Αθήνα, 8 Μαρτίου 2007. Το νικηφόρο παρελθόν του κινήματος αποτελούσε πηγή έμπνευσης για τη σημαντικότερη μεταπολιτευτική φοιτητική κινητοποίηση | Τ.ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ |
Μικρή περιδιάβαση σε όσα οι κυβερνώντες θα ήθελαν να μην έχουμε ποτέ ακούσει
Παρακολουθώντας τη δημόσια συζήτηση γύρω από τις φοιτητικές και μαθητικές κινητοποιήσεις κατά της ιδιωτικοποίησης της ανώτατης παιδείας, διαπιστώνει κανείς πως η αντίθεση σ’ αυτό το κίνημα διατυπώνεται σε δύο διακριτά, πλην συμπληρωματικά επίπεδα. Το πρώτο είναι η ρητή συμφωνία με την προαναγγελθείσα από την κυβέρνηση Μητσοτάκη συνταγματική εκτροπή, της ουσιαστικής κατάργησης του άρθρου 16 (περί αποκλειστικά δημόσιου χαρακτήρα των ΑΕΙ) δίχως την προβλεπόμενη διαδικασία αναθεώρησής του. Το δεύτερο, και καθοριστικότερο για τις προοπτικές και την έκβαση του κινήματος, είναι η διάχυτη πεποίθηση πως «οι αγώνες δεν έχουν νόημα» καθώς έχουν αποδειχτεί αναποτελεσματικοί.
Αναμενόμενη ίσως ύστερα από τόσες ήττες των κοινωνικών κινημάτων (ορισμένες, μάλιστα, από τις οποίες επιβλήθηκαν ή εμπεδώθηκαν στη διάρκεια της κυβέρνησης Τσίπρα), αυτή η τελευταία εντύπωση κάθε άλλο παρά δικαιώνεται ωστόσο ιστορικά στον χώρο της ελληνικής εκπαίδευσης, και δη της τριτοβάθμιας. Στην πραγματικότητα, οι μεγάλες κινητοποιήσεις του φοιτητικού κινήματος (αλλά και οι σοβαρότερες μαθητικές) αποδείχτηκαν από τη Μεταπολίτευση και δώθε εξαιρετικά αποτελεσματικές. Αλλοτε μεν πανηγυρικά, επιβάλλοντας την επίσημη απόσυρση προβληματικών νομοσχεδίων (1975, 1990-91) ή ακόμη και την κατάργηση νόμων ψηφισμένων από τη Βουλή (1979-80), και άλλοτε στην πράξη, αποτρέποντας απλώς την εφαρμογή τους - όπως έγινε το 2006-07 με τον Ν. 3549 της Μαριέττας Γιαννάκου, το 2011 με τον Ν. 4009 των Αννας Διαμαντοπούλου και Αδώνιδος Γεωργιάδη και το 2021-22 με τον Ν. 4777 των Χρυσοχοΐδη-Κεραμέως για την πανεπιστημιακή αστυνομία.
Σε ορισμένες περιπτώσεις οι νίκες αυτές σηματοδότησαν μάλιστα μια πρώτη ανατροπή του συνολικού συσχετισμού δυνάμεων, σε βάρος κυβερνήσεων που μέχρι εκείνη τη στιγμή έμοιαζαν κοινωνικά και πολιτικά πανίσχυρες. Προϊστορία που η κυβέρνηση Μητσοτάκη λαμβάνει πλήρως υπόψη, εξ ου και βασική φροντίδα της υπήρξε ευθύς εξαρχής η ολική επαναφορά των ΑΕΙ σε συνθήκες «ευταξίας» και «κανονικότητας» που παραπέμπουν στα προδικτατορικά χρόνια. Ας δούμε, λοιπόν, από κοντά αυτή τη σημαντική -και διδακτική- παρακαταθήκη.
Στης Μεταπολίτευσης τα χρόνια
Ντοκιμαντέρ «ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ» (1975) |
Η πρώτη νικηφόρα επίδειξη δύναμης του φοιτητικού κινήματος σημειώθηκε ακριβώς έναν χρόνο μετά τη Μεταπολίτευση του 1974. Στις 17 Ιουλίου 1975 η κυβέρνηση Καραμανλή κατέθεσε αιφνιδιαστικά στη Βουλή (όπου η Ν.Δ. είχε 220 βουλευτές σε σύνολο 300) νομοσχέδιο με το οποίο οι φοιτητικοί σύλλογοι μετατρέπονταν σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, ιδιότητα που θα επέτρεπε δικαστικές επεμβάσεις στην εσωτερική τους λειτουργία. Η ΕΦΕΕ αντέδρασε και, παρά το κατακαλόκαιρο, 30.000 νέοι διαδήλωσαν στις 22 Ιουλίου στο κέντρο της Αθήνας κατά του «κρατικού συνδικαλισμού». Το νομοσχέδιο αποσύρθηκε.
Ακόμη σημαντικότερη υπήρξε η νίκη του 1979-80 ενάντια στον ήδη ψηφισμένο Ν. 815, που είχε επίσης ψηφιστεί με συνοπτικές διαδικασίες από θερινό τμήμα της Βουλής. Βασικές ρυθμίσεις του αποτελούσαν η επιβολή ανώτατου χρονικού ορίου σπουδών (το περίφημο «ν+2», που θέσπισε και η κυβέρνηση του Κυριάκου) και η δραστική σκλήρυνση του εξεταστικού (περιορισμός των εξεταστικών περιόδων από 3 σε 2, κατάργηση της δυνατότητας μεταφοράς μαθημάτων), με δεδηλωμένο στόχο την εκκαθάριση των ΑΕΙ από «τους αιώνιους ή τους κατ’ επάγγελμα φοιτητές» («Αρχείο Καραμανλή», τ. 11ος, σ. 360). Εξίσου αυταρχικές ήταν οι διατάξεις του ίδιου νόμου για το «επικουρικό» διδακτικό προσωπικό των ΑΕΙ, οι επιστημονικές δραστηριότητες του οποίου επιτρέπονταν μονάχα «εφόσον τούτο δεν παραβλάπτει» τα «υποβοηθητικά» τους καθήκοντα προς τους κατόχους των καθηγητικών εδρών. Ακόμη κι αυτοί οι τελευταίοι θα έπρεπε όμως στο εξής να ζητάνε την έγκριση του υπουργείου για οποιαδήποτε αλλαγή στο πρόγραμμα σπουδών, την πρόσληψη βοηθών, ακόμη και για τη χορήγηση διδακτορικών! Ζητήματα όπως το πανεπιστημιακό άσυλο και η «ρύθμιση» του φοιτητικού συνδικαλισμού, που εκείνη την εποχή θεωρούνταν ακόμη πολύ ευαίσθητα, παραπέμφθηκαν πάντως σε μελλοντικά νομοθετήματα, καθώς απαραίτητη προϋπόθεση για την ευόδωση των σχετικών ρυθμίσεων θεωρούνταν το προηγούμενο ξεδόντιασμα του φοιτητικού κινήματος, που ήδη είχε αρχίσει να δείχνει σημεία υποχώρησης και γραφειοκρατικού εκφυλισμού μετά τα πρώτα, υπερπολιτικοποιημένα μεταπολιτευτικά χρόνια.
Οι αρχικές αντιδράσεις των φοιτητών, και κυρίως της επίσημης εκπροσώπησής τους, της Εθνικής Φοιτητικής Ενωσης Ελλάδας (ΕΦΕΕ), υπήρξαν εξαιρετικά υποτονικές. Σε μια εποχή που οι διαδηλώσεις χωρίς προηγούμενη αστυνομική άδεια διαλύονταν κατά κανόνα από τα ΜΑΤ, η ΕΦΕΕ περιορίστηκε σε μια απλή συγκέντρωση στα Προπύλαια ενώ ψηφιζόταν ο νόμος (29.8.1978). Για την πρώτη πορεία κατά του Ν. 815, από τη Μητροπόλεως στα Προπύλαια, θα χρειαστεί δε να περάσουν οκτώ ολόκληροι μήνες (17.5.1979).
H παρθενική διαδήλωση της 17/5/1979 κατά του Ν. 815 | ΑΡΧΕΙΟ Τ. ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ |
Η μετριοπάθεια των επίσημων φοιτητικών ηγεσιών, που ελέγχονταν από τα κόμματα της κοινοβουλευτικής Αριστεράς (ΚΚΕ, ΠΑΣΟΚ, ΚΚΕσ.), θα φέρει στην πρωτοπορία του κινήματος την αριστερή μειοψηφία τους, που συσπειρωνόταν γύρω από τη «Β’ Πανελλαδική» (αριστερή διάσπαση της νεολαίας του ΚΚΕσ.), την ΠΠΣΠ (φοιτητική παράταξη του ΚΚΕ μ-λ) και μικρότερες δυνάμεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, της αυτονομίας και του αντιεξουσιαστικού χώρου. Με την ιαχή «τέρμα πια στις εκτονώσεις, εμπρός για καταλήψεις και διαδηλώσεις!», το μπλοκ αυτών των δυνάμεων θα επιχειρήσει στις 25 Οκτωβρίου 1979 να μετατρέψει τη συγκέντρωση της ΕΦΕΕ στα Προπύλαια σε πορεία προς τη Βουλή· τα ΜΑΤ καταδίωξαν τους φοιτητές μέχρι τη Νομική και το βράδυ εισέβαλαν στη σχολή, παραβιάζοντας το άσυλο και ξυλοκοπώντας όποιον βρήκαν μπροστά τους. Μικροεπεισόδια, συλλήψεις και δικαστικές καταδίκες φοιτητών, τρεις από τους οποίους φυλακίστηκαν, θα σημαδέψουν και τις επόμενες συγκεντρώσεις της ΕΦΕΕ για το άσυλο έξω από το ΕΜΠ (1.11) και των ΕΦΕΕ-ΦΕΑΠΘ σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη (29.11). Ηταν προφανές πως οι παραδοσιακές μορφές διαμαρτυρίας δεν απέδιδαν πια.
Στις 3 Δεκεμβρίου, η γενική συνέλευση των φοιτητών του Χημικού αποφάσισε κατάληψη της ΦΜΣ, με αιτήματα την κατάργηση του Ν. 815 και την απομάκρυνση ενός εξαιρετικά αυταρχικού καθηγητή. Ακολούθησαν η Πολυτεχνική Ξάνθης (4.12), το Γεωλογικό (7.12), το Φυσικό (10.12) και η Νομική Αθήνας (11.12). Για ν’ αποφύγουν τη λέξη «κατάληψη», που η Σύγκλητος του ΕΚΠΑ είχε ήδη καταγγείλει σαν «παράνομη βία» και «αντίθετη προς την έννοια του πανεπιστημιακού ασύλου», απειλώντας ότι «θα αναγκασθεί μετά λύπης της να λάβει τα από τον νόμο επιβαλλόμενα μέτρα» («Πρωινή», 6.12), οι Πολιτικοί Μηχανικοί του ΕΜΠ αποφάσισαν, πάλι, «διαρκή παραμονή» στη σχολή τους (10.12).
Την ίδια μέρα, ο εισαγγελέας ασκεί δίωξη «κατά παντός υπευθύνου» για τις καταλήψεις του Χημικού και του Γεωλογικού, υποχρεώνοντας την ΕΦΕΕ, η πλειοψηφία της οποίας (ΠΑΣΟΚ και ΚΚΕ) προσπαθούσε μέχρι εκείνη τη στιγμή να περιορίσει τις καταλήψεις στρέφοντας το κίνημα σε μετριοπαθέστερες πρακτικές (μονοήμερες ή τριήμερες αποχές, εκστρατεία «ενημέρωσης της κοινής γνώμης» για τον Ν. 815), να πάρει θέση απέναντι σ’ αυτή την «απροσχημάτιστη ποινικοποίηση της πανεπιστημιακής ζωής». Με εισήγηση της ΠΑΣΠ, το ανώτατο φοιτητικό όργανο αποφασίζει στις 11 Δεκεμβρίου τριήμερη κατάληψη όλων των σχολών την επόμενη βδομάδα (17-19.12) και πορεία στο υπουργείο πριν από τις γιορτές (19.12). Η αριστερή μειοψηφία αντιπροτείνει την άμεση διενέργεια γενικών συνελεύσεων, υπάρχουν όμως και διαφωνίες από τα δεξιά, στις οποίες κανείς δεν δίνει πάντως σημασία: σύμφωνα με τη ΔΑΠ-ΝΔΦΚ, οι καταλήψεις είναι έργο «ύποπτων αναρχικών», «βάζουν σε κίνδυνο το πανεπιστημιακό άσυλο» και «προσφέρουν κάλυψη σε εγκάθετους» («Πρωινή», 11.12). Οταν την επομένη μια σειρά φοιτητικές συνελεύσεις σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη αποφασίζουν την άμεση κατάληψη των σχολών τους, η κυβέρνηση διατάσσει το κλείσιμο των ΑΕΙ ώς τις 8 Ιανουαρίου. Η ΕΦΕΕ θα ανταπαντήσει με άμεση κατάληψη όλων των σχολών, σε πανελλαδική πλέον κλίμακα.
Η γενίκευση του αγώνα επέφερε σύντομα τη νίκη. Στις 3 Ιανουαρίου 1980 οι πρωθυπουργός Καραμανλής ανακοίνωσε στη σύνοδο των πρυτάνεων την αναστολή των εξεταστικών ρυθμίσεων του Ν. 815 και τη σύσταση επιτροπών για την επεξεργασία ενός καινούργιου νόμου-πλαίσιο για τα ΑΕΙ. Με τον ίδιο να δραπετεύει λίγους μήνες αργότερα στην Προεδρία της Δημοκρατίας και τη Ν.Δ. να ετοιμάζεται ν’ αποχαιρετήσει την εξουσία, οι διαβουλεύσεις αυτές παρέμειναν φυσικά νεκρό γράμμα. Ο νόμος-πλαίσιο του ΠΑΣΟΚ για τα ΑΕΙ (Ν. 1268/1982) θα κινηθεί έτσι σ’ εντελώς διαφορετική, πολύ πιο δημοκρατική κατεύθυνση.
Το στραπατσάρισμα του (πατρός) Μητσοτάκη
Η τρίτη μεγάλη ήττα κάποιας κυβέρνησης της Ν.Δ. από το φοιτητικό κίνημα ήρθε το 1991, εννιά μήνες μετά την εκλογική επικράτηση του πατρός Μητσοτάκη, προεκλογικές εξαγγελίες του οποίου αποτελούσαν τόσο η δημιουργία ιδιωτικών ΑΕΙ όσο και η επιβολή της «πειθαρχίας» στα ήδη υφιστάμενα δημόσια.
Το σχετικό πρόγραμμα είχε προετοιμαστεί από το καλοκαίρι του 1990 και υποβλήθηκε από τον ΥΠΕΠΘ Βασίλη Κοντογιαννόπουλο στον πρωθυπουργό στις 5 Νοεμβρίου. Σύμφωνα με τις σχετικές διαρροές προς τα ΜΜΕ, το επικείμενο «πολυνομοσχέδιο» προέβλεπε κατάργηση της δωρεάν παροχής συγγραμμάτων και περικοπές στις υπόλοιπες παροχές προς τους φοιτητές (σίτιση-στέγαση), περιορισμό της φοιτητικής συμμετοχής στην ανάδειξη των πανεπιστημιακών οργάνων, λειτουργία ιδιωτικών ΑΕΙ με (παρ)«ερμηνεία» του άρθρου 16 του Συντάγματος, κατάργηση της επετηρίδας διορισμού των εκπαιδευτικών, επιβολή χρονικού ορίου στις σπουδές και πιθανότατα περιστολή του πανεπιστημιακού ασύλου («Ελευθεροτυπία», 29.10 & 6.11).
Για λόγους τακτικής, η κυβέρνηση έκρινε ωστόσο προτιμότερο να περάσει η επέτειος του Πολυτεχνείου και να αιφνιδιάσει τους φοιτητές λίγο πριν από την εξεταστική· επιλογή που από τον αρμόδιο υπουργό θα θεωρηθεί, εκ των υστέρων, κρίσιμο στρατηγικό λάθος: «Η αναμέτρηση με τις δυνάμεις του λαϊκισμού θα γινόταν στον χώρο της Παιδείας. Επρεπε, συνεπώς, η κυβέρνηση να επιλέξει τον χρόνο της αναμέτρησης και να μην επιτρέψει να πάρουν οι αντίπαλοί της την πρωτοβουλία. Το μεγάλο πρόβλημα της Παιδείας έπρεπε να είχε αντιμετωπισθεί πριν εκπνεύσει το πρώτο εξάμηνο της κυβερνητικής τετραετίας. Σημειώθηκε έτσι σοβαρό λάθος. Οι δυνάμεις που καιροφυλακτούσαν δεν άφησαν την ευκαιρία ανεκμετάλλευτη» (Β. Κοντογιαννόπουλος, «Παιδεία. Εκσυγχρονισμός υπό αναστολή», Αθήνα 1991, σ. 149). Τελικά, η «προληπτική» εξέγερση των φοιτητών απέτρεψε όχι μόνο την υλοποίηση, αλλά ακόμη και την πλήρη θεσμική αποκρυστάλλωση αυτών των σχεδίων. Στις 15 Νοεμβρίου, η πρώτη διαδήλωση 5.000 φοιτητών από 8 κατειλημμένες σχολές διασχίζει το κέντρο της Αθήνας.
Φοιτητικές διαδηλώσεις του 1990-1991 ενάντια στο «πολυνομοσχέδιο» Μητσοτάκη-Κοντογιαννόπουλου | Τ.ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ
Σε αντίθεση με το 1975 και το 1979, τούτη τη φορά το φοιτητικό κίνημα θα συμπορευτεί ωστόσο με τον (ακόμη μαζικότερο και μαχητικότερο) ξεσηκωμό των μαθητών. Μέσα στο καλοκαίρι του 1990 είχαν θεσπιστεί δύο προεδρικά διατάγματα για τα Γυμνάσια (393/1990) και τα Λύκεια (392/1990), διαποτισμένα από μιαν έντονα αυταρχική, «ελληνοχριστιανική» και πειθαρχική λογική: επαναφορά της καθημερινής προσευχής, του ομαδικού εκκλησιασμού και της έπαρσης της σημαίας, «αναμόρφωση» των μαθητικών κοινοτήτων, ολοσχερής κατάργηση των αδικαιολόγητων απουσιών, επιβολή ενός point system ελέγχου και ποινικοποίησης της συμπεριφοράς των μαθητών, ακόμη και πρόβλεψη «ομοιόμορφης ενδυμασίας» τους (που, μπροστά στη δημόσια κατακραυγή, αναδιατυπώθηκε ως επιταγή «ευπρέπειας και απλότητας στην εμφάνιση», με πειθαρχική πάταξη κάθε αμφίεσης που θεωρούνταν πως έρχεται «σε προφανή δυσαρμονία με το σχολικό περιβάλλον»). Οι μαθητές αντέδρασαν δυναμικά, με μια χιονοστιβάδα καταλήψεων που ξεκίνησε στις 22 Νοεμβρίου στο Ηράκλειο κι επεκτάθηκε αστραπιαία σε όλη την Ελλάδα. Στις 18 Δεκεμβρίου, οι παράλληλες μέχρι τότε διαδηλώσεις φοιτητών και μαθητών θα συναντηθούν σ’ ένα πανεκπαιδευτικό συλλαλητήριο 35.000 νέων, πολλά σχολεία θα παραμείνουν δε υπό κατάληψη και στη διάρκεια των Χριστουγέννων.
Η απόπειρα της κυβέρνησης να σπάσει τις καταλήψεις, που αναζωπυρώθηκαν μετά τις γιορτές, με την προσφυγή στη βία παρακρατικών ομάδων του κομματικού της μηχανισμού και η φριχτή δολοφονία του αριστερού καθηγητή Νίκου Τεμπονέρα από μια τέτοια ομάδα μ’ επικεφαλής τον πρόεδρο της ΟΝΝΕΔ Πάτρας (8.1.1991) θα επιταχύνουν τις εξελίξεις. Πανικόβλητος (όπως πληροφορούμαστε από σχετική έκθεση της βρετανικής πρεσβείας) μπροστά στο ενδεχόμενο μιας παρατεταμένης αναμέτρησης με μαθητές, φοιτητές κι εκπαιδευτικούς, που θα υποστηρίζονταν πλέον ανοιχτά από την κοινοβουλευτική αντιπολίτευση, ο πατήρ Μητσοτάκης ανέκρουσε ταχύτατα πρύμναν. Αντικατέστησε τον ανελαστικό Κοντογιαννόπουλο με τον πολύ πιο ευέλικτο Σουφλιά, απέσυρε προεδρικά διατάγματα και πολυνομοσχέδιο και προκήρυξε «εθνικό διάλογο για την Παιδεία από μηδενική βάση».
Η εμφύτευση που απέτυχε
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη κατέρρευσε το 1993 και το ΠΑΣΟΚ επανήλθε στην εξουσία. Λίγα χρόνια μετά, η «εκσυγχρονιστική» κυβέρνηση Σημίτη θα αποπειραθεί να ιδιωτικοποιήσει εν μέρει τα δημόσια ΑΕΙ θεσπίζοντας τη δυνατότητα παράλληλων «Προγραμμάτων Σπουδών Επιλογής» (ΠΣΕ) με δίδακτρα και εισακτέους κατά παράκαμψη των πανελλαδικών εξετάσεων, «φυτεύοντας ένα ιδιωτικό Πανεπιστήμιο στους κόλπους του δημοσίου», κατά την εύστοχη διατύπωση της «Καθημερινής» (11.11.1998).
Ο υπουργός Παιδείας Γεράσιμος Αρσένης, στον οποίο οφειλόταν η σχετική πρωτοβουλία (Ν. 2525/1997), ενέκρινε 32 τέτοια ΠΣΕ, από τα οποία λειτούργησαν προσωρινά τα 25 (11 σε ΑΕΙ και 14 σε ΤΕΙ)· αποδείχτηκαν ωστόσο εξαιρετικά βραχύβια, κυρίως χάρη στον παρατεταμένο αγώνα των φοιτητών και μιας μερίδας καθηγητών του Πολυτεχνείου Κρήτης. Η κινητοποίησή τους ενάντια στη λειτουργία τριών ΠΣΕ, τα οποία υποστηρίζονταν από μιαν ετερόκλητη (για τα δεδομένα της εποχής) συμμαχία της τότε πρυτανικής αρχής με το ΠΑΣΟΚικό υπουργείο και τα τοπικά δίκτυα της οικογένειας Μητσοτάκη, κορυφώθηκε με πεντάμηνη κατάληψη κι εξαιρετικά δυναμικές μορφές δράσης, επέφερε δε τελικά συντριπτικό πλήγμα στην όλη μεθόδευση: στις 26/8/1999 η νέα Σύγκλητος αποφάσισε την κατάργηση των επίμαχων ΠΣΕ, ακολούθησε δε η συνολική κατάργησή τους ως θεσμού με υπουργική απόφαση το 2000 και διά νόμου το 2011.
Οι «ταραξίες» που έγραψαν Ιστορία
Η τέταρτη και τελευταία μεγάλη νίκη του φοιτητικού κινήματος θα έρθει στα χρόνια της πρωθυπουργίας του μικρού Καραμανλή, με υπουργούς Παιδείας και Δημόσιας Τάξης το δίδυμο Μαριέττας Γιαννάκου και Βύρωνα Πολύδωρα. Το πολιτικό, κοινωνικό και ιδεολογικό τοπίο έμοιαζε πλέον εξαιρετικά πρόσφορο για μια συνολική αναδιάρθρωση της ανώτατης παιδείας, με βάση τα μεταπολιτευτικά οράματα της σκληρής Δεξιάς και τις νεοφιλελεύθερες προδιαγραφές της μητσοτακικής και μετα-μητσοτακικής Ν.Δ. Το εκλογικό πρόγραμμα της τελευταίας προέβλεπε ρητά την αναθεώρηση του άρθρου 16 ώστε να επιτραπεί «η ίδρυση μη κρατικών πανεπιστημίων»· το ίδιο ακριβώς οραματίζονταν όμως επίσης ο νέος αρχηγός του ΠΑΣΟΚ, Γιώργος Παπανδρέου, και τα επιφανέστερα στελέχη της αξιωματικής αντιπολίτευσης (Ευάγγελος Βενιζέλος, Ανδρέας Λοβέρδος), γεγονός που μετέτρεπε την ιδιωτικοποίηση της ανώτατης παιδείας από προεκλογική επαγγελία σε σχεδόν βέβαιη προοπτική.
Οταν στις αρχές του 2006 η κυβέρνηση κατέθεσε πρόταση συνταγματικής αναθεώρησης που περιλάμβανε το άρθρο 16, το ΠΑΣΟΚ έσπευσε στις δικές του προτάσεις να ταχθεί υπέρ της «κατοχύρωσης μη κρατικών, μη κερδοσκοπικών ΑΕΙ», διακηρύσσοντας πως «οφείλουμε να αναγνωρίσουμε την πραγματικότητα της ιδιωτικής εκπαίδευσης στο πανεπιστημιακό επίπεδο» («Τα Νέα», 11.5.2006). Αντίθετα σ’ αυτή την εξέλιξη απέμεναν μονάχα τα δύο κόμματα της Αριστεράς, το ΚΚΕ και ο νεοσύστατος ΣΥΡΙΖΑ, με εκλογικά ποσοστά 5,5% και 3,2%, αντίστοιχα, και 18 βουλευτές όλους κι όλους. Συσχετισμός που έμοιαζε σχεδόν συντριπτικός.
«Για έναν χρόνο είχαμε ραντεβού κάθε Πέμπτη στο Σύνταγμα με ταραξίες» | Κώστας Καραμανλής (πρωθυπουργός), 6.9.2007
Η δημιουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων θα συνδυαζόταν, φυσικά, με σκλήρυνση των μηχανισμών πειθάρχησης του φοιτητικού σώματος στα δημόσια. Η «Επιτροπή Σοφών» που είχε συγκροτήσει η κυβέρνηση Καραμανλή ως συμβουλευτικό σώμα για την επερχόμενη μεταρρύθμιση των ΑΕΙ, με πρόεδρο τον Θάνο Βερέμη και μέλη, μεταξύ άλλων, τους καθηγητές Νίκο Αλιβιζάτο, Γιώργο Παγουλάτο, Νίκο Μουζέλη και Αθηνά Λινού, στο ομόφωνο πόρισμα που εξέδωσε στις 15/1/2006 πρότεινε έτσι την επιβολή ανώτατου χρονικού ορίου σπουδών (Ν+2 ή 3), την κατάργηση της δωρεάν παροχής συγγραμμάτων, τον περιορισμό της φοιτητικής συμμετοχής στην εκλογή των πανεπιστημιακών οργάνων και την «οριοθέτηση» του πανεπιστημιακού ασύλου, με θέσπιση πιο ευέλικτων διαδικασιών για την είσοδο της αστυνομίας στους πανεπιστημιακούς χώρους.
Με ελάσσονες τροποποιήσεις, οι εισηγήσεις αυτές θα ενσωματωθούν στο νομοσχέδιο που κατέθεσε η Γιαννάκου για δημόσια διαβούλευση στις 21/6, εν μέσω του πρώτου γύρου φοιτητικών καταλήψεων: «ν+2», περιορισμός του αριθμού των δωρεάν διανεμόμενων συγγραμμάτων και του βάρους της φοιτητικής συμμετοχής στις εκλογές των πανεπιστημιακών οργάνων, αναδιατύπωση των διατάξεων για το άσυλο, ώστε όχι μόνο να διευκολύνεται η επέμβαση της ΕΛ.ΑΣ., αλλά και να στιγματίζονται οι φοιτητικές καταλήψεις σαν «κατάλυσή» του.
Παρά τον συντριπτικό συσχετισμό δυνάμεων στο θεσμικό επίπεδο, και αυτά τα σχέδια σκόνταψαν τελικά στη μαζική αντίσταση των ίδιων των φοιτητών. Η σταθερή εκλογική πρωτιά της ΔΑΠ-ΝΔΦΚ από το 1987 και μετά αποδείχτηκε πως οφειλόταν πια πολύ περισσότερο στη λειτουργία της ως μηχανισμού οργάνωσης της φοιτητικής διασκέδασης, διαμεσολάβησης στις γραμματείες και σε μερίδα των καθηγητών ή εφοδιασμού με ζωτικά SOS και λυσάρια, παρά σε οποιαδήποτε ιδεολογική ηγεμονία. Με την ΕΦΕΕ να έχει πάψει να υφίσταται από το 1995, την καθοδήγηση του κινήματος ανέλαβαν ξανά οι γενικές συνελεύσεις και τα συντονιστικά των φοιτητών, η μαζικότητα και η αντοχή των οποίων υπήρξαν πρωτόγνωρες για τα δεδομένα όλων των προηγούμενων δεκαετιών.
Καθοριστική επίσης διαφορά, τόσο με τις παλιότερες όσο και τις κατοπινές φοιτητικές κινητοποιήσεις, υπήρξε η στάση του συνδικάτου των πανεπιστημιακών (ΠΟΣΔΕΠ): με πρόεδρο τον Λάζαρο Απέκη και γραμματέα τον Γιάνη Μαΐστρο, το 2006-2007 δεν στάθηκε απλώς στο πλευρό των αγωνιζόμενων φοιτητών, αλλά και πρωτοστάτησε στο σκέλος του αγώνα που αφορούσε την απόκρουση της αναθεώρησης του άρθρου 16.
Εξίσου εντυπωσιακή, σε σχέση με παλιότερες εποχές, υπήρξε η πρωτοφανής σε όγκο και πρωτοτυπία δημιουργικότητα που εκλύθηκε από τις καταλήψεις, κατά την πρώτη ιδίως φάση τους. Για πρώτη φορά οι καταληψίες φοιτητές δημιούργησαν δικό τους ιστότοπο (edopolytechneio.org), βραχυκυκλώνοντας τα επίσημα ΜΜΕ με πληροφοριακό υλικό, γραφιστικές δημιουργίες, ακόμη και διαδραστικούς πίνακες με την εξέλιξη των συνελεύσεων πανελλαδικά.
edopolytechneio.org
Ο πρώτος γύρος κινητοποιήσεων ξεκίνησε στις αρχές Μαΐου με σποραδικές καταλήψεις για επιμέρους αιτήματα (η πρώτη κατάληψη, στο Τμήμα Πλαστικών Τεχνών κι Επιστημών της Τέχνης του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διεκδικούσε λ.χ. επαγγελματικά δικαιώματα: τη δυνατότητα συμμετοχής των αποφοίτων στους διαγωνισμούς του ΑΣΕΠ για καθηγητές στα σχολεία), για να κλιμακωθεί μετά την ανακοίνωση της υπουργού (24/5) πως το επίμαχο νομοσχέδιο επρόκειτο να κατατεθεί τον Ιούλιο. Την επομένη, η ΠΟΣΔΕΠ αποφάσισε απεργία διαρκείας από την 1η Ιουνίου· οι καταλήψεις πολλαπλασιάστηκαν (με συντριπτικά συνήθως αποτελέσματα των γενικών συνελεύσεων: στο ΠΑΜΑΚ, άντρο της ΔΑΠ, η κατάληψη υπερψηφίστηκε λ.χ. στις 5/6 από 1.508 φοιτητές, έναντι 598 που πήρε η πρόταση της ΔΑΠ και 85 της ΠΚΣ), οι διαδηλώσεις μαζικοποιήθηκαν και σκλήρυναν.
Στις 8 Ιουνίου, η άγρια επίθεση των ΜΑΤ σ’ ένα πανελλαδικό συλλαλητήριο 15.000 φοιτητών στην Αθήνα θα αποτελέσει σημείο τομής για την υιοθέτηση μεθόδων αυτοάμυνας από τους διαδηλωτές, όλο και περισσότεροι από τους οποίους θα εξοικειωθούν σταδιακά με τη χρήση του Μαλόξ και της αυτοσχέδιας μάσκας για την αντιμετώπιση των δακρυγόνων, αλλά και με τα ενισχυμένα κοντάρια σημαιών, ως εργαλείο περιφρούρησης και σύμβολο μαχητικής διάθεσης. Ο πρώτος εκείνος γύρος έληξε με μια δυναμική, επεισοδιακή πορεία στις 27/6, ενώ είχε ήδη πετύχει μια πρώτη μικρή νίκη: στις 13/6 η Γιαννάκου δεσμεύτηκε, αποδεχόμενη σχετική πρόταση του ΠΑΣΟΚ, πως ο νόμος δεν θα ψηφιζόταν μέσα στο καλοκαίρι. Σύμφωνα με πηγές της αμερικανικής πρεσβείας, η αναδίπλωση διατάχτηκε από τον ίδιο τον πρωθυπουργό «για ν’ αποφευχθεί η παρακολούθηση καταστροφικών διαδηλώσεων στο κέντρο της Αθήνας από τα πλήθη των τουριστών του καλοκαιριού» (06ATHENS1556, 16/6/2006).
Ο δεύτερος γύρος κινητοποιήσεων ξεκίνησε στις 8/1/2007, ενόψει της συνταγματικής αναθεώρησης, και κλιμακώθηκε μετά την κατάθεση στη Βουλή του τελικού νομοσχεδίου για τα ΑΕΙ (20/2)· διήρκεσε δε δώδεκα συνεχείς εβδομάδες, με 407 καταλήψεις στο απόγειό του και περίπου 200 την τελευταία (26-31/3). Αυξημένος ήταν και ο αριθμός των διαδηλωτών στα μεγάλα πανελλαδικά συλλαλητήρια που πραγματοποιούνταν κάθε Πέμπτη στο κέντρο της Αθήνας, συνοδευόμενα συχνά από συμβολικές αντιπαραθέσεις με τα ΜΑΤ ώστε να υπενθυμιστούν η ύπαρξη και η αντοχή του κινήματος στα εκατομμύρια των αμέτοχων τηλεθεατών.
Το πρώτο σκέλος των κινητοποιήσεων του 2007 κατάφερε μια σημαντική νίκη, να σπάσει τον αδύναμο κρίκο της συντριπτικής (φαινομενικά) κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας υπέρ των ιδιωτικών πανεπιστημίων: πιεσμένη από την αντίθεση μεγάλου μέρους των οπαδών της στην ιδιωτικοποίηση των ΑΕΙ, η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ πραγματοποίησε τελικά μια εντυπωσιακή κωλοτούμπα, αποχωρώντας στις 2 Φεβρουαρίου από τη διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος (με αφορμή κάποια διαδικαστική λαθροχειρία της Ν.Δ. κατά τον χειρισμό μιας πρότασης μομφής) και ματαιώνοντας έτσι, ουσιαστικά, την τροποποίηση του άρθρου 16.
Μολονότι το νομοσχέδιο ψηφίστηκε τελικά στις 8 Μαρτίου, από μια Βουλή περικυκλωμένη από 30.000 φοιτητές που αναμετρήθηκαν συνειδητά, λιτότερο ή περισσότερο δυναμικά, με τα ΜΑΤ επί ώρες (σύγκρουση αδιανόητη μέχρι τότε, όσον αφορά τον συγκεκριμένο χώρο, σε όλα τα μεταπολεμικά χρονικά), ακόμη και το δεύτερο αυτό σκέλος του κινήματος απέσπασε κι αυτό μια διόλου ευκαταφρόνητη νίκη στα σημεία: αντί για το «ν+2», ως ανώτατο όριο σπουδών ορίστηκε τελικά το διπλάσιο του ελάχιστου χρόνου («2ν»), περιορίζοντας αισθητά τον κίνδυνο απώλειας της φοιτητικής ιδιότητας για τους περισσότερους φοιτητές, αλλά και τα περιθώρια καθηγητικής αυθαιρεσίας που συνεπάγεται αυτός ο τελευταίος.
«Ο νόμος για την εκπαίδευση που πέρασε στην ελληνική Βουλή στις 8 Μαρτίου απέχει πολύ από τη σαρωτική συνταγματική μεταρρύθμιση που επιδίωκε κάποτε η κυβέρνηση Καραμανλή», θα ενημερώσει την Ουάσινγκτον ο Αμερικανός πρέσβης στις 13/3, φανερά απογοητευμένος επίσης από το γεγονός ότι «δεν υπάρχει καμιά ένδειξη πως οι φοιτητές και οι πανεπιστημιακοί είναι διατεθειμένοι να δεχτούν τον νόμο σαν τετελεσμένο γεγονός» (07ATHENS534). Οπως αποδείχτηκε, είχε δίκιο: απονομιμοποιημένος από γεννησιμιού του στη συνείδηση της ακαδημαϊκής κοινότητας, ο Ν. 3549 των Γιαννάκου-Καραμανλή έμεινε τελικά νεκρό γράμμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου