16 Δεκεμβρίου 2020

Ένα πλαίσιο κριτικής προσέγγισης του νομοσχεδίου για την επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση

Άρθρο γνώμης των Γιάννη Ζησιμόπουλου και Γιάννη Σουλέ σχετικά με το νομοσχέδιο για την επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση 
 

1. Αξιακό φορτίο, στρατηγική και πολιτική της κυβέρνησης και του Υπουργείου

Μια συζήτηση και κριτική προσέγγιση του νομοσχεδίου για την επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση δεν μπορεί να εκκινεί απλώς με την πρόθεση διατύπωσης «ουδέτερων εποικοδομητικών προτάσεων» ή «τεχνικών βελτιώσεων» στα επιμέρους σημεία του. Συχνά η οδός αυτή είναι βολική, όταν κανείς θέλει να αποφύγει μια σε βάθος ανάλυση η οποία μπορεί να αποκαλύψει: α) στη στρατηγική που υπαγορεύει αυτή την «μεταρρύθμιση», β) την εκπαιδευτική πολιτική στην οποία εντάσσεται, γ) τις επιπτώσεις για όλους τους εμπλεκόμενους στην εκπαιδευτική διαδικασία. Συνεπώς, η διατύπωση απλώς «τεχνικών βελτιώσεων» χωρίς αναζήτηση και προσέγγιση των τριών παραπάνω παραμέτρων, σημαίνει αποδοχή τους, δηλαδή ταύτιση με την ουσία της πολιτικής της κυβέρνησης, του υπουργείου και των συμφερόντων των επιχειρηματικών ομίλων που το νομοσχέδιο εξυπηρετεί.

Στη βάση των παραπάνω, το εν λόγω νομοσχέδιο αποτελεί ένα παρακλάδι ενός «δέντρου» στις ρίζες του οποίου υπάρχει «αξιακό φορτίο» (της κυβέρνησης), στον κορμό του οποίου υπάρχει «στρατηγική» (της κυβέρνησης), στα κλαδιά του οποίου υπάρχουν οι επιμέρους πολιτικές (της κυβέρνησης, των υπουργείων και εν προκειμένω του υπουργείου παιδείας).

Δεν χωρά αμφιβολία πως το «αξιακό φορτίο» της κυβέρνησης είναι ο ακραίος νεοφιλελευθερισμός και η θέση πως σε όλες τις σφαίρες της κοινωνικής ζωής οι νόμοι της αγοράς μπορούν να λειτουργήσουν και να εξασφαλίσουν ισορροπία, ακόμα και αν αυτή η ισορροπία είναι σε βάρος της μεγάλης πλειοψηφίας της κοινωνίας, των εργαζομένων και της νεολαίας. Συνεπώς, στη βάση αυτού του αξιακού φορτίου η στρατηγική της κυβέρνησης είναι να περιορίσει ή και να εξαλείψει τα κοινωνικά αγαθά της υγείας, της παιδείας, του πολιτισμού ως δημόσια αγαθά (που παρέχονται σε όλους τους πολίτες χωρίς αντίτιμο και χωρίς αποκλεισμούς στην πρόσβαση σε αυτά). Η στρατηγική της κυβέρνησης είναι τα αγαθά αυτά από δημόσια αγαθά να μετατραπούν σε εμπορεύματα, την παροχή των οποίων θα ρυθμίζει η αγορά η οποία μπορεί να εξασφαλίσει (με βάση τις αξίες του νεοφιλελευθερισμού) την ισορροπία, ακόμα και αν αυτή η ισορροπία σημαίνει χιλιάδες πολίτες χωρίς ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, πρόσβαση στην εκπαίδευση και στον πολιτισμό. Ως εκ τούτου, η πολιτική της κυβέρνησης και του υπουργείου στην εκπαίδευση αποτελεί εφαρμογή αυτής της στρατηγικής στη βάση του αξιακού φορτίου του νεοφιλελευθερισμού. Δύο είναι οι βασικοί στόχοι που εξειδικεύουν αυτή την πολιτική: α) ο περιορισμός των δημόσιων δομών εκπαίδευσης σε όλες τις βαθμίδες και διεύρυνση της αγοράς για τους εμπόρους της εκπαίδευσης και άρα μετακύλιση του κόστους αναπαραγωγής της εργασιακής δύναμης στους ίδιους τους εργαζόμενους (ιδίως μέσω της επανακατάρτισης), β) ο καθορισμός του περιεχομένου των σπουδών με σκοπό αφενός την κάλυψη των πρόσκαιρων αναγκών κερδοφορίας των επιχειρηματικών ομίλων (της αγοράς…) για ευέλικτους-μισομορφωμένους-μισοκαταρτισμένους-φθηνούς εργαζόμενους και αφετέρου, την αναπαραγωγή της κυρίαρχης ιδεολογίας του νεοφιλελευθερισμού μέσω της εκπαιδευτικής διαδικασίας.   

Υπό αυτό το γενικό πρίσμα κατά τη γνώμη μας πρέπει να γίνει η συζήτηση για το χαρακτήρα αυτού νομοσχεδίου από τον κόσμο της εκπαίδευσης (μαθητές, σπουδαστές, εκπαιδευτικούς) και την κοινωνία. Άλλωστε και η ίδια η κυβέρνηση και η Υπουργός το αντιλαμβάνονται ως το πρώτο βήμα για την υλοποίηση ενός τμήματος μιας ευρύτερης εκπαιδευτικής πολιτικής,[1] που μεταξύ άλλων περιλαμβάνει την συρρίκνωση της Δημόσιας Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης και την κατεύθυνση της συντριπτικής πλειοψηφίας των νέων στις δομές της επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης, η οποία με τη σειρά της θα βασίζεται σε ένα εκτεταμένο δίκτυο ιδιωτικών δομών και σε ένα μικρό αριθμό (συρρικνωμένων) δημόσιων δομών. 

2. Ο «διάλογος» παρωδία για το νομοσχέδιο για την επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση

Η κυβέρνηση επιλέγει να φέρει προς ψήφιση το εν λόγω νομοσχέδιο σε μία χρονική στιγμή έξαρσης της πανδημίας (και αδυναμίας διαχείρισης από την πλευρά της), όπου οι εκπαιδευτικές δομές είναι κλειστές, οι σπουδαστές και οι εκπαιδευτικοί σε καθεστώς «μένουμε σπίτι» και σε συνθήκες που δεν είναι δυνατόν αντικειμενικά να λειτουργήσουν διαδικασίες διαλόγου (γενικές συνελεύσεις σπουδαστών, εκπαιδευτικών) και να διατυπωθούν θέσεις όλων των εμπλεκόμενων. Δεν είναι η πρώτη φορά που γίνεται κάτι τέτοιο. Η ιδεολογική εμμονή της κυβέρνησης να ξηλώσει κάθε τι που θεωρεί εμπόδιο για την ηγεμονία του νεοφιλελευθερισμού, την έχει οδηγήσει σε ένα αντιδημοκρατικό κρεσέντο ψήφισης αλλεπάλληλων νόμων με την ίδια μέθοδο (νόμος για τις κάμερες στα σχολεία, νόμος για την ιδιωτική εκπαίδευση, κατάργηση του ασύλου, δρομολόγηση δημιουργίας πανεπιστημιακής αστυνομίας, επικείμενο νομοσχέδιο Βρούτση για τα εργασιακά). Ο δημοκρατικός μανδύας επικυρώνεται από τη διαβούλευση στην ιστοσελίδα του υπουργείου, τη στήριξη άμεση ή έμμεση ή σε επιμέρους σημεία από διάφορους οργανώσεις των εργοδοτών και από την ένωση των Διευθυντών Δημοσίων ΙΕΚ (με μόνη ουσιαστική διαφοροποίηση το ζήτημα του προσοντολογίου των Διευθυντών). Αν η κυβέρνηση επιθυμούσε έναν πραγματικό δημοκρατικό διάλογο για όλα τα ζητήματα που αφορούν τους εργαζόμενους και τη νεολαία θα πάγωνε κάθε συζήτηση την περίοδο που διαρκούν τα μέτρα υγειονομικής προστασίας. Το μόνο όμως που την ενδιαφέρει είναι να προωθήσει άμεσα τα συμφέροντα των επιχειρηματικών ομίλων με πρωτόγνωρες αντιδημοκρατικές πρακτικές.

3. Οι «άξονες» του νομοσχεδίου για την επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του υπουργείου    

Πρώτος βασικός άξονας (σελ. 1 αιτιολογικής έκθεσης) είναι η δημιουργία μιας εσωτερικής κατηγοριοποίησης (τριών επιπέδων) της επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης. Επίπεδο 3 για τις Επαγγελματικές Σχολές Κατάρτισης (ΕΣΚ) και τις σχολές μαθητείας του ΟΑΕΔ (ΕΠΑΣ), επίπεδο 4 για τα ΕΠΑΛ, επίπεδο 5 για τη μετα-λυκειακή τάξη μαθητείας των ΕΠΑΛ και τα ΙΕΚ.

Είναι αναγκαίο να αναφέρουμε πως η διάρθρωση ενός εκπαιδευτικού συστήματος επιτελεί έναν «κατανεμητικό ρόλο», προετοιμάζοντας τους εργαζόμενους που θα καταλάβουν τις αντίστοιχες θέσεις στον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας (π.χ. εργαζόμενοι που επιτελούν την άμεση εργασία, μεσαία στελέχη, ανώτερα στελέχη). Αντικειμενικά το νομοσχέδιο αφορά στην επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση (ή επανακατάρτιση) εργαζομένων που στελεχώνουν τις κατώτερες βαθμίδες στον κοινωνικό καταμερισμό εργασίας. Δηλαδή, πρόκειται για μισθωτούς που ανήκουν στην εργατική τάξη, εφόσον οι μεσαίες και ανώτερες βαθμίδες στον κοινωνικό καταμερισμό εργασίας (αν κάνουμε μια αντιστοίχιση με τις βαθμίδες εκπαίδευσης) στελεχώνονται από τους αποφοίτους της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Συνεπώς, η διαβάθμιση σε επίπεδα 3, 4 & 5 εντός των αποφοίτων των δομών αυτών, πρόκειται για διαβάθμιση κατά βάση εντός των μισθωτών της εργατικής τάξης που επιτελούν όμοιες εργασίες στην παραγωγή και άρα η διαβάθμιση λειτουργεί μεταξύ άλλων και ως μηχανισμός μεταξύ τους ανταγωνισμού, με απώτερο στόχο την ελαστικοποίηση της αγοράς εργασίας και την συμπίεση των μισθών.

Δεύτερος βασικός άξονας (σελ. 1&2 της αιτιολογικής έκθεσης) είναι «η αμεσότερη και αποτελεσματικότερη διασύνδεση της ΕΕΚ και ΔΒΜ με τις πραγματικές ανάγκες της αγοράς εργασίας, μέσω της ουσιαστικής συμμετοχής των κοινωνικών εταίρων στον σχεδιασμό τους, τόσο σε Κεντρικό/Κλαδικό, όσο και σε Περιφερειακό Επίπεδο (νέο σύστημα θεσμικής διακυβέρνησης)». Έτσι, ο πυρήνας της στρατηγικής της κυβέρνησης μέσω του νομοσχεδίου εξειδικεύεται στην ευθεία σύνδεση της επαγγελματικής εκπαίδευσης με τις προσταγές της αγοράς, δηλαδή της επιδίωξης για κερδοφορία των επιχειρηματικών ομίλων. Σκοπίμως χρησιμοποιείται η φράση «διασύνδεση...με την αγορά εργασίας» και όχι «διασύνδεση...με την αγορά και τις ανάγκες των επιχειρήσεων». Αυτό γίνεται για να επιτευχθεί έστω και μια επίπλαστη συναίνεση -αποφεύγοντας ακραία νεοφιλελεύθερες εκφράσεις- παρουσιάζοντας το νομοσχέδιο ως τη «μαγική συνταγή» που θα λύσει το πρόβλημα της ανεργίας, αποκρύπτοντας φυσικά πως για την ύφεση και την ανεργία ευθύνεται η στρεβλή παραγωγική δομή, η αναπαραγωγή ενός μοντέλου οικονομικής ανάπτυξης βασισμένο στις υπηρεσίες, στην αποβιομηχάνιση και εν τέλει εξαρτώμενο από τις εισαγωγές, καθ’ υπόδειξη των συμφερόντων των κυρίαρχων κύκλων του ελληνικού και διεθνούς κεφαλαίου, αλλά και της Ευρωπαϊκής Ένωσης που επιφυλάσσει αυτόν το ρόλο για την Ελληνική οικονομία.

Για τους συντάκτες του νομοσχεδίου και της αιτιολογικής έκθεσης «[κ]ρίσιμοι τομείς της οικονομίας που συνδέονται άμεσα με την ΕΕΚ, δεν υπηρετούνται από κατάλληλα καταρτισμένο ανθρώπινο δυναμικό, την ίδια στιγμή που η ανεργία των νέων στη χώρα παραμένει υψηλή». Που σημαίνει πως κυβέρνηση και υπουργείο θεωρούν πως το πρόβλημα της ανεργίας που θα επιλύσει το νομοσχέδιο, έγκειται στο γεγονός ότι υπάρχουν δουλειές αλλά δεν υπάρχουν κατάλληλα εξειδικευμένοι εργαζόμενοι!!! Μετατρέπεται με ταχυδακτυλουργικό τρόπο η ανεργία ανεπαρκούς ζήτησης (λόγω της χρόνιας ύφεσης) σε διαρθρωτική ανεργία!!! Αν είναι δυνατόν να γράφονται αυτά σε επίσημο έγγραφο μιας κυβέρνησης ενός κόμματος που πρωτοστάτησε στη συρρίκνωση του εθνικού προϊόντος μέσω των Μνημονίων που ψήφισε και επέβαλε τα προηγούμενα χρόνια. Μοιράζουν καθρεφτάκια για ιθαγενείς;

Θέλουν, κατάρτιση και ειδικότητες με βάση τις ανάγκες της αγοράς, δηλαδή τις τρέχουσες ανάγκες των επιχειρήσεων της υπάρχουσας παραγωγική δομής. Θολώνουν με αυτόν τον τρόπο την κυρίαρχη στρατηγική του νεοφιλελευθερισμού για την εκπαίδευση που είναι: επαγγελματική εκπαίδευση με βάση τις ανάγκες των επιχειρήσεων στην υπάρχουσα παραγωγική δομή, ξεκομμένη από τις ανάγκες του λαού. Αντίθετα, στο βαθμό που η επαγγελματική εκπαίδευση καλείται να εξυπηρετήσει τις ανάγκες του λαού η στρατηγική θα έπρεπε να είναι: παραγωγική δομή με βάση τις ανάγκες του λαού (άρα όχι βασισμένη μονόπλευρα στις υπηρεσίες), ανάπτυξη του πρωτογενούς και δευτερογενούς τομέα παραγωγής (και όχι αποβιομηχάνιση και αποψίλωση της αγροτικής παραγωγής) και άρα επαγγελματική εκπαίδευση χρήσιμη γι’ αυτό το παραγωγικό μοντέλο και με τις αντίστοιχες ειδικότητες.  Άρα, είναι αναγκαία μια επαγγελματική εκπαίδευση με ισόρροπη κατανομή των ειδικοτήτων στους κλάδους παραγωγής που είναι απαραίτητο να αναπτυχθούν ώστε η παραγωγική δομή να μην διαιωνίζει το μοντέλο «κυριαρχία των υπηρεσιών, αποβιομηχάνιση, διάλυση του πρωτογενούς τομέα, εξάρτηση από εισαγωγές». Με άλλα λόγια, η συζήτηση για το ποια δομή και ποιο περιεχόμενο της επαγγελματικής εκπαίδευσης είναι αναγκαίο για τους εργαζόμενους και τη νεολαία, έπεται ή τουλάχιστον συμβαδίζει με τη συζήτηση για το ποια είναι η αναγκαία παραγωγική δομή προς όφελος του λαού, με ανάπτυξη στρατηγικών τομέων της οικονομίας μέσα από κεντρικό κρατικό σχεδιασμό (ώστε να μην καταστρέφεται ο πρωτογενής και δευτερογενής τομέας, να μην υπάρχει εξάρτηση από εισαγωγές και εκμετάλλευση στη σφαίρα του διεθνούς εμπορίου, εκμετάλλευση που μεταφράζεται στα εμπορικά ελλείμματα, σε δημόσιο δανεισμό, σε δημοσιονομικές κρίσεις, σε συρρίκνωση του εθνικούς προϊόντος, σε ανεργία).    

Τρίτος βασικός άξονας (σελ. 3 της αιτιολογικής έκθεσης) είναι «[η] αναβάθμιση της παρεχόμενης επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης, αρχικής και συνεχιζόμενης, σε επίπεδο (α) δομών, (β) διαδικασιών, (γ) προγραμμάτων σπουδών και (δ) πιστοποίησης». Πρόκειται ουσιαστικά για εξειδίκευση των δύο παραπάνω αξόνων. Περιορισμός των δημοσίων δομών και αύξηση των ιδιωτικών δομών. Ενδεικτικό της αγοραίας λογικής για την εκπαίδευση είναι η μετατροπή της εκπαιδευτικής διαδικασίας στην επαγγελματική εκπαίδευση σε «παραγωγή επαγγελματικών προσόντων» (σελ. 2 της αιτιολογικής έκθεσης), την οποία θα κληθούν να αναλάβουν κυρίως οι έμποροι της εκπαίδευσης. Προγράμματα σπουδών από τα οποία περικόπτονται οι βασικές γνώσεις συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που είναι αναγκαίες για τη διαμόρφωση του πολίτη[2] (ιδιαίτερα στην περίπτωση του επιπέδου 3 των διετών μετα-γυμνασιακών Επαγγελματικών Σχολών Κατάρτιση και των ΕΠΑΣ μαθητείας του ΟΑΕΔ), προς όφελος των δεξιοτήτων και των γνώσεων με ημερομηνία λήξη σύμφωνα με τις τρέχουσες ανάγκες της αγοράς. Η πιστοποίηση όχι μόνο αποτελεί απαξίωση των πτυχίων των σχολών αλλά και πρόσθετο πεδίο κερδοφορίας για τους εμπόρους της εκπαίδευσης (ιδιωτικοί εκπαιδευτικοί οργανισμοί), οι οποίοι είναι δυνατόν να αναλαμβάνουν τη διενέργεια των εξετάσεων πιστοποίησης (βλ. άρθρο 50, παρ. 1 του νομοσχεδίου).    

4. Η συρρίκνωση της Δημόσιας Επαγγελματικής Εκπαίδευσης

Η αγωνιώδης προσπάθεια για συρρίκνωση της Δημόσιας Επαγγελματικής Εκπαίδευσης είναι πανταχού παρούσα στο νομοσχέδιο ή να το πούμε και διαφορετικά, η όποια ενίσχυση των δημόσιων δομών παντελώς απούσα. Πουθενά στο νομοσχέδιο δεν υπάρχει μια ένδειξη έστω για εξασφάλιση των σημαντικότερων προϋποθέσεων για την ύπαρξη δημόσιας επαγγελματικής εκπαίδευσης: α) ενίσχυση του υλικοτεχνικού εξοπλισμού (εργαστήρια και ευρύτερα υλικοτεχνική υποδομή) και β) ενίσχυση με μόνιμο εκπαιδευτικό προσωπικό.

Αντίθετα, παντού υπάρχει η λέξη «δύναται». Τα εργαστήρια «δύναται» να υπάρχουν στις δημόσιες δομές, μπορεί και όχι… «Δύναται» οι εκπαιδευτικοί (ή οι σύμβουλοι) να απασχολούνται «με συμβάσεις έργου ή ιδιωτικού δικαίου». Αναπαραγωγή του απαράδεκτου καθεστώτος των συμβάσεων έργου που βιώνουν εδώ και χρόνια (με όλες τις κυβερνήσεις) οι εκπαιδευτικοί σε ΣΔΕ και ΔΙΕΚ.

Ειδικότερα, όπως έχουν τονίσει οι συνάδελφοι των ΕΠΑΣ του ΟΑΕΔ επίκειται δραστική συρρίκνωση και κλείσιμο των σχολών ΕΠΑΣ ΟΑΕΔ.[3] Αλλά και τα δημόσια ΙΕΚ και οι σπουδαστές σε αυτά εκτιμάται ότι θα συρρικνωθούν σε ποσοστό άνω του 60%.[4] Η νεοφιλελεύθερη προσήλωση στην εμπορευματοποίηση -μεταξύ όλων των άλλων δημοσίων αγαθών- της επαγγελματικής εκπαίδευσης, απαιτεί τη συρρίκνωση των δημόσιων δομών προκειμένου να «δημιουργηθεί ευρύτερη αγορά» για τους εμπόρους της εκπαίδευσης.

5. Η αλλαγή του χαρακτήρα των δομών της δημόσιας επαγγελματικής εκπαίδευσης

Είναι αναγκαίο να τονιστεί ότι με βάση το νομοσχέδιο της κυβέρνησης της ΝΔ, η οργανωτική δομή της επαγγελματικής εκπαίδευσης είναι πλήρως ελεγχόμενη από τον εκάστοτε κομματικό μηχανισμό της κυβέρνησης. Όλα πλήρως ελεγχόμενα από τον/την Υπουργό. Το ρουσφέτι πάει και έρχεται με τη μορφή των χαλαρών τυπικών προσόντων και την συνέντευξη (οσμή από μακριά…). Από το διορισμό των Γενικών Γραμματέων, μέχρι το διορισμό των Διευθυντών.

Ενδεικτικά (βλ. άρθρο 32 του νομοσχεδίου) να πούμε πως ο Διευθυντής ΔΙΕΚ δεν χρειάζεται καν να είναι εκπαιδευτικός. Ο Διευθυντής αρκεί να έχει «πτυχίο ανώτατης εκπαίδευσης της ημεδαπής ή ισότιμο τίτλο της αλλοδαπής» και γενικώς και αορίστως «επιστημονική, τεχνική ή άλλη κατάρτιση που καλύπτει τις ανάγκες διοίκησης εκπαιδευτικού οργανισμού της φύσης και της αποστολής των Ι.Ε.Κ.», ενώ απλώς «συνεκτιμώνται μεταπτυχιακές σπουδές, καθώς και επαγγελματική και διοικητική εμπειρία». Άλλωστε, αυτό που θέλει το Υπουργείο είναι managers για τις δημόσιες δομές που θα τους επιλέγει τριμελής επιτροπή, την οποία διορίζει απευθείας ο/η Υπουργός. Καταλάβαμε…

Το σημαντικότερο είναι το τελευταίο. Η μετατροπή των δημόσιων εκπαιδευτικών οργανισμών σε οργανισμούς με επιχειρηματική (και σε καμιά περίπτωση παιδαγωγική) λογική διοίκησης. Το στοιχείο αυτό σε συνδυασμό με την αξιολόγηση (εξωτερική κυρίως) των δομών αναφορικά με τη σύνδεσή τους με τις ανάγκες της αγοράς, από την οποία θα εξαρτάται η επιβίωσή τους, σημαίνει πως ανά πάσα στιγμή η δημόσια εκπαιδευτική δομή μπορεί να κλείσει με απόφαση του manager σε συνεννόηση με τον/την Υπουργό, αν οι δείκτες των αξιολογικών επιδόσεων δεν είναι ικανοποιητικοί. Και ποιοι είναι οι δείκτες αυτοί: ο αριθμός των αποφοίτων που προσήλθαν σε εξετάσεις πιστοποίησης, ο βαθμός επιτυχίας στις εξετάσεις, ο αριθμός των αποφοίτων που εξασφάλισαν θέση στην αγορά εργασίας, καθώς και συμμετοχή σε πανεπιστημιακές σπουδές. Όλοι μη ορθολογικοί δείκτες καθώς αγνοούν την κοινωνικο-ταξική σύνθεση των περιοχών που λειτουργούν οι δομές. Επιπλέον, οι εν λόγω δείκτες θα λειτουργήσουν ως μηχανισμός πειθάρχησης και πίεσης έναντι των εκπαιδευτικών και σπουδαστών, πίεσης που θα τους μεταφέρεται από τους διευθυντές και υποδιευθυντές που θα θέλουν να παρουσιάσουν έργο, αγνοώντας τους ευρύτερους κοινωνικο-οικονομικούς παράγοντες που ευθύνονται για την απόδοση ή μη των σπουδαστών.

6. Επιπτώσεις για τους δυνητικούς μαθητές/σπουδαστές και τους εκπαιδευτικούς

Για χιλιάδες μελλοντικούς μαθητές/σπουδαστές στις δομές επαγγελματικής εκπαίδευσης το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα (που συγκριτικά με σήμερα αναμένεται να πολλαπλασιαστούν), η επίπτωση θα είναι η πρόσβαση σε γνώσεις-δεξιότητες σύμφωνα με τις τρέχουσες ανάγκες της αγοράς, οι οποίες θα απαξιώνονται σε σύντομο χρονικό διάστημα και θα απαιτείται επανακατάρτιση (με κόστος σε χρόνο και χρήμα που θα βαραίνει τον ίδιο τον εργαζόμενο-καταρτιζόμενο). Το σημαντικό στοιχείο είναι πως και η αρχική (π.χ. ΔΙΕΚ) και η λεγόμενη συνεχιζόμενη (π.χ. Κέντρα Δια Βίου Μάθησης) επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση για την πλειοψηφία των σπουδαστών-εργαζομένων θα παρέχεται από ιδιωτικές δομές, γεγονός που μεταφράζεται σε σημαντική επιβάρυνση της λαϊκής οικογένειας και σε ταξικούς φραγμούς στην εκπαίδευση.

Η ψήφιση του νομοσχεδίου και η εφαρμογή του ως νόμου, θα σημάνει μαζί με τη δραστική μείωση των δημόσιων δομών και τη συρρίκνωση της απασχόλησης σε αυτές και την επιδείνωση των όρων εργασίας συνολικά των εκπαιδευτικών που εργάζονται με σχέσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα. Εκτιμάται ότι σήμερα απασχολούνται 10.000 με 15.000 εκπαιδευτικοί σε δομές όπως τα ΔΙΕΚ, ΣΔΕ, ΕΠΑΣ και ΙΕΚ ΟΑΕΔ. Σε αυτές τις δημόσιες δομές παρ’ ότι αναπαράγονται οι ελαστικές σχέσεις εργασίας, μπορούμε να πούμε πως οι σχέσεις εργασίας είναι έστω με υπουργικές αποφάσεις ρυθμισμένες και το κατώτατο ωρομίσθιο (με βασικό πτυχίο) είναι στα 15€ μεικτά (μετά τις μειώσεις των μνημονίων). Η συρρίκνωση των δημόσιων δομών θα οδηγήσει μεγάλο τμήμα των συναδέλφων που εργάζονται σήμερα σε δημόσιες δομές να εργαστούν στις ιδιωτικές δομές εκπαίδευσης, όπου οι σχέσεις εργασίας δεν είναι ρυθμισμένες λόγω της κατάργησης των συλλογικών συμβάσεων εργασίας και το κατώτατο ωρομίσθιο είναι περίπου 7,5 ευρώ μεικτά!!! Σημειώνουμε επίσης, πως στις ιδιωτικές δομές εκπαίδευσης οι συνθήκες εργασίας του εκπαιδευτικού συχνά χαρακτηρίζονται από καθυστερήσεις πληρωμών, μη καταβολή επιδομάτων εορτών και αδείας (επιστροφή στον εργοδότη…), μη καταβολή αποζημιώσεων απόλυσης και λοιπές εργοδοτικές αυθαιρεσίες.

7. Ποια η απάντηση των εκπαιδευτικών;

Την εκτίμηση ότι θα επιδεινωθούν οι όροι εργασίας των εκπαιδευτικών θα πρέπει οι συνάδελφοι να τη λάβουμε σοβαρά υπόψη μας. Και οι συνάδελφοι ιδιωτικοί εκπαιδευτικοί και οι μόνιμοι συνάδελφοι των δημόσιων δομών, διότι όταν χειροτερεύουν οι όροι εργασίας μια κατηγορίας εργαζομένων, ανοίγει ο δρόμος για την επιδείνωση των όρων και των συνθηκών εργασίας όλων. Χρειάζεται όμως κυρίως να τη λάβουν υπόψη τους οι συνάδελφοι που εργάζονται σήμερα ως ωρομίσθιοι στις δημόσιες δομές και θα αναγκαστούν άμεσα να εργαστούν στις ιδιωτικές δομές με χειρότερες αμοιβές και συνθήκες εργασίας. Σε αυτή τη νέα κατάσταση (που έρχεται) να μη βρεθεί κανένας συνάδελφος μόνος του και καμιά συναδέλφισσα μόνη της απέναντι στην εργοδοτική αυθαιρεσία. Σε αυτή τη νέα κατάσταση είναι απαραίτητα όσο ποτέ τα πρωτοβάθμια κλαδικά σωματεία των εκπαιδευτικών που εργάζονται με συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, χωρίς συντεχνιακούς διαχωρισμούς (όχι σε διαφορετικά σωματεία εκπαιδευτικών σε ΔΙΕΚ, εκπαιδευτικών σε ΣΔΕ, εκπαιδευτικών σε δομές τους ΟΑΕΔ, εκπαιδευτικών σε φροντιστήρια και ιδιωτικά σχολεία). Χρειάζεται όσο ποτέ άλλοτε ενότητα με βάση τη σχέσης εργασίας (εξαρτημένη σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου).

Τα σωματεία συντεχνίες ή οχήματα προσωπικών ή κομματικών παιχνιδιών της κυβέρνησης της ΝΔ και των στελεχών της (υπάρχοντα ή υπό διαμόρφωση!!!), τα σωματεία που υπάρχουν στο facebook αλλά απουσιάζουν στην πραγματική ζωή, που παρακαλούνε να γίνουν οι θεσμικοί συνομιλητές των εργοδοτών και των κυβερνήσεων ή ελπίζουν απλώς στην αλλαγή κυβέρνησης, δεν έχουν να προσφέρουν τίποτε στους εκπαιδευτικούς, δεν έχουν οδηγήσει σε βελτίωση της θέσης των συναδέλφων. Σε αυτές τις συνθήκες χρειάζονται τα πρωτοβάθμια σωματεία των εκπαιδευτικών που είναι πραγματικοί εκφραστές των αναγκών των συμφερόντων των εργαζομένων, δίπλα στο συνάδελφο στο πρόβλημα που θα προκύψει, δίπλα του στην επιθεώρηση εργασίας, στην αντιμετώπιση της αυθαιρεσίας του σχολάρχη ή του ιδιοκτήτη του φροντιστηρίου, στην αντιμετώπιση της αυθαιρεσίας του διευθυντή του ιδιωτικού ΙΕΚ ή στην παραβίαση των αξιολογικών πινάκων στη δημόσια δομή. Αυτός είναι ο προσδιορισμός των σωματείων ως ταξικά σωματεία, τα οποία είναι αναγκαία για τους εργαζόμενους στην εκπαίδευση. Τα σωματεία αυτά υπάρχουν, στην Αθήνα (ο ΣΕΦΚ, ο Βύρωνας), στη Θεσσαλονίκη (ο ΣΕΦΙΕ), στην Πάτρα (ο ΣΙΕΛ Αχαΐας) και σε άλλες πόλεις. Να τα πλαισιώσουμε ακόμα περισσότεροι συνάδελφοι και να κάνουν και τα ίδια τα σωματεία ένα αποφασιστικό βήμα για τον μεταξύ τους αγωνιστικό συντονισμό σε αυτές τις νέες συνθήκες που διαμορφώνονται.  

Και επειδή το σκοτάδι είναι βαθύ και ο δρόμος που έχουμε να διανύσουμε μακρύς, χρειάζεται συνάδελφοι να αναλογιστούμε:

ή παρατηρητές, στον καναπέ, απλοί ακόλουθοι ή σχολιαστές στα social media, από μακριά,

ή με το κεφάλι ψηλά ο ένας πλάι στον άλλο, στη δουλειά, στο σωματείο, με Αγώνα-Αξιοπρέπεια-Αλληλεγγύη  

Για:

- Να αποσυρθεί το νομοσχέδιο έκτρωμα για την επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση. Να ακυρωθεί στην πράξη και να ανατραπεί από τους κοινούς αγώνες μαθητών-σπουδαστών-εκπαιδευτικών. Ας γίνει η αρχή με τη στήριξη της απεργίας των συναδέλφων εκπαιδευτικών του ΟΑΕΔ ενάντια στο νομοσχέδιο, την Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου 2020

- Όχι στον προσχηματικό διάλογο και τις αντιδημοκρατικές πρακτικές της κυβέρνησης 

- Δημόσια και Δωρεάν Εκπαίδευση με βάση τις ανάγκες των εργαζομένων και της νεολαίας και όχι τις ανάγκες της αγοράς

- Κανένας ταξικός φραγμός στην εκπαίδευση

- Κατάργηση των ελαστικών σχέσεων εργασίας των εκπαιδευτικών, όχι στις συμβάσεις έργου, μόνιμοι διορισμοί εκπαιδευτικών σε όλες τις δομές

- Αποκλειστικά Δημόσια Επαγγελματική Εκπαίδευση στη βάση της ανάπτυξης συγκεντρωμένων υπό κρατικό έλεγχο και ιδιοκτησία στρατηγικών τομέων της οικονομίας, με κεντρικό σχεδιασμό που θα εξυπηρετεί τις ανάγκες του λαού και όχι την κερδοφορία των επιχειρηματικών ομίλων


[1] Αναφέρει η Υπουργός σε ερώτηση δημοσιογράφου του Ελεύθερου Τύπου (29/11/2020): «Όπως πολύ σωστά παρατηρείτε, η χρονική σειρά δεν είναι τυχαία. Κρίναμε σημαντικό, πριν προχωρήσουμε στην υλοποίηση των δεσμεύσεών μας για τον εξορθολογισμό της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης, να έχουμε δημιουργήσει εναλλακτικές επιλογές για τους νέους μας, ώστε να μπορούν να ακολουθήσουν τα ταλέντα, τις κλίσεις και τις επιθυμίες τους. Οι σκέψεις μας για την είσοδο στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα θα δημοσιοποιηθούν προσεχώς και θα αφορούν, μεταξύ άλλων, παρεμβάσεις για την ενίσχυση των ακαδημαϊκών κριτηρίων εισαγωγής στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση». Διαθέσιμο εδώ:
https://eleftherostypos.gr/politiki/667349-kerameos-ston-e-t-pou-tha-ginoun-ta-prota-thematika-iek-diadiktyaka-gia-proti-fora-ta-eidika-mathimata-ton-panelladikon/amp/

[2] Αναγκαίος όρος για τη δημιουργία ευέλικτου-πειθήνιου-χωρίς δικαιώματα και χωρίς συλλογικές διεκδικήσεις εργατικού δυναμικού. Αλλά και στοιχείο αναπαραγωγής της κυρίαρχης ιδεολογίας του νεοφιλελευθερισμού όπου ο εργαζόμενος εμφανίζεται ως άτομο στην αγορά εργασίας και όχι ως μέλος μιας κοινωνικής τάξης που έχει το δικαίωμα και τη δυνατότητα στη συλλογική διαπραγμάτευση για τη βελτίωση των όρων πώλησης της εργατικής δύναμης.

[3] Βλ. ανακοίνωση των Ωρομισθίων/Αναπληρωτών ΟΑΕΔ. Διαθέσιμη εδώ: https://www.lamiareport.gr/index.php/topika/item/173889-epas-oaed-titloi-telous-gia-ta-sxoleia-tis-ftoxologias .

[4] Βλ. τα στοιχεία σε σχετικό δημοσίευμα της Εφημερίδας των συντακτών. Διαθέσιμο εδώ: https://www.efsyn.gr/ellada/ekpaideysi/272406_ta-dimosia-iek-apeiloyntai-me-loyketo .

ΠΗΓΗ: alfavita

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου