01 Δεκεμβρίου 2020

Ανέφικτοι στόχοι, αντιφάσεις και περικοπές συντάξεων στην πρόταση της επιτροπής Πισσαρίδη - Των Σάββα Γ. Ρομπόλη, Βασίλειου Γ. Μπέτση*

 

Αναδημοσίευση από libre

 

Το  «Σχέδιο  Ανάπτυξης» της    Ελληνικής  Οικονομίας   που  υποβλήθηκε (23/11/2020)  στην  ελληνική  κυβέρνηση  από  την   Επιτροπή  Πισσαρίδη,  θέτει  ως  στόχο  της  μέση  ετήσια  αύξησης  του  ΑΕΠ  το  3,5% για την δεκαετία 2021-2030. Ο  στόχος  αυτός,  σύμφωνα  με  το  «Σχέδιο  Ανάπτυξης» θα επιτευχθεί με ετήσια αύξηση της απασχόλησης κατά 1% και ετήσια αύξηση της παραγωγικότητας κατά 2,5%. Στην  προοπτική αυτού  του  κεντρικού  στόχου,  θεωρείται ότι η ανεργία το 2030 θα  μειωθεί στο 7% από το 17,2% που ήταν το 2019 και 16,4% που ήταν  κατά το πρώτο εξάμηνο του 2020. 


Όμως,  από  μεθοδολογική  άποψη αναδεικνύονται  σοβαρά  ερωτήματα  για  την ρεαλιστικότητα  αυτών των στόχων. Κι αυτό γιατί εάν λάβουμε υπόψη τις δημογραφικές προβολές της Eurostat για την Ελλάδα το έτος 2019, όπου αποτυπώνεται η γήρανση του πληθυσμού της Ελλάδας, ο οικονομικά ενεργός πληθυσμός στην  χώρα  μας  το  2020 είναι 6,667 εκατ. άτομα, το  2025  θα  είναι 6,377 εκατ.  άτομα  και το  2030  θα  είναι 6,050 εκατ. άτομα. Αντίστοιχα το εργατικό δυναμικό εκτιμάται, σύμφωνα με την Eurostat σε 4,470 εκατ. το 2025 και 4,320 εκατ. άτομα το 2030, όταν το 2020  είναι  4,620 εκατ. άτομα.

Έτσι, εάν θεωρήσουμε  ως  υπόθεση  εργασίας ότι το ισοζύγιο εργαζομένων ανέργων θα είναι θετικό κατά 50.000 θέσεις εργασίας ετησίως, τότε το έτος 2030 η ανεργία  θα είναι  2%, λαμβάνοντας υπόψη τα δημογραφικά στοιχεία και τις προβολές της Eurostat. Εάν όμως θεωρήσουμε  ότι η συμμετοχή στο εργατικό δυναμικό  θα  προσεγγίσει το επίπεδο του 80% (ιστορικά  στην χώρα μας  δεν έχει ξεπερασθεί το 75%),  τότε η ανεργία  το 2030  θα είναι  7%, όταν και πάλι το ελάχιστο ιστορικό ποσοστό ανεργίας στην Ελλάδα ήταν  8% το 2008, ποσοστό το οποίο η Eurostat στις εκτιμήσεις της θεωρεί ότι  η  χώρα  μας  θα προσεγγίσει  το 2040.

Υπεραισιόδοξη και μονομερής η έκθεση

Κατά  συνέπεια,  αναδεικνύεται  με  τον  πιο  εύληπτο  τρόπο  ότι η  παρατηρούμενη  υπεραισιοδοξία των  στόχων  ταυτίζεται  με το σημείο του ανέφικτου τόσο  των  υποθέσεων  εργασίας,  όσο  και  των  αναπτυξιακών  προσδοκιών  της Επιτροπής Πισσαρίδη. Παράλληλα,  αξίζει  να  σημειωθεί  ότι  η μονομέρεια των επιχειρημάτων και  των  υποθέσεων  εργασίας  επηρεάζει  αρνητικά  την  μεθοδολογική  συγκρότηση και  συσχέτιση των  μεταβλητών.

  • Συγκεκριμένα, ενώ η γήρανση του πληθυσμού θεωρείται από την Επιτροπή Πισσαρίδη ως το κύριο επιχείρημα για την αναγκαιότητα της ultra-κεφαλαιοποίησης  της επικουρικής κοινωνικής ασφάλισης, ταυτόχρονα αγνοείται εντελώς η επίδραση της γήρανσης του πληθυσμού στην παραγωγικότητα της εργασίας.

Από  την  άποψη  αυτή  αξίζει  να  σημειωθεί  βιβλιογραφικά  ότι, μεταξύ  των  άλλων, η Eurostat και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις μελέτες τους θεωρούν ότι η παραγωγικότητα της εργασίας στην χώρα μας λόγω της γήρανσης του πληθυσμού θα είναι 1,2%, ενώ  η Επιτροπή  Πισσαρίδη θεωρεί ότι η παραγωγικότητα της εργασίας θα είναι 2,5%.

Έτσι, η παρατηρούμενη  αντίφαση  συνίσταται  στο  γεγονός  ότι  ενώ  η  Επιτροπή  Πισσαρίδη  αγνοεί εντελώς την επίδραση της γήρανσης του πληθυσμού στην παραγωγικότητα της εργασίας, ταυτόχρονα την λαμβάνει υπόψη για την υποστήριξη  της  πρότασης  κεφαλαιοποίησης  της επικουρικής κοινωνικής ασφάλισης.

Επιπλέον,  η  αντιφατικότητα στην μεθοδολογική  προσέγγιση  παρατηρείται ανάμεσα στην προσδοκία επίτευξης του υψηλού επιπέδου της  παραγωγικότητας  της  εργασίας, σε  συνθήκες  πλήρους  αποδιάρθρωσης  της  αγοράς  εργασίας,  τις οποίες  συνιστά  και  προτρέπει  η  Επιτροπή  Πισσαρίδη.

Έως 67 δισ. το κόστος μετάβασης

Το  ίδιο  αγνοούνται  εντελώς  από  την  Επιτροπή  Πισσαρίδη  οι αρνητικές επιδράσεις στην οικονομική ανάπτυξη που θα προκαλέσει το κόστος μετάβασης της κεφαλαιοποίησης της επικουρικής ασφάλισης, το  οποίο  υπολογίζεται από 57 δισ. ευρώ  μέχρι  67  δισ.  ευρώ,  ανάλογα  με  το  μέσο  ύψος της  επικουρικής  σύνταξης  που  θα  χορηγείται  στους  ασφαλισμένους  και  το  επιτόκιο,  προκειμένου να  υπολογισθούν  οι  μελλοντικές  παροχές  σε  παρούσες  αξίες.  Επίσης, για την κεφαλαιοποίηση της επικουρικής κοινωνικής ασφάλισης δεν λαμβάνονται καθόλου υπόψη οι αρνητικές επιδράσεις της γήρανσης του πληθυσμού στις αποδόσεις  των  επενδύσεων (Credit Suisse:“How demographics affect asset prices”, Global Demographics and Pensions Research, 2012).

Παράλληλα,  η  προτεινόμενη  από  την  Επιτροπή  Πισσαρίδη συρρίκνωση  της  αναδιανεμητικότητας  του  συστήματος  κοινωνικής  ασφάλισης  με  την  μείωση  της  εθνικής  σύνταξης  και  η  αύξηση  της  ανταποδοτικότητας  χωρίς  αύξηση  της  συνολικής  συνταξιοδοτικής  δαπάνης  θα  αυξήσει  τις  ανισότητες  μεταξύ  των  συνταξιούχων. Επιπλέον, η   κατάργηση  της  εξαγοράς  πλασματικών  ετών  και  η  πρόταση  της  Επιτροπής  Πισσαρίδη  να  λαμβάνει  ένας  ασφαλισμένος  μικρότερη  σύνταξη  εάν  συνταξιοδοτηθεί  στα  63 έτη  της  ηλικίας  του  με  40  έτη  ασφάλισης  σε  σχέση  με  έναν  ασφαλισμένο  που  θα  συμπληρώσει  τα  40  έτη  στην  ηλικία  των  67  ετών, θα  μειώσει  σημαντικά  την  συνταξιοδοτική  δαπάνη την περίοδο  2020-2070  στην  χώρα  μας.

  • Πράγματι,  με  την  υπάρχουσα  σήμερα  κοινωνικο-ασφαλιστική  νομοθεσία  η  συνταξιοδοτική  δαπάνη στην  χώρα  μας το  2018  ήταν  15,6%  του ΑΕΠ, (στην  Έκθεση Πισσαρίδη  αναφέρεται  16,5%  του  ΑΕΠ)  και  15,4%  του ΑΕΠ το  2019, ποσοστά  κατώτερα  από  το  ανώτατο  όριο (16,2%  του ΑΕΠ) που  επιβλήθηκε  από τα τρία Μνημόνια, με  προοπτική  το  2070 να  διαμορφωθεί  στο 12% του ΑΕΠ (33,6 δις  ευρώ)  και το  επίπεδο  της  μέσης  μηνιαίας  κύριας  και  επικουρικής  σύνταξης θα  είναι  985  ευρώ (μεικτά).

Aξίζει  να  σημειωθεί  ότι  σοβαρά  προβλήματα  ακρίβειας  και  επικαιροποίησης  των  στατιστικών  στοιχείων  που  χρησιμοποιούνται  από  την  Επιτροπή  Πισσαρίδη  δεν  παρουσιάζονται  μόνο στο  ποσοστό  της  συνταξιοδοτικής  δαπάνης  ως προς  το  ΑΕΠ. Παρατηρούνται  και  στο  ποσοστιαίο  επίπεδο  της  νομοθετημένης  κρατικής  χρηματοδότησης  (εθνική  σύνταξη)  καθώς  και  στο  ποσοστιαίο  επίπεδο  της  κρατικής  επιχορήγησης (χρηματοδότηση  ελλειμμάτων).

Πιο  συγκεκριμένα το  2018  η  συνταξιοδοτική  δαπάνη  ήταν  15,6% του ΑΕΠ, από  το  οποίο  ποσοστό   το  7,3%  του ΑΕΠ  προερχόταν  από  τις  ασφαλιστικές  εισφορές  εργαζομένων  και  εργοδοτών,  το  5,5%  του  ΑΕΠ  προερχόταν  από  την  θεσμοθετημένη  κρατική  χρηματοδότηση  και  το  2,8%  του  ΑΕΠ  προερχόταν  από την  κρατική  επιχορήγηση ( 10,1%  του  ΑΕΠ  αναφέρεται  στην  Έκθεση  Πισσαρίδη), ποσοστό  κατώτερο  από  το  αντίστοιχο   μέσο  ποσοστό (3,1%  του  ΑΕΠ)  των  κρατών-μελών  της  Ευρωπαϊκής  Ένωσης. Το  2030  η  συνταξιοδοτική  δαπάνη  θα  μειωθεί  στο  12,9%  του  ΑΕΠ, η  θεσμοθετημένη  κρατική  χρηματοδότηση  θα  μειωθεί  στο  4,8%  του  ΑΕΠ  και  η  κρατική  επιχορήγηση  θα  μειωθεί  στο  0,2%  του  ΑΕΠ. Τέλος,  το  2070  η  συνταξιοδοτική  δαπάνη  θα  είναι  12%  του  ΑΕΠ, η  θεσμοθετημένη  κρατική  χρηματοδότηση  θα  είναι  4%  του ΑΕΠ  και η  κρατική  επιχορήγηση  θα  είναι  0% του  ΑΕΠ. 

Αντίστοιχη  σταδιακή  μείωση  της  συνταξιοδοτικής  δαπάνης  και  του  επιπέδου  των  συντάξεων  παρατηρείται  την τελευταία  εικοσαετία, στον ένα ή  στον  άλλο  βαθμό,  και  σε  άλλες  χώρες της  Ευρωπαϊκής  Ένωσης,  με  αποτέλεσμα  την  αύξηση  του  αριθμού  των  συνταξιούχων που  ζουν  σήμερα  με  συνταξιοδοτικό  εισόδημα  κάτω  του  ορίου  της  φτώχειας.  Χαρακτηριστική  περίπτωση  αποτελεί, μεταξύ  των  άλλων  κρατών-μελών,  η  Γερμανία, στην  οποία  το  51,4% (9,3  εκατ. άτομα)  του  συνόλου  των  συνταξιούχων  ζει (2019)  κάτω  από  το  όριο (999 ευρώ τον μήνα) τον μήνα. Στην  Γαλλία  όπου  παρατηρούνται  τα  τελευταία χρόνια  συνεχείς  κοινωνικές  αντιδράσει  στην  μείωση  της  συνταξιοδοτικής  δαπάνης,  σε  σύνολο  17  εκατ.  συνταξιούχων( 2019), 1.4  εκατ.  συνταξιούχοι (8,3%)  ζουν  κάτω  από  το  όριο(1.015 ευρώ τον μήνα)  της  φτώχειας.

15% των συνταξιούχων κάτω από το όριο φτώχειας

Στην Ελλάδα  σε  σύνολο 2.481.970   συνταξιούχων (Οκτώβριος  2020), 376.835 συνταξιούχοι (15,2%) κύριας  και  επικουρικής  σύνταξης,  ζουν  κάτω  από το  όριο (409 ευρώ τον  μήνα)  της  φτώχειας.  Στις  συνθήκες  και  στα  δεδομένα  αυτά,  η  ενδεχόμενη  υλοποίηση  της  πρότασης  Πισσαρίδη, σύμφωνα  με τους  μακρο-οικονομικούς  και  αναλογιστικούς  υπολογισμούς  μας,   θα  μειώσει  σταδιακά  την  συνταξιοδοτική  δαπάνη  στην Ελλάδα  στο  10,3% του ΑΕΠ (29 δισ.  ευρώ, όσο  ήταν  το  2008) το 2070 (ο μέσος  όρος  στην  Ε.Ε.-27  το  2070  θα  είναι  12,2%  του ΑΕΠ)  και  το  επίπεδο  της  μέσης  μηνιαίας  κύριας  και  επικουρικής  σύνταξης  στην  χώρα  μας  θα  είναι  860 (μεικτά). 

Στην  προοπτική  αυτή, όπως αποδεικνύεται με τον ποιο σαφή, ποσοτικά και κοινωνικο-ασφαλιστικά  τεκμηριωμένο  τρόπο, το  «Σχέδιο Ανάπτυξης» της Επιτροπής  Πισσαρίδη, μειώνει περαιτέρω  το  σημερινό χαμηλό  μέσο  επίπεδο  των  συντάξεων  κατά μέσο  όρο 14,5%  την  περίοδο  2020-2070, επιδεινώνει  σημαντικά  το  βιοτικό  επίπεδο  των  συνταξιούχων  και  ακυρώνει  με  τον  πιο  εύληπτο  τρόπο,  τον  κεντρικό  του στόχο  που  είναι  η  συστηματική  αύξηση  του  κατά  κεφαλήν  πραγματικού  εισοδήματος  κατά τη  επόμενη  δεκαετία  στην  Ελλάδα,  ώστε  να  συγκλίνει  σταδιακά  με τον  ευρωπαϊκό  μέσο  όρο,  ενισχύοντας  την  κοινωνική  συνοχή  και  τις  περιβαλλοντικές  επιδόσεις.   

* Ομότ. καθηγητή Παντείου Πανεπιστημίου, υποψ. διδάκτορα Παντείου Πανεπιστημίου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου