13 χρόνια μετά τη δολοφονία του Αλέξανδρου, η δολοφονία του Νίκου στο Πέραμα δείχνει ότι όλα παραμένουν ίδια. Η αστυνομία εξακολουθεί να «δολοφονεί» ατιμώρητη.
«Έλα είναι σοβαρό , πυροβόλησαν έναν πιτσιρικά. Ήταν στην ομάδα “Μελισσούλες” (αυτό ήταν το παρατσούκλι που είχε διαδοθεί για την παρέα του Αλ. Γρηγορόπουλου). Έγινε μια χαζομανούρα με μπάτσους και οι μαλάκες τον σκότωσαν. Μαζεύεται κόσμος στην πλατεία Εξαρχείων, πες (σε) κόσμο να κατέβει, είναι επιβεβαιωμένο».
Κάπως έτσι ξεκινά ο Δεκέμβρης του 2008 για τον Δημήτρη Ρ. Κάπως έτσι ξεκινά σχεδόν για όλους μας. Οι μέρες που ακολούθησαν τύλιξαν στις φλόγες της εξέγερσης τη σιωπή που σκέπασε την πόλη μετά το στυγερό κρατικό έγκλημα.
Στιγμές μετά το φονικό: άνθρωποι γύρω από φωτιές. Ο κόσμος πληθαίνει. Δεν μιλά. Τουλάχιστον δυνατά. «Δεν είχε να κάνει με τον φόβο ή το πένθος αυτή η σιωπή», μου λέει ο Δημήτρης. Έκφραση δέους μπροστά στην απώλεια; Η νηνεμία πριν την τέλεια καταιγίδα; Ίσως. Το σίγουρο πάντως είναι πως εκείνες οι πρώτες ώρες αποτέλεσαν την τελευταία σιωπηλή στιγμή πριν το σπάσιμο της ιδιότυπης «ομερτά» που για χρόνια είχε επιβληθεί στον τόπο.
Πιστολέρο και ληστές
Και τι δεν έκαναν οι παχυλά αμειβόμενοι δημοσιολογούντες για να πείσουν την κοινή γνώμη ότι πρόκειται περί ενός «μεμονωμένου περιστατικού» ή για να απολιτικοποιήσουν πλήρως το υπόβαθρο πάνω στο οποίο έπεσαν οι κάλυκες του όπλου του Κορκονέα. Όταν βέβαια δεν πρόσβαλαν τη μνήμη του δολοφονημένου Αλέξανδρου…
Μια βόλτα από τους πάγκους με τις κυριακάτικες εφημερίδες, νωρίς το βράδυ της 6ης Δεκεμβρίου 2008 ήταν αρκετή για να διαπιστώσει κάποιος ότι πίσω από τα επιχρυσωμένα ψίχουλα της ευμάρειας εμφανιζόταν απροκάλυπτα το μέγεθος της κρίσης. «Χωρίς πολιτικό σχέδιο στη θύελλα. Κανένα από τα δύο κόμματα εξουσίας δεν έχει πρόταση για έλεγχο του διογκούμενου χρέους που απειλεί να βυθίσει τη χώρα». «Προάγγελος ενός δύσκολου 12μηνου τα αποτελέσματα 9μήνου για τις τράπεζες», «Τρέχει να προλάβει την ανεργία ο ΟΑΕΔ». Αυτά διαβάζαμε στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων (7/12) που δεν πρόλαβαν την πρώτη ημέρα του πύρινου Δεκέμβρη [περ. Sarajevo, τ.25, Ιανουάριους 2009].
Όμως το καλύτερο ρεπορτάζ εκείνων των ημερών ή για την ακρίβεια η πειστικότερη ακτινογραφία της Ελλάδας του 2008 ανήκει στον Τζίμη Πανούση που πέτυχε μέσα από τον μεγεθυμένο φακό της καυστικής του σάτιρας να αναδείξει τη λαίμαργη παρουσία ενός κράτους που δεν χορταίνει με τη ληστρική του επιδρομή στο πορτοφόλι σου κάθε μήνα, αλλά προτάσσει το όπλο του, προτού δε δολοφονήσει. «Ένα κράτος που σε κλέβει και σε πυροβολεί», που θα ’λεγε κι ο Τζιμάκος.
Στο… έλεος των Εξαρχείων
Αυτό το κράτος πρόβαλλε προκλητικά τα εξουσιαστικά του «κότσια» απέναντι σε άοπλους 15χρονους εκείνο το βράδυ. Κι για αυτό έχρηζε υπεράσπισης. Φυσικά, το ιερό αυτό καθήκον ανέλαβαν τα πάντα πρόθυμα μιντιακά πλυντήρια.
Όχι όμως με τον παραδοσιακό ωμό τρόπο που μέχρι τότε είχαμε συνηθίσει (βλ. τον τρόπο κάλυψης των υποθέσεων ζαρντινιέρα και πράσινα παπούτσια). Αυτή τη φορά η παρτίδα έπρεπε να παιχτεί με άλλους όρους. Να πατούν σε δύο βάρκες. Αισθανόμενοι τη διόγκωση της λαϊκής δυσαρέσκειας, οι μεγάλοι τηλεοπτικοί σταθμοί της χώρας από τη μια φρόντιζαν να στελεχώνουν τα πάνελ και τα δελτία τους με (φιλο)κυβερνητικά πρόσωπα, από την άλλη έτειναν όψιμα το αλληλέγγυο χέρι τους στους εξεγερμένους μέσα από τις ψυχαγωγικές-σατιρικές εκπομπές που πλειοδοτούσαν σε κριτική έναντι της κυβέρνησης, της αστυνομίας και των ΜΜΕ με μια έντονη διάθεση διαμαρτυρίας.
Ταυτόχρονα, φρόντιζαν πάντα να θυμίζουν την αποπνικτική ατμόσφαιρα και τις εικόνες «δανδικής καταστροφής» της πρωτεύουσας εξαιτίας των «συχνών επιθέσεων των κουκουλοφόρων» (ΝΕΤ, 7/12/2008). Μοναδική εξαίρεση, η κρατική ΝΕΤ που στεκόταν ως αντηχείο των κυβερνητικών θέσεων κατά τη διάρκεια της εξέγερσης.
Ωστόσο, η κατάληξη κι εν τέλει η κοινή συνισταμένη όλων των Μέσων
είναι ότι σταδιακά άρχισαν να θέτουν το ζήτημα αυστηρά στα πλαίσια του
νόμου και της τάξης, ζητώντας έμμεσα μια πιο αποφασιστική στάση από την
πλευρά της αστυνομίας. Στο όνομα της… «ανυπαρξίας» ή και της
«ανικανότητας» της ΕΛ.ΑΣ. να διαχειριστεί την κατάσταση, δίνεται βήμα
σε «αγανακτισμένους» πολίτες που βλέπουν στα καλογυμνασμένα μπράτσα των
Χρυσαυγιτών τούς φυσικούς υποκαταστάτες της αστυνομίας. Χαρακτηριστικό
είναι το συμβάν που έλαβε χώρα στο μεταμεσονύχτιο δελτίο του ΑΝΤ1
(10/12/2008). Κάτοικος της Πάτρας τηλεφώνησε για να διαψεύσει όσα
ελέχθησαν από τον τότε δήμαρχο της πόλης, περί συμμετοχής της Χ.Α. σε
συμπλοκές με διαδηλωτές. «Δεν μας ενδιαφέρει τέλος πάντων. Αν είναι
χρυσαυγίτες (…) τους ευχαριστούμε πολύ. Διότι κράτος δεν υπάρχει ρε
παιδιά. Άμα νομίζετε ότι οι χρυσαυγίτες δεν είναι Έλληνες, να μας το
πείτε να το ξέρουμε». Στην εκπομπή παρεμβαίνει κι ο Μιχαλολιάκος ( Ο
Μαυροκόκκινος Δεκέμβρης, Παπαδάτος, Τόπος, 2018).
Την ίδια ώρα, ο
Αλ. Παπαχελάς υποδέχεται τον Μ. Χρυσοχοϊδη στην εκπομπή «Φάκελοι» και
διερωτάται: «Γιατί δεν μπαίνει κάποια κυβέρνηση στα Εξάρχεια να (τα)
καθαρίσει (…) από αυτούς τους ανθρώπους;» (ΣΚΑΪ, 14/12/2008). Ωστόσο, με
την πάροδο του χρόνου, το θέμα παίρνει προεκτάσεις που ξεφεύγουν από τα
στενά όρια της πλατείας Εξαρχείων. «Ήρθε η ώρα να μπει ένα τέλος σ’
αυτό το άρρωστο φαινόμενο που προστατεύει απροκάλυπτα μια νησίδα ανομίας
στην ελληνική επικράτεια», γράφει η «Καθημερινή» στις 23 Δεκεμβρίου
2008, ξεσπαθώνοντας κατά του πανεπιστημιακού ασύλου.
Πιθανά πρόκειται για το μεγαλύτερο επικοινωνιακό αυτογκόλ του συντηρητικού Τύπου της εποχής, αφού από τη μία η εξέγερση παρουσιάζεται ως αποκλειστικό υποπροϊόν της τοπικής επαναστατικής γυμναστικής των «ληστοσυμμοριών των κουκουλοφόρων» (Ελεύθερος, 10/12/2008) · από την άλλη, δείχνοντας αχόρταγες – και τρομοκρατημένες- οι ναυαρχίδες της ενημέρωσης προτείνουν τη λήψη νέων μέτρων καταστολής που αφορούν σύμπασα τη χώρα, ομολογώντας έτσι ότι το πρόβλημα δεν εντοπίζεται μόνο στα Εξάρχεια, αλλά σε όλη την Ελλάδα.
Μάλιστα, με το διαδίκτυο να δηλώνει το πρώτο του δυναμικό «παρών» στις εξελίξεις, απονομιμοποιώντας έτσι την παντοκρατορία της δημοσιογραφικής κάλυψης των συστημικών Μέσων που αποδείχτηκαν πιστός στυλοβάτης της κρατικής διαχείρισης της εξέγερσης. Ακόμη κι αν, όπως ήδη λέχθηκε, η μεγεθυμένη φωνή των τηλεοπτικών «κοντρόλ» και του σκηνοθέτη των πολιτικών «talk show» εστίαζε στις επιχειρησιακές αδυναμίες της αστυνομίας. Τα ΜΜΕ ήταν εκεί για να καλύψουν όχι μόνο το «παθητικό» ξύλο που έριχναν τα παυλοπουλικά ΜΑΤ, μα και για τη σύμπραξη του επίσημου κράτους με το ακροδεξιό παρακράτος…
Ο εχθρός βρίσκεται προ των πυλών
«Ξεσηκωμό των πολιτών σε Πάτρα και Λάρισα» εναντίον των κουκουλοφόρων έβλεπε η Αυριανή στις 10 Δεκεμβρίου. Την «άβουλη» κυβέρνηση που ανάγκασε «φιλήσυχους πολίτες να παίζουν ξύλο με κουκουλοφόρους» έψεγε σε ανάλυσή της η Espresso την ίδια μέρα. Στο ίδιο μήκος κύματος και το ουδέτερο Βήμα, ωστόσο με λιγότερο πομπώδες ύφος. Το ίδιο βράδυ, μπράβος υπό την απειλή όπλου τραμπουκίζει τους καταληψίες που βρίσκονται στο κτήριο του παλαιού δημαρχείου Χαλανδρίου. Το φίδι ξεπροβάλλει και κάποιοι του κάνουν πλάτες.
Είναι όμως η πρώτη φορά, ρωτώ τον έμπειρο δημοσιογράφο και συγγραφέα Δημήτρη Ψαρρά. Ο ίδιος με παραπέμπει στα τηλεοπτικά πλάνα στις 2 Φεβρουαρίου 2008, όταν όλοι γίναμε μάρτυρες της έμπρακτης συνεργασίας ομάδων της ΕΛ.ΑΣ. με τη Χρυσή Αυγή. Μου θυμίζει ακόμη ότι το ίδιο χρονικό διάστημα, στο κέντρο της Αθήνας, είχε συγκροτηθεί «Επιτροπή πολιτών» που συνεργαζόταν με τα τοπικά αστυνομικά τμήματα για την εκδίωξη αντιφασιστών και προσφύγων. Τέσσερα χρόνια μετά, τα μέλη της Επιτροπής θα βρίσκονταν στα βουλευτικά έδρανα της Χ.Α. Επομένως η άγρια καταστολή του νεολαιΐστικου ξεσηκωμού τον Δεκέμβρη του 2008 ήταν το απαύγασμα μιας πολύμηνης διεργασίας στο εσωτερικό του λεγόμενου «βαθέος κράτους». Αλλά και κάτι παραπάνω, τονίζει ο συνομιλητής μου. «Η εξέγερση του πληβειακού πληθυσμού των πόλεων, κυρίως των μεταναστών, δημιούργησε σε μερίδες της πολιτικής ελίτ την πεποίθηση ότι πρέπει να αξιοποιηθεί ο δυναμισμός των ομάδων της Ακροδεξιάς έτσι ώστε να αποκρουστεί η ριζοσπαστικοποίηση μερίδων του πληθυσμού. Και όσο βάθαινε η κρίση, τόσο η αξιοποίηση αυτή γινόταν πιο ορατή».
Δυστυχώς, χρειάστηκε μια δεύτερη δολοφονία, τον Σεπτέμβριο του 2013, για να αποκαλυφθεί το αποκρουστικό πρόσωπο του φασιστικού τέρατος και με έναν δεύτερο ξεσηκωμό να φραγεί η επέλαση του ζόφου.
Όλα έχουν αλλάξει, όλα έχουν μείνει τα ίδια
Όμως ο Δεκέμβρης του 2008 δεν είναι μόνο η κινητοποίηση ενός ολόκληρου μηχανισμού ανάσχεσης ενός ορμητικού κύματος λαϊκής οργής με σημείο αναφοράς την εν ψυχρώ εκτέλεση του 15χρονου Αλέξανδρου. Είναι ταυτόχρονα και το σημείο- τομή, το βίαιο βάπτισμα στην κολυμβήθρα της πολιτικοποίησης για μια ολόκληρη γενιά ανθρώπων. Του γράφοντος συμπεριλαμβανομένου. Είναι εκείνα τα παιδιά που διείδαν στην εκρηξιακή φλέβα που πυροδότησε η δολοφονία το ιερό δισκοπότηρο της δικαιοσύνης. Κι ας τα ειρωνεύονταν κάποια Μέσα ότι απλώς διασκεδάζουν την βορειοπροαστιώτικη ανία τους, αγοράζοντας τις πέτρες που πετούν.
Τις ημέρες μετά την 6η Δεκεμβρίου, η γενιά του άρθρου 16 ανοίγει τον δρόμο, λέει στο Κοσμοδρόμιο ο συγγραφέας Δημοσθένης Παπαδάτος. Ήταν εκείνη η γενιά, τότε ακόμη λέγονταν «γενιά των 700», που κινούνταν μεταξύ επισφάλειας και ανεργίας, ζούσε με τους γονείς της κι ήξερε ότι θα ζήσει χειρότερα. Ήταν όμως κι άλλοι. Μετανάστες που είχαν υποφέρει την αστυνομία γύρω από την Ομόνοια, Τσιγγάνοι στο Ζεφύρι, αλλά και γονείς- η γενιά της Μεταπολίτευσης- που ήθελαν να στηρίξουν τα παιδιά τους.
Πού είναι όλοι αυτοί σήμερα, πού είμαστε εμείς, ρωτώ και πάλι- ίσως προβοκατόρικα αυτή τη φορά- τον Παπαδάτο; Μήπως το πολιτικό κεφάλαιο του Δεκέμβρη εξαντλήθηκε το 2015; «Ο κόσμος αυτός συνεχίζει», μου απαντά. «Παρά τη συνθηκολόγηση- άδειασμα του 2015, και παρότι ο βιοπορισμός πιέζει αφόρητα», συνεχίζει. Από τη συγκρότηση σωματείων και συλλόγων, μέχρι το προσφυγικό, τις δίκες της Χ.Α και του Ζακ, τις κινητοποιήσεις των διανομέων, οργάνωση της αλληλεγγύης και της αντίστασης μέσα στην πανδημία, δίπλα στους εξουθενωμένους υγειονομικούς που σώζουν ζωές. Και τόσα άλλα. Είναι εκεί!»
Πρέπει να είναι εκεί. Γιατί, δεκατρία χρόνια μετά τη δολοφονία του Αλέξανδρου και την εξέγερση που ακολούθησε, η δολοφονία του Νίκου Σαμπάνη από αστυνομικούς στο Πέραμα, ήρθε να θυμίσει ότι μπορεί όλα να μοιάζουν αλλαγμένα από το 2008, άλλα παραμένουν ίδια στην ουσία τους. Η αστυνομία εξακολουθεί να δολοφονεί ατιμώρητη. Οι φασίστες σουλατσάρουν στα σχολεία μας ανενόχλητοι. Η πλειονότητα των ΜΜΕ εξακολουθεί να είναι φερέφωνο της αστυνομίας και της κυβέρνησης. Η κατάσταση εξακολουθεί να είναι ασφυκτική για τους «από κάτω» -για την ακρίβεια, είναι πιο ασφυκτική από ποτέ.
Δεκατρία χρόνια μετά λοιπόν, βγαίνουμε στους δρόμους. Φωνάζουμε, ζητώντας δικαιοσύνη, ως μια βαθειά ανάσα αξιοπρέπειας απέναντι στον Γολιάθ του εξουσιαστικού κυνισμού.
Όπως τότε, έτσι και τώρα.
*Η κεντρική φωτογραφία είναι από το λεύκωμα του Άρη Χατζηστεφάνου «Δεκέμβρης ’08. Ιστορία ερχόμαστε… κοίτα τον ουρανό».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου