Η υποκατάσταση των σχολικών αιθουσών από την κατ’ οίκον τηλεκπαίδευση δεν αποτελεί απλά μια προσωρινή λύση έκτακτης ανάγκης λόγω της πανδημίας του κορονοϊού.
Είναι το πρώτο βήμα για μια δραστική μεταρρύθμιση του εκπαιδευτικού συστήματος, με κατάργηση του σχολείου και του πανεπιστημίου ως υλικών χώρων συλλογικής μάθησης και κοινωνικοποίησης και αντικατάσταση των εκπαιδευτικών από κομπιούτερ που θα μεταβιβάζουν αδιαμεσολάβητα στους εκπαιδευόμενους κάποιες αποσπασματικές «δεξιότητες», προκαθορισμένες από τη διαβούλευση των αρμόδιων κρατικών στελεχών με εκπροσώπους «της αγοράς».
Δεν πρόκειται για το κινδυνολογικό σενάριο κάποιου «ψεκασμένου» συνωμοσιολόγου ή για ενδόμυχους φόβους κάποιου αντικαθεστωτικού αναρχοκομμουνιστή, αλλά για την πρόταση που έχει καταθέσει δημόσια, εδώ και μερικούς μήνες, ένα ανερχόμενο στέλεχος του μητσοτακικού «επιτελικού κράτους»: ο ορκωτός λογιστής Δημήτρης Ντζανάτος, πρόεδρος επί δεκαετίες του εγχώριου παραρτήματος της πολυεθνικής Grant Thornton, διδάκτορας του Παντείου με διδακτική προϋπηρεσία σε τρία ΑΕΙ της χώρας, αναπληρωτής γραμματέας Παραγωγικών Τομέων της Ν.Δ., μέλος της προεκλογικής «ντριμ τιμ» του Κυριάκου, αντιπρόεδρος του Ασύλου Ανιάτων και άρτι διορισμένος από την κυβέρνηση πρόεδρος της Επιτροπής Εποπτείας και Ελέγχου Παιγνίων.
Προσωπικός φοροτεχνικός επίσης του πατρός Μητσοτάκη, σύμφωνα με υμνητικό δημοσίευμα των «Παραπολιτικών» (31/1/2019), όπου και ο ίδιος αρθρογραφεί –με διασημότερη τη βαθυστόχαστη διακήρυξή του (6/4/2020) πως «αυτοί που περιμένουν να γαμήσουν τον Κυριάκο, για άλλη μία φορά θα αρκεστούν στον αυνανισμό»...
Επισήμως, βέβαια, η τηλεκπαίδευση συνιστά «όλως εξαιρετικό» μέτρο, άμεσα συνδεδεμένο με την πανδημία, όπως διαβάζουμε στην υπουργική απόφαση 120126/ΓΔ4 της 12ης Σεπτεμβρίου που την επέβαλε για τη φετινή σχολική χρονιά, «εφόσον παραμένει ο κίνδυνος διασποράς του κορωνοϊού covid-19».
Ηδη, βέβαια, η κυβέρνηση έχει θεσπίσει προληπτικά τη διευρυμένη χρήση της για οποιονδήποτε «λόγο που ανάγεται σε έκτακτο ή απρόβλεπτο γεγονός» (άρθρο 62§1 του Ν.4686 της 12/5/2020) και ειδικότερα για την αντιμετώπιση μαθητικών καταλήψεων (Υ.Α. 131451 της 30/9/2020).
Σε κάθε περίπτωση όμως, αυτή η προσφυγή στην εξ αποστάσεως διδασκαλία, με όλα τα προβλήματα που αυτή συνεπάγεται (όπως γνωρίζουν από πρώτο χέρι εκατοντάδες χιλιάδες μαθητές, φοιτητές, εκπαιδευτικοί και γονείς), παραμένει μια έκτακτη δυνατότητα –κάτι σαν τον θεσμό της πολιτικής επιστράτευσης. Στον σχεδιασμό του κ. Ντζανάτου, αντίθετα, μια τέτοια δομή προκρίνεται ως μόνιμη κανονικότητα για το μέλλον της ελληνικής εκπαίδευσης.
Η πρόταση αυτή περιλαμβάνεται ως ειδικό κεφάλαιο στο βιβλίο του κ. Ντζανάτου «Επιτελικό Κράτος: ένα προαπαιτούμενο υπέρβασης της παρακμής», έναν ογκώδη τόμο 700 σελίδων που γράφτηκε μεταξύ Αυγούστου 2019 και Μαρτίου 2020 και κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Καστανιώτη τον περασμένο Ιούλιο. Το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου, κάπου 450 σελίδες, καταλαμβάνει η παρουσίαση (αυθεντική ερμηνεία;) του Ν.4622/2019 για το «επιτελικό κράτος».
Προηγείται μια αρκούντως καφενειακή ανάλυση για την κρίση, το ελληνικό κράτος, τις εγχώριες «ελίτ», την «anti-authority παράδοση» της χώρας, «το 2019 ως ορόσημο» και τις αντιστάσεις που αναμένεται να συναντήσει η κυβερνητική πολιτική της Ν.Δ. (σ. 21-214) κι ακολουθεί το κερασάκι στην τούρτα: οι οραματισμοί του μεταρρυθμιστή φοροτεχνικού για το εκπαιδευτικό μας σύστημα (σ. 215-36).
Βιβλία, τέλος!
Βασική μέριμνα του κ. Ντζανάτου και επίκεντρο των προτάσεών του είναι η μορφή και το περιεχόμενο των νέων εγχειριδίων «για όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης» (σ. 226). Τα τωρινά σχολικά και πανεπιστημιακά βιβλία, διαβάζουμε, πρέπει να αντικατασταθούν από κείμενα «σε ηλεκτρονική μορφή» που «θα βασίζονται στον μεγαλύτερο βαθμό σε εικόνες», δίχως την ανιαρή «περιφραστική αναφορά» των παραδοσιακών εγχειριδίων, και θα «συμπληρώνονται με ήχο, δηλαδή με ηχητικά αρχεία τα οποία περιλαμβάνουν το περιφραστικό υλικό του βιβλίου.
Με αυτόν τον τρόπο ο χρήστης θα μπορεί να μάθει ακούγοντάς το στο αυτοκίνητο, στο μετρό, στο κρεβάτι του, στον δρόμο καθώς περπατάει» (σ. 229). Εξυπακούεται πως όλα αυτά δεν θα έχουν καμιά σχέση με ό,τι γνωρίζαμε μέχρι σήμερα: «Η γλώσσα ενός τέτοιου βιβλίου πρέπει να είναι όσο γίνεται πιο φιλική προς τον χρήστη». Επειδή δε «η απόδοση κειμένου με φιλικό τρόπο δεν είναι απαραίτητο να αποτελεί ιδιαίτερη δεξιότητα για μία σειρά επιστήμονες», ξεχάστε την παραδοσιακή συγγραφή από τους ίδιους τους κατόχους της επιστημονικής γνώσης: το έργο θα το αναλάβουν «οι τεχνικοί της πληροφορικής» (σ. 230), δημιουργώντας νέα «βιβλία» που δεν θα είναι ακριβώς βιβλία αλλά «εφαρμογές».
Η οικονομική παράμετρος μιας τέτοιας αλλαγής είναι βέβαια κάτι παραπάνω από προφανής, όπως και οι κερδισμένοι απ’ αυτήν. Οσο για την ποιότητα της υποσχόμενης «φιλικής απόδοσης», μια πρώτη γεύση πήραμε από τα περσινά αριστουργήματα τύπου «ΣΚΟΙΛ ΕΛΙΚΙΚΟΥ»...
Τα κομπιούτερ θα καταστήσουν επίσης περιττούς τους εκπαιδευτικούς ως συλλογικό φυσικό εξεταστή της αφομοίωσης της ύλης από τους μαθητές. «Ενα τέτοιο βιβλίο», εξηγεί ο κ. Ντζανάτος, «θα πρέπει να έχει μηχανισμούς εξωτερικών εξετάσεων, πάντα με ηλεκτρονική εφαρμογή. Αυτό σημαίνει ότι οι διδασκόμενοι, οπουδήποτε και αν βρίσκονται, θα μπορούν με ευκολία να εξετάζονται και να πιστοποιούνται οι γνώσεις τους, με τρόπους αντικειμενικούς, αδιάβλητους και με υψηλές επιστημονικές προδιαγραφές, δηλαδή, μεταξύ άλλων, χρειάζεται μια βάση δεδομένων για ασκήσεις και ερωτήματα, αυτά που μέχρι σήμερα γίνονταν στην αίθουσα με τις εξετάσεις» (σ. 230).
Περιεχόμενο
Ποιος θα αναλάβει αυτά τα ηλεκτρονικά προγράμματα (επιπέδου -προφανώς- multiple choice test, αφού οι υπολογιστές αδυνατούν εκ των πραγμάτων να ελέγξουν πιο σύνθετες απαντήσεις);
Ο κ. Ντζανάτος είναι και εδώ εξαιρετικά σαφής: τα νέα «βιβλία» θα φτιαχτούν από κάποιους ανθρώπους «που έχουν τη γνώση του [αντίστοιχου επιστημονικού] αντικειμένου» (και, συνεπώς, «δεν είναι χρήσιμο να εξοβελιστούν» ούτε «είναι δυνατό να βρεθούν κάποιοι να τους αντικαταστήσουν»), «με τη βοήθεια ειδικών από το εκπαιδευτικό σύστημα και την αγορά» (σ. 231).
Η «βοήθεια» αυτή δεν θα είναι απλώς τεχνική, αλλά ο μηχανισμός που θα καθορίσει σε τελική ανάλυση το περιεχόμενο της παρεχόμενης γνώσης, με ιεραρχήσεις και κριτήρια όχι και τόσο επιστημονικά: «Στο παρελθόν, ένας μικρός κύκλος καθόριζε τους εκπαιδευτικούς στόχους και τα προγράμματα. Τώρα, με βάση τις δυνατότητες δημοσιότητας και διαβούλευσης, μπορεί να εμπλακούν σε αυτή τη διαδικασία όχι μόνο εκπαιδευτικοί αλλά και πάρα πολλοί, [...] κυρίως αυτοί που εφαρμόζουν ήδη τις γνώσεις στην πράξη.
Οι παραγωγικές μονάδες, τα στελέχη τους και οι οργανώσεις τους» αλλά και γενικότερα «άνθρωποι που ενδιαφέρονται για το εκπαιδευτικό μας σύστημα, σε επιμέρους τομείς, από τη χώρα μας ή και από το εξωτερικό» (σ. 232). Οσο για το αδιάβλητο της όλης «εξεταστικής» διαδικασίας, είναι προφανές ότι, με ένα απλό USB, ο εξ αποστάσεως εξεταζόμενος με τα σωστά κονέ (ή/και φράγκα) θα «πιστοποιείται» σαν νέος Αϊνστάιν!
Η «αξιολόγηση» των εκπαιδευτικών αυτών «προϊόντων» θα γίνεται, τέλος, με μεθόδους που θυμίζουν το like στο fb: «Οι αναγνώστες ενός τέτοιου προϊόντος, οι κριτικές που έχει λάβει [από ποιους;], η χρησιμοποίηση τμημάτων του σε άλλες δημοσιεύσεις, είναι μεγέθη που στο παρελθόν με δυσκολία υπολογίζονταν, σήμερα μπορούν με ευχέρεια, διαρκώς και σε πραγματικό χρόνο, να αξιολογούνται και να υπολογίζονται» (σ. 233).
«Εικονική» εκπαίδευση
Ο αυθεντικός ερμηνευτής της σκέψης Μητσοτάκη δεν σταματά όμως στη μέση του δρόμου. Τελικός στόχος του νέου ηλεκτρονικού σχολικού εγχειριδίου, ξεκαθαρίζει, είναι η κατάργηση του ίδιου του σχολείου, αυτού του χώρου μάθησης, αμφίδρομης επικοινωνίας και κοινωνικοποίησης που συνδέθηκε άρρηκτα με τη νεωτερικότητα, και η αντικατάστασή του από έναν μηχανισμό μονόδρομης εξατομικευμένης κατήχησης μέσω υπολογιστή: «Αυτές οι πρακτικές, μαζί με άλλες που η ζωή θα αναδείξει, καταργούν σταδιακά την έννοια της αίθουσας διδασκαλίας, όπως εμείς την ξέραμε. Διαμορφώνουν την “εικονική” αίθουσα διδασκαλίας.
Σε αυτήν θα συμμετέχουν εξ αποστάσεως άτομα, όχι μόνο από την Ελλάδα, αλλά από όλο τον κόσμο» (σ. 230). Ο κ. Ντζανάτος κάνει βέβαια και μια περαστική σπονδή στον «ανθρώπινο δεσμό ανάμεσα στον εκπαιδευτή και τον εκπαιδευόμενο» (σ. 222), η αντίφασή της με τα υπόλοιπα πιστοποιεί, ωστόσο, τον προσχηματικό χαρακτήρα της.
Ο,τι ισχύσει στα σχολεία ακόμη περισσότερο αφορά τα πανεπιστήμια. Ο συγγραφέας δεν κρύβει την απέχθειά του για τα τωρινά ΑΕΙ, «απολιθωμένες δομές που η ζωή θα τις πετάξει στο περιθώριο» (σ. 235), υποδεικνύοντας ως προτιμότερη λύση για κάθε φιλόδοξο νέο τα «προγράμματα εκπαίδευσης εξ αποστάσεως» των ξένων πανεπιστημίων: «Κάποιος που θέλει σήμερα να αποκτήσει εξειδικευμένες γνώσεις σε ένα συγκεκριμένο πεδίο της επιστήμης», αποφαίνεται, «μπορεί να το κάνει εύκολα και φθηνά. Δεν θα γραφτεί σε κάποιο από τα πανεπιστήμιά μας, να ξοδέψει ατελείωτες ώρες και πολύ μεγάλο κόστος, παρακολουθώντας μαθήματα, που μπορεί να είναι αμφίβολης ποιότητας. Εχει την επιλογή, και πολλοί το κάνουν, να γραφτεί σε ένα από τα προγράμματα αυτών των διάσημων πανεπιστημίων. Θα πληρώσει ένα σχετικά μηδαμινό ποσό και αν είναι ικανός, θα λάβει μια πιστοποίηση η οποία έχει διεθνή αναγνώριση και κυρίως είναι πολύ σημαντική στα μάτια της αγοράς» (σ. 234).
Προσέξτε: δεν πρόκειται για σύγκριση της ελληνικής δημόσιας δωρεάν παιδείας με τα (πανάκριβα και απροσπέλαστα για τους πολλούς) «διάσημα πανεπιστήμια» της παγκόσμιας ελίτ, αλλά για τα φαστ-τρακ προγράμματα ταχύρρυθμης φτηνής «κατάρτισης» που τα ίδια ιδρύματα στήνουν, ως παράπλευρη μπίζνα, για τη διεθνή πλέμπα. «Σπουδές» στο πόδι, με άλλα λόγια.
Κατά τα άλλα, ο άριστός μας δεν παύει βέβαια να στηλιτεύει αφ’ υψηλού (σ. 224) την «αντίληψη της ήσσονος προσπάθειας» που βασιλεύει στην ελληνική εκπαίδευση!
Πατρίκιοι και πληβείοι
Η μεταφύτευση αυτής της «ταχύρρυθμης» αρπαχτής στα καθ’ ημάς πρέπει να αποτελέσει, κατά τον πρόεδρο της Επιτροπής Εποπτείας και Ελέγχου Παιγνίων, τον πυρήνα της επερχόμενης «μεταρρύθμισης» των εγχώριων ΑΕΙ ‒και, αν κρίνουμε από ένα προειδοποιητικό δημοσίευμα στα «Νέα» (13/11), θα αποτελέσει όντως το κέντρο βάρους του επερχόμενου νέου θεσμικού πλαισίου των τελευταίων.
Οσο γίνεται πιο διακριτικά, ο κ. Ντζανάτος σκιαγραφεί μάλιστα τα μέτωπα της επερχόμενης σύγκρουσης: «Από τη μια, έχουμε τεράστιες δυνατότητες, με τις νέες τεχνολογίες, να αξιοποιήσουμε τους Ελληνες αναγνωρισμένους επιστήμονες, που δραστηριοποιούνται σε όλο τον κόσμο. Από την άλλη, έχουμε τη διατήρηση των κεκτημένων κάποιων ανθρώπων, που η εξέλιξη της τεχνολογίας και της ιστορίας τους σπρώχνει στο περιθώριο. Θα ήταν ανόητο να χάσουμε κι αυτή τη μεγάλη ευκαιρία» (σ. 235).
Φυσικά, οι αναγνωρισμένοι επιστήμονες του Πρίνστον και του ΜΙΤ δεν πρόκειται να έρθουν στην Ελλάδα και να κάνουν ιδιαίτερα μαθήματα σε κάθε φοιτητή που χρειάζεται να καλύψει κάποια κενά, όπως συμβαίνει στα καλοπληρωμένα ιδρύματά τους· θα εισφέρουν ένα DVD με μαθήματα, σαν κι αυτά που μπορεί να αλιεύσει κανείς στο yοutube, και θα κάνουν κάποιες διαλέξεις μέσω webex (ή, το πολύ πολύ, μια σύντομη βόλτα δεκαπενθήμερων ημι-διακοπών στο Ελλάντα). Οσο για τους άλλους, που «η εξέλιξη σπρώχνει στο περιθώριο», θα τους αναλάβουν λογικά και αυτούς τα πανεπιστημιακά ΜΑΤ που ετοιμάζει ο κ. Χρυσοχοΐδης.
Η ταξικότητα της όλης πρότασης είναι, φυσικά, οφθαλμοφανής: μολονότι αυτό δεν ομολογείται ανοιχτά, η προτεινόμενη «μεταρρύθμιση» αφορά τη δημόσια παιδεία των κατώτερων τάξεων. Η υψηλή γνώση, δίχως αναπαραγωγή της οποίας δεν μπορεί να υπάρξει καμιά κοινωνία, είναι αδύνατο φυσικά να καλλιεργηθεί αποκλειστικά και μόνο με βιντεοπαχνίδια, διαλέξεις εξ αποστάσεως και τυποποιημένα, μηχανικά «τεστ πολλαπλής επιλογής».
Θα αποτελεί το πανάκριβο προνόμιο των λίγων και εκλεκτών που θα μπορούν να πληρώσουν αληθινή παιδεία και πραγματικές σπουδές, εδώ ή στο εξωτερικό, δίχως ανταγωνισμό από τους ξεβράκωτους.
«Μεταρρυθμίσεις» διά της βίας;
Ηδη από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου του, ο κ. Ντζανάτος υπονοεί σαφώς πως οι «μεταρρυθμίσεις» που ευαγγελίζεται θα χρειαστεί ενδεχομένως να επιβληθούν με τη βία:
«Επειδή η πολιτική που επιλέχτηκε για τον μετασχηματισμό του κράτους και της κοινωνίας, σωστά κατά τη γνώμη μου με βάση τις συνθήκες, δεν είναι βίαιη αλλά ήπια, υπάρχει ένας προφανής κίνδυνος. Οι παλιές αντιλήψεις καταρχήν να φρενάρουν με “ήπιους” τρόπους τις αλλαγές που χρειάζεται η χώρα και στη συνέχεια να επιβληθούν ξανά, οδηγώντας μας πίσω στο παρελθόν» (σ. 16).
Ας προσέξουμε καλά αυτή τη σχεδόν συνθηματική διατύπωση: η βία ως μέσο επιβολής των «αναγκαίων» αλλαγών δεν είναι κάτι που αποκλείεται για λόγους αρχής, αλλά «με βάση τις συνθήκες» (που επικρατούσαν πριν από έναν χρόνο). Αν αυτές αλλάξουν, θα αλλάξουν και τα μέσα. Ο ίδιος ο επίδοξος αναμορφωτής μας ξεκαθαρίζει άλλωστε ότι «δεν έχει ψευδαισθήσεις»: οι απόψεις του, που συμμερίζεται και προωθεί η κυβέρνηση, «μπορεί να φαίνονται σήμερα κυρίαρχες πολιτικά, αλλά εκπορεύονται από μια μικρή ελίτ, ενώ η πλειοψηφία του κόσμου και κέντρα κρίσιμων αποφάσεων συνεχίζουν να είναι μπολιασμένα με την ιδεολογία της παρακμής» (σ. 15-6).
Οταν τα πράγματα στραβώσουν, προοπτική καθόλου μακρινή πλέον, να ετοιμαζόμαστε δηλαδή για τον γύψο μιας «μεταρρυθμιστικής» 4ης Αυγούστου;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου