένων Επιστημών και Τεχνολογίας διότι (α) επανα- δημιουργούνται Τμήματα ΑΕΙ δύο ταχυτήτων και (β) διαφαίνεται ότι, στο ίδιο Πανεπιστήμιο, θα απονέμονται τίτλοι σπουδών που θα έχουν ακαδημαϊκή αντιστοιχία (επίπεδο 6 του Εθνικού και Ευρωπαϊκού Πλαισίου Προσόντων), ενώ τα προγράμματα σπουδών θα έχουν διαφορετική χρονική διάρκεια.
5) Η δυνατότητα που παρέχεται σε φοιτητές -έως 10% του συνολικού αριθμού των εισακτέων- που έχουν εγγραφεί σε προγράμματα πρώτου κύκλου σπουδών Τμήματος ΑΕΙ «να υποβάλουν αίτηση να παρακολουθήσουν πρόγραμμα σπουδών πρώτου κύκλου άλλου ΑΕΙ της ημεδαπής» (άρθρο 77, Κεφάλαιο Η΄) για ανώτατο χρονικό διάστημα ενός (1) ακαδημαϊκού εξαμήνου, κρίνεται ως θετική.
6) Στα Κεφάλαια Η΄ και Θ΄ θεσπίζεται μια πληθώρα νέων προπτυχιακών (διεπιστημονικά προγράμματα σπουδών, διπλά προγράμματα σπουδών) και μεταπτυχιακών προγραμμάτων σπουδών χωρίς να έχει ληφθεί πρόνοια για σημαντική αύξηση του αριθμού των μελών ΔΕΠ, του τεχνικού εργαστηριακού προσωπικού, αλλά και των διοικητικών υπαλλήλων που θα υποστηρίξουν τη λειτουργία τους, καθώς επίσης και για τη βελτίωση των υποδομών των Πανεπιστημίων. Είναι απολύτως αναγκαίο, για κάθε νέο πρόγραμμα σπουδών, να καθορίζονται πλήρως τα επαγγελματικά δικαιώματα των αποφοίτων.
7) Διαφωνούμε ρητά με τον ορισμό της διδασκαλίας στα Προγράμματα Μεταπτυχιακών Σπουδών ως πρόσθετη απασχόληση πέραν των νόμιμων υποχρεώσεων των μελών ΔΕΠ (άρθρο 83, Κεφάλαιο Θ΄). Η ρύθμιση αυτή, σε συνδυασμό με την υποχρεωτική διδασκαλία τουλάχιστον 6 ωρών από τα μέλη ΔΕΠ αποκλειστικά σε προγράμματα σπουδών πρώτου κύκλου (άρθρο 155, Κεφάλαιο ΙΣΤ΄), θα οδηγήσει στη σταδιακή εξαφάνιση των δωρεάν προγραμμάτων σπουδών δεύτερου κύκλου. Θεωρούμε ότι τα Προγράμματα Μεταπτυχιακών Σπουδών πρέπει να είναι προσβάσιμα σε όλους τους φοιτητές και τις φοιτήτριες ανεξαρτήτως κοινωνικής προέλευσης και οικονομικής κατάστασης των οικογενειών τους, σύμφωνα με το άρθρο 16 του Συντάγματος.
8) Κρίνεται ως θετική η ρύθμιση του άρθρου 111 του Κεφαλαίου ΙΑ΄ για την οργάνωση Κοινών Διεθνών Διιδρυματικών Προγραμμάτων Σπουδών πρώτου, δεύτερου και τρίτου κύκλου σπουδών στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής «Ευρωπαϊκά Πανεπιστήμια».
9) Στο σχέδιο νόμου (άρθρο 140, Κεφάλαιο ΙΣΤ΄) αίρεται η δυνατότητα μονιμοποίησης στη βαθμίδα του Επίκουρου Καθηγητή μετά από τριετή θητεία. Επιπλέον, θεσπίζονται στενοί χρονικοί περιορισμοί για την εξέλιξή τους, ενώ αντιμετωπίζουν την απόλυση σε περίπτωση δεύτερης αρνητικής κρίσης. Η άρση της μονιμότητας των Επίκουρων Καθηγητών οδηγεί επίσης σε στρεβλώσεις, όπως για παράδειγμα η μη συμμετοχή τους στα εκλεκτορικά σώματα. Επιπροσθέτως, οδηγεί σε ομηρία νέους επιστήμονες, οι οποίοι στα πρώτα στάδια της θητείας τους έχουν ιδιαίτερα βεβαρημένο έργο όπως η οργάνωση μαθημάτων και η ένταξη στον ερευνητικό ιστό του Πανεπιστημίου. Θεωρούμε ότι η κατάργηση της μονιμότητας των Επίκουρων Καθηγητών θα δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα στην ακαδημαϊκή λειτουργία των Τμημάτων.
10) Στο Κεφάλαιο ΚΓ΄ (άρθρα 195-205) θεσπίζεται ένα λεπτομερές, ιδιαίτερα αυστηρό πειθαρχικό δίκαιο φοιτητών, το οποίο διέπεται από ασάφειες που επιδέχονται διαφορετικών, κατά το δοκούν, ερμηνειών. Για παράδειγμα, στο άρθρο 197, αναφέρεται ως πειθαρχικό παράπτωμα «…στ) η χρήση των στεγασμένων ή ανοιχτών χώρων, των εγκαταστάσεων, των υποδομών και του εξοπλισμού του Ιδρύματος για την εξυπηρέτηση σκοπών που δεν συνάδουν με την αποστολή του, καθώς και η διευκόλυνση τρίτων για την τέλεση της πράξης αυτής…». Θεωρούμε ότι αντίστοιχες εκφράσεις, οι οποίες επιδέχονται ποικίλων ερμηνειών, δύνανται να χρησιμοποιηθούν εις βάρος της ελεύθερης διακίνησης των ιδεών μέσα στα Πανεπιστήμια.
11) Ενώ τα τελευταία χρόνια δημιουργούνται συνεχώς νέες διοικητικές δομές στα ελληνικά Πανεπιστήμια (Κεφάλαιο ΚΔ΄, άρθρα 206-215), δεν έχει ληφθεί καμιά απολύτως μέριμνα για τη στελέχωσή τους. Τα Πανεπιστήμια, εξαιτίας της υπερ-δεκαετούς συνεχιζόμενης οικονομικής κρίσης και της συνταξιοδότησης πληθώρας διοικητικών υπαλλήλων, είναι πλήρως υποστελεχωμένα και αδυνατούν να υποστηρίξουν τις νέες αυτές διοικητικές μονάδες. Απαιτείται συνεπώς η άμεση πρόσληψη νέου, εξειδικευμένου διοικητικού προσωπικού ή/και η μέριμνα για τη μονιμοποίηση εργαζομένων με συμβάσεις έργου-εργασίας που έχουν την απαραίτητη εμπειρία και εξυπηρετούν πάγιες και αποκλειστικές ανάγκες των Πανεπιστημίων.
12) Όσον αφορά στους ΕΛΚΕ (Κεφάλαιο ΚΖ΄, άρθρα 229-259), θα πρέπει να συμπεριληφθούν μεταβατικές διατάξεις για συνέχιση της λειτουργίας της Επιτροπής Ερευνών και της έκδοσης νέου Οδηγού Χρηματοδότησης και Διαχείρισης. Επίσης, είναι υψίστης σημασίας να διατηρηθεί το υφιστάμενο καθεστώς εκλογής των μελών της Ολομέλειας της Επιτροπής Ερευνών και να ορίζονται από τα Ακαδημαϊκά Τμήματα, ενώ είναι σημαντική η συμμετοχή του Προϊστάμενου Μ.Ο.Δ.Υ. του ΕΛΚΕ στις συνεδριάσεις της Επιτροπής Ερευνών, χωρίς δικαίωμα ψήφου. Επιπλέον, χρειάζεται να υπάρχει σαφής διαχωρισμός και μνεία στις αρμοδιότητες του Εκτελεστικού Διευθυντή, του Προέδρου της Επιτροπής Ερευνών και του Προϊστάμενου Μ.Ο.Δ.Υ. Τέλος, προτείνεται η απαλοιφή του χρονικού περιορισμού της πενταετίας για μέλη ομάδων έργου που απασχολούνται δυνάμει συμβάσεων έργου ή συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε προγράμματα που δεν έχουν σαφή ημερομηνία λήξης.
13) Επιμέρους ζητήματα που αφορούν στην κατάργηση άρθρων των νόμων 4009/2011 και 4485/2017 από τα άρθρα 343 & 344 του υπό διαβούλευση σχεδίου νόμου χρήζουν διευκρινίσεων καθώς προκαλούν εύλογη ανησυχία, η οποία επιτείνεται λόγω της απουσίας, έως σήμερα, μεταβατικών διατάξεων. Ενδεικτικά, αναφέρονται: (α) η κατάργηση του άρθρου 48 του ν. 4009/2011 («Βιβλιοθήκες - Σύνδεσμος Ελληνικών Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών»), που αφαιρεί πλήρως το πλαίσιο λειτουργίας των ακαδημαϊκών βιβλιοθηκών, (β) η κατάργηση των ακαδημαϊκών υποτρόφων που είναι απαραίτητοι για τις εκπαιδευτικές ανάγκες των προγραμμάτων σπουδών πρώτου κύκλου, (γ) η κατάργηση του άρθρου 29 του ν. 4009/2011, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει με την παρ. 2 του άρθρου 76 του ν. 4485/2017, το οποίο προβλέπει ότι «…Με απόφαση της Συνέλευσης του οικείου Τμήματος μπορεί να ανατίθεται στα μέλη της κατηγορίας Ε.ΔΙ.Π. και Ε.Τ.Ε.Π. αυτοδύναμο διδακτικό έργο…» και (δ) η κατάργηση του Συνηγόρου του Φοιτητή (άρθρο 55 του ν. 4009/2011).
Με βάση τα παραπάνω, ζητάμε την άμεση απόσυρση όλων των διατάξεων που αφορούν στο «νέο» μοντέλο διοίκησης των Πανεπιστημίων και τη ριζική αναδιαμόρφωση του σχεδίου νόμου μετά από έναν ουσιαστικό διάλογο με την πανεπιστημιακή κοινότητα.
ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου