31 Οκτωβρίου 2021

«Μαύρη ανάπτυξη», «Πράσινη Ανάπτυξη» ή Αποανάπτυξη; - Του Γιώργου Κολέμπα*

Yorgos Karahalis,AP

Η ελληνική κοινωνία είναι η πιο απληροφόρητη για την επερχόμενη κλιματική καταστροφή και η λιγότερο κινητοποιημένη στον αγώνα εναντίον της, παρόλο που, σύμφωνα με όλες τις πάμπολλες επιστημονικές μελέτες, η χώρα μας βρίσκεται κυριολεκτικά στο μάτι του κλιματικού τυφώνα περισσότερο από κάθε άλλη, τουλάχιστον στην Ευρώπη. Τα ελληνικά ΜΜΕ μόνο τελευταία αναφέρονται-με μισόλογα-σε αυτήν.

Άμεση συνέπεια των παραπάνω είναι ότι οι εγκληματικές επιλογές και πολιτικές των μέχρι τώρα ελληνικών κυβερνήσεων για «μαύρη ανάπτυξη», όχι μόνο δεν αποδοκιμάζονται με αγώνες και κάθε λογής λαϊκές κινητοποιήσεις, αλλά φτάνουν να υποστηρίζονται, και δυστυχώς πολλές φορές με ενθουσιασμό, από την μεγάλη πλειοψηφία της κοινής γνώμης, με πρώτη και καλύτερη την εξορυκτική μανία σε αναζήτηση υδρογονανθράκων στα βάθη της Μεσογείου, ενώ θα έπρεπε να μείνουν εκεί που είναι.

Η «πράσινη» ανάπτυξη από την άλλη, άλλοτε αίτημα κυρίως των περιβαλλοντικών κομμάτων και οργανώσεων, τώρα έχει υιοθετηθεί μέχρι και από τους νεοφιλελεύθερους και τους χριστιανοδημοκράτες, παντού στη Δύση. Δεν μπορούν να κάνουν διαφορετικά από τη στιγμή που έχουν γίνει τόσο φανερές ήδη, οι επιπτώσεις της οικολογικής κρίσης και της κλιματικής αλλαγής.

Η «αέναη ανάπτυξη» γενικά δεν είναι δυνατή και βιώσιμη σε ένα πεπερασμένο πλανήτη. Διότι αυτή βασίζεται πάντα στην ανθρώπινη εργασία και την κατανάλωση των περιορισμένων πόρων. Παρά το γεγονός ότι οι τεχνολογικές καινοτομίες, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και η μετάβαση σε «κοινωνίες υπηρεσιών» έχουν οδηγήσει σε κάποια σχετική αποσύνδεση της υπερκατανάλωσης των πόρων με την ανάπτυξη, δεν έχει αλλάξει ριζικά τίποτα. Μέχρι τώρα, η οποιασδήποτε μορφής «ανάπτυξη» πάει πάντα χέρι-χέρι με την αύξηση της κατανάλωσης των πόρων. Και ενώ αυτό έχει γίνει κατανοητό από την πλειοψηφία των ανθρώπων από την μέχρι τώρα κριτική του πεδίου της «μαύρης ανάπτυξης», από δω και πέρα είναι αναγκαία και η κριτική της πρότασης της «πράσινης ανάπτυξης»

Υπάρχουν όρια στις τεχνικές λύσεις

Η πρόταση της «πράσινης ανάπτυξης» ή της «βιώσιμης ανάπτυξης» θεωρεί ότι μέσω της «πράσινης» τεχνολογίας που θα αναπτύξει το «πράσινο» κεφάλαιο κάνοντας επενδύσεις στον τομέα της, θα επιτευχθεί και η προστασία του κλίματος, που βέβαια είναι το πιο σημαντικό, αλλά όχι και μοναδικό παράδειγμα. Η προστασία του κλίματος και η οποιαδήποτε «ανάπτυξη» συμβαδίζουν, στο βαθμό που βασίζονται αποκλειστικά σε τεχνικές επιλογές, όπως οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και η ενεργειακή απόδοση για την αντικατάσταση των ορυκτών καυσίμων στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, θερμότητας, κίνησης ή λιπασμάτων. Μπορεί να πουληθεί νέα τεχνολογία-όπως συμβαίνει σήμερα στο έπακρο με τις ΒΑΠΕ- και έτσι να επιτευχθεί «ανάπτυξη» για το κεφάλαιο που έχει επενδυθεί στον τομέα.

Αλλά μόνο με τη βοήθεια της τεχνολογίας, δεν επιτυγχάνονται οι στόχοι για την αντιμετώπιση της οικολογικής και κλιματικής κρίσης. Οι προκλήσεις είναι απλά πάρα πολύ μεγάλες, για να είναι μόνο θέμα τεχνολογίας! Για να μην οξύνεται η οικολογική και κλιματική κρίση τις επόμενες δεκαετίες, θα χρειασθεί να πάρουμε τέτοια άμεσα μέτρα, ώστε να πετύχουμε σε παγκόσμιο επίπεδο μηδενικές εκπομπές σε όλους τους τομείς, συμπεριλαμβανομένης της θέρμανσης κτιρίων, της ενεργειακής χρήσης καυσίμων ή των λιπασμάτων.

Εξάλλου, τεχνικά γινόμαστε μεν καλύτεροι, αλλά ταυτόχρονα αυξάνουμε τη χρήση υλικών και ενέργειας, πράγμα που σημαίνει ότι παράγονται όλο και περισσότερες εκπομπές. Επιπλέον, λείπουν και κάποιες αποτελεσματικές τεχνικές λύσεις για ορισμένους τομείς εκπομπών, για παράδειγμα στη γεωργία. Οι προηγούμενες στατιστικές και προβλέψεις βασίζονται επίσης σε ωραιοποιημένους μαζικούς υπολογισμούς. Οι βιομηχανικές χώρες όπως π.χ. η Γερμανία [1] ισχυρίζονται ότι μειώνουν τις εκπομπές, αλλά στην πραγματικότητα ο βιομηχανικός και μεταβιομηχανικός τρόπος ζωής σε αυτές τις χώρες τις αυξάνει. Ο τρόπος ζωής μας μεταφέρει τις εκπομπές απλώς στις αναδυόμενες αγορές των υπο «ανάπτυξη» χωρών, καθώς τα καταναλωτικά μας προϊόντα προέρχονται όλο και περισσότερο από εκεί.

Εκτός αυτού, όλοι μιλάνε για το κλίμα, αλλά θα πρέπει να αντιμετωπιστούν ταυτόχρονα και άλλα οικολογικά προβλήματα- όπως π.χ. η υποβάθμιση των εδαφών και των οικοσυστημάτων- που θέτουν εξίσου μακροπρόθεσμα σε κίνδυνο την ανθρώπινη ύπαρξη. Η λύση είναι προφανής: να δώσουμε περισσότερο χώρο στη φύση! Η τεχνολογία από μόνη της, είναι ακόμη λιγότερο επαρκής σε αυτές τις περιπτώσεις από ό,τι για την προστασία του κλίματος.

Στους δύο προηγούμενους αιώνες το κεφάλαιο για να πετύχει τη σημερινή ανάπτυξη πολύ μικρότερου πληθυσμού, έπρεπε να ξοδέψει την αποθηκευμένη (πετρέλαιο-άνθρακα) ηλιακή ενέργεια δισεκατομμυρίων ετών. Ενώ στον 21ο, το «πράσινο κεφάλαιο» θα μπορεί και θα πρέπει, το πολύ, να ξοδεύει μόνο την ετήσια, που αντιστοιχεί στην τομή του πλανήτη, ηλιακή ενέργεια. Και αυτό έχοντας έναν μεγαλύτερο ανθρώπινο πληθυσμό, που υπολογίζεται ότι μόνο μέχρι το 2050 θα φθάσει τα 9 δισ..

Θα υπάρχουν μεν χαμηλής κατανάλωσης και αντιρρυπαντικής τεχνολογίας αυτοκίνητα, όμως θα υπάρχουν όλο και περισσότερα αυτοκίνητα. Θα έχουμε οικονομικές από άποψη ενέργειας ηλεκτρικές συσκευές, όμως θα έχουμε όλο και περισσότερες ηλεκτρικές εφαρμογές-βλέπε π.χ. την «εξόρυξη» κρυπτονομισμάτων όπως το bitcoin- λιγότερη κατανάλωση ενέργειας ανά τετραγωνικό μέτρο κατοικίας, αλλά όλο και περισσότερες και μεγαλύτερες κατοικίες για τον καθένα. Θα έχουμε γενικά εξυπνότερη και ηπιότερη ανάπτυξη τεχνολογίας, όμως λιγότερη χρήση των φυσικών πόρων όχι, όσο δεν θα υπάρχει κοινωνική δικαιοσύνη στην κατανομή τους και όσο θα υπάρχει ατομική τους ιδιοκτησία. Αρκεί να αναλογισθούμε τα επακόλουθα της κατοχής ενός αυτοκινήτου -έστω και υβριδικού- από κάθε Κινέζο, πράγμα που θα ήταν απολύτως δίκαιο, αφού κάθε δυτικός θα έχει ένα. Η πράσινη ανάπτυξη και οι πράσινες τεχνολογίες θα έχουν ένα βραχυπρόθεσμα θετικό ισοζύγιο για τη βιόσφαιρα και τα οικοσυστήματα. Θα τους δώσουν μια περιορισμένη χρονικά «παράταση» της επιβίωσής τους. Δεν θα είναι μακροπρόθεσμη λύση, αφού και η βιώσιμη πράσινη ανάπτυξη θα απαιτήσει επεκτάσεις πέρα από τις δυνατότητες του πλανήτη, αν δεν έχουμε ταυτόχρονη μείωση της παραγωγής-κατανάλωσης, τουλάχιστον σε κάποιους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας.

Και η μακροπρόθεσμη διέξοδος;

Η υπόσχεση της πράσινης ανάπτυξης ότι μπορούμε να πάμε προς ένα βιώσιμο μέλλον χωρίς καμία παραίτηση, ενόψει των αυξανόμενων ανθρώπινων πληθυσμών, του φαινομένου αναπήδησης και της εγγενούς λογικής του προτύπου της ανάπτυξης, δεν είναι κάτι περισσότερο από έναν κοινωνιολογικό μύθο[2] . Χωρίς την αλλαγή προς μια κουλτούρα της επάρκειας, της δίκαιης κατανομής των πόρων, χωρίς βαθιές αλλαγές στη συμπεριφορά των καταναλωτών και του οικονομικού συστήματος, καθώς και χωρίς μια σαφή αποστασιοποίηση από το μοντέλο ανάπτυξης και της κοινωνικής εκμετάλλευσης της φύσης, δεν αρκεί ο τεχνολογικός φετιχισμός για να ληφθούν υπόψη τα πλανητικά όρια και να πετύχουμε τους στόχους της αειφορίας.

Το κίνημα της Αποανάπτυξης δεν είναι εναντίον των ανανεώσιμων-καλύτερα ήπιων- πηγών ενέργειας και της πολιτικής της επάρκειας, αλλά επισημαίνει ότι σε έναν κόσμο με αυξανόμενη οικονομική ανάπτυξη-«μαύρη» ή «πράσινη» -αυτές οι στρατηγικές προσήλωσης στην τεχνολογία δεν αρκούν. Ειδικά αν εφαρμόζονται από εταιρείες με τη μορφή των βιομηχανικών μεγασυστημάτων(ΒΑΠΕ) σε βουνά και δάση με οικολογικό αποτύπωμα μεγαλύτερο από αυτό που υποτίθεται πάνε να μειώσουν. Ειδικά όταν θα πρέπει να καταστεί δυνατό ένα παρόμοιο βιοτικό επίπεδο για όλους τους ανθρώπους, χωρίς να καταστρέψουμε τον πλανήτη.

Από την άλλη η Αποανάπτυξη ή μετα-ανάπτυξη δεν είναι παραίτηση, στέρηση και οπισθοδρόμηση, αλλά μια δίκαιη εναλλακτική λύση στις προσταγές της «ανάπτυξης». Αντιπροσωπεύει ένα απελευθερωτικό, χωρίς κυριαρχία και χωρίς αποκλεισμούς μέλλον και στοχεύει στην αλλαγή των τρόπων ζωής των σημερινών γενιών.

Δεν υπάρχει βιωσιμότητα χωρίς αλλαγή του τρόπου ζωής

Εκτός από την πράσινη τεχνολογία, η προστασία του περιβάλλοντος απαιτεί επίσης έναν πιο χαλαρό-στηριγμένο στην επάρκεια και όχι στην υπερκατανάλωση- τρόπο ζωής. Πρέπει να καταναλώνουμε λιγότερα, σαν σύνολο όλοι οι άνθρωποι, παρά το ότι υπάρχουν μεταξύ μας-η τάξη των οικονομικών ελίτ-που υπερκαταναλώνει πολύ δυσανάλογα σε σχέση με τους «από κάτω». Διαφορετικά εκτός των άλλων κρίσεων θα αντιμετωπίσουμε και ενεργειακή κρίση.

Το ενεργειακό μείγμα για τον ενεργειακό εφοδιασμό, για παράδειγμα, στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης και στην Ελλάδα, είναι τέτοιο που οδηγεί σε εκρηκτικές αυξήσεις τιμών οι οποίες δεν έχουν να κάνουν μόνο με τα προβλήματα παραγωγής και διάθεσης, αλλά κυρίως με την αύξηση της ζήτησης της ενέργειας, στα πλαίσια όμως των μέτρων της Ε.Ε. για την «πράσινη» ανάπτυξη» και την κλιματική κατάρρευση. Έτσι έχουμε αυτό τον καιρό μια όχι προσωρινή ενεργειακή κρίση. Οι καύσωνες του καλοκαιριού και η άπνοια των ανέμων στην Ευρώπη περιόρισαν και την παραγωγή ενέργειας από τις ΒΑΠΕ, πράγμα που οδήγησε και σε αύξηση της χρήσης ορυκτών καυσίμων για ενεργειακή παραγωγή, με συνέπεια η χρηματιστηριακή τιμή του άνθρακα να ανέβει πάνω από 70% φέτος.

Στην Ελλάδα σήμερα, στα πλαίσια της συνολικής κρίσης της ελληνικής κοινωνίας και του "ναυαγίου" του μοντέλου ανάπτυξης που ακολουθήθηκε στη χώρα, θεωρούμε ότι είναι καταρχήν απαραίτητο να δώσουμε νέα νοήματα στη ζωή μας και την καθημερινότητά μας σαν πολίτες. Όλο και περισσότεροι από μας βλέπουν σήμερα –βιώνοντας τα αποτελέσματα της επιδημιολογικής κρίσης και των καταστροφικών πυρκαγιών- ότι είναι αναγκαίο να ξεπερασθεί το μέχρι τώρα ακολουθούμενο μοντέλο ανάπτυξης που μας οδηγεί σε οικονομικές και οικολογικές καταστροφές. Από την άλλη, καταλαβαίνουμε ότι για να είναι αυτό δυνατό, θα χρειασθεί ένα σημαντικό μέρος της νεολαίας και των ανέργων των πόλεων να μετεγκατασταθεί με δημιουργικό τρόπο στην περιφέρεια. Για να την αναζωογονήσουν και να στραφούν στην ενδογενή παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας με εφαλτήρα τον αγροδιατροφικό τομέα, την μεταποίηση και τον ενεργειακό εφοδιασμό με αποκεντρωμένα μικρομεσαία συστήματα ΗΜΕ και όχι μόνο με τις υπηρεσίες και τον υπερδιογκωμένο μέχρι σήμερα τριτογενή τομέα και τουρισμό . Θα χρειασθεί να αγνοήσουμε όλα τα μέχρι τώρα ανυπόστατα κριτήρια, όπως τα χρήματα που κατέχουμε, το ατομικό ή συνολικό ΑΕΠ, τα χρέη κ.λπ., και να νοηματοδοτήσουμε με νέες έννοιες και αξίες, την καθημερινότητά μας. Να δημιουργήσουμε μια νέα ατομική και κοινωνική συνείδηση, η οποία συνδέοντας το παλιό με το καινούργιο θα κατανοήσει ότι επιτέλους θα χρειασθεί να αλλάξουμε πορεία και:

  • Αντί να τρέχουμε σήμερα όλο και πιο γρήγορα και να αντιμετωπίζουμε τα πράγματα επιφανειακά, να πηγαίνουμε πιο αργά και σε βάθος, όπως παλιότερα.
  • Αντί να επιδιώκουμε όλο και περισσότερα, να στραφούμε στην ποιότητα και την επάρκεια, γιατί τα λιγότερα είναι συνήθως αρκετά.
  • Αντί να συμπεριφερόμαστε όλο και πιο ανταγωνιστικά, να αρχίζουμε να συνεργαζόμαστε με αλληλοστήριξη και αλληλεγγύη.
  • Αντί να τα κάνουμε όλα πιο μεγάλα και να ταξιδεύουμε όλο και πιο μακριά, να γλυκοκοιτάξουμε τα πιο μικρά που είναι συνήθως όμορφα, τα πιο κοντινά και τοπικά που μας είναι γνώριμα.
  • Αντί να αγοράζουμε και να χρησιμοποιούμε πράγματα μιας χρήσης και με ημερομηνία λήξης, να προτιμάμε τα πιο γερά και να τα επισκευάζουμε για επανάχρηση, όπως το κάνανε οι παλιότεροι, ίσως από ανάγκη τότε, αλλά από ανάγκη δε θα το κάνουμε και στο μέλλον;
  • Αντί για τα απρόσωπα και ομογενοποιημένα αντικείμενα της μαζικής βιομηχανικής παραγωγής, να αναπτύξουμε τα πιο όμορφα που θα ταιριάζουν στον καθένα χωριστά και προσωπικά, χρηστικά κατασκευάσματα της μεταβιομηχανικής εποχής.
  • Και το πιο βασικό: Αντί μόνο για όποιον έχει χρήματα να τα εξασφαλίζει μέσω της αγοράς, να διανέμονται πιο δίκαια, για τον καθένα που το έχει ανάγκη, από τον καθένα που μπορεί!

Για να είναι όλα αυτά κατανοητά, να προτείνουμε τον όρο «ευζωία» (ευ ζωή, καλή ζωή) για να τον ξεχωρίσουμε από τον όρο «ευημερία» (ευ ημέρα, καλή ημέρα) που χρησιμοποιείται σήμερα από όλους σαν στόχος της «ανάπτυξης».


[1] Στη Γερμανία, ενώ είχαμε μείωση των εκπομπών στον τομέα της παραγωγής ενέργειας, λόγω του ότι αυξήθηκε σημαντικά το ποσοστό των ΑΠΕ στο ενεργειακό προφίλ της, οι συνολικές εκπομπές ισοδύναμου διοξειδίου αντίθετα αυξάνονται και δεν πιάνονται οι στόχοι της μείωσης των εκπομπών. Αυτό συμβαίνει γιατί υπάρχει μεγάλη ανάπτυξη της βιομηχανίας-π.χ. της τσιμεντοβιομηχανίας λόγω οικοδομικού μπουμ τα τελευταία χρόνια-αύξηση στην κατανάλωση άνθρακα, αύξηση στον τομέα των μεταφορών και της κυκλοφορίας αυτοκινήτων-το γρήγορο, μεγάλο αμάξι είναι φετίχ για τον μέσο Γερμανό- και στη θέρμανση κτιρίων-αν και τα τελευταία χρόνια δεν έχουμε εδώ πολύ κρύους χειμώνες λόγω της αλλαγής του κλίματος. Η εξοικονόμηση λόγω της αντιρρυπαντικής τεχνολογίας δεν είναι αρκετή, ενώ οι ιστορικά χαμηλές τιμές-από τότε που δημιουργήθηκε η αγορά ρύπων- των πιστοποιητικών εκπομπής κάνουν τις βιομηχανίες να μην ενδιαφέρονται και πολύ για «πράσινες» τεχνολογίες μείωσης (λογική του κόστους-οφέλους).
[2] Οι λεγόμενες «πράσινες» εταιρείες π.χ. κάνουν καμπάνιες «πράσινου ξεπλύματος» των οικονομικών τους δραστηριοτήτων (Greenwashing). Συχνά επενδύουν περισσότερο χρόνο και κεφάλαιο για να διαφημισθεί η περιβαλλοντική ευαισθησία των επιχειρήσεων, παρά για την πραγματικά περιβαλλοντική τους λειτουργία. Αυτό συμβαίνει σε μεγάλο βαθμό με τις εταιρείες εγκατάστασης ΒΑΠΕ στην Ελλάδα, που δεν εγκαθιστούν στα βουνά μας τις μεγαθήριες ανεμογεννήτριες από ευαισθησία στο περιβάλλον-το οποίο καταστρέφουν με τα φαραωνικά τους έργα-αλλά επειδή εκεί έχει μεγαλύτερη απόδοση ο άνεμος για μεγιστοποίηση των κερδών τους. Αυτό το έχουν καταλάβει οι τοπικές κοινωνίες και σε πολλές περιπτώσεις αντιδρούν αναλόγως
 

*Συγγραφέας

ΠΗΓΗ

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου