Η αυξανόμενη βιβλιογραφία με αφορμή την επέτειο της Επανάστασης του 1821 φέρνει ξανά στο προσκήνιο τις διαφορετικές οπτικές και προσεγγίσεις για το ιστορικό αυτό γεγονός. Η κυρίαρχη αστική αφήγηση-με αρκετές παραλλαγές και αποκλίσεις στο «εσωτερικό» της- συνεχίζει την παράδοση της ελληνικής ιστοριογραφίας από τα μέσα του 19ου αιώνα και μετά.
Η πληθώρα εκδόσεων που δημοσιεύονται τους τελευταίους μήνες περιέχουν σειρά αναλύσεων και αφηγήσεων για το 1821, τις περισσότερες φορές στα πλαίσια της επίσημης κρατικής εκδοχής για τα γεγονότα και την πορεία της επανάστασης και την συγκρότηση του ελληνικού αστικού κράτους μετά την επανάσταση του 1821, στη βάση της αναγνώρισης της εθνικής συνέχειας του Ελληνισμού από την αρχαιότητα έως το 1821. Παραμένει -συμβολικά μιλώντας και σαν γενική αίσθηση-η εικόνα που δημιουργήθηκε για την ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης από τα σχολικά βιβλία και τους λόγους των επισήμων στις εθνικές επετείους.
Η κυρίαρχη και επίσημη άποψη στην ελληνική ιστοριογραφία από τα μέσα του 19ου αιώνα και μετά ότι το ελληνικό έθνος διαγράφει μια συνεχή πορεία από την αρχαιότητα μέχρι τη σημερινή εποχή, είναι μια άποψη που δημιουργείται ιστορικά σε συγκεκριμένες περιόδους, αρχικά από τους διανοούμενους του νεοελληνικού διαφωτισμού και στη συνέχεια από τους οργανικούς διανοούμενους του νεοελληνικού κράτους. Στην ιδεολογική πραγματικότητα του νεοελληνικού κράτους, η διαχρονικότητα της εθνικής ύπαρξης παίρνει τη μορφή της τρισχιλιετούς πορείας του ελληνικού έθνους, της σφυρηλάτησης δεσμών με την αρχαιότητα, που ξεκινάει στα χρόνια του νεοελληνικού διαφωτισμού και συνεχίζεται στο νεοελληνικό κράτος με την προοδευτική ένταξη σε αυτό το σχήμα του Βυζαντίου και του χριστιανισμού. Δεν είναι παρά η προσπάθεια του κράτους να διαμορφώσει σε στέρεες βάσεις την εθνική του συγκρότηση προβάλλοντάς την ως κάτι το αιώνιο και αναλλοίωτο μέσα στον χρόνο. Είναι μια συγκεκριμένη κατασκευή του ιστορικού χρόνου που έχει να κάνει με πολιτικές ανάγκες του παρόντος, με την εθνικοποίηση των πληθυσμών του και την εμπέδωση του αισθήματος ότι αποτελούν μια ιστορική κοινότητα με βαθιές ρίζες μέσα στον χρόνο, σβήνοντας από το κυρίαρχο αφήγημα όλες εκείνες τις πλευρές της Ιστορίας που δεν ταιριάζουν μ’ αυτό.
Πλάι στις παραδοσιακές κυρίαρχες απόψεις και την επίσημη εθνική ιστοριογραφία διαμορφώνονται οι λεγόμενες πολιτισμικές προσεγγίσεις του έθνους ως φαντασιακής κοινότητας και κοινωνικής κατασκευής, κυρίαρχη σήμερα στους ακαδημαϊκούς κύκλους. Οι προσεγγίσεις αυτές αποσυνδέουν τη γένεση και την ανάπτυξη του εθνικού φαινομένου από την πολιτική και την οικονομία και τη μετατοπίζουν κυρίως στα πεδία της γλώσσας και του πολιτισμού. Μέσω αυτής της θεμελιώδους μετατόπισης διαγράφεται τελείως ο κοινωνικοοικονομικός παράγοντας από τη διαδικασία της εθνικής συγκρότησης, και το όλο εγχείρημα γίνεται εντελώς περιγραφικό και καθόλου κριτικό και ερμηνευτικό. Οι μεταμοντέρνες αναλύσεις δεν συγκρούονται, ούτε ανατρέπουν τον σκληρό πυρήνα του εθνικισμού, αποτελούν απλώς μια πιο ήπια και πιο ανεκτική επαναδιατύπωσή του σε συνθήκες έκρηξης της μετανάστευσης και της ανάγκης για ένταξη νέων πληθυσμών -εθνικά αδιαμόρφωτων- στο νέο περιβάλλον των κοινωνιών υποδοχής. Επιπλέον, θεωρούν τη συγκρότηση των εθνών ως ένα συνειδητό σχέδιο των ελίτ της εξουσίας που πραγματώνεται μέσω του κράτους αλλά και μέσω της παθητικής αποδοχής του από τις υποτελείς τάξεις της κοινωνίας. Απουσιάζουν, έτσι, βασικές και καθοριστικές παράμετροι και παράγοντες όπως οι παραγωγικές σχέσεις, οι παραγωγικές δυνάμεις και η ταξική πάλη. Η κριτική αυτών των απόψεων δεν μπορεί να γίνεται φυσικά με τη στροφή στο παρελθόν και την προβολή των αναχρονιστικών ρομαντικών μυθευμάτων που εξυπηρέτησαν την εθνική συγκρότηση του νεοελληνικού κράτους τον 19ο αιώνα.
Από την άλλη, προσπάθειες από την πλευρά προοδευτικών ιστορικών και αριστερών αναλύσεων -σε δύσκολους, είναι η αλήθεια, καιρούς και εποχές μεγάλων πολιτικών εντάσεων εντός του 20ου αιώνα- δημιούργησαν μια νέα «εθνικολαϊκή» προσέγγιση που κυριάρχησε στην μεταπολεμική αριστερή αφήγηση και ιστοριογραφία. Η προσέγγιση αυτή περιείχε εξιδανικεύσεις για το «λαό» - ως εξ ορισμού προοδευτικό υποκείμενο και σε ευθεία αντανάκλαση και καθρέφτης με την έννοια του έθνους - αλλά και για τη στάση συγκεκριμένων μεγάλων δυνάμεων (π.χ. Ρωσία) και υποβάθμιζε ή τουλάχιστον δεν αναδείκνυε πολιτικά τις εσωτερικές διαμάχες/αντιθέσεις των κοινωνικών δυνάμεων που συμμετείχαν στην Επανάσταση, με αποτέλεσμα μια αφήγηση με στοιχεία ενός διαταξικού και ουδέτερου/αφηρημένου γενικού πατριωτισμού (χαρακτηριστικό παράδειγμα η στάση απέναντι στους «εμφύλιους 1824-1825). Η ανάλυση αυτή περισσότερο προσομοίωνε την επανάσταση του 1821 με τα λαϊκά μέτωπα στις δεκαετίες 1930-40 και τον χαρακτήρα της Εθνικής Αντίστασης στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και διαμόρφωνε με βάση την ανάλυση της στάσης των μεγάλων δυνάμεων και την "υπόδουλη και προδοτική αστική τάξη" κατά την επανάσταση του 1821 το σχήμα της "εξάρτησης" που κυριάρχησε μετέπειτα για δεκαετίες σε πολλά ρεύματα και τάσεις της αριστεράς.
Φυσικά υπήρξαν και θεμελιακά έργα και μελέτες που προσέγγισαν το ζήτημα από κοινωνική ταξική σκοπιά αμφισβητώντας την «εθνική Ιστορία», αναλύοντας με μια μαρξιστική προσέγγιση τα οικονομικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά του Οθωμανικού σχηματισμού, των οικονομικών και πολιτικών εξελίξεων για την δημιουργία της αστικής τάξης και του εθνικού αστικού κράτους στην Ελλάδα. Τα έργα αυτά διέλυσαν μια σειρά απο ιστορικούς μύθους και ιδεολογήματα και σηματοδότησαν την πρώτη σοβαρή αμφισβήτηση της αστικής αφήγησης, γι΄ αυτό και έγιναν σημεία αναφοράς για πολλές δεκαετίες στη δημόσια σφαίρα, συζήτηση και αντιπαράθεση. Η ανάδυση τέτοιων αναλύσεων για το 1821 (με πιο εμβληματική το έργο του Γ. Κορδάτου) σε μια εποχή ιδεολογικής κυριαρχίας της «Μεγάλης Ιδέας» και του ενιαίου ελληνοχριστιανικού πολιτισμού αποτέλεσαν μια πρώτη αναγκαία απάντηση στην κυρίαρχη αστική ιστοριογραφία και πολιτική γραμμή από τη μεριά του εργατικού κινήματος και της αριστεράς.
Εν τέλει, η προσέγγιση της Αριστεράς στα ζητήματα της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 δεν ήταν ενιαία, ούτε ευθύγραμμη και στατική, αλλά αντανακλούσε τις κάθε φορά πολιτικές της προτεραιότητες και την τακτική της στις συγκεριμένες κάθε φορά συνθήκες δράσης της, υποτάσσοντας την θεωρητική και ιστορική ανάλυση στις ανάγκες της πολιτικής συγκυρίας.
Σήμερα, απαιτείται μια πολυσύνθετη επιστημονική εργασία και ερμηνεία του ιστορικού γεγονότος της Ελληνικής Επανάστασης με όπλα τις πηγές, την πληθώρα δεδομένων και στοιχείων, τη συσσωρευμένη γνώση και εμπειρία, στα γενικότερα πλαίσια μιας ταξικής και χειραφετητικής θεώρησης της ελληνικής ιστορίας. Το βέβαιο είναι ότι η Ελληνική Επανάσταση του 1821 είχε πολύ σημαντικές θετικές πλευρές όπως και δυσάρεστα γεγονότα και καταστάσεις, όπως άλλωστε όλες οι πραγματικές ιστορικές διαδικασίες και εξελίξεις. Ας μην ξεχνάμε ότι το 1821, όπως αντίστοιχα οι επαναστάσεις στη Γαλλία και στις ΗΠΑ, ήταν από εκείνα τα ιστορικά γεγονότα που οδήγησαν στη συγκρότηση του εθνικού κράτους μέσω μιας επανάστασης με την ενεργή συμμετοχή του λαϊκού παράγοντα, επιβεβαιώνοντας ή καλύτερα αποδεικνύοντας την μαρξιστική θέση ότι η επανάσταση είναι η ανώτατη εκδήλωση της βασικής αντίθεσης που ενυπάρχει σε κάθε εκμεταλλευτική κοινωνία. Αλλά, και ότι, το έθνος είναι ιστορικό και κοινωνικό φαινόμενο, προϊόν της νεότερης εποχής, που προσδιορίστηκε από την ανάπτυξη του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Δεν πρόκειται ούτε για αιώνια οντότητα, ούτε για οντότητα που βρίσκεται έξω από την Ιστορία. Η εθνικοποίηση των κοινωνιών σε αυτό το ιστορικό στάδιο υπακούει σε συγκεκριμένες ανάγκες των ανερχόμενων αστικών τάξεων για τη δημιουργία ενιαίας αγοράς και για την εδραίωση της αστικής κυριαρχίας σε οικονομικό, πολιτικό και ιδεολογικό επίπεδο. Η εδραίωση της αστικής κυριαρχίας απαιτεί την ανάπτυξη ενός δεσμού ανάμεσα στους κυρίαρχους και τους κυριαρχούμενους, που στηρίζεται στη γλωσσική, πολιτισμική και πολιτική ομογενοποίηση. Η δημιουργία μιας πολιτικής κοινότητας πολιτισμικά και γλωσσικά ομογενοποιημένης, με αναφορά σε ένα κοινό ιστορικό παρελθόν, διαμορφώνει ισχυρούς δεσμούς συναίνεσης στο νέο σύστημα της κρατικής εξουσίας. Για τον λόγο αυτό, το αστικό κράτος, με τη συνολική του πολιτική, μορφοποιεί τον κοινωνικό σχηματισμό σε εθνικό και μετατρέπεται και το ίδιο σε εθνικό κράτος.
Μια έκδοση για την πολιτική σκέψη της Ελληνικής Επανάστασης και το πλαίσιο ανάπτυξής της
Στο χρόνο από τα 200 χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 οι εκδόσεις ΚΨΜ θα «συνεισφέρουν» στη συζήτηση και αντιπαράθεση για το ιστορικό και πολιτικό αυτό ζήτημα με ένα βιβλίο που εμπεριέχει τα χαρακτηριστικά μιας μελέτης των ιδεολογικών, κοινωνικών και οικονομικών παραγόντων που οδήγησαν σε αυτήν.
Η μελέτη του Χρήστου Ρέππα που θα εκδοθεί τις επόμενες μέρες, ασχολείται με τα παραπάνω ερωτήματα και θέματα, με κέντρο το βασικότερο πολιτικό και ιδεολογικό κείμενο της εποχής, την «Ελληνική Νομαρχία» του Ανωνύμου, ασκώντας κριτική και αντιπαρατιθέμενη σε βασικές πλευρές της κυρίαρχης άποψης στην ελληνική ιστοριογραφία από τα μέσα του 19ου αιώνα και μετά.
Το κείμενο της “Ελληνικής Νομαρχίας” αποτελεί έκφραση της πολιτικής σκέψης του νεότερου ελληνισμού, όπως αυτή διαμορφώθηκε στο πλαίσιο της ριζοσπαστικής πτέρυγας του νεοελληνικού διαφωτισμού, προετοιμάζοντας ιδεολογικά τον δρόμο για την Ελληνική Επανάσταση. Κείμενο τολμηρής κοινωνικής και πολιτικής κριτικής ανάλυσης της πραγματικότητας της εποχής του, καταλήγει σε συγκεκριμένη πρόταση τόσο για τον δρόμο της απελευθέρωσης όσο και για την πολιτειακή συγκρότηση του νέου κράτους. Ως τέτοιο, αποτελεί κορυφαία επαναστατική παρέμβαση στα πιο κρίσιμα επίδικα της προεπαναστατικής συγκυρίας.
Η Ελληνική Νομαρχία, ως η πλέον ώριμη έκφραση της ριζοσπαστικής πτέρυγας του νεοελληνικού διαφωτισμού, είναι ένα κείμενο που περιγράφει την τάση προς την ελευθερία με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο. Η ίδια αυτοπροσδιορίζεται ως «λόγος περί ελευθερίας», διασαφηνίζοντας ότι αυτή είναι η πολιτική ελευθερία που πρέπει να διέπει το πολίτευμα του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους και είναι δυνατόν να πραγματωθεί μέσω της επανάστασης.
Το έργο μπορεί να αναλυθεί και να κατανοηθεί πραγματικά ως ένα θεμελιακό πολιτικό κείμενο που παρεμβαίνει με άμεσο και καθοριστικό τρόπο στην προεπαναστατική συγκυρία με στόχο την αλλαγή της. Μια τέτοια προσέγγιση προϋποθέτει αναφορά στις οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες των τελευταίων δεκαετιών του 18ου και των αρχών του 19ου αιώνα, στον χαρακτήρα και στη διαδρομή του οθωμανικού κοινωνικού σχηματισμού και του κράτους του, στον ρόλο των ιδεών του διαφωτισμού στη διαμόρφωση του επαναστατικού ρεύματος, στην ευρωπαϊκή κατάσταση και στον καταλυτικό ρόλο της Γαλλικής Επανάστασης, αλλά και σε συγκεκριμένες περιοχές του ελλαδικού χώρου, όπως τα Επτάνησα, των οποίων οι κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες ήταν ιδιαίτερα ευνοϊκές για την ανάπτυξη των επαναστατικών ιδεών.
Αναλύεται επίσης η κριτική που ασκεί ο Ανώνυμος στις κυρίαρχες μερίδες της άρχουσας τάξης (προεστοί, ανώτερος κλήρος, Φαναριώτες).
ΠΗΓΗ μέσω του "Σελιδοδείκτη"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου