Ως κλιματική αλλαγή ορίζεται η μεταβολή του συνηθισμένου «καιρού» σε ένα μέρος της Γης, παραδείγματος χάριν με έντονες βροχοπτώσεις, ξηρασία και ακραία μεταβολή θερμοκρασίας. Ο καιρός μπορεί να αλλάξει σε διάστημα λίγων ωρών, ενώ το κλίμα χρειάζεται εκατοντάδες ή και εκατομμύρια χρόνια. Είναι γεγονός ότι η κλιματική αλλαγή είναι μια από τις μεγαλύτερες κρίσεις και δυστυχώς αναδεικνύεται με ταχείς ρυθμούς σε παγκόσμια απειλή. Ολόκληρος ο πλανήτης έχει πληγεί από τις καταστροφικές συνέπειες τις κλιματικής αλλαγής. Συγκεκριμένα, οι αυξανόμενες θερμοκρασίες οδηγούν στην υποβάθμιση του περιβάλλοντος, σε φυσικές καταστροφές, σε αιφνίδια μεταβολή των καιρικών συνθηκών, ανασφάλεια τροφίμων και νερού και φυσικά σε οικονομική ανισορροπία και συγκρούσεις. Οι κλιματικές αλλαγές και οι περιβαλλοντικές καταστροφές υπήρξαν ανέκαθεν βασικές αιτίες της μετανάστευσης των πληθυσμών, όχι όμως σε τόσο μεγάλη κλίμακα όσο στον 21ο αιώνα.
Αλλά τι είναι η κλιματική μετανάστευση; Γιατί η έννοια του «κλιματικού μετανάστη» δεν είναι διεθνώς ορισμένη; Ποιες είναι οι προοπτικές και οι τάσεις αυτού του φαινομένου και πώς προστατεύονται οι πολίτες;
Ο σκοπός της ανάλυσης είναι η επισήμανση και η κατανόηση ενός παγκόσμιου περιβαλλοντικού προβλήματος. Κεντρικά επίδικα ο ορισμός της έννοιας «κλιματικός πρόσφυγας» αλλά και η δυσκολία χαρακτηρισμού του. Το νομικό πλαίσιο που καλύπτει αυτή την ομάδα πολιτών και οι τάσεις που τείνουν να διαμορφωθούν στο ζήτημα αυτό.
Η κλιματική κρίση είναι εδώ
Η κλιματική κρίση αναφέρεται σε ακραία καιρικά φαινόμενα και φυσικές καταστροφές που είναι συνήθως δύσκολα αναστρέψιμες. Όπως, για παράδειγμα, η υπερβολική αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη που προκαλείται από ανθρώπινες ενέργειες, όπως οι εκατοντάδες τόνοι CO2 που απελευθερώνονται στην ατμόσφαιρα κάθε χρόνο ως αποτέλεσμα της παραγωγής άνθρακα, πετρελαίου και φυσικού αερίου. Σύμφωνα με έκθεση του Παγκόσμιου Μετεωρολογικού Οργανισμού (WMO) τον Σεπτέμβριο του 2019, η θερμοκρασία του πλανήτη είναι τουλάχιστον έναν βαθμό κελσίου πάνω από τα επίπεδα της βιομηχανίας και πλησιάζει αυτό που προειδοποιούν οι επιστήμονες πως θα ήταν ένας τεράστιος κίνδυνος. Η Συμφωνία του Παρισιού του 2015 για την Κλιματική Αλλαγή θέτει ως στόχο τη σταθεροποίηση της θερμοκρασίας σε επίπεδα χαμηλότερα κατά τουλάχιστον 2°C από τα σημερινά, εάν η θερμοκρασία του πλανήτη αυξηθεί πάνω από τρεις βαθμούς κελσίου έως το 2100, θα προκληθούν ανεπανόρθωτες ζημίες στο οικοσυστήματά μας. Επιπλέον, η υπερθέρμανση του πλανήτη επηρεάζει την ασφάλεια των τροφίμων και των υδάτων. Η κλιματική αλλαγή είναι μια βασική αιτία υποβάθμισης του εδάφους, η οποία περιορίζει την ποσότητα άνθρακα που μπορεί να συγκρατήσει η Γη. Άλλο ένα πρόβλημα που προκαλεί η αυξανόμενη θερμοκρασία του πλανήτη είναι πως οι παγετώνες και οι πάγοι σε πολικές και ορεινές περιοχές λιώνουν ήδη γρηγορότερα από ό,τι παλιότερα, προκαλώντας την άνοδο της στάθμης της θάλασσας. Το γεγονός αυτό είναι άκρως επικίνδυνο, αφού σχεδόν τα 2/3 των πόλεων παγκοσμίως βρίσκονται σε περιοχές όπου έχει υπολογιστεί αυξημένος κίνδυνος ανόδου της στάθμης της θάλασσας.
Επιπλέον, υπάρχουν αρκετές διεθνείς συμφωνίες για την κλιματική αλλαγή που έχουν συναφθεί τις τελευταίες δεκαετίες μετά την εισαγωγή του διεθνούς αυτού ζητήματος στην ατζέντα των διεθνών σχέσεων. Πρώτη συμφωνία-ορόσημο από τον ΟΗΕ υπήρξε η Συμφωνία του Ρίο στην παγκόσμια Σύνοδο Κορυφής για την Γη το 1992. Η σπουδαιότητά της αντικατοπτρίζεται στο γεγονός ότι έχει μέχρι σήμερα κυρωθεί από 195 χώρες, με βασικούς στόχους να περιοριστεί η άνοδος της θερμοκρασίας του πλανήτη και η κλιματική αλλαγή, αλλά και να αντιμετωπιστούν οι συνέπειές τους. Ακόμη, το 1997 υπογράφηκε το Πρωτόκολλο του Κιότο από όλες τις χώρες που είχαν υπογράψει την Σύμβαση Ηνωμένων Εθνών για την Κλιματική Αλλαγή, με σκοπό την μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα. Η δεύτερη φάση του Πρωτοκόλλου του Κιότο, που είχε σημείο έναρξης την 1η Ιανουαρίου 2013 και μέχρι τον Δεκέμβριο του 2020, σηματοδοτείται με την τροποποίηση της Ντόχα στο Κατάρ το 2008, στην οποία συμμετέχουν 38 αναπτυγμένες χώρες, μεταξύ των οποίων τα 28 κράτη-μέλη της ΕΕ. Οι συμμετέχουσες χώρες έχουν τη νομική υποχρέωση να μειώσουν τις εκπομπές τους σε επίπεδο τουλάχιστον 18% χαμηλότερο από εκείνο του 1990. Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, η ΕΕ έχει δεσμευτεί να μειώσει τις εκπομπές της κατά 20% από τα επίπεδα του 1990, αποδεικνύοντας τη συμβολή και το έντονο ενδιαφέρον της για τον περιορισμό του φαινομένου, με βάση την τροπολογία της Ντόχα, τον Ιούλιο του 2015. Επιπλέον, στο πλαίσιο συγκράτησης της αύξησης θερμοκρασίας του πλανήτη κάτω από 2°C, από το 2020 και έπειτα, υπογράφηκε μια σειρά διαβουλεύσεων στην διάσκεψη των Παρισίων το 2015. Η συμφωνία των Παρισίων τέθηκε σε εφαρμογή στις 4 Νοεμβρίου του 2016, αφού εκπληρώθηκε η προϋπόθεση να εγκριθεί από τουλάχιστον 55 χώρες που να αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον το 55% των παγκόσμιων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Μακροπρόθεσμος στόχος της συμφωνίας ήταν να περιοριστεί η αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη κάτω από τους 2°C σε σχέση με τα προβιομηχανικά επίπεδα, ώστε να αποφευχθούν οι χειρότερες επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, αλλά και να συνεχιστούν οι προσπάθειες για περιορισμό στον 1,5°C.
Ορισμός κλιματικής μετανάστευσης και η πολυπλοκότητα του νομικού πλαισίου
Μέσω της κρίσης αυτής εισάγεται μια καινούργια έννοια, που έχει εμφανιστεί τα τελευταία χρόνια στην ατζέντα των συζητήσεων σε παγκόσμιο επίπεδο, αν και είναι αρκετά ρευστή ακόμα. Ο όρος «κλιματικός πρόσφυγας» χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά για να περιγράψει την αυξανόμενη μετανάστευση μεγάλης κλίμακας και τις διασυνοριακές μαζικές μετακινήσεις ανθρώπων που προκλήθηκαν εν μέρει από καταστροφές, οι οποίες σχετίζονται με τα καιρικά φαινόμενα. Από το 2010 έχει υπολογιστεί, βάσει στοιχείων, από την Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες (UNHCR) ότι ο αριθμός των πολιτών που εκτοπίστηκαν και οδηγήθηκαν σε αναγκαστική μετανάστευση λόγω κλιματικών καταστροφών ανέρχεται σε 21,5 εκατομμύρια, με την πλειοψηφία αυτών να υποχρεώνονται να εγκαταλείψουν τις μόνιμες εστίες τους λόγω τροφίμων, νερού και πρόσβασης σε φυσικούς πόρους. Επίσης, η Ύπατη Αρμοστεία ανέφερε πως «οι αιτίες των εκτοπίσεων γίνονται ολοένα και πιο περίπλοκες: όλο και περισσότεροι άνθρωποι αναγκάζονται να εκτοπισθούν λόγω έσχατης στέρησης, περιβαλλοντικών καταστροφών, κλιματικής αλλαγής, ένοπλων συγκρούσεων, καθώς και διώξεων από το κράτος τους». Γενικά, αμφισβητείται το εάν οι άνθρωποι, που αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τις εστίες τους, να αποκαλούνται «πρόσφυγες». Ακόμη, υποστηρίζεται ότι ο όρος «περιβαλλοντικοί πρόσφυγες» είναι νομικά ασύμβατος και περιττός σε σχέση με τον ορισμό του πρόσφυγα με βάση της Σύμβαση της Γενεύης του 1951. Το Διεθνές Δίκαιο αναφέρει ότι ως «μετανάστης χαρακτηρίζεται το πρόσωπο εκείνο που εγκαταλείπει τη χώρα καταγωγής του ή τη χώρα της συνήθους διαμονής του με σκοπό να εγκατασταθεί σε μία άλλη, ξένη για αυτόν χώρα». Σε αυτή την ευρεία έννοια του μετανάστη μπορούν να υπαχθούν όσοι αγωνίζονται να διαφύγουν από διώξεις, παραβιάσεις των ανθρώπινων δικαιωμάτων, απειλές για τη ζωή ή τη σωματική τους ακεραιότητα, από πόλεμο ή εμφύλιες συρράξεις, όσοι υπάγονται δηλαδή στο καθεστώς των προσφύγων ή, κατά το ειδικό ενωσιακό δίκαιο, οι αιτούντες διεθνούς προστασίας, αλλά και εκείνοι που παλεύουν να ξεφύγουν από την ακραία φτώχεια, όπως ορίσθηκε στο άρθρο 1Α της Σύμβασης της Γενεύης του 1951.
Βέβαια, ο Διεθνής Οργανισμός Μετανάστευσης (ΙΟΜ) υπέβαλε το 2007 έναν ευρύ ορισμό για τον όρο της «κλιματικής μετανάστευσης», ο οποίος ουσιαστικά επεδίωκε να εκθέσει την πολυπλοκότητα του ζητήματος. Συγκεκριμένα, αναφέρει ότι «οι περιβαλλοντικοί μετανάστες είναι άτομα ή ομάδες ατόμων τα οποία, κυρίως για λόγους ξαφνικής αλλαγής στο περιβάλλον και το κλίμα, που επηρεάζει δυσμενώς τη ζωή ή τις συνθήκες διαβίωσής τους, υποχρεούνται να εγκαταλείψουν τα συνηθισμένα σπίτια τους ή επιλέγουν να το κάνουν, προσωρινά ή μόνιμα, και τα οποία μετακινούνται είτε στη χώρα τους είτε στο εξωτερικό» (ΙΟΜ , 2007: 33). Ο ορισμός είναι αρκετά ευρύς και ευέλικτος, προκειμένου να καταγραφεί το διαφορετικό εύρος των μετακινήσεων του πληθυσμού λόγω των διαφορετικών παραγόντων. Αυτός ο ορισμός δείχνει ότι η περιβαλλοντική μετανάστευση μπορεί να λάβει πολλές σύνθετες μορφές, αφού μπορεί να είναι αναγκαστική, εθελοντική, προσωρινή ή μόνιμη, στο εσωτερικό ή διεθνής, ατομική ή συλλογική, μικρής ή μεγάλης απόστασης, ενώ με τον όρο «περιβαλλοντική διαταραχή» χαρακτηρίζονται κάθε είδους φυσικές, χημικές ή/και βιολογικές αλλαγές στο οικοσύστημα (ή στους βασικούς πόρους) που το καθιστούν προσωρινά ή μόνιμα ακατάλληλο να υποστηρίξει ανθρώπινη ζωή. Ο εν λόγω ορισμός-ορόσημο τονίζει τη διάρκεια της εκτόπισης, προσωρινή ή μόνιμη, καθώς και τις αιτίες που οδήγησαν σε αυτή.
Έχοντας υπόψη τον ορισμό που δόθηκε από τον Διεθνή Οργανισμό Μετανάστευσης για τους κλιματικούς μετανάστες, μπορούμε να διαχωρίσουμε τις διάφορες μορφές μετανάστευσης που προκαλούνται από τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής. Αρχικά, διακρίνουμε την προσωρινή από τη μόνιμη μετανάστευση. Η πρώτη μπορεί να αποτελεί αντίδραση σε μια ξαφνική καταστροφή, όπως ένας τυφώνας, μια θύελλα ή ένας σεισμός, που προκαλεί τη μετακίνηση πληθυσμών. Στην περίπτωση αυτή, όταν περάσει η καταστροφή, οι άνθρωποι είναι διατεθειμένοι να επιστρέψουν στη χώρα καταγωγής τους για να ανακατασκευάσουν το κατεστραμμένο περιβάλλον. Στις περιπτώσεις που η καταστροφή είναι αργή (πλημμύρες, ξηρασίες ή ερημοποίηση) και έχει μακροπρόθεσμη επίπτωση στο περιβάλλον, ο πληθυσμός μπορεί να μετακινηθεί μόνιμα. Στις περιπτώσεις στις οποίες ένας πληθυσμός είναι αναγκασμένος, λόγω μιας φυσικής καταστροφής (π.χ. τυφώνας), να εγκαταλείψει επ’ αόριστον τον τόπο διαβίωσής του, γίνεται λόγος για αναγκαστική μετανάστευση, ενώ στο πλαίσιο της στρατηγικής προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή η μετακίνηση του πληθυσμού μπορεί να είναι εθελούσια. Τέλος, διακρίνεται μία ακόμη κατηγορία, αυτή της εσωτερικής μετανάστευσης, κατά την οποία οι πληθυσμοί μετακινούνται εντός των συνόρων μιας χώρας, συνήθως από αγροτικές σε αστικές περιοχές.
Η ανάγκη ενός ειδικού νομικού πλαισίου προστασίας
Με βάση το διεθνές δίκαιο, η ανάγκη νομικής προστασίας και η δημιουργία νέων νομικών μέσων είναι ζωτικής σημασίας, αφού όσοι μεταναστεύουν για περιβαλλοντικούς λόγους κινδυνεύουν να μείνουν απροστάτευτοι ή να θεωρηθούν παράτυποι μετανάστες. Άλλωστε, τα υφιστάμενα νομικά μέσα δεν επαρκούν, καθώς οι περιβαλλοντικοί μετανάστες έχουν διαφορετικά χαρακτηριστικά και ανάγκες από τους υπόλοιπους μετανάστες, εκτός από τις περιπτώσεις στις οποίες οι νομικές κατηγορίες στις οποίες βασίζονται ισχύουν και για τους περιβαλλοντικούς μετανάστες. Κατ’ επέκταση, η διεθνής κοινότητα, η ΕΕ και οι κυβερνήσεις οφείλουν να καθιερώσουν ειδικό νομικό πλαίσιο προστασίας για εκείνους που μεταναστεύουν για περιβαλλοντικούς λόγους, όπως είναι ο καθορισμός του περιεχομένου της αναγνωρίσιμης προστασίας και τα δικαιώματα που απορρέουν από αυτή. Ορισμένα μόνο κράτη, όπως η Σουηδία και η Φινλανδία, στην προσπάθειά τους να δώσουν λύσεις, παρέχουν αναγνώριση ασύλου ή ανθρωπιστικής προστασίας σε όσους δεν μπορούν να επιστρέψουν στη χώρα τους εξαιτίας φυσικών καταστροφών.
Αναλυτικότερα, με βάση την «Agenda 21» της Συμφωνίας του Ρίο του 1992, αναβαθμίζεται το ζήτημα της περιβαλλοντικής κρίσης και των προσφύγων, καθώς δεν υπάρχει κάποια συγκεκριμένη αναφορά στη φύση αυτών των «κατοίκων» ή στο είδος της εκτόπισης, ενδοσυνοριακής ή διασυνοριακής. Άρα, εμμέσως υποδεικνύεται η υποχρέωση μετεγκατάστασης στον αρχικό τόπο διαβίωσής του. Επίσης, στο Εγχειρίδιο της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τον καθορισμό του καθεστώτος των προσφύγων, ρητά αναφέρεται ότι, για να αποκτήσει κάποιος δικαίωμα αίτησης για άσυλο σε μια χώρα υποδοχής, όντας ταυτόχρονα θύμα πείνας ή φυσικών καταστροφών, θα πρέπει να έχει επαρκείς λόγους, ένας εκ των οποίων ο δικαιολογημένος φόβος δίωξης τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951. Άρα, γίνεται φανερό ότι δεν υπάρχει άμεση νομική κάλυψη των πολιτών που έχουν πληγεί από περιβαλλοντικές καταστροφές, παρά μόνο εφόσον συντρέχει συνδυασμός δικαιολογημένων φόβων δίωξης.
Τάσεις και προοπτικές
Οι περισσότερες έρευνες και εκθέσεις καταδεικνύουν ότι οι επιπτώσεις του μεταβαλλόμενου κλίματος γίνονται αισθητές σε όλο τον κόσμο, αλλά οι χώρες που βρίσκονται ήδη αντιμέτωπες με συγκρούσεις, με τη φτώχεια και με υψηλά επίπεδα εκτοπισμού αντιμετωπίζουν μερικές από τις πιο σοβαρές επιπτώσεις. Η Ύπατη Αρμοστεία προσπαθεί να μειώσει τους κινδύνους που συνεπάγονται ακραία καιρικά φαινόμενα για τους πρόσφυγες και τους εσωτερικά εκτοπισμένους. Στο Μπαγκλαντές, για παράδειγμα, η κυβέρνηση σε συνεργασία με την Ύπατη Αρμοστεία συνεργάζονται με ιδιώτες δέντρων ταχείας ανάπτυξης σε τμήματα των καταυλισμών προσφύγων που είναι επιρρεπή σε κατολισθήσεις κατά τη διάρκεια μουσώνων, αλλά και για τη διανομή εναλλακτικών πηγών ενέργειας, όπως καυσόξυλα.
Η έκθεση «Groundswell- Προετοιμασία για την Εσωτερική Μετανάστευση του Κλίματος» είναι η πρώτη και πιο ολοκληρωμένη μελέτη του είδους της που επικεντρώνεται στη σχέση μεταξύ των επιπτώσεων βραδείας εμφάνισης της κλιματικής αλλαγής, μετανάστευσης και της ανάπτυξης σε τρεις αναπτυσσόμενες περιοχές του κόσμου: Σαχάρα – Αφρική, Νότια Ασία και Λατινική Αμερική. Η έκθεση επισημαίνει ότι, εάν δεν ληφθούν επείγοντα μέτρα για το κλίμα σε παγκόσμιο επίπεδο, στις τρεις αυτές περιοχές μαζί θα μπορούσαν να οδηγηθούν σε εκτοπισμό δεκάδων εκατομμύριων εσωτερικών «μεταναστών του κλίματος» έως το 2050, που θα μπορούσαν να ανέλθουν σε 143 εκατομμύρια ανθρώπους. Πρόκειται για άτομα που αναγκάζονται να μετακινηθούν από όλο και περισσότερο μη βιώσιμες περιοχές των χωρών τους με αυξανόμενα προβλήματα, όπως η λειψυδρία, η αποτυχία των καλλιεργειών, η άνοδος της στάθμης της θάλασσας και τα παλιρροϊκά κύματα. Δυστυχώς, είναι γεγονός πως οι επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης επηρεάζουν συνήθως τις μη αναπτυγμένες χώρες, εξαθλιώνοντας ακόμη περισσότερο τους πολίτες τους.
Η έκθεση προτείνει τρεις λύσεις σε εθνικό και παγκόσμιο επίπεδο:
1. Περιορισμό των παγκόσμιων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, ώστε να μειωθεί η «κλιματική πίεση» στους ανθρώπους και να περιοριστεί η μετανάστευση λόγω αλλαγής κλίματος.
2. Αναβάθμιση του προγραμματισμού σχετικά σε την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης, σε κρίσιμη παράμετρο σε όλα τα στάδια του κύκλου της «μετανάστευσης του κλίματος» (πριν, κατά τη διάρκεια και μετά).
3. Επένδυση σε δεδομένα και ανάλυση για την καλύτερη κατανόηση των εσωτερικών τάσεων και ροών μετανάστευσης του κλίματος σε επίπεδο χώρας.
Σε παγκόσμιο επίπεδο, η Διακυβερνητική Ομάδα για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC) διαπίστωσε ότι η κλιματική αλλαγή θα μπορούσε προκαλέσει, εκτός από εκτοπισμό ανθρώπων μέσω της αναγκαστικής μετανάστευσης, αύξηση της πιθανότητας συγκρούσεων, επιδεινώνοντας τη φτώχεια και την οικονομική αστάθεια. Αυτό είναι ιδιαίτερα ορατό στην περίπτωση του Τσαντ της Αφρικής. Η ερευνητική ομάδα του Κλίματος για τους Πρόσφυγες, συγκεκριμένα, διαπίστωσε ότι «η κλιματική αλλαγή, σε συνδυασμό με την πολιτική, καθώς και τις κοινωνικές και αναπτυξιακές προκλήσεις, έχουν επηρεάσει τις ζωές των ανθρώπων, συνθήκες που εκμεταλλεύθηκε η Μπόκο Χαράμ[1] για να τροφοδοτήσει την εξέγερσή της».
Πηγή: IDCM
Από το παραπάνω γράφημα γίνεται φανερό ότι ο αριθμός των εκτοπισμών απόχώρες που έχουν πληγεί από φυσικές καταστροφές είναι πολύ αυξημένος και φυσικά προβλέπεται να αυξηθεί περισσότερο στο μέλλον. Επιπλέον, σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, δεν είναι καθόλου απίθανο ο αριθμός εισαγωγής εκτοπισμένων από χώρες που έχουν πληγεί να αυξηθεί κι αυτό εξαιτίας του γεωγραφικού παράγοντα, αφού η χώρα μας συνιστά βασικό μεταναστευτικό κόμβο στη Μεσόγειο.
Κύριος στόχος του νέου σχεδίου δράσης κατά τις κλιματικής αλλαγής (CCAP) από τον Όμιλο της Παγκόσμιας Τράπεζας (φωτογραφία) -με διάρκεια από το 2021 έως το 2025- είναι να μειώσει την φτώχεια και να ενισχύσει την συλλογική ευημερία στον πλανήτη. Βάση ανάπτυξής του θα αποτελέσει η αυξημένη χρηματοδότηση για την μείωση των εκπομπών ρύπων, όπως και για ενίσχυση και ευθυγράμμιση με τους στόχους της Συμφωνίας του Παρισίου. Μπορεί αυτή η δράση να μην συνδέεται άμεσα με την κλιματική μετανάστευση, ωστόσο η αντιμετώπιση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής, η οποία είναι ολοένα αυξανόμενη, μπορεί να περιορίσει τις πιθανές μαζικές αναγκαστικές μετακινήσεις πληθυσμών.
Επίλογος
Αναμφισβήτητα, η κλιματική κρίση αφορά όλα τα κράτη και συνιστά βασική απειλή για τη διεθνή ειρήνη και ασφάλεια. Πέρα από το βασικό ζήτημα της απειλής καταστροφικών επιπτώσεων για τον πλανήτη, παρουσιάζει εντεινόμενες αρνητικέςεπιπτώσεις στον παγκόσμιο ανταγωνισμό για τους διαθέσιμους φυσικούς πόρους,γεγονός που πυροδοτεί ακραίες κοινωνικοοικονομικές διαφορές και εντάσεις. Οιαριθμοί εκτοπισμού πολιτών από τις εστίες τους μέχρι το 2050 αναμένονται άκρως αυξημένοι. Η διεθνής συζήτηση για τα αίτια της μετανάστευσης και την αντιμετώπισή τους, όπως και για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της κλιματικής κρίσης είναι εν εξελίξει. Κοινό στοιχείο των συζητήσεων είναι ο κυρίαρχος ρόλος των αναπτυγμένων χωρών στη χρηματοδότηση και λήψη μέτρων για την οριοθέτηση της παγκόσμιας αυτής απειλής.
Η θέσπιση του κατάλληλου νομικού πλαισίου για την προστασία αυτής της ομάδας προσφύγων μέσω αναγνώρισης και θέσπισης κριτηρίων είναι επείγουσα. Το περιβαλλοντικό ζήτημα αποτελεί ζήτημα που αφορά όλο τον πλανήτη και για το λόγο αυτό είναι άκρως σημαντικό και αναγκαίο διεθνείς οργανισμοί, κράτη και πολίτες να βάλουν τον θεμέλιο λίθο στην αρχή της επίλυσης του.
*Η Ίρις Μαρτίνη είναι απόφοιτη του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Κρήτης. Πραγματοποιεί πρακτική άσκηση στο Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ. Το ερευνητικό της ενδιαφέρον επικεντρώνεται στις διεθνείς σχέσεις και το περιβάλλον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου